Η Ελληνική "πινιάτα"
- Το παρακάτω άρθρο, αν και μεγάλο, αποτελεί ένα "ακτινογραφία" για όλα όσα ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Σημαντικό είναι το γεγονός πως αρθρογράφος είναι ο Χόρχε Αλταμίρα, Αργεντινός Οικονομολόγος, ο οποίος έζησε το δράμα της Αργεντινής και τολμά να καταδείξει το επερχόμενο δράμα της Ελλάδας
- Η ελληνική οικονομία σε χρεοκοπία αλλά… ο κουμπαράς δεν είναι μόνον ελληνικός
Tελικά, ο χρηματοοικονομικός τύπος έπαψε να κάνει παιχνίδι με την προβλέψιμη ταμπέλα «η ελληνική τραγωδία», αποφασίζοντας να αρχίσει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Την καινούρια ετικέτα («ελληνικός κουμπαράς» )(1) την έβαλε το άτομο που λιγότερο θα περίμενε κανείς, κι αυτό ακριβώς γιατί έχει μεγάλη πείρα σε αρπαγές και λεηλασίες: έχει διατελέσει διευθυντής του κερδοσκοπικού ταμείου Long Term Capital Managment, που οι μεθοδεύσεις του οδήγησαν σχεδόν στην κατάρρευση το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα το 1998 (Financial Times, 11-02-10). Κατά παρόμοιο τρόπο, τα οικονομικά της Ελλάδος υφίστανται μια άγρια κερδοσκοπική επίθεση, η οποία, αναγκαστικά, θα καταλήξει σε παύση πληρωμών, ανοιχτή ή συγκεκαλυμμένη.
Το ζήτημα είναι πως η ελληνική κρίση δεν έγκειται στα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας, αλλά στην κατάσταση χρεοκοπίας των πιστωτών της -δηλαδή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος- που επηρεάζει ιδιαίτερα τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ελλάδα. Συμβαίνει κάτι ανάλογο με την κατάρρευση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είχε εκτεθεί σε στεγαστικά δάνεια, με τη διαφορά πως τώρα οι υποθήκες δεν είναι παρά τα δημόσια χρέη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία ανέρχονται σε δυόμισι τρισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η ανισορροπία των ελληνικών δεικτών συνίσταται, πρώτα από όλα, σε μια αυξανόμενη συσσώρευση ανεξόφλητων τιμολογίων ελλήνων προμηθευτών και εργολάβων – κάτι που είναι εθνικό άθλημα και στην Αργεντινή. Ο επηρεαζόμενος τομέας, τον οποίο συνηθέστερα επισημαίνουν οι εφημερίδες, είναι αυτός της υγείας, που εξαρτάται πάρα πολύ από τις ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες και τις φαρμακευτικές εταιρίες. Αν και αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα εκδοχή για το χρέος, δεν παύουν να είναι πολύ μεγαλύτερες οι δαπάνες για το στρατό και την καταστολή, στο βαθμό που η Ελλάδα είχε τεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και αποτελεί επιχειρησιακή βάση για τη Μέση Ανατολή. Το έλλειμμα των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ (13% του ΑΕΠ) σημαίνει πως αυτές οι δαπάνες είναι διπλάσιες από τα τρέχοντα δημοσιονομικά έσοδα. Όπως μπορεί κανείς να δει, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα για την Ελλάδα να βγει από αυτό το τέλμα με μια δημοσιονομική προσαρμογή, στο βαθμό που το μέγεθος μιας τέτοιας προσαρμογής θα βύθιζε τη χώρα σε μια ύφεση χωρίς προηγούμενο.
Εν πάση περιπτώσει, το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν είναι το πιο σοβαρό, στο βαθμό που είναι πιο διογκωμένες οι αποκαλούμενες «ανάγκες χρηματοδότησης», περί τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια (20% του ΑΕΠ), που αντιστοιχούν στις ληξιπρόθεσμες οφειλές κεφαλαίων του δημόσιου χρέους, 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που συμπίπτουν για το 2010. Οι τόκοι, 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια, αντιστοιχούν στο 15% των φορολογικών εσόδων. Μέχρι τον Απρίλιο, η Ελλάδα θα πρέπει να εξοφλήσει 25 δισεκατομμύρια δολάρια για την απόσβεση του κεφαλαίου του χρέους. Πράγμα που σημαίνει πως το ελληνικό κράτος έχει συνάψει πολύ βραχυπρόθεσμα χρέη με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας της κρίσης, που μετατρέπει τη δημοσιονομική κρίση σε παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρέους βρίσκεται στα χέρια γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, ενώ η Γερμανία έχει μεγάλη συμμετοχή, μέχρι του σημείου, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ελέγχει, τις σημαντικότερες τράπεζες της Ελλάδας. Στο βαθμό που η κρίση των στεγαστικών διάσχισε τον Ατλαντικό λόγω της αγοράς ομολόγων με εγγύηση αυτά τα στεγαστικά από μέρους ευρωπαϊκών τραπεζών (Societé General, Deutsche Bank κ.ά.), τώρα, όπως γράφει και ο Economist, «οι δέκα μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ είναι συνολικά εκτεθειμένες στο χρέος της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας, ύψους 176 δισεκατομμυρίων δολαρίων». Το σημαντικότερο είναι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ότι σημαντικό μέρος αυτού του χρέους βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έλαβε αυτό το χρέος ως εγγύηση για δάνεια που έχει χορηγήσει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Δημοσιονομική κρίση και τραπεζική κρίση
Όταν ο τύπος κάνει λόγο για τη «διάσωση της Ελλάδας» παραποιεί τα γεγονότα, στο βαθμό που η ελληνική χρεοκοπία μόλις και μετά βίας καταφέρνει να κρύψει την αντίστοιχη των πιστωτών της. Γιατί πρόκειται για τράπεζες που δεν πληρούν τις απαιτούμενες συνθήκες ώστε να είναι σε θέση να προβούν σε αναπροσαρμογή /αναδιάρθρωση των προθεσμιών αποπληρωμής του ελληνικού χρέους και να απομακρύνουν την άμεση απειλή που κρέμεται πάνω από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί έχουν χρηματοδοτήσει την Ελλάδα με το ίδιο της το βραχυπρόθεσμο χρέος στις διεθνείς αγορές (ό,τι θέλουν να κάνουν και στην Αργεντινή οι Κίρχνερ μέσα από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και το Fondo del Bicentenario ) (2) και κυρίως έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει μετατραπεί σε ένα είδος κερδοσκόπου της έσχατης λύσης, όπως εξάλλου συμβαίνει και με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες. Η ΕΚΤ είχε, μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο, μια ανοιχτή πιστωτική γραμμή προς τις τράπεζες, με αντάλλαγμα εθνικά ομόλογα (ακόμη και με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση), με επιτόκιο ευκαιρίας (γύρω στο ένα τοις εκατό). Αντί να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκολία για να τα θέσει σε κίνηση και πάλι τη ροή πιστώσεων προς την παραγωγή, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα τη χρησιμοποίησε για να κερδοσκοπήσει στα χρηματιστήρια, με το δημόσιο χρέος και με βραχυπρόθεσμες κινήσεις στις αποκαλούμενες αναδυόμενες αγορές. Από τη χρηματοπιστωτική ευκαιρία κατάφερε να περάσει στην κρίση, ως συνέπεια της απόφασης της ΕΚΤ να θέσει τέλος στη δημοπράτηση πιστώσεων στις τράπεζες καθώς και να πάψει να δέχεται των κρατικούς τίτλους που έχουν χαμηλή αξιολόγηση. Όπως είχε συμβεί και με τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2007-08, η κρίση αυτή πυροδοτήθηκε από την απόπειρα να υπάρξει κάποιος έλεγχος στην χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, η οποία είχε ενθαρρυνθεί από αυτές τις ίδιες τις κεντρικές τράπεζες. Αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με πρόφαση την αποτροπή της χρεοκοπίας των τραπεζών. Εν ολίγοις, είναι η κατάσταση των δημοσιοικονομικών που έχει αρχίσει να εισέρχεται σε περίοδο κρίσης, ένεκα της κρίσης των τραπεζών ή και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και όχι το αντίστροφο.
Ο χαρακτηρισμός της κρίσης είναι πιο σαφής αν παρατηρήσει κανείς ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα (τράπεζες, ταμεία, ασφαλιστικές) έχει «μόχλευση» (αναλογία ανάμεσα σε κεφάλαιο και ίδιους πόρους, από τη μια, έναντι επενδύσεων και πιστώσεων, από την άλλη) από 1 προς 30, ακόμη και 1 προς 60. Αυτό σημαίνει πως οι τράπεζες αγόρασαν ομόλογα έναντι ενός τεράστιου πολλαπλάσιου από ξένα προς αυτές χρήματα, δηλαδή χωρίς στήριξη. Εδώ έχουμε μια επανάληψη του μηχανισμού που πυροδότησε, πριν ένα χρόνο, τη χρεοκοπία με τα στεγαστικά δάνεια και τις ομολογίες επιχειρήσεων, την φορά όμως αυτή ο ρόλος του Κράτους δεν έχει προηγούμενο. Τώρα το Κράτος έρχεται να υποκαταστήσει τους περσινούς οφειλέτες στεγαστικών και εταιρικών δανείων, υποκαθιστώντας, όμως, και τους προμηθευτές των ταμείων των τραπεζών, μέσω της έκδοσης τραπεζογραμματίων από τις κεντρικές του τράπεζες. Ο δρόμος έχει δύο άκρες και βλέπουμε και στις δύο να εμφανίζεται το Κράτος, προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να επιτελούν μια λειτουργία παρασιτικής μεσολάβησης. Συνοψίζοντας, το χρέος χωρών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία (ιδιαίτερα, όμως, χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία!) βρίσκεται στα χέρια των εθνικών τραπεζών αυτού του ίδιου συνόλου χωρών: FED, Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Τράπεζες της Αγγλίας, της Ιαπωνίας και…. της Κίνας! Να τι κέρδισαν όσοι κόπτονται για την κρατική παρέμβαση, θεωρώντας την γιατρικό. Προκειμένου να μη διαγραφεί κανένα χρέος από δάνειο του παρελθόντος (στεγαστικό, εταιρικό, καταναλωτικό κλπ), το «συν» του δημοσιονομικού χρέους έχει δημιουργήσει μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάσταση απείρως πιο εκρηκτική.
Που σημαίνει πως ο βαθμός «μόχλευσης» (μείωσης του χρέους!) δεν άλλαξε, παρά το γεγονός πως αυτός ήταν ο δηλωμένος στόχος των κυβερνήσεων για την έξοδο από την κρίση. Όμως, εκεί που άλλοτε οι τράπεζες αντλούσαν πόρους από τη δευτερογενή και διαδοχική έκδοση ομολόγων, που «στηρίζονταν» σε πιστώσεις οι οποίες προέρχονταν από το εμπόριο ή τη βιομηχανία, τώρα οι πόροι προέρχονται από δημοσιονομικές ενισχύσεις και, κυρίως, από την έκδοση χαρτονομίσματος και από εγγυήσεις κεντρικών τραπεζών.
Για να «μοχλεύσουν» την νέα χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες αναγκάσθηκαν να «μοχλευθούν», δηλαδή να δημιουργήσουν χρήματα από το τίποτα! Η FED δημιούργησε από το τίποτα ένα παθητικό δυόμισι δισεκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο δάνεισε στις τράπεζες. Η κατάσταση είναι παρόμοια σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, για το λόγο δε αυτό δεν έχει νόημα η προσπάθεια ελαχιστοποίησης της σημασίας της Ελλάδας με το επιχείρημα ότι αντιπροσωπεύει μόνο το 2,8% της οικονομίας του ευρώ. Σε όλα τα μέλη της Ευρωζώνης, αλλά και εκτός αυτής, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει αυξηθεί εκθετικά, περισσότερο από αυτό της Ελλάδας, ειδικά δε η Ισπανία εισήλθε στην κρίση, το 2007, με ένα πλεόνασμα στα 3% και έκλεισε το 2009 με ένα έλλειμμα στα 9% του ΑΕΠ. Προβλέπεται το δημόσιο χρέος να ανέλθει, το 2010, στο 70% του ΑΕΠ, πλησιάζοντας το τρισεκατομμύριο. Το δημοσιονομικό ζήτημα, όμως, δεν είναι το κρίσιμο, ούτε και σε αυτήν την περίπτωση (έσοδα έναντι εξόδων). Στην Ισπανία, οι περιπτώσεις μη τήρησης των υποχρεώσεων στην είσπραξη των στεγαστικών δανείων έχουν τριπλασιαστεί, ανερχόμενες σε ποσό ισοδύναμο με το 9% του ΑΕΠ, πράγμα που σημαίνει πως οι τράπεζες αδυνατούν να συνεχίσουν την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους του Βασιλείου του Χουάν Κάρλος, το οποίο, μεταξύ άλλων, έχει να καταβάλει ληξιπρόθεσμες οφειλές κεφαλαίων του δημόσιου χρέους μέσα στο 2010. Ακόμη κι οι ερασιτέχνες θυμούνται πως η παλαιά ισπανική μοναρχία κατέρρευσε, το 1931, μετά από κάποιες δημοτικές εκλογές, όμως το βασικό στοιχείο ήταν το θανάσιμο χτύπημα που είχε καταφέρει στη δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα και του Αλφόνσου του ΙΒ΄ η χρεοκοπία του ’30. Μια κατάσταση ακόμη πιο σοβαρή βιώνει και ένα άλλο Βασίλειο, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μ. Βρετανίας, που το δημοσιονομικό του έλλειμμα, το 15,1% του ΑΕΠ, και οι ανάγκες χρηματοδότησής του, κοντά στο 25% του ίδιου αυτού ΑΕΠ, φαίνεται να ανακουφίζονται μόνο από το γεγονός πως η Αγγλία μπορεί να εκδίδει στερλίνες και να επιτρέπει, μέχρις ενός βαθμού, την υποτίμησή τους. Αυτό, όμως, που οι Άγγλοι δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν επ’ ουδενί είναι να συνδυάσουν την έκδοση στερλινών και την υποτίμηση της στερλίνας με τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σημασίας του Σίτι του Λονδίνου, οι συναλλαγές του οποίου υπερβαίνουν το 25% συνολικά του ΑΕΠ της χώρας.
Ας το επαναλάβουμε: η αιτία που βρίσκεται κάτω από την κρίση, δεν ήταν, κατά κανέναν τρόπο, η αποκάλυψη πως τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας ήταν χαλκευμένα (δημιουργική λογιστική) ούτε και πώς το δημόσιο έλλειμμα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που είχε ανακοινωθεί επισήμως. Οι μυστικές υπηρεσίες των κρατών και των τραπεζών δεν είναι δυνατόν να εξαπατηθούν σε αυτό το ζήτημα. Όταν μία ημικρατική επιχείρηση του Ντουμπάι ανακοίνωσε πριν λίγο καιρό, την αδυναμία εξόφλησης, εν μέρει, του χρέους της, δημόσιου επίσης, έγινε σαφές πως η αιτία δεν ήταν η έλλειψη δημόσιων πόρων, αλλά η αδυναμία των τραπεζών να το αναδιαρθρώσουν. Το χαρακτηρίσαμε «σύμπτωμα, όχι μεμονωμένη περίπτωση». Άφησε ακάλυπτη και σε κοινή θέα τη συνέχιση και το βάθαιμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε τον Ιούλιο του 2007 με την κατάρρευση της Bear & Sterns, και πήρε εκρηκτικές διαστάσεις τον Σεπτέμβριο του 2008 με την κατάρρευση της τράπεζας επενδύσεων Lehman Brothers και τη διάσωση του ασφαλιστικού ομίλου ΑΙG.
Οι κεντρικές τράπεζες έκαναν «ενέσεις» τρισεκατομμυρίων, μέσω διαφόρων οδών, για να αποφευχθεί η γενικευμένη κατάρρευση των τραπεζών. Με αυτή τη διάσωση γινόταν και μια απόπειρα ολοκληρωμένης και συνολικής εθνικοποίησης («προσωρινής») του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι χρηματοδοτήθηκε η απορρόφηση της της Bear & Sterns, της Merril Lynch, της Wachovia κλπ. από άλλες τράπεζες, και η επιβίωση του Σίτι αλλά και της Goldman Sachs και της Bank of America. Τα βασικά μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι εξαγορές των απαξιωμένων ενεργητικών, που ήταν αδύνατον να πουληθούν, με βάση τις λογιστικές τιμές, είτε μια τεχνητή τιμή βασιζόμενη σε «μαθηματικά μοντέλα», η μαζική αγορά δημόσιων τίτλων και υποθηκών ή τίτλων καλυπτόμενων από την εγγύηση υποθηκών απαξιωμένων περιουσιών, η προσφορά εγγυήσεων σε τράπεζες, η μείωση στο μηδέν σχεδόν του επιτοκίου χορηγήσεως των κεντρικών τραπεζών προς τις ιδιωτικές τράπεζες, ακόμη και ενέργειες που συνιστούν καθαρή απάτη, όπως η συνολική αποζημίωση των πιστώσεων που είχαν χορηγήσει τράπεζες όπως η Deutsche Goldman και η Goldman Sachs, οι οποίες ζημιώνονταν από την επίσημη χρεοκοπία της ασφαλιστικής εταιρίας AIG.
Η εθνικοποίηση που ματαιώθηκε και οι συνέπειες της
H κολοσσιαία έκδοση χρημάτων άνοιξε το δρόμο σε ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως “carry trade”, που λαμβάνει χώρα όταν οι τράπεζες αποκτούν χρήματα με χαμηλό επιτόκιο σε ορισμένα χρηματοπιστωτικά κέντρα για να δανείσουν ή να επενδύσουν με επιτόκιο ή αποδόσεις με πολύ υψηλότερο αντίτιμο κάπου αλλού. Το “carry trade” είναι πάντα μια βραχυπρόθεσμη ενέργεια, για να αποφευχθεί η όποια ανατροπή της συγκυρίας. Υπολογίζεται πως μόνο το ποσό των χρημάτων του “carry trade” που διεξάγεται αυτή τη στιγμή, προερχόμενο από δολάρια που δάνεισε με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) στις τράπεζες της Wall Street και από γιεν με παρόμοια επιτόκια, ανέρχεται σε τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια. Αν αυτά τα χρήματα αποσύρονταν, για παράδειγμα, από την Βραζιλία, άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, την Ινδία ή άλλες χώρες της ΝΑ Ασίας, το γεγονός θα μπορούσε να προξενήσει, πολύ απλά, έναν κατακλυσμό. Οι χώρες, κατά ειρωνεία της τύχης, έχουν τη φήμη πως είναι σταθερές από χρηματοπιστωτική άποψη επειδή είναι αποδέκτες χρήματος τόσο «αιθέριου και φευγαλέου».
Αυτή η ανατροπή της συγκυρίας ήδη λαμβάνει χώρα. Όμως το “carry trade” δεν περιορίζεται σε συναλλαγές ανάμεσα σε διαφορετικά νομίσματα: η χρηματοδότηση με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο των ευρωπαϊκών τραπεζών από μέρους της ΕΚΤ, για να κερδοσκοπούν με το δημόσιο χρέος, είναι μια έκφραση της ίδιας αυτής πρακτικής. Με δυο λόγια, τα ποσά που ενέχονται σε αυτές τις κερδοσκοπικές ενέργειες, εν μέσω μιας φοβερής βιομηχανικής κρίσης, είναι, απλούστατα, τεράστια. Είναι πλέον σαφές σε τι κατέληξε η συζήτηση και η πολεμική, στα τέλη του 2008, σχετικά με την «προσωρινή εθνικοποίηση» των τραπεζών, που διακήρυσσαν κάποιοι οικονομολόγοι του συρμού. Η εναλλακτική σε αυτή την εθνικοποίηση ήταν η εκ νέου χρηματοδότηση του κερδοσκοπικού κύκλου, μέσα στην κρίση, και η επανάληψη των χρεοκοπιών, τώρα πια όμως διακυβεύεται η φερεγγυότητα των κρατών, που θα όφειλαν να λειτουργήσουν ως διασώστες της τελευταίας στιγμής για τον καπιταλισμό. Η γενικευμένη προσωρινή εθνικοποίηση είχε παρουσιασθεί ως ένα μέσο για την ανασύσταση της πίστωσης, με διευθυνόμενες από τα πάνω μεθόδους, που θα κατευθυνόταν σε επενδύσεις προωθούμενες από το ίδιο το Κράτος. Οι εθνικοποιήσεις, χωρίς αμφιβολία, θα είχαν γενικευθεί μεταξύ των χωρών για την αποτροπή της εξάρθρωσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και για τον συντονισμό μιας αναθέρμανσης. Αυτό που κάπως αφηρημένα θα ήταν μια καπιταλιστική έξοδος από την κρίση, επί του συγκεκριμένου θα υπερνικούσε την αντίσταση των επιμέρους ιδιωτικών κεφαλαίων και των αντικρουόμενων συμφερόντων των διαφορετικών ιμπεριαλιστικών κρατών. Το σχέδιο διάσωσης που τελικά προέκυψε, επιβλήθηκε άμεσα από την Wall Street για να συντρίψει χωρίς πολλά-πολλά τις προτάσεις των ακαδημαϊκών οικονομολόγων υπέρ των εθνικοποιήσεων.
Τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα
Η ευρωπαϊκή κρίση μάλλον, παρά η ελληνική, επανέφερε μια διαδικασία που χαρακτηρίστηκε από το γεγονός ότι κατέληξε στο ξέσπασμα της κρίσης από τον Σεπτέμβριο του 2008. Αναφερόμαστε σε μια κερδοσκοπική πρακτική σε μεγάλη κλίμακα, η οποία στοιχηματίζει στην παύση πληρωμών σε χώρες που πλήττονται από την κρίση και, κατά πρώτο λόγο, στην ίδια την Ελλάδα.
Έχουν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις τα παιχνίδια με τα συμβόλαια ασφάλισης πιστωτικού κινδύνου (CDS/credit default swaps, στη χρηματοπιστωτική ιδιόλεκτο). Το ουσιαστικό στην όλη υπόθεση είναι ότι αυτά δεν αγοράζονται, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, από αυτούς που θα ήθελαν να προασπίσουν τις επενδύσεις τους σε ομόλογα ή τίτλους των εν λόγω χωρών, αλλά αγοράζονται και από κερδοσκόπους, που αποβλέπουν να εισπράξουν το κέρδος (το ασφάλιστρο) από την κατάρρευση του περί ου ο λόγος κράτους. Είναι ό,τι ακριβώς συνέβη με την Lehman Brothers και την AIG και, προηγουμένως, με άλλες τράπεζες: ένα κύμα καπιταλιστών με πολύ ρευστό που στοιχηματίζουν στην κατάρρευση του καπιταλισμού, για να κερδίσουν οι ίδιοι από την καπιταλιστική κατάρρευση (σε αυτό αναφέρεται και ο «κουμπαράς»/pinata). Η αύξηση της τιμής αυτού του ασφάλιστρου, ως συνέπεια της κερδοσκοπίας, έχει ως αποτέλεσμα την πτώση της τιμής του ασφαλιζόμενου δημόσιου χρέους. Αυτή η πτώση της τιμής του δημόσιου χρέους στην αγορά καθιστά πιο ακριβή και ανέφικτη την αναχρηματοδότησή του, με αποτέλεσμα να επιταχύνει την κατάρρευσή του. Οι κερδοσκόποι που παίζουν το χρέος «με τα κάτω» (3) θεωρούν δεδομένο ότι η αδυναμία των ασφαλιστών να πληρώσουν τα ασφάλιστρα θα καλυφθεί από το κράτος, όπως συνέβη και με την κατάρρευση της AIG. Είναι πολλές, όμως, οι περιπτώσεις των κερδοσκόπων που μπόρεσαν να εισπράξουν μόνο το 20% του ασφάλιστρου· ακόμη κι έτσι έβγαλαν λεφτά! Κι αυτό γιατί οι κερδοσκόποι παίζουν οριακά και τοποθετούν ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό για να αγοράσουν τα ομόλογα έναντι κινδύνου χρεοστασίου.
Οι τράπεζες που έχουν πουλήσει αυτά τα συμβόλαια ασφάλισης του ελληνικού χρέους είναι, κατά βάση, ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δεν θα είχαν καμιά δυνατότητα να πληρώσουν τις εν λόγω ασφάλειες σε περίπτωση χρεοστασίου (αδυναμίας εξόφλησης των τόκων ή του κεφαλαίου του ομολόγου από μέρους του εκδόσαντος). Προφανώς, ποντάρουν αντίστροφα: στο ότι δεν θα υπάρξει χρεοστάσιο χάρη στην παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε και οι τράπεζες αυτές δε θα χάσουν τα παχυλά ασφάλιστρα που εισπράττουν με αυτά τα συμβόλαια. Στο βαθμό, όμως, που το «κρατικό χρέος» εξαπλώνεται και σε άλλες χώρες, αυξάνεται και η ζήτηση, από μέρους των τραπεζών, για ασφαλιστήρια συμβόλαια έναντι χρεοστασίου (αδυναμίας εξόφλησης των τόκων ή του κεφαλαίου ενός ομολόγου από μέρους του εκδόσαντος), καθώς και τα ασφάλιστρα που πρέπει να καταβληθούν για αυτά. «Η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά», προειδοποιούν οι Financial Times (11/2), που δεν παραλείπουν να προσθέσουν: «Μια αύξηση στο κόστος του ασφαλιστήριου του χρέους των ΗΠΑ ή του Ηνωμένου Βασιλείου θα προξενούσε κραδασμούς, ο οποίοι θα υποχρέωναν τις τράπεζες να βάλουν φραγμό σε αυτές τις συναλλαγές». Όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, θα έμπαινε λουκέτο στις χρηματοπιστωτικές αγορές καθώς και στη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, ενώ θα ετίθετο ξανά το ζήτημα της εθνικοποίησης.
Η καπιταλιστική κερδοσκοπία ενάντια στον καπιταλισμό καθιστά οφθαλμοφανή τη βασική τάση κάθε καπιταλιστικής κρίσης: αδυναμία διεξόδου χωρίς τη -λιγότερο ή περισσότερο μαζική- χρεοκοπία καπιταλιστών με τη συνακόλουθη καταστροφή κοινωνικού πλούτου και παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Η αντικειμενική τάση προς την κατάρρευση εκδηλώνεται με τη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίων και αποκτά ισχύ σιδερένιου νόμου. Έρχεται σε σύγκρουση με τις κρατικές διασώσεις και τα μυθεύματα περί της παντοδυναμίας του παρεμβατισμού που καλλιεργούν όσοι ορκίζονται στο όνομά του. Ο κεϋνσιανισμός δεν διαθέτει συνταγές για την περίπτωση κρίσης: απλούστατα, «λειτουργεί» σε φάσεις επέκτασης και ποτέ σε φάσεις συρρίκνωσης, εφόσον ο καπιταλισμός σε αποσύνθεση αδυνατεί να εγγυηθεί την πλήρη χρήση πόρων και την πλήρη απασχόληση ακόμη και στην ανοδική φάση των οικονομικών κύκλων. Αποδείχθηκε άχρηστος στην κρίση του ’30, αλλά χρησίμευσε ως όπλο για τη συγκράτηση του προλεταριάτου αμέσως μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Στο παρόν επίπεδο της κρίσης αντηχεί σαν καμτσικιά η προειδοποίηση του Λένιν: οι καπιταλιστικές διενέξεις επιλύονται δια της βίας και όχι, όπως πιστεύουν μερικοί-μερικοί, δια του μηχανισμού της αγοράς –που δεν είναι τίποτα περισσότερο από το παραπέτασμα που κρύβει την χωρίς αρχές πάλη που διεξάγεται πίσω από τους ηλεκτρονικούς πίνακες στα Χρηματιστήρια Αξιών. Για πρώτη φορά στην εικόνα, συνολικά, αυτή που διαμορφώνεται από τις επιθέσεις εναντίον της Ισπανίας, της Ελλάδας, ακόμη και του Ηνωμένου Βασιλείου, κάνουν την εμφάνισή τους οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αποσκοπούν στην υποτίμηση του ίδιου του ευρώ, με την προσδοκία πως τα σχέδια για τις επιχειρήσεις διάσωσης δεν θα βγουν καν από τα ντοσιέ. Σε αυτό το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό καζίνο έχουμε τη χαρακτηριστική περίπτωση του βρετανικού τύπου, ο οποίος υποστηρίζει τη μη πληρωμή του χρέους από την Ισλανδία, πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως μία ενέργεια με στόχο την υποτίμηση της στερλίνας προς όφελος όλων όσων έχουν στοιχηματίσει προς αυτή την κατεύθυνση μέσω μελλοντικών συμβολαίων πώλησης στερλινών (futures).
Κατά την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης συνέβη ένα άκρως διαφωτιστικό γεγονός όσον αφορά το γενικό αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί με αφορμή την κρίση. Η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs σχεδίασε ένα πακέτο αγοράς του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από μέρους της Κίνας (που θα μπορούσε να ανέλθει στα 25 δις ευρώ). Η Ελλάδα -και γι’ αυτό δεν χωρεί αμφιβολία- πιέσθηκε να απορρίψει αυτή τη «βοήθεια», επειδή η Κίνα απαιτούσε, σε αντάλλαγμα, τη δυνατότητα να μετατραπεί σε βασικό μέτοχο μιας ελληνικής τράπεζας και τμημάτων του ναυτιλιακού κλάδου. Η ελληνική αστική τάξη επέλεξε να υπερασπισθεί τα «εθνικά της συμφέροντα», έστω και με κίνδυνο να προκαλέσει μια δημοσιονομική, χρηματοοικονομική και κοινωνική εκατόμβη. Η απόρριψη της προσφοράς της Κίνας έρχεται να προστεθεί σε ανάλογο προηγούμενο: απαγορεύθηκε στην Κίνα η δυνατότητα αγοράς μιας πετρελαιοβιομηχανίας στις ΗΠΑ, καθώς και η πραγματοποίηση σημαντικών βιομηχανικών επενδύσεων στις ΗΠΑ. Προσφάτως, η Ισπανία έθεσε βέτο στην δυνατότητα να αγορασθεί η YPF, του ομίλου της Repsol, από μέρους ενός κινεζικού κρατικού επενδυτικού ταμείου (sovereign fund). Πρόκειται για πάρα πολύ σαφείς εκδηλώσεις των διεθνών αντιφάσεων και του αδιεξόδου το οποίο αντιμετωπίζει η διεθνής κρίση. Που, κατά πρώτον, είναι χρήσιμες προκειμένου να καταδειχθεί ότι δεν επαρκούν τα διεθνή συναλλαγματικά αποθέματα για να έχει κανείς κεφάλαιο, αφού αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από κεφάλαιο-χρήμα, περιορισμένο στην είσπραξη τόκων. Η Κίνα μπορεί μεν να διαθέτει δυόμισι τρισεκατομμύρια σε συναλλαγματικά αποθέματα, αυτό όμως δεν αρκεί για να διαθέτει κεφάλαιο, εφόσον, για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αυτά θα έπρεπε να είναι ικανά να ιδιοποιούνται εργατική δύναμη και να δημιουργούν υπεραξία, και όχι να εισπράττουν κάποιους τόκους απλά και μόνον. Κατά δεύτερο λόγο, καθιστούν πασιφανές ότι η ανταλλακτική ισχύς των δολαρίων υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς: μπορεί να χρησιμεύσει για την απόκτηση αμερικανικών εμπορευμάτων, δηλαδή εμπορευμάτων που είναι ανταγωνιστικά προς τα κινεζικά, όχι όμως για την εξαγορά κεφαλαίων ή, ακόμη, για την πραγματοποίηση επενδύσεων κεφαλαίου, οι οποίες θα λειτουργούσαν ανταγωνιστικά στην κορεσμένη αμερικανική αγορά. Αντίθετα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δυτικά κεφάλαια στην Κίνα, όπου δεν έχουν πάψει να συμμετέχουν σε κινεζικά κεφάλαια, να τα εξαγοράζουν ή να ξεκινούν επενδύσεις. Αυτός ο περιορισμός στην ανταλλακτική ισχύ του δολαρίου, σε μια στιγμή που το παγκόσμιο εμπόριο είναι υπερβολικά κορεσμένο από αποθεματικά σε δολάρια, αντιστοιχεί σε μερική διακήρυξη χρεοστασίου (αδυναμίας εξόφλησης των τόκων ή του κεφαλαίου του ομολόγου από μέρους του εκδόσαντος) από μέρους των ΗΠΑ και καθιστά εμφανή την τάση του δολαρίου προς υποτίμηση. Η Κίνα, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προβεί σε βιομηχανικές επενδύσεις σε χώρες της περιφέρειας είτε να λειτουργεί ως μειοψηφικός εταίρος, χωρίς τη δυνατότητα απόφασης· δηλαδή, για μια φορά ακόμη, να είναι εισπράκτορας φόρων ή μερισμάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι κινεζικές επενδύσεις σε κλάδους του ιδιωτικού τομέα είναι ζήτημα αν ξεπερνούν τα εννέα δις δολάρια – πάντα μέσα από μειοψηφικές συμμετοχές σε κεφάλαια. Ο υποτιθέμενος ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος τελεί υπό αίρεση κάθε φορά που υπάρχει ένα συνολικό βέτο, σε ό,τι αφορά την εξαγορά κεφαλαίων, απέναντι στη χώρα που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθεματικά σε δολάρια σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ένα επεισόδιο
Σε τελική ανάλυση, με το να αναμηρυκάζει κανείς όλα τα σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση, κινδυνεύει να χάσει την εικόνα συνολικά. Ο διεθνής τύπος δίνει την εντύπωση πως έχει λησμονήσει ότι, στις μέρες μας, ο γύρος των καταρρεύσεων των χρηματιστηρίων και εθνικών χρεών, που έχουν πλέον θέσει σε κίνδυνο το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη χρονιά, αρκετά μακριά από την Ευρώπη, τότε που η Κίνα έθετε περιορισμούς στο ύψος των πιστώσεων που χορηγούσε το τραπεζικό της σύστημα, αποσκοπώντας, με τον τρόπο αυτό, να αναχαιτίσει τη χρηματιστηριακή κρίση, καθώς και την κρίση στα ακίνητα, που είχε προκληθεί από τα μέτρα της με στόχο την χρηματοπιστωτική και τη δημοσιονομική διάσωση. Πριν από 48 ώρες (το παρόν κείμενο συντάχθηκε στις 14 Φεβρουαρίου σ.τ.μ.), η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας ενίσχυσε αυτά τα μέτρα.
Οι επίσημες ενέργειες για τη διάσωση σηματοδότησαν, και στην Κίνα, την έναρξη ενός καινούριου κύματος κερδοσκοπίας: με δυο λόγια δεν έλυσαν κανένα από τα δομικά ζητήματα της κρίσης. Πέρα από την επανέναρξη ενός ισχυρού κύματος κερδοσκοπίας στο Χρηματιστήριο και στην αγορά ακινήτων, τα χρήματα για τη διάσωση προορίζονταν γιά την παραγωγική ισχύ της βιομηχανίας, η οποία ήδη λειτουργεί πλεονασματικά στην παγκόσμια αγορά. Η μείωση του κόστους των επενδύσεων από μέρους του Κράτους όξυνε την τάση προς την υπερπαραγωγή, καθώς και την πτώση των τιμών και του κέρδους και, κατά συνέπεια, προς την απαξίωση των αντίστοιχων κεφαλαίων. Στο βαθμό που το κινεζικό κράτος είναι απόλυτος πωλητής αστικής γης (κάτι που δεν συμβαίνει παρά μόνο σε χώρες υπό καθεστώς καπιταλιστικής παλινόρθωσης ή σε καθυστερημένες χώρες με υψηλό ποσοστό κρατικής έγγειας ιδιοκτησίας), η κερδοσκοπία ακινήτων έχει επίσης συμβάλει στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας και στην άνοδο των τιμών στα αστικά κέντρα.
Αυτή η χρηματοπιστωτική και βιομηχανική «φούσκα» είναι το αντίτιμο για τα αποθεματικά σε δολάρια που έχει συσσωρεύσει η Κίνα. Η οποία, όχι μόνον εισάγει κεφάλαια από το εξωτερικό, αλλά αναγκάστηκε να εκδώσει ένα τεράστιο δημόσιο χρέος που αγόρασαν οι τράπεζες για να απορροφήσει το εγχώριο χρήμα που έχει δημιουργηθεί λόγω της εισόδου δολαρίων. Δεν υπάρχει καλύτερη μαρτυρία, σε ό,τι αφορά την ξέφρενη συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, από τη συμφόρηση που παρατηρείται στην κυκλοφορία του κεφαλαίου. Η Κίνα είναι πιο κοντά στο επίκεντρο της σημερινής κρίσης από ό,τι η Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο που η πτωτική τάση στα χρηματιστήρια, το 2010, ξεκίνησε με την εξαγγελία από την Κίνα μέτρων περιορισμού στη χορήγηση πιστώσεων. Όταν παρατηρεί κανείς την εξέλιξη της παγκόσμιας κρίσης ξεκινώντας από τις διασώσεις που εφάρμοσαν τα καπιταλιστικά κράτη και. ειδικότερα, οι κεντρικές τους τράπεζες, αποδεικνύεται πιο καθαρά από ποτέ πως το κράτος δε συγκεντρώνει -- ούτε και μπορεί εξάλλου -- τις αναγκαίες, χρηματοπιστωτικά, συνθήκες για να σώσει τον καπιταλισμό, γιατί το κεφάλαιο είναι το θεμέλιο του κράτους, δεν είναι το κράτος το θεμέλιο του κεφαλαίου.
Το κράτος είναι προμαχώνας του κεφαλαίου, όντας όργανο κυριαρχίας και καταστολής. Χάρη σε αυτήν την ικανότητά του –- και όχι δυνάμει κάποιας χρηματοοικονομικής ικανότητας -- το κράτος μπορεί να επιβάλει στις εκμεταλλευόμενες τάξεις κάθε είδους αναγκαίες θυσίες προκειμένου να αποκαταστήσει την καπιταλιστική συσσώρευση, καθώς και όλες τις κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις και αναπροσαρμογές που είναι αναγκαίες γι’ αυτήν. Η υποτιθέμενη θεραπεία, την οποία εκπροσωπεί ο αποκαλούμενος κρατικός παρεμβατισμός, είναι μια φαντασίωση των κεντροαριστερών, οι οποίοι αναζητούν συνταγές για τη συντήρηση του κεφαλαίου. Από την παρούσα χρεοκοπία δεν μπορεί να ξεφύγει με την αύξηση της συνολικής ζήτησης, γιατί αυτή θα επέφερε περισσότερες δαπάνες και δημοσιονομικά ελλείμματα. Κατ’ αντίστροφο τρόπο, η περικοπή στις κοινωνικές δαπάνες και στους μισθούς θα οξύνει την ύφεση και τη δημοσιονομική κρίση. Στο τέλος το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: το κεφάλαιο χρειάζεται καταστροφή πόρων και εργατικό δυναμικό περισσότερο ευάλωτο, προκειμένου να μπορέσει να εξέλθει από την κρίση μέσω μιας νέας συγκέντρωσης κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο.
Ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη
Αυτό που αναφέρουμε πιο πάνω το βλέπει κανείς στους χειρισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κρίση στην Ελλάδα και την Ισπανία. Παρά το γεγονός ότι είναι ενημερωμένες για την ενίσχυση της τάσης προς default (αδυναμία εξόφλησης των τόκων ή του κεφαλαίου του ομολόγου από μέρους του εκδόσαντος) και στις δύο χώρες, καθώς και για τις τεράστιες υποχρεώσεις που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα τον προσεχή Απρίλιο, λόγω λήξης παλαιοτέρων δανείων, οι κυβερνήσεις της ΕΕ περιορίστηκαν σε μια δήλωση υποστήριξης. Ο λόγος είναι ηλίου φαεινότερος: πριν αναγγείλουν μια διάσωση θέλουν από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις να επιβάλλουν σχέδια προσαρμογής στους εκμεταλλευόμενούς τους, ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά την ηλικία συνταξιοδότησης και τις ιδιωτικοποιήσεις (επίσης, ασκούν πιέσεις στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία για να πουλήσουν τα αποθεματικά τους σε χρυσό). Αυτές οι απαιτήσεις σχετίζονται με μια γενικότερη τοποθέτηση που εκδηλώνεται στη σύμπτωση απόψεων στις κορυφές της κρατικής ιεραρχίας και του κεφαλαίου σε ό,τι αφορά την κατάρρευση των συστημάτων υγείας και συνταξιοδότησης: είναι ζήτημα χρόνου, λένε, δεν υπάρχει λύση ούτε με την ιδιωτικοποίησή τους, αφού η χρηματοοικονομική κρίση οδήγησε στη χρεοκοπία πρώτα τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία! Ο αγώνας για τη μεταρρύθμιση του τομέα της υγείας στις ΗΠΑ καταδεικνύει πως τα ίδια ισχύουν και για την ιατρική περίθαλψη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανιχνεύει τις δυνατότητες της οδού της αντιπαράθεσης με την προσδοκία να επιβάλει τα σχέδιά της κατά των μαζών μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια. Ό,τι αποπειράθηκε να κάνει και η κυβέρνηση του De la Rua, στις αρχές του 2001, με υπουργό τον Lοpez Murphy. Είναι ό,τι έχει κάνει η ΕΕ στις βαλτικές χώρες, την Ουκρανία και την Ουγγαρία, όπου έχει επιβάλει δρακόντεια μέτρα –η βιομηχανική παραγωγή της Λετονίας γνώρισε πτώση 38% το τελευταίο τρίμηνο! Εάν η προσαρμογή δεν έχει το βάθος που απαιτούν τα καπιταλιστικά κράτη, η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε στάση πληρωμών προκειμένου να αναδιαρθρώσει το χρέος της με νέους όρους. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν θα σπεύσουν σε βοήθεια της Ελλάδας αλλά των τραπεζών τους, που έχουν την εγγύηση των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφύγει τη στάση πληρωμών: το θέμα είναι αν το default (αδυναμία εξόφλησης των τόκων ή του κεφαλαίου του ομολόγου από μέρους του εκδόσαντος) θα συμβεί εντός ή εκτός των πλαισίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία και η Γαλλία οφείλουν να κοιτάξουν τα του οίκου τους, προτού κάνουν την οποιαδήποτε σκέψη για βοήθεια. Προβλέψαμε, στις αρχές της κρίσης, το 2007, πως το πρώτο της θύμα θα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα προσθέσουμε απλώς ότι, με δεδομένη την παρουσία των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, οι χώρες της τέως Γιουγκοσλαβίας θα πρέπει να βιώσουν τη λαίλαπα της κρίσης πρώτα, και μετά τους καρπούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο.
Η αποτελμάτωση των Ηνωμένων Πολιτειών
Χωρίς αμφιβολία, η καρδιά της κρίσης εξακολουθεί να χτυπά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο δανεισμός έχει σταματήσει, η αξία της ακίνητης περιουσίας εξακολουθεί να πέφτει και οι εξώσεις να πληθαίνουν. Η πολυθρύλητη βιομηχανική ανάκαμψη βασίζεται σε μια περιορισμένη αναδιάρθρωση των αποθεμάτων (stocks) και όχι σε κάποια μεταβολή στην κατανάλωση ή την επένδυση. Η Wall Street Journal κάνει λόγο ακόμη και για εξάρθρωση της παραγωγικής αλυσίδας ως αποτέλεσμα της εξαφάνισης των εταιριών εξωεπιχειρησιακής ανάθεσης (outsourcing) και υπεργολαβίας ή των δικτύων πωλήσεων, στοιχεία που ο Jorge Castro, αρθογράφος της αργεντίνικης εφημερίδας Clarin, φροντίζει να συγκαλύπτει με αναφορές σε αλλαγές των τεχνολογικών μοντέλων σχεδιασμού της παραγωγής. Η κατάσταση των τεράστιων φορέων χορήγησης στεγαστικών δανείων (Fanie Mae και Freddie Mac) μαρτυρεί πλήρη χρεοκοπία: απώλειες 200 δις δολαρίων και ενεργητικά «φουσκωμένα» κατά τέσσερα τρις. Οπότε, ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός, με ένα προβλεπόμενο έλλειμμα 1,8 τρις, μοιάζει μάλλον με παιδαριώδες σκαρίφημα, στο βαθμό που δεν περιλαμβάνει αυτούς του φορείς χορήγησης στεγαστικών. Σε όλα αυτά οφείλουμε να προσθέσουμε τη χρεοκοπία οχτώ πολιτειών, συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνιας, που ο διεθνής τύπος παρομοιάζει με τα ευρωπαϊκά κράτη που είναι στη κορυφή της λίστας της κρίσης. Η επίσημη ανεργία στις μεγάλες πόλεις της Καλιφόρνιας είναι 27% του ενεργού πληθυσμού. “Yes, we can”.
Η στροφή προς την πτωτική τάση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, που ξεκίνησε με τους περιορισμούς στη χορήγηση δανείων που επέβαλε η Κίνα, ξανάρχισε να παρουσιάζει κραδασμούς με όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει ένας ιμάντας μεταφοράς που συνδέει το τραπεζικό σύστημα και τα δημόσια χρέη μέσω της χρηματοδότησης-μαϊμού από μέρους των κεντρικών τραπεζών.
Η κατάργηση των συναλλαγών “carry trade”, με τη συνακόλουθη αντίστροφη ροή χρήματος προς το δολάριο και προς το γιεν, πυροδότησε ένα κύμα νομισματικών υποτιμήσεων, το οποίο είχε ιδιαίτερη επίπτωση στο ευρώ. Στη σειρά, όμως, περιμένει και η Βραζιλία. Μια σημαντική υποτίμηση του βραζιλιάνικου ρεάλ θα υποχρέωνε τους Κ (4) να ζητήσουν από το ΔΝΤ το Fondo del Bicentenario (5) . Η υποτίμηση του ευρώ έχει ήδη επιτείνει ένα ρεύμα κερδοσκοπίας, το οποίο στοιχηματίζει στην πτώση του. Αν αυτή η τάση επιβεβαιωθεί, θα λειτουργήσει ανατιμητικά προς το δολάριο και το γουάν, πράγμα που ενδυναμώσει τις πιέσεις που οδηγούν σε εμπορικό πόλεμο, αλλά, πρώτα από όλα, θα είμαστε μάρτυρες σε μια απαξίωση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων της Ευρώπης, καθώς και σε μια ενίσχυση της πιθανότητας ενός ρεύματος φυγής από το ευρώ καθώς και μιας διεθνούς νομισματικής κρίσης –τον κολοφώνα κάθε οικονομικής κρίσης.
Πολλοί θεωρούν πως η αρνητική εξέλιξη του ευρώ και η αδυναμία του γιεν διεθνώς, ως αποθεματικού νομίσματος, αποδεικνύουν την ακλόνητη ισχύ του δολαρίου και των Ηνωμένων Πολιτειών, ως έσχατου καταφυγίου του παγκοσμίου κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια απλουστευτική ερμηνεία: το τελευταίο που θα χρειάζονταν οι Ηνωμένος Πολιτείες είναι να πέσει η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια, να επιστρέψουν τα δολάρια από την κυκλοφορία εκτός των συνόρων και αυτή η αντίστροφη ροή κεφαλαίων να προκαλέσει ένα καινούριο κύμα εσωτερικής κερδοσκοπίας. Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση των νομισμάτων που είναι αντίπαλοι του δολαρίου θα λειτουργούσε ως προϋπόθεση για την κατάρρευση του δολαρίου, το οποίο θα επηρεαζόταν από την υπερβολική έκδοση νομίσματος, στην οποία θα οδηγούσαν οι επιχειρήσεις διάσωσης. Αυτό εξηγεί τη ζήτηση χρυσού με στόχο τη νομισματική συσσώρευση -ακόμη και μετά από την πώληση μέρους των αποθεμάτων χρυσού από μέρους του ΔΝΤ.
Μια ενδιάμεση στάση, ακόμα
Όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει, η καπιταλιστική χρεοκοπία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Κι όπως αρμόζει στη φύση του καπιταλισμού, η καμπύλη της σχηματίζει ζιγκ-ζαγκ και διαπλέκεται με πολιτικές κρίσεις και κοινωνικούς αγώνες όλο και πιο επιθετικούς. Όλες οι κοινωνικές τάξεις θα υποφέρουν από τις συνέπειες αυτών των εξελίξεων και θα υποχρεωθούν να προσαρμόσουν τις συμπεριφορές τους στις νέες συγκυρίες. Δεν είναι τυχαίο που στην Ιταλία υπάρχουν πολυάριθμες καταλήψεις εργοστασίων ούτε και ότι ξεσπούν μεγάλες γενικές απεργίες, όπως συνέβη στην Τουρκία και αρχίζει να συμβαίνει και στην Ελλάδα ούτε, ακόμα, το ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει εμφανιστεί το «κόμμα του τσαγιού», μία «κοινωνική εκδήλωση» φασιστικών αποκλίσεων, ενώ, παράλληλα, οι πολιτικές κρίσεις προχωρούν από χώρα σε χώρα.
Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι, αναμφίβολα, η αποσύνθεση της ιστορικής τάσης μακράς διαρκείας του κεφαλαίου, της ανάπτυξης του πλασματικού κεφαλαίου. Το πλασματικό κεφάλαιο δεν είναι το ίδιο το κεφάλαιο αλλά η αντιπροσώπευσή του ή μια μορφή που εκπορεύεται από αυτό, υπό τη μορφή μετοχών, τίτλων δημόσιου ή και ιδιωτικού χρέους. Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η εξέλιξη συμπληρώθηκε με δευτερογενείς και τριτογενείς μορφές παραγώγων προϊόντων (τα γνωστά σε μας δομημένα ομόλογα ή παράγωγα, σ.τ.μ.), που επιτρέπουν τις συναλλαγές μεταξύ όλων των μορφών αυτού του πλασματικού κεφαλαίου. Το πλασματικό κεφάλαιο καθιστά πιο εύκολη την εμπορία κεφαλαίου, πράγμα που συνεπάγεται την ταχύτητα στην κυκλοφορία του, που είναι και ένας από τους θεμελιώδεις παράγοντες που καθορίζουν τα κέρδη του. Όπως είναι προφανές, η ανεπτυγμένη μορφή πλασματικού κεφαλαίου είναι η έσχατη μορφή κεφαλαίου, όταν πια αυτό έχει απωλέσει τη συγκεκριμένη του μορφή, καθώς και τη μορφή του ως εξατομικευμένη ιδιοκτησία, όπως, επίσης, και όταν ο καπιταλιστής έχει μετατραπεί απολύτως σε παράσιτο, το οποίο ευημερεί χάρη σε συναλλαγές με χαρτιά. Αυτό το πλασματικό κεφάλαιο, χωρίς αμφιβολία, δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως το κεφάλαιο είχε απαλλαγεί από όλα τα εμπόδια όσον αφορά την ανάπτυξή του, μπορούσε δηλαδή να αναδημιουργεί τον εαυτό του και να δημιουργεί τις αγορές για αυτή του την αναπαραγωγή, ακόμη δε και να ανεξαρτοποιείται από την παραγωγή υπεραξίας, που είναι και η μόνη οδός δημιουργίας αξίας στον καπιταλισμό. Η πλέον αντιφατική έκφραση αυτού του πλασματικού κεφαλαίου ήταν ανάπτυξη των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων προς αντιστάθμιση της πτωτικής τάσης των ατομικών εισοδημάτων των εν λόγω δανειοχρηστών. Η πλέον αφηρημένη έκφραση αυτής της ανάπτυξης ήταν η κυκλοφορία χρήματος που δεν είχε ιδίαν αξία, ενώ έδινε την εντύπωση πως είναι μια επινόηση «επιστημονική», δηλαδή αυθαίρετη και ιδιότροπη, των αρχών των κεντρικών τραπεζών. Η αγορά των «παραγώγων», η χρηματοοικονομική φούσκα των τελευταίων δεκαετιών, είναι η έκφραση κυριαρχίας του πλασματικού κεφαλαίου.
Για κάποιους, η παρούσα κρίση δεν σημαίνει πως το πλασματικό κεφάλαιο «έπαθε λάστιχο» και, για το λόγο αυτό, έχουμε μια ιστορική ύφεση στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου αλλά, αντιθέτως, ότι η κρίση θα ανοίξει διάπλατα το δρόμο σε μια μεγαλύτερη επέκταση του κεφαλαίου στην πιο αφηρημένη του μορφή. Αν ληφθεί υπόψιν το προηγούμενο της κρίσης του ’30, αυτή η προσδοκία είναι απατηλή, εφόσον το κεφάλαιο ανέκτησε τη τάση του προς την πιο αφηρημένη μορφή κοινωνικής συγκρότησης μονάχα μετά από 60 έτη, μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο δίχως προηγούμενο και κολοσσιαίες κοινωνικές επαναστάσεις και, τελικά, ως συνέπεια μιας πρωτοφανούς οπισθοχώρησης των κοινωνικών και κρατικών κατακτήσεων που είχε επιτύχει παγκοσμίως η εργατική τάξη.
Τώρα, όπως επισημαίνει μια αρθρογράφος των Financial Times, αυτή η αγορά έχει παραλύσει ολοσχερώς: οι τράπεζες δεν κερδίζουν χρήματα τοποθετώντας τους τίτλους του χρέους που έχουν στην κυριότητά τους. Αυτή τη λειτουργία την επιτελούν οι κεντρικές τράπεζες, με όλες τις συνέπειες που περιγράφουμε στο παρόν άρθρο. Επιπλέον, ο χρυσός, που είχε εκπέσει στην κατηγορία μιας ακόμη βιομηχανικής πρώτης ύλης, άρχισε να σηκώνει κεφάλι ως μονάδα μέτρησης και ως αποθεματικό αξίας. Μετρημένη σε ουγγιές χρυσού, η αξία του κεφαλαίου που είναι αντικείμενο χρηματιστηριακών συναλλαγών είναι πολύ μικρότερη από όση δείχνει σε δολάρια. Τα αποκαλούμενα τοξικά παράγωγα δεν βρίσκουν αξία στην αγορά και η προσπάθεια να τους αποδοθεί μια αξία βάσει μαθηματικών μοντέλων δεν είναι αποδεκτή σχεδόν από κανέναν. Εν ολίγοις, το κεφάλαιο πίστευε πως είχε υπερβεί τον νόμο της αξίας και πως η οικονομία μπορούσε να λειτουργήσει με βάση τιμές μη εξαρτώμενες από τον αναγκαίο χρόνο κοινωνικής εργασίας για την παραγωγή των αντιστοίχων εμπορευμάτων και ανεξάρτητα από την τελική καταναλωτική ικανότητα των ατόμων, καθώς και πως ήταν σε θέση να δημιουργεί το δικό του υποκειμενικό χρήμα δίχως την ανάγκη να το υλοποιεί, αντικειμενικά, σε συγκεκριμένο κοινωνικό προϊόν.
Η κρίση συνίσταται σε ένα ξέσπασμα όλων αυτών των αντιφάσεων. Όπως εξήγησε και ο Μάρξ: «… η πίστωση επιταχύνει την βίαιη έκρηξη αυτής της αντίφασης -διάβαζε κρίση- και, με τον τρόπο αυτό, των στοιχείων που οδηγούν σε αποσύνθεση τον παλαιό τρόπο παραγωγής. Τα δύο εγγενή χαρακτηριστικά του πιστωτικού συστήματος είναι, από τη μια η ανάπτυξη κινήτρων για την καπιταλιστική παραγωγή -τον πλουτισμό μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας άλλων- με στόχο μια πιο καθαρή και κολοσσιαία μορφή στοιχήματος και απάτης καθώς επίσης και, τη μείωση του αριθμού όλων όσων εκμεταλλεύονται τον κοινωνικό πλούτο σε όλο και πιο λίγους κάθε φορά και, από την άλλη, η δημιουργία μορφών μετάβασης προς έναν καινούριο τρόπο παραγωγής».
Στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο της εποχής μας, τα αποφασιστικά στάδια της κρίσης βρίσκονται ακόμη μπροστά μας. Από τη μια πλευρά, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις πολιτικές που έχουν επιβάλει ή προσπαθούν να επιβάλουν η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ουκρανία, η Ισλανδία, η Ιρλανδία, οι χώρες της Βαλτικής και η Πορτογαλία, το κεφάλαιο θα ρέπει προς την αντιπαράθεση με τους εργαζόμενους που είχαν σημειώσει σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις ως κεκτημένα δικαιώματα. Βρίσκεται αντιμέτωπο με μια κολοσσιαία κοινωνική αντιπαράθεση εν εξελίξει. Πέρα, όμως, από αυτή την αναπόφευκτη πτυχή του όλου ζητήματος, το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει έξοδο στην αποικιοποίηση αγορών που έχουν προσφάτως ανακτηθεί για την παγκόσμια καπιταλιστική κυκλοφορία. Μέχρι τώρα, η Κίνα και η Ρωσία (ειδικότερα όμως η Κίνα) υπήρξαν ισχυροί παράγοντες προώθησης του κεφαλαίου και ο ακρογωνιαίος λίθος του επιστεγάσματος της γιγαντιαίας ανάπτυξης πλασματικού κεφαλαίου των τελευταίων δεκαετιών. Παράλληλα, όμως, παρεμβαίνουν και ως ανταγωνιστές στο παγκόσμιο κεφάλαιο, έχοντας επιταχύνει την τάση υπερπαραγωγής. Από παράγοντες αναστροφής της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους παγκοσμίως έχουν μετασχηματιστεί σε μηχανισμούς προώθησης μια νέας καθοδικής καμπύλης. Η διαμάχη μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών για να ανοίξει η πρώτη περισσότερο τις αγορές της στα διεθνή κεφάλαια και για να ανατιμήσει το νόμισμά της, είναι το σύνθημα για να ξεκινήσει μια συνολική αποικιοποίηση, που θα θέσει στη διάθεση του κεφαλαίου εκατομμύρια εργαζομένων, οι οποίοι βρίσκονται ακόμα εντός των ορίων της μικρής αγροτικής παραγωγής ή των κρατικών επιχειρήσεων. Όμως, ούτε η Ρωσία αλλά ούτε και η Κίνα δεν είναι τα κράτη που ήταν πριν τις αντίστοιχες επαναστάσεις τους. Στην περίπτωση της Κίνας, για παράδειγμα, έχουμε τη χώρα να αντιμετωπίζει για πρώτη φορά με ενοποιημένο κράτος μια παγκόσμια κρίση μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να προχωρήσει, όπως στις αρχές του αιώνα ή και τη δεκαετία του ’30, μέσω της δημιουργίας ελευθέρων ζωνών. Επιπλέον, η Κίνα, μαζί με την Κορέα και την Ιαπωνία, θα μπορούσε να αποτελέσει και ενιαία οικονομική ζώνη, αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κίνα είναι μια ιδιότυπη καπιταλιστική κοινωνία σε διαδικασία μετάβασης, αν και συνιστά υπεραπλούστευση η αναγωγή τού χαρακτηρισμού της σε μια άκρως γενικευτική κατηγορία. Μια διαφορετική συλλογιστική, αν και μεθοδολογικά παρόμοια, θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στη Ρωσία, η οποία διαθέτει πιο σημαντικές τεχνολογικές εφεδρείες. Η διαλεκτική της αποσύνθεσης της έσχατης μορφής κεφαλαίου εμπεριέχει μια νέα διεθνή πολιτική αντιπαράθεση, με σαφείς επαναστατικές προοπτικές, γιατί θα είναι μια δοκιμασία που θα αποδείξει αν η καπιταλιστική παλινόρθωση στα αποκαλούμενα άλλοτε σοσιαλιστικά κράτη ήταν μια μακροχρόνια λύση για το κεφάλαιο ή η αφετηρία νέων κοινωνικών επαναστάσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται και αυτές σε μια παγκόσμια κρίση έχοντας εξαντλήσει τους πόρους που είχαν συσσωρεύσει στην, λίγο έως πολύ, παρατεταμένη περίοδο πρωτοκαθεδρίας της. Η ταξική πάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες θα λειτουργήσει ως πολύ σημαντικό πολιτικό σημείο εστίασης, για να μην πούμε το σημαντικότερο, στην παγκόσμια κρίση της εποχής μας.
Περιοδικό Νέα Προοπτική
12 Φεβρουαρίου 2010
12 Φεβρουαρίου 2010
Σημειώσεις:
(1) Για την ακρίβεια, με τα η λέξη «κουμπαράς» μεταφράζουμε ελεύθερα τη λέξη piñata, δηλαδή ένα σάκο από χαρτί, που έχει στο εσωτερικό ένα ανάλογου σχήματος δοχείο από πηλό ή χαρτόνι γεμάτο δώρα (γλυκά, παιχνίδια κλπ). Την piñata την κρεμάνε ψηλά και δοκιμάζουν ένας προς έναν οι παρευρισκόμενοι να την σπάσουν, με δεμένα τα μάτια και χρησιμοποιώντας μια μαγκούρα, για να χυθούν τα καλούδια και να τα πάρουν. Το έθιμο αυτό το τιμούν με αφορμή διάφορες γιορτές (Πρωτοχρονιά κλπ) στο Μεξικό. Τη λέξη piñata χρησιμοποιεί και ο αρθρογράφος των Financial Times, James Rickards (σ.τ.μ.).
(2) Ταμείο το οποίο θέλει να δημιουργήσει η κυβέρνηση της Αργεντινής χρησιμοποιώντας τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Αυτό το ταμείο θα εγγυηθεί την αποπληρωμή του αναδιαρθρωμένου δημόσιου χρέους (σ.τ.μ.)
(3) Ποντάρουν, δηλαδή, στην πτώση της τιμής του (σ.τ.μ.)
(4) Εννοεί το ζεύγος Κirchner, δηλ. την Cristina Kirchner, πρόεδρο της Αργεντινής και τον Néstor Kirchner, σύζυγό της και προηγούμενο πρόεδρο της χώρας (σ.τ.μ.).
(5) Ταμείο το οποίο θέλει να δημιουργήσει η κυβέρνηση της Αργεντινής χρησιμοποιώντας τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Αυτό το ταμείο θα εγγυηθεί την αποπληρωμή του αναδιαρθρωμένου δημόσιου χρέους (σ.τ.μ.)
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...