Αμερικανικό κράτος και οργανωμένο έγκλημα
Του Κλεάνθη Γρίβα*
Το οργανωμένο έγκλημα εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο στις ΗΠΑ, εξαιτίας της απαγόρευσης και της δίωξης ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών. Γεννήθηκε κατά την σταδιακή επιβολή της απαγόρευσης του οπίου για κάπνισμα (1875-1902). Ενηλικιώθηκε μετά την πλήρη απαγόρευση των οπιούχων και της κοκαΐνης με το νόμο Harrison (1914). Ωρίμασε κατά τη διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης (1920-1933). Ισχυροποιήθηκε σε τρομακτικό βαθμό εξαιτίας των διαδοχικών απαγορεύσεων ορισμένων ουσιών (ανάμεσα στις οποίες, κυριαρχική θέση κατέχουν η ηρωίνη και η κοκαΐνη). Εξελίχθηκε ως κακοήθης νεοπλασία, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Και εμπεδώθηκε ως καθοριστικός παράγοντας της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής ζωής.
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, χάρη στην επιλεκτική απαγόρευση ορισμένων ουσιών (που σκοπίμως ομαδοποιούνται υπό τον αδόκιμο και παραπλανητικό όρο «ναρκωτικά»), δίπλα στη νόμιμη εξουσία του κράτους αναπτύσσεται η παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος η οποία δρα άλλοτε ως ανταγωνιστής και άλλοτε ως συνεργός της κρατικής εξουσίας που την κυοφόρησε, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση μιας δυναμικής ισορροπίας ανάμεσά στη νόμιμη εξουσία του κράτους και την παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος.
Συνδετικός κρίκοςμεταξύ της νόμιμης εξουσίας του κράτους και της παράνομης εξουσίας του οργανωμένου εγκλήματος είναι ένα ενδιάμεσο στρώμα κρατικών υπαλλήλων, κυβερνητικών αξιωματούχων και επαγγελματιών πολιτικών που μισθώνονται από την κρατική εξουσία και εξαγοράζονται από το οργανωμένο έγκλημα. Μέσο για τη συγκρότηση αυτού του συνδετικού κρίκου είναι η διαφθορά. Και πεδίο συνεργασίας της κρατικής εξουσίας και του οργανωμένου εγκλήματος αποτελούν όλες οι δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός των ορίων της νομιμότητας και εξυπηρετούν πολιτικούς στόχους, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχουν τα όπλα, τα ναρκωτικά και η τρομοκρατία.
Η συνεργασία της κρατικής εξουσίας με το οργανωμένο έγκλημα γέννησε το παρακράτος, έναν ιδιότυπο «θεσμό» που λειτουργεί πέραν των ορίων της νομιμότητας, με καθοδηγητικά όργανα που απαρτίζονται από κρατικούς αξιωματούχους και εκτελεστικά όργανα που στρατολογούνται από τον υπόκοσμο. Όπως προκύπτει από την ιστορική έρευνα, από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, τα ναρκωτικά και η τρομοκρατίααποτελούν δυο αποτελεσματικά, πολιτικά και οικονομικά, εργαλεία που χρησιμοποιούνται από τις μυστικές υπηρεσίες και το οργανωμένο έγκλημα, που συνεργάζονται μεταξύ τους εξυπηρετώντας τους δικούς τους ιδιαίτερους σκοπούς.
Η Πολιτικοποίηση του Οργανωμένου Εγκλήματος
Από το 1947 και μετά, οι δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών και του οργανωμένου εγκλήματος αλληλο-επικαλύπτονται στο όνομα της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση και τον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους: Το οργανωμένο έγκλημα, παράλληλα με την παραδοσιακή του δραστηριότητα στους τομείς της προστασίας, της πορνεία, του τζόγου και των ναρκωτικών, πολιτικοποιείται διαμέσου της εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων που του τίθενται από τις μυστικές υπηρεσίες, όπως το σπάσιμο των απεργιών, οι βιαιότητες σε βάρος της Αριστεράς και η διάπραξη πολιτικών δολοφονιών. Και οι μυστικές υπηρεσίες, παράλληλα με την παραδοσιακή τους δραστηριότητα στους τομείς της κατασκοπίας, της αντικατασκοπίας και της πολιτικής τρομοκρατίας, εγκληματοποιούνται χρησιμοποιώντας τα μέσα του οργανωμένου εγκλήματος, και κυρίως τα ναρκωτικά.
Έτσι οι μυστικές υπηρεσίες αναδεικνύονται σε παράλληλη εξουσία, γιατί οι μπίζνες με τα ναρκωτικά εξασφαλίζουν σ’ αυτές μια πολιτική αυτονομία διαμέσου μιας σειράς «συμμαχιών» που μπορούν να διαφεύγουν από τον έλεγχο της νόμιμης πολιτικής εξουσίας, και συγχρόνως μια οικονομική αυτοδυναμία από τα αρμόδια συνταγματικά όργανα ελέγχου, διαμέσου της αυτοχρηματοδότησης των επιχειρήσεών τους με τα κέρδη που προσπορίζονται από την έμμεση ή άμεση συμβολή τους στη διακίνηση των ναρκωτικών.
Σήμερα, οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για τα ναρκωτικά θα προσκρούσει αναγκαία στο τρίπτυχο οργανωμένο έγκλημα-μυστικές υπηρεσίες-τρομοκρατία, και οποιαδήποτε σοβαρή έρευνα για την τρομοκρατία θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τρίπτυχο οργανωμένο έγκλημα-μυστικές υπηρεσίες-ναρκωτικά. Έτσι σχηματίζεται το τετράπτυχο «οργανωμένο έγκλημα, μυστικές υπηρεσίες, ναρκωτικά και τρομοκρατία», που τα επιμέρους στοιχεία του μόνο αφελείς ή ανιστόρητοι μπορούν να απομονώνουν με ελαφριά καρδιά και σκέψη.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο συντελέστηκε ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του οργανωμένου εγκλήματος σταδιακά από ένα συντεχνιακό οργανισμό με τοπική εμβέλεια σε μια πανίσχυρη πολυεθνική εταιρεία με παγκόσμια επιρροή, με την οποία ελάχιστα κράτη θα μπορούσαν να συγκριθούν από την άποψη της οργάνωσης, της ισχύος και της αποτελεσματικότητας. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η εκπληκτική ενδυνάμωση του οργανωμένου εγκλήματος εξ’ αιτίας της επιλεκτικής απαγόρευσης ορισμένων ουσιών, το κατέστησε βασικό παράγοντα της δημόσιας ζωής σε πολλές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου (ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Ιαπωνία, κ.α.).
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Η Εξέλιξη της Αμερικανικής Μαφίας (1920-1940)
Το 1914 με το νόμο Harrison απαγορεύτηκε η εμπορία των οπιούχων και της κοκαΐνης. Το 1919 απαγορεύτηκε η διάθεσή τους ακόμη και για ιατρικούς λόγους. Και το 1920 επιβλήθηκε η απαγόρευση του αλκοόλ. Αμέσως μετά την απαγόρευση αυτών των ουσιών, σε όλες τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, οι τοπικές συμμορίες που μέχρι τότε ασχολούνταν κυρίως την εκμετάλλευση της πορνείας, μετεξελίχτηκαν σε εθνικής εμβέλειας συνδικάτα που ανέλαβαν να καλύψουν τη ζήτηση σε οπιούχα, κοκαΐνη και αλκοόλ, πράγμα που σηματοδοτεί τη γένεση και την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ και εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο. «Το αμερικανικό οργανωμένο έγκλημα εξελίχτηκε από ένα αριθμό τοπικών συμμοριών σε σύνολο εθνικών συνδικάτων με υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική υπεροχή, κυρίως των βιομηχανικών περιοχών, εκμεταλλευόμενο την απαγόρευση του αλκοόλ, των οπιούχων και της κοκαΐνης. Σ’ αντίθεση με την απαγόρευση του αλκοόλ που διάρκεσε 13 χρόνια (1920-1933), η απαγόρευση των ναρκωτικών ήταν συνεχής και κατέστησε τη διακίνηση της παράνομης ηρωίνης την πιο σταθερή πηγή εσόδων για το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική.» (1)
Μετά την κατάργηση της Ποτοαπαγόρευσης (1933), το οργανωμένο έγκλημα (στο χώρο του οποίου κυριαρχούσε η Μαφία υπό την αρχηγία του Σικελο-αμερικανού γκάνγκστερ Salvatore «Lucky» Luciano), έστρεψε το ενδιαφέρον του από το αλκοόλ στα «ναρκωτικά» που μέχρι τότε αποτελούσαν ένα μικρό μέρος του κύκλου των δραστηριοτήτων του. Και τα εκμεταλλεύτηκε συστηματικά μέχρι την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσε τη διακοπή της ροής του οπίου από τις οπιοπαραγωγές ασιατικές χώρες προς τις ΗΠΑ.[2]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Μαφία βρέθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της σε μια εξαιρετικά δεινή θέση, δεχόμενη επιθέσεις και έχοντας συνεχείς απώλειες σε δύο μέτωπα: Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση οργάνωσε συνδυασμένες αστυνομικές επιχειρήσεις και δικαστικές διώξεις κατά της μαφίας και στην Ιταλία, ο Μουσολίνι την αντιμετώπισε με βίαιες εκστρατείες που είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και την εξόντωση πολλών μελών της.
Η Συνεργασία της Αμερικανικής Κυβέρνησης με τη Μαφία Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα σαμποτάζ στο λιμάνι της Νέας Υόρκης το 1941 αποτέλεσε το έναυσμα για την αλλαγή του σκηνικού και την έναρξη της συνεργασίας των κρατικών μυστικών υπηρεσιών με τη Μαφία.
Η Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού (OfficeofNavalIntelligence, ONI) επιδιώκοντας να διασφαλίσει το λιμάνι της Νέας Υόρκης από σαμποτάζ και, συγχρόνως, να ελέγχει όλα τα εμπορικά πλοία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό εχθρικών πολεμικών στα διεθνή ύδατα, απευθύνθηκε στη Μαφία και εξασφάλισε τη συνεργασία της, μέσω μιας συμφωνίας με τον μεγαλομαφιόζο Joseph Lanza, αντιπρόσωπο του Luciano, που έλεγχε πλήρως τους εργαζόμενους στα ντοκ του λιμανιού της Νέας Υόρκης.
Έτσι εγκαινιάστηκε, η πρώτη επίσημη συνεργασία του αμερικανικού κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος, που έμελλε να επεκταθεί από την προστασία του λιμανιού της Νέας Υόρκης το 1941 στο πεδίο της διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά την απόβαση των Αμερικανών στην Ιταλία το 1943 και εν συνεχεία να χρησιμοποιηθεί ως βασικό εργαλείο για της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Το αμερικανικό κράτος με τη συνεργασία του με τον Luciano εξασφάλισε την απρόσκοπτη λειτουργία του λιμανιού της Νέας Υόρκης σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και χρησιμοποίησε τη Σικελική Μαφία αρχικά ως δύναμη αντίστασης στον Μουσολίνι και εν συνεχεία ως δύναμη «αποτροπής» του ενδεχόμενου της ανάληψης της εξουσίας στην Ιταλία από την Αριστερά. Για το σκοπό αυτό, μετά τη σταθεροποίηση των θέσεών τους «οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής τοποθέτησαν πλήθος μαφιόζων στους διοικητικούς μηχανισμούς και σε θέσεις δημάρχων και κοινοταρχών» στις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχό τους.[3] Οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής στη Σικελία, αναθέτοντας πολιτικά και διοικητικά πόστα σε μέλη της Μαφίας, διασφάλισαν τις υλικές βάσεις για τη δυναμική αποτροπή του ενδεχόμενου να καταλάβει νομίμως την εξουσία η αριστερά και, συγχρόνως, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις της εισβολής της Μαφίας στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ιταλίας και τον επικαθορισμό της ιταλικής δημόσιας ζωής από το οργανωμένο έγκλημα στις τέσσερις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Το 1948, οι Σικελική μαφία υπό την προστασία των Αμερικανών, οργάνωσε ένα δίκτυο παραγωγής και διακίνησης ηρωίνης που προμηθευόταν βάση μορφίνης από τα κέντρα παραγωγής οπίου της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής, τη μετέτρεπε νομίμως σε ηρωίνη στα εργαστήρια της σικελικής φαρμακευτικής εταιρείας Schiaparelli και την εισήγαγε παράνομα στις ΗΠΑ, όπου σταδιακά έφτασε να καλύπτει το 80% της ζήτησης αυτής της ουσίας στη μαύρη αγορά.
Μ’ αυτό τον τρόπο, στην περίοδο 1952-1958, ο έλεγχος της ηρωίνης που διοχετευόταν στις ΗΠΑ, πέρασε βαθμιαία από την κορσικάνικη μαφία της Μασσαλίας (που οι πάγιες σχέσεις της με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες την καθιστούσαν αφερέγγυα για τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες) στην αμερικανο-σικελική μαφία, που οι σχέσεις της με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αποτελούσαν εγγύηση της πολιτικής της νομιμοφροσύνης.
Η Συνεργασία της CIA με το Οργανωμένο Έγκλημα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν ο Κόκκινος Στρατός υπέταξε την Ανατολική Ευρώπη και οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στην Κίνα (1948), οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με την άμεση απειλή της κομμουνιστικής επέκτασης και οι Αμερικανοί ηγέτες, διαπιστώνοντας ότι χρειάζονταν νέα όπλα για ν’ αντιμετωπίσουν ένα νέο είδος παγκοσμίου πολέμου, το 1947 δημιούργησαν τη CIA (CentralIntelligenceAgency) που είχε αρμοδιότητα σε δύο κυρίως πεδία: την κατασκοπεία και τη μυστική δράση.
Η CIA αναδείχτηκε στο κυριότερο εργαλείο για την εφαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι πράκτορές της συμμαχούσαν με οποιαδήποτε υποκοσμιακή ή παρακρατική συμμορία που ήταν ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ανάσχεση της επέκτασης της κομμουνιστικής επιρροής, ανάμεσα στις οποίες και τα δίκτυα παραγωγής και διακίνησης απαγορευμένων ουσιών (πράγμα που άσκησε και ασκεί τεράστια προωθητική επίδραση στο παγκόσμιο εμπόριο της ηρωίνης). Η συμμαχία της CIA με τους ναρκω-λαθρέμπορους στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν το διεθνές εμπόριο του οπίου σχεδόν εκμηδενίστηκε εξαιτίας της τεράστιας πτώσης της διεθνούς εμπορικής ναυσιπλοΐας (με αποτέλεσμα ο αριθμός των εξαρτημένων στις ΗΠΑ να μειωθεί εντυπωσιακά: από 200.000 το 1924 σε περίπου 20.000 το 1944-1945).
Μετά τη λήξη του πολέμου, η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του διεθνούς εμπορίου ακολουθήθηκε από την αναδιοργάνωση της παραγωγής της ηρωίνης και των δικτύων της διακίνησής της. Οι καλλιέργειες της οπιοπαπαρούνας στην Τουρκία και τη ΝΑ Ασία επεκτείνονταν διαρκώς και τα παράνομα εργαστήρια μετατροπής της μορφίνης σε ηρωίνη στήνονταν το ένα μετά το άλλο στη Μασσαλία και το Χονγκ-Κονγκ. Πολλοί απ’ τους λόγους αυτής της «αναγέννησης» της διακίνησης των απαγορευμένων ουσιών οφείλονται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και του κυριότερου εκτελεστικού της βραχίονα, της CIA, που έχει την ευθύνη όλων των μυστικών επιχειρήσεων διείσδυσης, αποσταθεροποίησης, ανατροπής και αποτροπής στον κόσμο.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΣΙΚΑΝΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Η Εξέλιξη της Κορσικάνικης Μαφίας (1920-1940)
Για 25 ολόκληρα χρόνια, από το 1947 μέχρι το 1972, η κορσικάνικη Μαφία της Μασσαλίας είχε το μονοπώλιο στον εφοδιασμό της αμερικανικής αγοράς με ηρωίνη, απολαμβάνοντας της προστασίας των αμερικανικών και γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, και κυρίως της αμερικανικής CIA και της γαλλικής ΚΥΠ (SDECE). Μέχρι τη δεκαετία του 1960, το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης της ηρωίνης από την Εγγύς και Μέση Ανατολή προς τις ΗΠΑ γινόταν από την κορσικάνικη Μαφία που είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της το λιμάνι της Μασσαλίας –γνωστή πρωτεύουσα του Γαλλικού υπόκοσμου και κυριότερο κέντρο διαμετακόμισης απαγορευμένων ουσιών.
Η εξέλιξη της κορσικάνικης Μαφίας της Μασσαλίας είναι στενά συνδεδεμένη με το γεγονός ότι ανάπτυξε στενές σχέσεις με τον υπόκόσμο της πολιτικής και των μυστικών υπηρεσιών, για λογαριασμό των οποίων εκτελούσε ένα πλήθος βρώμικων δουλειών με αντάλλαγμα την παροχή προστασίας στις δικές της έκνομες δραστηριότητες.
Μέχρι το 1920, ο υπόκοσμος της Μασσαλίας αποτελούνταν από διάφορους κακοποιούς, κυρίως Κορσικανούς που περιορίζονταν στην εκμετάλλευση της πορνείας και των τυχερών παιχνιδιών. Στη δεκαετία του 1920, ο κόσμος αυτός μετασχηματίστηκε σε ένα αυστηρά ιεραρχημένο και κεντρικά καθοδηγούμενο δίκτυο, το πασίγνωστο Γαλλικό Δίκτυο της κορσικάνικης Μαφίας,υπό την ηγεσία των Francois Spirito και Paul Bonnaventure Carbone που το διηύθυναν επί 20 περίπου χρόνια (1924-1944). Το Δίκτυο οργάνωσε επαγγελματικά την εκμετάλλευση της πορνείας και των τυχερών παιχνιδιών, απλώθηκε σ’ ένα νέο επιχειρησιακό τομέα, τον τομέα των απαγορευμένων ουσιών, και ανέπτυξε στενές σχέσεις συνεργασίας με ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού κόσμου,
Στη δεκαετία του 1930, η κορσικάνικη Μαφία της Μασσαλίας συνεργάστηκε με τις ομάδες των φασιστών της πόλης που ήταν υπό την ηγεσία του αναπληρωτή δημάρχου Simon Sabiani, για λογαριασμό του οποίου οργάνωσε ειδικές ομάδες από γκάνγκστερ που περιφρουρούσαν τις φασιστικές εκδηλώσεις και εξαπέλυαν τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των αντιφασιστών στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929-1931. Σ’ αντάλλαγμα, ο Sabiani πρόσφερε πολιτική προστασία στον υπόκοσμο και διόρισε πολλά μέλη της κορσικάνικης Μαφίας στις υπηρεσίες του Δήμου της Μασσαλίας.[4] Μέσα απ’ αυτές τις διεργασίες διαμορφώθηκε μια συμμαχία ανάμεσα στους φασίστες και τον κορσικάνικο υπόκοσμο, που αναδείχτηκε σε κύρια πολιτική δύναμη στη Μασσαλία. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η κορσικάνικη Μαφία, έχοντας εξασφαλισμένη την πολιτική της κάλυψη, μπόρεσε να διεισδύσει στο παράνομο εμπόριο των όπλων και των «ναρκωτικών» (εκμεταλλευόμενη τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, 1936-39) και στην εμπορία της ηρωίνης (ανοίγοντας εργαστήρια ηρωίνης στη Μασσαλία), με αποτέλεσμα να φτάσει σταδιακά να ελέγχει το 80% της ηρωίνης που διακινούνταν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
[1] Αlfred McCoy: The Politics of Heroin: CIA Complicity in the Global Drug Trade (1972/1991), σ. 10. [2] Ανάμεσά τους, την πρώτη θέση είχε η Τουρκία και ακολουθούσαν το Ιράν και οι χώρες της Ν.Α. Ασίας. [3] Steven Duke & Albert Gross: America’s Longest War (1993), σ. 96. [4] Alfred McCoy, ο.π., σ. 50.
* Ψυχίατρος-νευρολόγος, Διδάκτωρ ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με σπουδές στην Κοινωνιολογία. Υπήρξε συνεργάτης πολλών περιοδικών και εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και η Ελευθεροτυπία (για 15 χρόνια μέχρι τις 4-2-2002). Συντάκτης της Έκθεσης για τα Ναρκωτικά της Ειδικής Επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1986) και συγγραφέας 17 βιβλίων με θέμα τη δημόσια υγιεινή, την ψυχιατρική, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και την ιστορία.
Πηγή
Το οργανωμένο έγκλημα εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο στις ΗΠΑ, εξαιτίας της απαγόρευσης και της δίωξης ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών. Γεννήθηκε κατά την σταδιακή επιβολή της απαγόρευσης του οπίου για κάπνισμα (1875-1902). Ενηλικιώθηκε μετά την πλήρη απαγόρευση των οπιούχων και της κοκαΐνης με το νόμο Harrison (1914). Ωρίμασε κατά τη διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης (1920-1933). Ισχυροποιήθηκε σε τρομακτικό βαθμό εξαιτίας των διαδοχικών απαγορεύσεων ορισμένων ουσιών (ανάμεσα στις οποίες, κυριαρχική θέση κατέχουν η ηρωίνη και η κοκαΐνη). Εξελίχθηκε ως κακοήθης νεοπλασία, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Και εμπεδώθηκε ως καθοριστικός παράγοντας της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής ζωής.
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, χάρη στην επιλεκτική απαγόρευση ορισμένων ουσιών (που σκοπίμως ομαδοποιούνται υπό τον αδόκιμο και παραπλανητικό όρο «ναρκωτικά»), δίπλα στη νόμιμη εξουσία του κράτους αναπτύσσεται η παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος η οποία δρα άλλοτε ως ανταγωνιστής και άλλοτε ως συνεργός της κρατικής εξουσίας που την κυοφόρησε, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση μιας δυναμικής ισορροπίας ανάμεσά στη νόμιμη εξουσία του κράτους και την παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος.
Συνδετικός κρίκοςμεταξύ της νόμιμης εξουσίας του κράτους και της παράνομης εξουσίας του οργανωμένου εγκλήματος είναι ένα ενδιάμεσο στρώμα κρατικών υπαλλήλων, κυβερνητικών αξιωματούχων και επαγγελματιών πολιτικών που μισθώνονται από την κρατική εξουσία και εξαγοράζονται από το οργανωμένο έγκλημα. Μέσο για τη συγκρότηση αυτού του συνδετικού κρίκου είναι η διαφθορά. Και πεδίο συνεργασίας της κρατικής εξουσίας και του οργανωμένου εγκλήματος αποτελούν όλες οι δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός των ορίων της νομιμότητας και εξυπηρετούν πολιτικούς στόχους, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχουν τα όπλα, τα ναρκωτικά και η τρομοκρατία.
Η συνεργασία της κρατικής εξουσίας με το οργανωμένο έγκλημα γέννησε το παρακράτος, έναν ιδιότυπο «θεσμό» που λειτουργεί πέραν των ορίων της νομιμότητας, με καθοδηγητικά όργανα που απαρτίζονται από κρατικούς αξιωματούχους και εκτελεστικά όργανα που στρατολογούνται από τον υπόκοσμο. Όπως προκύπτει από την ιστορική έρευνα, από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, τα ναρκωτικά και η τρομοκρατίααποτελούν δυο αποτελεσματικά, πολιτικά και οικονομικά, εργαλεία που χρησιμοποιούνται από τις μυστικές υπηρεσίες και το οργανωμένο έγκλημα, που συνεργάζονται μεταξύ τους εξυπηρετώντας τους δικούς τους ιδιαίτερους σκοπούς.
Η Πολιτικοποίηση του Οργανωμένου Εγκλήματος
Από το 1947 και μετά, οι δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών και του οργανωμένου εγκλήματος αλληλο-επικαλύπτονται στο όνομα της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση και τον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους: Το οργανωμένο έγκλημα, παράλληλα με την παραδοσιακή του δραστηριότητα στους τομείς της προστασίας, της πορνεία, του τζόγου και των ναρκωτικών, πολιτικοποιείται διαμέσου της εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων που του τίθενται από τις μυστικές υπηρεσίες, όπως το σπάσιμο των απεργιών, οι βιαιότητες σε βάρος της Αριστεράς και η διάπραξη πολιτικών δολοφονιών. Και οι μυστικές υπηρεσίες, παράλληλα με την παραδοσιακή τους δραστηριότητα στους τομείς της κατασκοπίας, της αντικατασκοπίας και της πολιτικής τρομοκρατίας, εγκληματοποιούνται χρησιμοποιώντας τα μέσα του οργανωμένου εγκλήματος, και κυρίως τα ναρκωτικά.
Έτσι οι μυστικές υπηρεσίες αναδεικνύονται σε παράλληλη εξουσία, γιατί οι μπίζνες με τα ναρκωτικά εξασφαλίζουν σ’ αυτές μια πολιτική αυτονομία διαμέσου μιας σειράς «συμμαχιών» που μπορούν να διαφεύγουν από τον έλεγχο της νόμιμης πολιτικής εξουσίας, και συγχρόνως μια οικονομική αυτοδυναμία από τα αρμόδια συνταγματικά όργανα ελέγχου, διαμέσου της αυτοχρηματοδότησης των επιχειρήσεών τους με τα κέρδη που προσπορίζονται από την έμμεση ή άμεση συμβολή τους στη διακίνηση των ναρκωτικών.
Σήμερα, οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για τα ναρκωτικά θα προσκρούσει αναγκαία στο τρίπτυχο οργανωμένο έγκλημα-μυστικές υπηρεσίες-τρομοκρατία, και οποιαδήποτε σοβαρή έρευνα για την τρομοκρατία θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τρίπτυχο οργανωμένο έγκλημα-μυστικές υπηρεσίες-ναρκωτικά. Έτσι σχηματίζεται το τετράπτυχο «οργανωμένο έγκλημα, μυστικές υπηρεσίες, ναρκωτικά και τρομοκρατία», που τα επιμέρους στοιχεία του μόνο αφελείς ή ανιστόρητοι μπορούν να απομονώνουν με ελαφριά καρδιά και σκέψη.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο συντελέστηκε ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του οργανωμένου εγκλήματος σταδιακά από ένα συντεχνιακό οργανισμό με τοπική εμβέλεια σε μια πανίσχυρη πολυεθνική εταιρεία με παγκόσμια επιρροή, με την οποία ελάχιστα κράτη θα μπορούσαν να συγκριθούν από την άποψη της οργάνωσης, της ισχύος και της αποτελεσματικότητας. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η εκπληκτική ενδυνάμωση του οργανωμένου εγκλήματος εξ’ αιτίας της επιλεκτικής απαγόρευσης ορισμένων ουσιών, το κατέστησε βασικό παράγοντα της δημόσιας ζωής σε πολλές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου (ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Ιαπωνία, κ.α.).
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Η Εξέλιξη της Αμερικανικής Μαφίας (1920-1940)
Το 1914 με το νόμο Harrison απαγορεύτηκε η εμπορία των οπιούχων και της κοκαΐνης. Το 1919 απαγορεύτηκε η διάθεσή τους ακόμη και για ιατρικούς λόγους. Και το 1920 επιβλήθηκε η απαγόρευση του αλκοόλ. Αμέσως μετά την απαγόρευση αυτών των ουσιών, σε όλες τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, οι τοπικές συμμορίες που μέχρι τότε ασχολούνταν κυρίως την εκμετάλλευση της πορνείας, μετεξελίχτηκαν σε εθνικής εμβέλειας συνδικάτα που ανέλαβαν να καλύψουν τη ζήτηση σε οπιούχα, κοκαΐνη και αλκοόλ, πράγμα που σηματοδοτεί τη γένεση και την ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ και εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο. «Το αμερικανικό οργανωμένο έγκλημα εξελίχτηκε από ένα αριθμό τοπικών συμμοριών σε σύνολο εθνικών συνδικάτων με υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική υπεροχή, κυρίως των βιομηχανικών περιοχών, εκμεταλλευόμενο την απαγόρευση του αλκοόλ, των οπιούχων και της κοκαΐνης. Σ’ αντίθεση με την απαγόρευση του αλκοόλ που διάρκεσε 13 χρόνια (1920-1933), η απαγόρευση των ναρκωτικών ήταν συνεχής και κατέστησε τη διακίνηση της παράνομης ηρωίνης την πιο σταθερή πηγή εσόδων για το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική.» (1)
Μετά την κατάργηση της Ποτοαπαγόρευσης (1933), το οργανωμένο έγκλημα (στο χώρο του οποίου κυριαρχούσε η Μαφία υπό την αρχηγία του Σικελο-αμερικανού γκάνγκστερ Salvatore «Lucky» Luciano), έστρεψε το ενδιαφέρον του από το αλκοόλ στα «ναρκωτικά» που μέχρι τότε αποτελούσαν ένα μικρό μέρος του κύκλου των δραστηριοτήτων του. Και τα εκμεταλλεύτηκε συστηματικά μέχρι την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσε τη διακοπή της ροής του οπίου από τις οπιοπαραγωγές ασιατικές χώρες προς τις ΗΠΑ.[2]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Μαφία βρέθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της σε μια εξαιρετικά δεινή θέση, δεχόμενη επιθέσεις και έχοντας συνεχείς απώλειες σε δύο μέτωπα: Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση οργάνωσε συνδυασμένες αστυνομικές επιχειρήσεις και δικαστικές διώξεις κατά της μαφίας και στην Ιταλία, ο Μουσολίνι την αντιμετώπισε με βίαιες εκστρατείες που είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και την εξόντωση πολλών μελών της.
Η Συνεργασία της Αμερικανικής Κυβέρνησης με τη Μαφία Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα σαμποτάζ στο λιμάνι της Νέας Υόρκης το 1941 αποτέλεσε το έναυσμα για την αλλαγή του σκηνικού και την έναρξη της συνεργασίας των κρατικών μυστικών υπηρεσιών με τη Μαφία.
Η Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού (OfficeofNavalIntelligence, ONI) επιδιώκοντας να διασφαλίσει το λιμάνι της Νέας Υόρκης από σαμποτάζ και, συγχρόνως, να ελέγχει όλα τα εμπορικά πλοία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό εχθρικών πολεμικών στα διεθνή ύδατα, απευθύνθηκε στη Μαφία και εξασφάλισε τη συνεργασία της, μέσω μιας συμφωνίας με τον μεγαλομαφιόζο Joseph Lanza, αντιπρόσωπο του Luciano, που έλεγχε πλήρως τους εργαζόμενους στα ντοκ του λιμανιού της Νέας Υόρκης.
Έτσι εγκαινιάστηκε, η πρώτη επίσημη συνεργασία του αμερικανικού κράτους και του οργανωμένου εγκλήματος, που έμελλε να επεκταθεί από την προστασία του λιμανιού της Νέας Υόρκης το 1941 στο πεδίο της διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά την απόβαση των Αμερικανών στην Ιταλία το 1943 και εν συνεχεία να χρησιμοποιηθεί ως βασικό εργαλείο για της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Το αμερικανικό κράτος με τη συνεργασία του με τον Luciano εξασφάλισε την απρόσκοπτη λειτουργία του λιμανιού της Νέας Υόρκης σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και χρησιμοποίησε τη Σικελική Μαφία αρχικά ως δύναμη αντίστασης στον Μουσολίνι και εν συνεχεία ως δύναμη «αποτροπής» του ενδεχόμενου της ανάληψης της εξουσίας στην Ιταλία από την Αριστερά. Για το σκοπό αυτό, μετά τη σταθεροποίηση των θέσεών τους «οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής τοποθέτησαν πλήθος μαφιόζων στους διοικητικούς μηχανισμούς και σε θέσεις δημάρχων και κοινοταρχών» στις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχό τους.[3] Οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής στη Σικελία, αναθέτοντας πολιτικά και διοικητικά πόστα σε μέλη της Μαφίας, διασφάλισαν τις υλικές βάσεις για τη δυναμική αποτροπή του ενδεχόμενου να καταλάβει νομίμως την εξουσία η αριστερά και, συγχρόνως, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις της εισβολής της Μαφίας στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ιταλίας και τον επικαθορισμό της ιταλικής δημόσιας ζωής από το οργανωμένο έγκλημα στις τέσσερις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Το 1948, οι Σικελική μαφία υπό την προστασία των Αμερικανών, οργάνωσε ένα δίκτυο παραγωγής και διακίνησης ηρωίνης που προμηθευόταν βάση μορφίνης από τα κέντρα παραγωγής οπίου της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής, τη μετέτρεπε νομίμως σε ηρωίνη στα εργαστήρια της σικελικής φαρμακευτικής εταιρείας Schiaparelli και την εισήγαγε παράνομα στις ΗΠΑ, όπου σταδιακά έφτασε να καλύπτει το 80% της ζήτησης αυτής της ουσίας στη μαύρη αγορά.
Μ’ αυτό τον τρόπο, στην περίοδο 1952-1958, ο έλεγχος της ηρωίνης που διοχετευόταν στις ΗΠΑ, πέρασε βαθμιαία από την κορσικάνικη μαφία της Μασσαλίας (που οι πάγιες σχέσεις της με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες την καθιστούσαν αφερέγγυα για τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες) στην αμερικανο-σικελική μαφία, που οι σχέσεις της με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αποτελούσαν εγγύηση της πολιτικής της νομιμοφροσύνης.
Η Συνεργασία της CIA με το Οργανωμένο Έγκλημα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν ο Κόκκινος Στρατός υπέταξε την Ανατολική Ευρώπη και οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στην Κίνα (1948), οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με την άμεση απειλή της κομμουνιστικής επέκτασης και οι Αμερικανοί ηγέτες, διαπιστώνοντας ότι χρειάζονταν νέα όπλα για ν’ αντιμετωπίσουν ένα νέο είδος παγκοσμίου πολέμου, το 1947 δημιούργησαν τη CIA (CentralIntelligenceAgency) που είχε αρμοδιότητα σε δύο κυρίως πεδία: την κατασκοπεία και τη μυστική δράση.
Η CIA αναδείχτηκε στο κυριότερο εργαλείο για την εφαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι πράκτορές της συμμαχούσαν με οποιαδήποτε υποκοσμιακή ή παρακρατική συμμορία που ήταν ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ανάσχεση της επέκτασης της κομμουνιστικής επιρροής, ανάμεσα στις οποίες και τα δίκτυα παραγωγής και διακίνησης απαγορευμένων ουσιών (πράγμα που άσκησε και ασκεί τεράστια προωθητική επίδραση στο παγκόσμιο εμπόριο της ηρωίνης). Η συμμαχία της CIA με τους ναρκω-λαθρέμπορους στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν το διεθνές εμπόριο του οπίου σχεδόν εκμηδενίστηκε εξαιτίας της τεράστιας πτώσης της διεθνούς εμπορικής ναυσιπλοΐας (με αποτέλεσμα ο αριθμός των εξαρτημένων στις ΗΠΑ να μειωθεί εντυπωσιακά: από 200.000 το 1924 σε περίπου 20.000 το 1944-1945).
Μετά τη λήξη του πολέμου, η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του διεθνούς εμπορίου ακολουθήθηκε από την αναδιοργάνωση της παραγωγής της ηρωίνης και των δικτύων της διακίνησής της. Οι καλλιέργειες της οπιοπαπαρούνας στην Τουρκία και τη ΝΑ Ασία επεκτείνονταν διαρκώς και τα παράνομα εργαστήρια μετατροπής της μορφίνης σε ηρωίνη στήνονταν το ένα μετά το άλλο στη Μασσαλία και το Χονγκ-Κονγκ. Πολλοί απ’ τους λόγους αυτής της «αναγέννησης» της διακίνησης των απαγορευμένων ουσιών οφείλονται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και του κυριότερου εκτελεστικού της βραχίονα, της CIA, που έχει την ευθύνη όλων των μυστικών επιχειρήσεων διείσδυσης, αποσταθεροποίησης, ανατροπής και αποτροπής στον κόσμο.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΣΙΚΑΝΙΚΗ ΜΑΦΙΑ
Η Εξέλιξη της Κορσικάνικης Μαφίας (1920-1940)
Για 25 ολόκληρα χρόνια, από το 1947 μέχρι το 1972, η κορσικάνικη Μαφία της Μασσαλίας είχε το μονοπώλιο στον εφοδιασμό της αμερικανικής αγοράς με ηρωίνη, απολαμβάνοντας της προστασίας των αμερικανικών και γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, και κυρίως της αμερικανικής CIA και της γαλλικής ΚΥΠ (SDECE). Μέχρι τη δεκαετία του 1960, το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης της ηρωίνης από την Εγγύς και Μέση Ανατολή προς τις ΗΠΑ γινόταν από την κορσικάνικη Μαφία που είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της το λιμάνι της Μασσαλίας –γνωστή πρωτεύουσα του Γαλλικού υπόκοσμου και κυριότερο κέντρο διαμετακόμισης απαγορευμένων ουσιών.
Η εξέλιξη της κορσικάνικης Μαφίας της Μασσαλίας είναι στενά συνδεδεμένη με το γεγονός ότι ανάπτυξε στενές σχέσεις με τον υπόκόσμο της πολιτικής και των μυστικών υπηρεσιών, για λογαριασμό των οποίων εκτελούσε ένα πλήθος βρώμικων δουλειών με αντάλλαγμα την παροχή προστασίας στις δικές της έκνομες δραστηριότητες.
Μέχρι το 1920, ο υπόκοσμος της Μασσαλίας αποτελούνταν από διάφορους κακοποιούς, κυρίως Κορσικανούς που περιορίζονταν στην εκμετάλλευση της πορνείας και των τυχερών παιχνιδιών. Στη δεκαετία του 1920, ο κόσμος αυτός μετασχηματίστηκε σε ένα αυστηρά ιεραρχημένο και κεντρικά καθοδηγούμενο δίκτυο, το πασίγνωστο Γαλλικό Δίκτυο της κορσικάνικης Μαφίας,υπό την ηγεσία των Francois Spirito και Paul Bonnaventure Carbone που το διηύθυναν επί 20 περίπου χρόνια (1924-1944). Το Δίκτυο οργάνωσε επαγγελματικά την εκμετάλλευση της πορνείας και των τυχερών παιχνιδιών, απλώθηκε σ’ ένα νέο επιχειρησιακό τομέα, τον τομέα των απαγορευμένων ουσιών, και ανέπτυξε στενές σχέσεις συνεργασίας με ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού κόσμου,
Στη δεκαετία του 1930, η κορσικάνικη Μαφία της Μασσαλίας συνεργάστηκε με τις ομάδες των φασιστών της πόλης που ήταν υπό την ηγεσία του αναπληρωτή δημάρχου Simon Sabiani, για λογαριασμό του οποίου οργάνωσε ειδικές ομάδες από γκάνγκστερ που περιφρουρούσαν τις φασιστικές εκδηλώσεις και εξαπέλυαν τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των αντιφασιστών στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929-1931. Σ’ αντάλλαγμα, ο Sabiani πρόσφερε πολιτική προστασία στον υπόκοσμο και διόρισε πολλά μέλη της κορσικάνικης Μαφίας στις υπηρεσίες του Δήμου της Μασσαλίας.[4] Μέσα απ’ αυτές τις διεργασίες διαμορφώθηκε μια συμμαχία ανάμεσα στους φασίστες και τον κορσικάνικο υπόκοσμο, που αναδείχτηκε σε κύρια πολιτική δύναμη στη Μασσαλία. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η κορσικάνικη Μαφία, έχοντας εξασφαλισμένη την πολιτική της κάλυψη, μπόρεσε να διεισδύσει στο παράνομο εμπόριο των όπλων και των «ναρκωτικών» (εκμεταλλευόμενη τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, 1936-39) και στην εμπορία της ηρωίνης (ανοίγοντας εργαστήρια ηρωίνης στη Μασσαλία), με αποτέλεσμα να φτάσει σταδιακά να ελέγχει το 80% της ηρωίνης που διακινούνταν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
[1] Αlfred McCoy: The Politics of Heroin: CIA Complicity in the Global Drug Trade (1972/1991), σ. 10. [2] Ανάμεσά τους, την πρώτη θέση είχε η Τουρκία και ακολουθούσαν το Ιράν και οι χώρες της Ν.Α. Ασίας. [3] Steven Duke & Albert Gross: America’s Longest War (1993), σ. 96. [4] Alfred McCoy, ο.π., σ. 50.
* Ψυχίατρος-νευρολόγος, Διδάκτωρ ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με σπουδές στην Κοινωνιολογία. Υπήρξε συνεργάτης πολλών περιοδικών και εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και η Ελευθεροτυπία (για 15 χρόνια μέχρι τις 4-2-2002). Συντάκτης της Έκθεσης για τα Ναρκωτικά της Ειδικής Επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1986) και συγγραφέας 17 βιβλίων με θέμα τη δημόσια υγιεινή, την ψυχιατρική, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και την ιστορία.
Πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
γεια σας, χαρηκα για την παρουσια αρθρου του μοναδικου ψυχιατρου στην ελλαδα, που παρουσιαζει την βρωμια κατω απο τους καθωσπρεπει νομους και δημοσιους παραγοντες που μας''προστατευουν'' απο τα ναρκο''-πεδια τους.Οι αλλοι συναδελφοι του πιανουνε κοκκινο γραφοντες ψυχοφαρμακα κατα των πτωχευσαντων ρωμιων και οι λιγοτεροι- ψυχαναλυοντες τους μη.Να βαλω κ ενα ιστορικο πετραδακι...τον αρχηγο του ΕΛΑΣ , Σαραφη, δεν τον εφαγε το αμερικανικο αυτοκινητο με μελη της ιταλικης Μαφιας στην αμρικαν βαση ελληνικου?
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλικα, κωστης