Το «κουστούμι» του Ερντογάν
Του Γιάννου Χαραλαμπίδη
Δρ Διεθνών Σχέσεων
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στηρίζονται μεν κατά καιρούς στη ρητορική της καλής θελήσεως, όμως, αληθές είναι ότι πρόκειται για μια διαχρονική βεντέτα, που ξεκινά από το 1071, όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι κέρδισαν στη μάχη του Ματζικέρτ τους Βυζαντινούς. Και έκτοτε έχουν παρεμβληθεί πόλεμοι, σφαγές και γενοκτονίες, που δημιούργησαν αρνητικά στερεότυπα και εχθρότητες, που δεν μπορούν να σβήσουν από τη μια μέρα στην άλλη, ειδικά όταν η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας και να επιμένει στην αναθεωρητική της πολιτική όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Σήμερα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κινούνται στα εξής επίπεδα:
Πρώτο, το ζήτημα των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης και η επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης, καθώς τα προβλήματα της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, τα οποία η Τουρκία, πλην της Χάλκης, τα έχει επιλύσει μονομερώς με την πρακτική των διωγμών. Με αποτέλεσμα να παραμείνουν στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τενέδο υπολείμματα πληθυσμών.
Από την άλλη, στο θέμα της Δ. Θράκης, η Τουρκία επιμένει στη μετατροπή της μειονότητας από μουσουλμανική σε τουρκική. Μια εξέλιξη που θα ανοίξει την πύλη στην κυπροποίηση της δυτικής Θράκης. Δεύτερο, το κυπριακό πρόβλημα. Μπορεί μεν η Κυπριακή Δημοκρατία να είναι ανεξάρτητο κράτος και μέλος της Ε.Ε., όμως, εκεί υπάρχουν 800 χιλιάδες Έλληνες τους οποίους εγγυήθηκε νομικά η Ελλάδα, εξού και είναι εγγυήτρια δύναμη, ενώ, ταυτοχρόνως, έχει και πολιτική και ηθική και πάσης άλλης φύσεως υποχρέωση.
Άλλωστε, το τραπεζικό και χρηματιστηριακό σύστημα των δυο χωρών είναι αρρήκτως συνδεδεμένο. Συνεπώς, υπάρχουν και οικονομικά συμφέροντα για την Ελλάδα, που διακυβεύονται στην Κύπρο. Και αντιστρόφως.
Κλασικό συναφές παράδειγμα είναι και το ζήτημα της ενέργειας. Επί τούτου υπάρχουν οι συνθήκες για τη δημιουργία στρατηγικής συνεργασίας Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, στη βάση της κατασκευή ενός αγωγού για το φυσικό αέριο προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό, άλλωστε, την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη ο Πρόεδρος Χριστόφιας επισκέφθηκε επισήμως το Ισραήλ.
Τρίτο, τα προβλήματα στο Αιγαίο, που είναι συναφή με ζητήματα της υφαλοκρηπίδας, της κυριαρχίας και των πετρελαίων. Σε αυτό το σκηνικό εμπίπτουν:
α. Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς. Στην τελευταία μεγάλη Σύνοδο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις 20 με 21 Νοεμβρίου του 2010, όταν είχε καθοριστεί το νέο στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ με την εγκατάσταση της νέας αντιπυραυλικής ασπίδας, η Τουρκία ήθελε να θέσει υπό το δικό της επιχειρησιακό έλεγχο όλο το Αιγαίο, ώς τα όρια που θα αναλάβουν οι Βρετανοί, λόγω των βάσεών τους στην Κύπρο. Το πρόβλημα του εναέριου χώρο ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, όταν η Ελλάδα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είχε καθορίσει τον εναέριό της χώρο στα 10 και όχι στα 6 ναυτικά μίλα. Πράγμα που αμφισβητεί η Τουρκία και προχωρεί σε συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Άλλωστε, και το κυπριακό πρόβλημα είναι ενταγμένο αφενός στην αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας. Δηλαδή, η Άγκυρα επιδιώκει να αλλάξει το νομικό, πολιτικό και στρατηγικό καθεστώς, που επικρατούσε ώς το 1973 από τα Βαλκάνια ώς την Κύπρο. Τώρα ειδικά, η πολιτική της αυτή κινείται προς την επίτευξη δυο στόχων:
Ο ένας αφορά στην εδραίωσή της ως περιφερειακής δύναμης και στην πλήρη φινλανδοποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου, και ο δεύτερος αφορά στη συναφή με όλα αυτά θεωρία Νταβότουγλου περί νεο-Οθωμανισμού.
β. Το τουρκικό «casus -belli», εάν η Ελλάδα προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6 σε 12 ναυτικά μίλια, όπως μπορεί να το πράξει επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
γ. Το ζήτημα των αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου και πιθανόν στην περιοχή του Καστελόριζου. Η Ελλάδα δεν προχωρεί στον καθορισμό της δικής της ΑΟΖ στο Καστελόριζο διότι θέτει βέτο η Τουρκία, η οποία δεν θέλει να ενωθεί η ΑΟΖ της Ελλάδας με εκείνη της Κύπρου. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, η Άγκυρα δεν θα έχει πρόσβαση προς την ΑΟΖ της Αιγύπτου. Επιπροσθέτως δε, θα ενωθούν οι ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Αυτή είναι η νέα διάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στην οποία, όμως, εμπλέκεται το Ισραήλ, το οποίο έχει, ήδη, καθορίσει τη δική του ΑΟΖ με την Κύπρο και τελεί σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα, καθότι το Ισραήλ θεωρεί την Τουρκία πλέον ως ανταγωνιστική περιφερειακή δύναμη, ενώ ταυτοχρόνως γνωρίζει ότι η μοναδική του διέξοδος είναι μέσω Κύπρου προς την Ελλάδα και την Ευρώπη.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ μεγάλο ζήτημα που απασχολεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ελλάδα και Κύπρος είχαν επενδύσει πολλά επί του θέματος αυτού. Και είναι ακόμη σε ισχύ η θέση ότι: Χωρίς τη λύση του Κυπριακού δεν εντάσσεται η Τουρκία στην Ε.Ε. Βεβαίως, η Άγκυρα ουδόλως βιάζεται να λύσει το Κυπριακό, εφόσον οι ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε., όπως είναι Γαλλία και Γερμανία, ουδόλως βιάζονται να την εντάξουν ως πλήρες κράτος μέλος της Ε.Ε. Μάλιστα, η Γαλλία κρατά παγωμένο το κεφάλαιο 12 για την κοινή νομισματική πολιτική, διότι, κατά το γαλλικό ισχυρισμό, εάν ανοίξει και κλείσει το εν λόγω κεφάλαιο, προδικάζεται η πλήρης ένταξη της Τουρκίας. Και αυτό δεν το επιθυμεί η Γαλλία, η οποία υποστηρίζει την ειδική σχέση.
Βεβαίως, δεν υπάρχει προηγούμενο στο ζήτημα της ειδικής σχέσης. Κανείς δεν είναι σε θέση να πει νομικώς πού θα στέκεται η Τουρκία στην ειδική της σχέση με την Ε.Ε. Σίγουρο είναι ότι Γαλλία και Γερμανία δεν θέλουν να μοιράζονται τις εξουσίες και την παγκόσμια ισχύ, που έχουν σήμερα, με την Τουρκία. Η απόκτηση ισχύος από την Τουρκία και δη περιφερειακής δύναμης:
ΕΠΕΙΔΗ περί ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. ο λόγος, θα πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα: Μέχρι στιγμής δεν έχει υποβληθεί, δημόσια τουλάχιστον, μια ολοκληρωμένη μελέτη, που να εξηγεί γιατί συμφέρει την Κύπρο και την Ελλάδα να ενταχθεί η Τουρκία στην Ε.Ε. Διότι, τελικά, στο πλαίσιο του παιχνιδιού της ισχύος, ενδέχεται η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. να προκαλέσει την οικονομική και στρατηγική εξάρτηση της Κύπρου και της Ελλάδας. Όταν φοβούνται οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί για την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., γιατί να μη φοβούνται η Κύπρος και η Ελλάδα, που είναι δίπλα της. Μια «εισβολή» Τούρκων με την ιδιότητα των Ευρωπαίων πολιτών, που θα είναι ικανοί να «πνίξουν» και την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι μόνο εάν θα εκδημοκρατικοποιηθεί ή όχι η Τουρκία, αλλά εάν θα εγκαταλείψει την επεκτατική και αναθεωρητική της πολιτική, προκειμένου να οδηγηθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο σύνολό τους σε ένα διακανονισμό αμοιβαίου οφέλους. Γιατί τα λέμε αυτά; Διότι, από το 2003 επικράτησε μια άκρατη τουρκολαγνεία και ένας απίστευτος πολιτικός έρωτας προς το πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν, «του εκσυγχρονιστή» και «προοδευτικού», που θα έθετε στο περιθώριο το στρατό και θα έφερνε έναν άλλον αέρα στην τουρκική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ώστε να επιλυθούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα στο σύνολό τους. Μάλιστα, τα ΜΜΕ στην Αθήνα τον αποκαλούσαν ως τον «Παπανδρέου της Τουρκίας»!
Τώρα αποδεικνύεται, τουλάχιστον ως προς τα ελληνοτουρκικά, άνθρακας ο θησαυρός. Ακόμη και αν ισχυριστεί κάποιος -πράγμα που ενδεχομένως να είναι ορθό- ότι ο Ερντογάν αφαίρεσε μερικώς από την Τουρκία το κουστούμι της στρατοκρατίας, από την άλλη, εξίσου ορθό είναι ότι ο ίδιος δεν φόρεσε ποτέ το κουστούμι της Ευρώπης. Παρά μόνο αυτό του νεο-οθωμανού...
Δρ Διεθνών Σχέσεων
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στηρίζονται μεν κατά καιρούς στη ρητορική της καλής θελήσεως, όμως, αληθές είναι ότι πρόκειται για μια διαχρονική βεντέτα, που ξεκινά από το 1071, όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι κέρδισαν στη μάχη του Ματζικέρτ τους Βυζαντινούς. Και έκτοτε έχουν παρεμβληθεί πόλεμοι, σφαγές και γενοκτονίες, που δημιούργησαν αρνητικά στερεότυπα και εχθρότητες, που δεν μπορούν να σβήσουν από τη μια μέρα στην άλλη, ειδικά όταν η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας και να επιμένει στην αναθεωρητική της πολιτική όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Σήμερα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κινούνται στα εξής επίπεδα:
Πρώτο, το ζήτημα των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης και η επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης, καθώς τα προβλήματα της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, τα οποία η Τουρκία, πλην της Χάλκης, τα έχει επιλύσει μονομερώς με την πρακτική των διωγμών. Με αποτέλεσμα να παραμείνουν στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τενέδο υπολείμματα πληθυσμών.
Από την άλλη, στο θέμα της Δ. Θράκης, η Τουρκία επιμένει στη μετατροπή της μειονότητας από μουσουλμανική σε τουρκική. Μια εξέλιξη που θα ανοίξει την πύλη στην κυπροποίηση της δυτικής Θράκης. Δεύτερο, το κυπριακό πρόβλημα. Μπορεί μεν η Κυπριακή Δημοκρατία να είναι ανεξάρτητο κράτος και μέλος της Ε.Ε., όμως, εκεί υπάρχουν 800 χιλιάδες Έλληνες τους οποίους εγγυήθηκε νομικά η Ελλάδα, εξού και είναι εγγυήτρια δύναμη, ενώ, ταυτοχρόνως, έχει και πολιτική και ηθική και πάσης άλλης φύσεως υποχρέωση.
Άλλωστε, το τραπεζικό και χρηματιστηριακό σύστημα των δυο χωρών είναι αρρήκτως συνδεδεμένο. Συνεπώς, υπάρχουν και οικονομικά συμφέροντα για την Ελλάδα, που διακυβεύονται στην Κύπρο. Και αντιστρόφως.
Κλασικό συναφές παράδειγμα είναι και το ζήτημα της ενέργειας. Επί τούτου υπάρχουν οι συνθήκες για τη δημιουργία στρατηγικής συνεργασίας Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, στη βάση της κατασκευή ενός αγωγού για το φυσικό αέριο προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό, άλλωστε, την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη ο Πρόεδρος Χριστόφιας επισκέφθηκε επισήμως το Ισραήλ.
Τρίτο, τα προβλήματα στο Αιγαίο, που είναι συναφή με ζητήματα της υφαλοκρηπίδας, της κυριαρχίας και των πετρελαίων. Σε αυτό το σκηνικό εμπίπτουν:
α. Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς. Στην τελευταία μεγάλη Σύνοδο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις 20 με 21 Νοεμβρίου του 2010, όταν είχε καθοριστεί το νέο στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ με την εγκατάσταση της νέας αντιπυραυλικής ασπίδας, η Τουρκία ήθελε να θέσει υπό το δικό της επιχειρησιακό έλεγχο όλο το Αιγαίο, ώς τα όρια που θα αναλάβουν οι Βρετανοί, λόγω των βάσεών τους στην Κύπρο. Το πρόβλημα του εναέριου χώρο ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, όταν η Ελλάδα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είχε καθορίσει τον εναέριό της χώρο στα 10 και όχι στα 6 ναυτικά μίλα. Πράγμα που αμφισβητεί η Τουρκία και προχωρεί σε συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Άλλωστε, και το κυπριακό πρόβλημα είναι ενταγμένο αφενός στην αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας. Δηλαδή, η Άγκυρα επιδιώκει να αλλάξει το νομικό, πολιτικό και στρατηγικό καθεστώς, που επικρατούσε ώς το 1973 από τα Βαλκάνια ώς την Κύπρο. Τώρα ειδικά, η πολιτική της αυτή κινείται προς την επίτευξη δυο στόχων:
Ο ένας αφορά στην εδραίωσή της ως περιφερειακής δύναμης και στην πλήρη φινλανδοποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου, και ο δεύτερος αφορά στη συναφή με όλα αυτά θεωρία Νταβότουγλου περί νεο-Οθωμανισμού.
β. Το τουρκικό «casus -belli», εάν η Ελλάδα προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6 σε 12 ναυτικά μίλια, όπως μπορεί να το πράξει επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
γ. Το ζήτημα των αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου και πιθανόν στην περιοχή του Καστελόριζου. Η Ελλάδα δεν προχωρεί στον καθορισμό της δικής της ΑΟΖ στο Καστελόριζο διότι θέτει βέτο η Τουρκία, η οποία δεν θέλει να ενωθεί η ΑΟΖ της Ελλάδας με εκείνη της Κύπρου. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, η Άγκυρα δεν θα έχει πρόσβαση προς την ΑΟΖ της Αιγύπτου. Επιπροσθέτως δε, θα ενωθούν οι ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Αυτή είναι η νέα διάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στην οποία, όμως, εμπλέκεται το Ισραήλ, το οποίο έχει, ήδη, καθορίσει τη δική του ΑΟΖ με την Κύπρο και τελεί σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα, καθότι το Ισραήλ θεωρεί την Τουρκία πλέον ως ανταγωνιστική περιφερειακή δύναμη, ενώ ταυτοχρόνως γνωρίζει ότι η μοναδική του διέξοδος είναι μέσω Κύπρου προς την Ελλάδα και την Ευρώπη.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ μεγάλο ζήτημα που απασχολεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ελλάδα και Κύπρος είχαν επενδύσει πολλά επί του θέματος αυτού. Και είναι ακόμη σε ισχύ η θέση ότι: Χωρίς τη λύση του Κυπριακού δεν εντάσσεται η Τουρκία στην Ε.Ε. Βεβαίως, η Άγκυρα ουδόλως βιάζεται να λύσει το Κυπριακό, εφόσον οι ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε., όπως είναι Γαλλία και Γερμανία, ουδόλως βιάζονται να την εντάξουν ως πλήρες κράτος μέλος της Ε.Ε. Μάλιστα, η Γαλλία κρατά παγωμένο το κεφάλαιο 12 για την κοινή νομισματική πολιτική, διότι, κατά το γαλλικό ισχυρισμό, εάν ανοίξει και κλείσει το εν λόγω κεφάλαιο, προδικάζεται η πλήρης ένταξη της Τουρκίας. Και αυτό δεν το επιθυμεί η Γαλλία, η οποία υποστηρίζει την ειδική σχέση.
Βεβαίως, δεν υπάρχει προηγούμενο στο ζήτημα της ειδικής σχέσης. Κανείς δεν είναι σε θέση να πει νομικώς πού θα στέκεται η Τουρκία στην ειδική της σχέση με την Ε.Ε. Σίγουρο είναι ότι Γαλλία και Γερμανία δεν θέλουν να μοιράζονται τις εξουσίες και την παγκόσμια ισχύ, που έχουν σήμερα, με την Τουρκία. Η απόκτηση ισχύος από την Τουρκία και δη περιφερειακής δύναμης:
- Αυξάνει τη δορυφοροποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου, και τις πιθανότητες επίλυσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων όπως η Άγκυρα στοχεύει. Είναι, δε, δυνατό η Γαλλία να δώσει στην Τουρκία ως αντάλλαγμα της ειδικής σχέσης, το Κυπριακό και το Αιγαίο.
- Μειώνει τις πιθανότητες για την πλήρη ένταξή της στην ΕΕ ως ισότιμο κράτος. Και μειώνει τις πιθανότητες λύσης των προβλημάτων στο Αιγαίο και στην Κύπρο, εφόσον η Άγκυρα δεν θα πάρει το αντάλλαγμα, την πλήρη ένταξη. Εκτός και αν της δοθεί ειδική σχέση με την Κύπρο για αντάλλαγμα. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες, η πολιτική των Αθηνών και της Λευκωσίας έχει εμπλουτιστεί με την εξής θέση: Η Τουρκία δεν θα εισπράξει ούτε ειδική σχέση, εκτός και αν λύσει το Κυπριακό.
ΕΠΕΙΔΗ περί ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. ο λόγος, θα πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα: Μέχρι στιγμής δεν έχει υποβληθεί, δημόσια τουλάχιστον, μια ολοκληρωμένη μελέτη, που να εξηγεί γιατί συμφέρει την Κύπρο και την Ελλάδα να ενταχθεί η Τουρκία στην Ε.Ε. Διότι, τελικά, στο πλαίσιο του παιχνιδιού της ισχύος, ενδέχεται η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. να προκαλέσει την οικονομική και στρατηγική εξάρτηση της Κύπρου και της Ελλάδας. Όταν φοβούνται οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί για την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., γιατί να μη φοβούνται η Κύπρος και η Ελλάδα, που είναι δίπλα της. Μια «εισβολή» Τούρκων με την ιδιότητα των Ευρωπαίων πολιτών, που θα είναι ικανοί να «πνίξουν» και την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι μόνο εάν θα εκδημοκρατικοποιηθεί ή όχι η Τουρκία, αλλά εάν θα εγκαταλείψει την επεκτατική και αναθεωρητική της πολιτική, προκειμένου να οδηγηθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο σύνολό τους σε ένα διακανονισμό αμοιβαίου οφέλους. Γιατί τα λέμε αυτά; Διότι, από το 2003 επικράτησε μια άκρατη τουρκολαγνεία και ένας απίστευτος πολιτικός έρωτας προς το πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν, «του εκσυγχρονιστή» και «προοδευτικού», που θα έθετε στο περιθώριο το στρατό και θα έφερνε έναν άλλον αέρα στην τουρκική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ώστε να επιλυθούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα στο σύνολό τους. Μάλιστα, τα ΜΜΕ στην Αθήνα τον αποκαλούσαν ως τον «Παπανδρέου της Τουρκίας»!
Τώρα αποδεικνύεται, τουλάχιστον ως προς τα ελληνοτουρκικά, άνθρακας ο θησαυρός. Ακόμη και αν ισχυριστεί κάποιος -πράγμα που ενδεχομένως να είναι ορθό- ότι ο Ερντογάν αφαίρεσε μερικώς από την Τουρκία το κουστούμι της στρατοκρατίας, από την άλλη, εξίσου ορθό είναι ότι ο ίδιος δεν φόρεσε ποτέ το κουστούμι της Ευρώπης. Παρά μόνο αυτό του νεο-οθωμανού...
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...