Τουρκικός επεκτατισμός, Ελληνισμός και σχέδιο λύσης του Κυπριακού
Της Κύρας Αδάμ
Τσιμενταρισμένες αλήθειες από την Κύρα Αδάμ. Το πρόβλημα είναι αν τις ακούει κάποιος στην ηγεσία της Ελλάδας και Κύπρου.
Τα αναφερόμενα από την Κυρα Αδάμ είναι τα αυτονόητα συμπεράσματα όσων με πόνο παρακολουθούν την διολίσθηση των πολιτικών μας ελίτ, ιδίως μετά την απομάκρυνση του Τάσσου Παπαδόπουλου και τον -[ουσιαστικό] αιχμαλωτισμό του Κ. Καραμανλή και την εν συνεχεία, ουσιαστική του παραίτηση.
Όμως τα αναφερόμενα από την Κυρα Αδάμ είναι μέσα στο μυαλό της πλειοψηφίας του Ελληνικού και Κυπριακού Λαού. Συνεπώς κύριοι, κύριοι των πολιτικών μας ηγεσιών κι εδώ και στην Κύπρο, ΟΦΕΙΛΕΤΕ να ακούσετε τον Ελληνικό Λαό, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν θα δεχθεί τις ενδοτικές σας υποχωρήσεις.
Οι συνέπειες αυτής της Λαϊκής αντίθεσης, αν δεν ακούσετε τη φωνή του Λαού, θα είναι τεράστιες. Όσο λοιπόν ενωρίτερον το αντιληφθείτε τόσο το καλύτερο και για την Πατρίδα μας και για εσάς...
Δ. Αλευρομαγειρος
Η εισήγηση της Κύρας Αδάμ σε εκδήλωση, στην Κύπρο, με θέμα "Τουρκικός επεκτατισμός, Ελληνισμός και σχέδιο λύσης του Κυπριακού".
Μόλις την προηγούμενη δεκαετία η Τουρκία είχε κακές έως εχθρικές σχέσεις με όλους σχεδόν τους γείτονες της, από την Ελλάδα και την Κύπρο, μέχρι τη Συρία τη Ρωσία την Αρμενία το Ιράν κλπ.
Η Τουρκία προωθούσε τις επεκτατικές βλέψεις της σε όλα τα μέτωπα, πολλές φορές με έναν πρωτόγονο βαρβαρισμό θα έλεγα, που οδηγούσε σε εντάσεις χωρίς όμως απτά και σίγουρα αποτελέσματα προς όφελος των στόχων της.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια πλήρη αντιστροφή, μια αλλαγή ρότας 360 μοιρών στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Με την εξαίρεση και πάλι της Ελλάδας και της Κύπρου, η Τουρκία, αντικατέστησε τα παλιά ανοιχτά μέτωπα, με πολιτικές και οικονομικές συνεργασίες, που δεν ήταν ορατές την προηγούμενη δεκαετία: στενότατες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, προσέγγιση με την Αρμενία, προσέγγιση με τη Συρία αλλά και το Ιράν, υποστήριξη των Παλαιστινίων και διατάραξη των σχέσεων με το Ισραήλ -το μόνο σταθερό άξονα την προηγούμενη δεκαετία- σταθερή ανάμειξη στα προβλήματα των χωρών του νέου Βαλκανικού χάρτη και όχι απαρατήρητη παρέμβαση στις χώρες του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας.
Η στροφή αυτή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν περνά απαρατήρητη, αν και για τους δύσπιστους δεν έχει φέρει ακόμα αποτελέσματα.
Μια αρχική και βασική παρατήρηση είναι ότι η Τουρκία απλώνεται εκεί από όπου έχει αποσυρθεί σταδιακά την τελευταία δεκαπενταετία η Ελλάδα και ειδικότερα από τις κυβερνήσεις Σημίτη και εντεύθεν.
Στη Μέση Ανατολή, οι στενότατες σχέσεις της Ελλάδας με τη Συρία της δεκαετίας του 80 παραδείγματος χάριν έχουν τελειώσει, το ίδιο και οι στενές και ελπιδοφόρες σχέσεις με το Ιράν (Τριμερείς εξάμηνες συναντήσεις Ελλάδας Ιράν Αρμενίας της δεκαετίας του 90)...
Στο Βαλκανικό χώρο η Ελλάδα κατόρθωσε να εγκλωβιστεί στο πρόβλημα με τα Σκόπια. Έχασε σημαντικές ευκαιρίες ουσιαστικής παρέμβασης στις αλλαγές της δεκαετίας του 90 , με την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ ,καθώς οι Έλληνες πολιτικοί, με την έλλειψη ψυχραιμίας και οξυδέρκειας που τους χαρακτηρίζει ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικώς με την υπόθεση του Ειδικού Δικαστηρίου του '89...
Βεβαίως δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να προωθεί το ρόλο της στα Βαλκάνια ως κράτος μέλος της ΕΕ, ο οποίος, όμως, δεν είναι πρωταγωνιστικός ή καθοριστικός, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία έχουν σαφώς πάρει φθίνουσα πορεία παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια για την μετατροπή της Ελλάδας σε νότια πύλη της Ευρώπης για τα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα.
Το φρένο που έχει βάλει η κυβέρνηση Παπανδρέου στην κατασκευή του αγωγού Μπουργκας Αλεξανδρούπολη, οδηγεί μάλλον την μεγάλη ενεργειακή ρωσική πύλη προς την Ευρώπη στην Τουρκία και όχι στη χώρα μας .
Αν ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στον χάρτη και στα σημεία της νέας τουρκικής προώθησης των συμφερόντων της, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς, ότι ένα σημαντικό συνδετικό στοιχείο όλων αυτών των αλλαγών στην τουρκική εξωτερική πολιτική, τουλάχιστον στην Ευρασία, είναι οι ενεργειακές ύλες, πετρέλαιο και φυσικό αέριο και οι οδοί μεταφοράς τους μέσα από το τουρκικό έδαφος.
Πριν από λίγα χρόνια η Τουρκία έδινε την εντύπωση ότι εκπροσωπεί και εργάζεται μόνον για όσα σχέδια έδιναν το προβάδισμα στα αμερικανικά ενεργειακά συμφέροντα στην περιοχή, δηλαδή με τον αποκλεισμό των ρωσικών προϊόντων, ώστε να μην εξαρτηθεί πλήρως η Ευρώπη από τη Μόσχα στον ενεργειακό τομέα.
Με καλπάζουσες διαδικασίες το τελευταίο διάστημα, η Τουρκία αρχίζει να διορθώνει αυτή την ανισορροπία της, αυξάνοντας θεαματικά την συνεργασία της με τη Μόσχα, όχι μόνον για την κατασκευή νέων αγωγών, αλλά σχεδιάζοντας να τροφοδοτήσει τους αγωγούς που περνούν από τουρκικό έδαφος και με ρωσικές ενεργειακές ύλες.
Έτσι, κατά ένα περίεργο τρόπο, η Τουρκία υλοποιεί αυτή την συμβουλή που είχε δώσει ο τότε πρόεδρος Πούτιν στην Αθήνα κατά την τελευταία επίσκεψη του:
Φτιάξτε όσους αγωγούς θέλετε εσείς και όποιους θέλετε, αλλά να ξέρετε ότι οι αγωγοί αυτοί για να δουλέψουν αποδοτικά πρέπει να τροφοδοτηθούν με ρωσικό πετρέλαιο και αέριο…
Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής παρουσιάζει ομοίως εξαιρετικό ενδιαφέρον. Παραδοσιακά η Τουρκία ταυτιζόταν ή εξυπηρετούσε -όχι βεβαίως χωρίς βαριά ανταλλάγματα- την αμερικανική πολιτική στην περιοχή.
Το γεγονός αυτό αποτελούσε σχεδόν το μόνιμο, για «λαϊκή κατανάλωση» επιχείρημα των Ελλήνων πολιτικών, όταν ήθελαν να εξηγήσουν γιατί π.χ. η Ουάσιγκτον προτιμούσε την Τουρκία και την υποστήριζε έναντι της Ελλάδας κλπ.
Έτσι είχαμε συνηθίσει την στενή συνεργασία της Άγκυρας με το Ισραήλ, ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα με πολλές κοινές εκπαιδευτικές ασκήσεις στην Α. Μεσόγειο, στις οποίες μονίμως ήταν προσκεκλημένη η Αθήνα, που δεν τόλμησε πότε να προσεγγίσει.
Το τελευταίο διάστημα όμως, βλέπουμε μια αναστροφή της κατάστασης αυτής, με τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις στο χαμηλότερο σημείο τους (θεαματική αποχώρηση Ερντογάν από το Νταβός, «τιμωρία» του ισραηλινού πρέσβη κ.λ.π.) και μια σταθερή προσέγγιση την Άγκυρας με τους Παλαιστινίους, (μετά τις πρόσφατες αιματοχυσίες στη Γάζα), αλλά και με το Ιράν, με πύκνωση της ανταλλαγής επισκέψεων, κάτι που στο παρελθόν φαινόταν αδιανόητο.
Το ίδιο ισχύει και για τη Συρία.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δύο γεγονότα έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στη νέα μορφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής:
Η επίσκεψη ορόσημο Ομπάμα στην Τουρκία στην πρώτη έλευση του στην Ευρώπη μετά την εκλογή του και ο διορισμός του Αχμέτ Νταβούτογλου στη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας.
Η επίσκεψη Ομπάμα ήταν συμβολική, γιατί κατέστησε την Τουρκία την μουσουλμανική χώρα–μοντέλο για τις υπόλοιπες μετριοπαθείς. Αλλά μην ξεγελαστεί κανείς και βολευτεί στην εύκολη δικαιολογία ότι η Ουάσιγκτον δώρισε στην Άγκυρα το νέο ρόλο της.
Η Τουρκία είχε δώσει συγκεκριμένα δείγματα γραφής και προώθησε αποτελεσματικά την θέση της στη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Η Άγκυρα αποτέλεσε το όχημα για να προσπαθήσει η Ουάσιγκτον να προσεγγίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, στηρίζοντας ένα συντηρητικό μουσουλμανικό κόμμα όπως αυτό του κ Ερντογάν, που θέλει και μπορεί να συνδιαλέγεται με τους γείτονες του, να μειώνει προβλήματα και εντάσεις και να διαπραγματεύεται επ ωφελεία του με τις ΗΠΑ.
Φυσικά η Τουρκία έχει πάρει το δώρο της. Από την πίσω πόρτα και με αμερικανική πρόσκληση, η Τουρκία κατέστη ενεργό μέλος της ομάδας των G20, δηλαδή των πλέον αναπτυγμένων χώρων στον πλανήτη.
Η επίσκεψη του Ομπάμα στην Τουρκία, πυροδότησε ταυτοχρόνως τη συρρίκνωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Να υπενθυμίσω ότι μια μόλις ημέρα πριν την έλευση Ομπαμα στην Άγκυρα έγινε στο Στρασβούργο η συνάντηση Ομπάμα-Καραμανλή, μια συνάντηση αδιάφορη και αμήχανη και τελικώς αρνητική, καθώς και οι δύο πλευρές, μα περισσότερο η Αθήνα, έδειξαν να βαριούνται αφόρητα να συζητήσουν οποιοδήποτε θέμα, πλην των γνωστών και τετριμμένων παραπόνων-κλισέ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πάντα το κερασάκι στην τούρτα με το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης.
Το δεύτερο γεγονός που σημαδεύει την τρέχουσα τουρκική εξωτερική πολιτική είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Αυτός ο εξωκοινοβουλευτικός πολιτικός, κάτι πρωτόγνωρο για τα τουρκικά δεδομένα, επελέγη από τον πρωθυπουργό Ερντογαν να διαμορφώσει και να ηγηθεί της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Είναι γνωστά τα κλισέ των αξόνων πολιτικής του κ Νταβουτογλου: μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες, προβολή ή και επιβολή του μουσουλμανικού χαραχτήρα της Τουρκίας ως γέφυρα συνάντησης πολιτισμών και συμφερόντων, πάντοτε όμως υπό την «καθοδήγηση» και «προστασία» της, αφού αυτή μόνον μπορεί να ενώσει όλους «τους συμπατριώτες» του κόσμου, μέσα σε μια νέα τάξη πραγμάτων στην οποία θα υποχωρήσουν οι ισχύοντες διεθνείς κανόνες και οργανισμοί και οι ισχύουσες Διεθνείς Συμφωνίας και Συνθήκες.
Τα ερωτήματα είναι δύο
Η Τουρκία ακολουθεί μια αυτόνομη εξωτερική πολιτική, μια πολιτική που προσομοιάζει με αυτή των Αδέσμευτων του 1970,ή υπάγεται σ ένα καινούργιο διεθνές σύστημα, αόρατο για την ώρα, που τόσο πολύ ήθελαν να προωθήσουν οι νεοσυντηρτικοί της κυβέρνησης Μπους;
Και δεύτερον, απομακρύνεται ουσιαστικά η Τουρκία από την Ευρώπη και επομένως και από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η τωρινή στάση της Τουρκίας απέναντι στην ΕΕ εμπεριέχει στοιχεία και από τα δυο παραπάνω ερωτήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Τουρκία έδειχνε αποκλειστικώς στραμμένη στον στόχο της να γίνει δεκτή στην ευρωπαϊκή αυλή και να καταστεί μέλος της ΕΕ.
Όταν η διαδικασία αυτή μπήκε σε τροχιά με τις ενταξιακες διαπραγματεύσεις της, η Άγκυρα προφανώς ζύγισε το εσωτερικό πολιτικό κόστος των μεταρρυθμίσεων και δομικών αλλαγών στο κοσμικό κράτος της, που πρέπει να κάνει, προκειμένου να καταστεί ένα πραγματικό ευρωπαϊκό κράτος. Βλέπετε την «ανοχή στο διαφορετικό» που προπαγανδίζει στις εξωτερικές σχέσεις της, η Τουρκία δεν θέλει να την εφαρμόσει στο εσωτερικό της με τον ορατό κίνδυνο ριζικών ανατροπών στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της.
Με την προβολή στις άλλες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής της, η Τουρκία επιχειρεί τώρα να επιβάλει αντί να δεχθεί τους όρους της ΕΕ, δείχνοντας έτσι, ότι επιλέγει να παραμείνει μια» διαφορετική χώρα» μέσα στην Ευρώπη, συνδεδεμένη όμως με την πολιτική των υπόλοιπων «καθαρών» ευρωπαϊκών χωρών.
Έτσι, κατά την γνώμη μου, αρχίζει να ωριμάζει στην Τουρκία η ιδέα μιας, δικής της, ειδικής σχέσης με την Ευρώπη.
Το μεγάλο ζητούμενο, επομένως, είναι πως αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο την καλπάζουσα διπλωματία της Τουρκίας –ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος- τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία.
Δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία ότι το μοναδικό πρόσφορο πεδίο παραμένει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας σ αυτήν.
Θεωρώ ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες ακόμα και σήμερα διατηρούν το ερώτημα γιατί η Ελλάδα και η Κύπρος ως κράτη μέλη επιμένουν σταθερότερα ίσως από πολλά άλλα κράτη μέλη ότι θέλουν την Τουρκία στο πλευρό τους μέσα στην ΕΕ χωρίς να αφήνουν κανένα περιθώριο για δεύτερη σκέψη.
Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα στο Ελσίνκι πέτυχε ούτε εύκολα ούτε ανέξοδα την ένταξη ολόκληρου του εδάφους της Κύπρου στην ΕΕ, με την πρόνοια της πλήρους εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου όταν μπει και το κατεχόμενο τμήμα , ύστερα από την επίλυση τουΚυπριακου.
Στην πραγματικότητα η Αθήνα βρέθηκε τότε μπροστά σ ένα μεγάλο εκβιασμό, τον οποίο αντιμετώπισε μόνον με την πλήρη αποδοχή του αιτήματος για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Αυτά έγιναν τότε.
Αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν ούτε τόσο απλά ούτε τόσο εύκολα ούτε και τόσο φανερά. Γιατί η Άγκυρα, οι ευρωπαίοι φίλοι της και η Ουάσιγκτον είχαν σχεδιάσει ότι αυτό το πάρε-δώσε θα είχε σύντομα ευτυχή κατάληξη με την επίλυση του Κυπριακού με το σχέδιο Αναν, αλλά και των λεγόμενων προβλημάτων στο Αιγαίο-δηλαδή των μονομερών και παράνομων διεκδικήσεων της Τουρκίας-, σε δεδομένους χρόνους, πριν και από την έναρξη των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και εν πάση περιπτώσει πολύ πριν από την κατάληξη τους .
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, το σχέδιο Άναν δεν πέρασε τότε. Αλλά ξαναγυρίζει τώρα, τουλάχιστον στα πολύ επικίνδυνα στοιχεία του.
Και τα ελληνοτουρκικά προβλήματα πάγωσαν μεν από την πλευρά της Αθήνας, ενώ η Τουρκία υλοποιεί πλέον σταθερά όλες τις μονομερείς αποφάσεις της για το Αιγαίο.
Η Αθήνα και η Λευκωσία επιμένουν ακόμα και σήμερα ότι θέλουν την Τουρκία στην Ένωση, διότι κατ αυτόν τον τρόπο και μέσα από την πίεση των διαπραγματεύσεων, δείχνουν να πιστεύουν, ακράδαντα, ότι η Τουρκία θα προτιμήσει να μετατραπεί σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα στο εσωτερικό της, με όλες εκείνες τις θηριώδεις μεταρρυθμίσεις που είναι υποχρεωμένη να κάνει και εφόσον έχει ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Η Τουρκία όμως αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν θέλει να μετατραπεί σ ένα πλήρες, κανονικό, ευρωπαϊκό κράτος, ούτε βιάζεται να διαπραγματευθεί μια λύση στο Κυπριακό, που δεν θα είναι στα μέτρα της, ούτε σέβεται διεθνείς συμφωνίες και κανονισμούς σε ότι αφορά στο Αιγαίο, αλλά θεσπίζει δικούς της νόμους και τους εφαρμόζει μάλιστα.
Επιπροσθέτως, αρχίζει να αντιμετωπίζει την ΕΕ με προκλητικό τρόπο, επιμένοντας ότι η Ευρώπη είναι αυτή που έχει ανάγκη την Τουρκία και γι αυτό θα την προτιμήσει τελικώς απέναντι στην Κύπρο γιατί αυτή είναι η μόνη περιφερειακή δύναμη που θα φέρει κοντά την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, ενώ μέσω του τούρκικου εδάφους, η Ευρώπη θα έχει πετρέλαιο και φυσικό αέριο που δεν θα είναι κατ ανάγκην ρωσικής προέλευσης
Η ουσία είναι ότι η Ευρώπη θέλει και μπορεί να έχει σχέσεις με την Τουρκία Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να έχει σχέση με την Ευρώπη, όποια και αν είναι τα σχέδια της και οι επιδιώξεις της.
Το ζητούμενο όμως είναι η μορφή, το περιεχόμενο, ο βαθμός εξάρτησης και οι δικλείδες ασφάλειας αυτής της εξάρτησης.
Ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ, δηλαδή οι μεγάλες χώρες της ευρωζώνης με άλλα λόγια, έχουν ήδη τοποθετηθεί ορθά απέναντι στην Τουρκία:
Ναι μεν διαπραγματεύσεις, αλλά με προηγούμενη υλοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων της Άγκυρας απέναντι σε θεσμούς και κράτη μέλη. Αλλά ακόμα και όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία, τότε τα κράτη μέλη θα επανεξετάσουν αν χωράει η Τουρκία ως πλήρες μέλος και η απόφαση αυτή θα τεθεί σε δημοψηφίσματα σε ορισμένα κράτη μέλη.
Επιπροσθέτως, Γαλλία και Γερμανία αλλά και Αυστρία έχουν ήδη εκδηλωθεί υπέρ της ειδικής σχέσης της Τουρκίας με την ΕΕ,με ένα καθεστώς που θα προκύψει μέσα από διαπραγματεύσεις.
Να μην ξεχνάμε ότι οι 27 χώρες έχουν συναινέσει στο πάγωμα 8 κεφαλαίων, προκειμένου να υλοποιήσει η Άγκυρα την υποχρέωση της για άνοιγμα λιμένων και αεροδρομίων της στην Κύπρο, ενώ η Γαλλία έχει προχωρήσει σε πάγωμα και άλλων κεφαλαίων διαπραγμάτευσης.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο ο «σκληρός πυρήνας» της ΕΕ δεν επιθυμεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος της είναι... η ίδια η Τουρκία, διότι αυτή με βάση την έκταση της και το πληθυσμιακό της μέγεθος, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, καθίσταται «ισότιμη» πχ με τη Γερμανία ή τη Γαλλία στη διαμόρφωση πολιτικής και λήψης αποφάσεων.. Κάτι δηλαδή που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό από τους ακρογωνιαίους λίθους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αντιθέτως , διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία υποστηρίζεται ιδιαιτέρως από όλες τις φιλοατλαντικές χώρες μέλη , (Βρετανία και πρώην ανατολικές χώρες) που στοχεύουν σε μία «χαλαρή» Ευρωπαϊκή Ένωση, μη αυτόνομη και ουσιαστικό βραχίονα της πολιτικής της Ουάσιγκτον
Έτσι ,οι χώρες αυτές προβάλουν, συστηματικώς, το επιχείρημα του πόσο απαραίτητη είναι η Τουρκία για την Ευρώπη, με τη μεγάλη αγορά της ,την εξωτερική πολιτική της , αλλά και την ενεργειακή πολιτική της.
Φυσικά, όλες αυτές οι χώρες κάνουν μονίμως τα στραβά μάτια στην ‘άρνηση της Τουρκίας να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και αντιθέτως προωθούν συστηματικώς την ενοχοποίηση της Κύπρου για την παρεμπόδιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Έτσι λοιπόν έχουμε μπροστά μας δυο παράδοξα:
Όσο περνά ο καιρός ,και η Τουρκία δεν υλοποιεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και ακολουθεί όλο και πιο προκλητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα, με την μορφή υλοποίησης και παγίωσης των τετελεσμένων της στο Αιγαίο, άλλο τόσο Αθήνα και Λευκωσία από κοινού διατρανώνουν την θέση τους ότι πάση θυσία η Τουρκία θα καταστεί μέλος όταν υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της . Που η Τουρκία δεν δείχνει καμιά διάθεση να τις υλοποιήσει.
Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα και η Λευκωσία συντάσσονται, αυτή την στιγμή, ανοιχτά με τους πολέμιους της Κύπρου μέσα στην ΣΕ, που θέλουν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας και αντιμάχονται τους υποστηρικτές της Κύπρου στην ΕΕ που είναι πολύ σκεπτικοί απέναντι στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας και προτιμούν μια ειδική σχέση.
Η μονότονη επανάληψη αυτής της ελλαδικής και κυπριακής θέσης δεν αποτελεί πλέον πηγή ούτε αισιοδοξίας ,αλλά ούτε και σιγουριάς για την υλοποίηση του κοινού στόχου της σταθερής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού και της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Πρόσθετο ερώτημα αποτελεί και η κατηγορηματική τοποθέτηση του πρωθυπουργού της Ελλάδας μέσα στην Κυπριακή Βουλή, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτήρισε περίπου ως εχθρούς της εθνικής υπόθεσης όλους όσους υποστηρίζουν το καθεστώς ειδικής σχέσης ΕΕ Τουρκίας.
Στην πολιτική όμως ο πρώτο μάθημα είναι να μην λες ποτέ όχι εκ προοιμίου.
Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, όταν οι μεγάλοι ευρωπαίοι εταίροι ,αλλά και η ίδια η Τουρκία αφήνουν ανοιχτή την προοπτική της ειδικής σχέσης, γιατί την αρνείται κατηγορηματικά η Αθήνα και η Λευκωσία;
Μία ελαφρά έστω μεταβολή στην απόλυτη και αναποτελεσματική όπως αποδεικνύεται θέση της Ελλάδας και της Κύπρου δεν θα αύξανε, ίσως, το βαθμό πίεσης προς την Άγκυρα να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο;
Και δεύτερον γιατί η Αθήνα και η Λευκωσία θέτουν τους εαυτούς τους εκ προοιμίου εκτός της ενδεχόμενης διαπραγμάτευσης πάνω ή κάτω από το ευρωπαϊκό τραπέζι για το είδος και το περιεχόμενο μιας πιθανής ειδικής σχέσης με την Τουρκία;.
Η ελληνική κυβέρνηση μάλιστα φαίνεται να πιστεύει χωρίς να το δηλώνει δημοσίως ότι η Τουρκία, που είναι ή δρα ως περιφερειακή υπερδύναμη, δεν πρόκειται να συνδράμει στη λύση του Κυπριακού αν προηγουμένως δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο της ένταξης στην ΕΕ, αλλά μυστηριωδώς πως , η Αθήνα πιστεύει ότι τώρα, σ αυτή τη φάση της διεθνούς υποχώρησης της , λόγω και της οικονομικής κρίσης , το μόνον που μπορεί να κάνει είναι να συζητήσει το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου με την Τουρκία.
Είναι φανερό ότι η πολιτική της Αθήνας τουλάχιστον απέναντι στην Άγκυρα εμφανίζει κενά σε επίπεδο δημόσιων τοποθετήσεων, που δεν θα γίνουν γνωστά κατά την γνώμη μου, παρά μόνον όταν ο πρωθυπουργός πραγματοποιήσει την επίσκεψη του στην Ουάσιγκτον και αποκτήσει ρόλο συμπληρωματικό σ αυτόν της Τουρκίας στην περιοχή:
Αν δηλαδή δεσμευτεί σε πάση θυσία λύση του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών, ώστε να σταθεροποιηθεί η ευρύτερη περιοχή της Αν Μεσογείου , όπως αρέσκεται τελευταία να λέει η Άγκυρα.
Η Άγκυρα όμως , που μεταβάλλεται και ελίσσεται δεν παραμένει στάσιμη στο Κυπριακό. Δείχνει μάλιστα να βιάζεται να εμπλέξει και την Αθήνα, ως εγγυήτρια δύναμη για να εξαναγκαστεί η Λευκωσία να πάρει δραματικές, μη αναστρέψιμες αποφάσεις για το μέλλον της ως κράτους, ως αναγνωρισμένης διεθνούς οντότητας ,μέλος του ΟΗΕ και ΕΕ.
Ο κ Νταβουτογλου αναφέρεται πολύ συχνά στην ανάγκη σύγκλισης τετραμερούς διάσκεψης, αλλά όπως άφησε να εννοηθεί στην Αθήνα τον Δεκέμβριο, δεν θα είχε καμία αντίρρηση να πραγματοποιηθεί άτυπη τριμερής συνάντηση των εγγυητριών δυνάμεων για να δουν πως θα συμβάλουν στην τελική λύση το κυπριακού , που έτσι και αλλιώς το θέλουν μέχρι τον Ιούνιο, όταν θα επανεξεταστεί η Άγκυρα στην Ευρώπη
Νομίζω ότι μέσα αυτή την αίθουσα , άλλα ίσως και σε ολόκληρη την Κυπριακή επικράτεια, ελεύθερη και κατεχόμενη, λίγες ακόμα αμφιβολίες υπάρχουν ότι η Τουρκία δουλεύει συστηματικώς για τη λύση της Συνομοσπονδίας στην Κύπρο ,για τη συνύπαρξη δύο ανεξάρτητων κρατών μέσα σ ένα κράτος που δεν θα είναι η συνέχεια της υφισταμένης Κυπριακής Δημοκρατίας , άλλα το νέο κράτος από τη συνένωση των δυο συνιστώντων κρατών.
Δεν υπάρχει σημείο και θέμα στις θέσεις της τ/κ πλευράς στα έγγραφα των συνομιλιών για το Κυπριακό, στο οποίο η Άγκυρα, που υπαγορεύει τις διαπραγματεύσεις στους τουρκοκύπριους, να μην κατοχυρώνει στην πράξη και αμετάκλητα τη μορφή λειτουργίας της συνομοσπονδίας .
Από τον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα, είτε ανάμεσα στις δυο ομόσπονδες περιοχές, είτε ανάμεσα στην μια ομόσπονδη περιοχή και την κεντρική κυβέρνηση η τ/κ πλευρά επιμένει στην αυτόνομες αποφάσεις του κάθε συνιστώντος κράτους , που σχεδόν ποτέ δεν υποτάσσεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τους νόμους και το Σύνταγμα, παρά μόνον μέσα από τη μορφή « Συμφώνου Συνεργασίας» που θα έχει εκπονηθεί και υπογραφεί ανάμεσα στην κεντρική και την τοπική κυβέρνηση.
Επιμένει στη λήψη ξεχωριστών αποφάσεων με άλλα κράτη και δεν δέχεται την εφαρμογή του υπάρχοντος κοινοτικού κεκτημένου, αλλά επιμένει σε διαμόρφωση πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου.
Με δυο λόγια, τα επίσημα έγγραφα των θέσεων των δύο πλευρών στη διαπραγμάτευση, ακόμα και τα σημεία σύγκλισης ,όπου αυτά έχουν επιτευχθεί, δημιουργούν σαφώς την εντύπωση ότι το κράτος που θα προέλθει από τη λύση δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει, δεν θα μπορέσει να συμβαδίζει με τους άλλους εταίρους μέσα στην ΕΕ, με την Τουρκία είτε μέσα είτε έξω από την Ευρώπη.
Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος κατά την γνώμη μου είναι και πάλι η εμφάνιση του εφιαλτικού ερωτήματος που σημάδεψε και την τύχη του σχεδίου Άναν:
Τι θα συμβεί εκείνο το δευτερόλεπτο για το νέο συνεταιριστικό κυπριακό κράτος όταν το πνεύμα , η δομή λειτουργίας του κυπριακού κράνους και η εκτελεστική εξουσία του οδηγηθούν σε ασφυκτικό αδιέξοδο, σε μη βιώσιμο μέλλον ;
Μήπως τα δύο κράτη στην Κύπρο τότε τραβήξουν χωριστά το δρόμο τους; Και τότε τι θα συμβεί με την μια ανεξάρτητη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία του σήμερα;
Το ερώτημα είναι βασανιστικό και υπαρκτό Γιατί σε καμία γραπτή αράδα των επίσημων θέσεων και συγκλίσεων των δυο κοινοτήτων στις διαπραγματεύσεις δεν φαίνεται σταθερά, καθαρά και απόλυτα ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία, ή και διάλυση της συμφωνίας τότε επανέρχεται σε ισχύ η προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή η εξακολούθηση της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με δύο λόγια, το τίμημα της συμφωνίας να μην είναι η οριστική και αμετάκλητη διάλυση «σε φύλο και φτερό» της υπάρχουσας Κυπριακής Δημοκρατίας , ώστε τώρα ύστερα από 35 χρόνια εισβολής και κατοχής οριστικοποιηθεί η διάλυση της Κύπρου.
Και το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό και εφιαλτικό:
Γιατί και η Τουρκία έχει αλλάξει στόχο στο κυπριακό;
Στόχος της δεν είναι πια η απλή διχοτόμηση της νήσου. Είναι ο διαμελισμός της Κύπρου σε δυο κομμάτια, καθένα από τα οποία, θα ψάχνει τους «διεθνείς προστάτες»του για να εξασφαλίσει την διεθνή στήριξη για την αναγνώριση του ως κράτος , ως διεθνής οντότητα.
Με άλλα λόγια η Τουρκία επιδιώκει μανιωδώς να διαλύσει την υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία , το μοναδικό ανάχωμα στα επεκτατικά σχέδια της στην ευρύτερη περιοχή της Αν Μεσόγειου.
Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αξίζει τέτοιας θλιβερής τύχης και κατάληξης.
Οι αποφάσεις ενδεχομένως είναι πολύ δύσκολες για τους πολιτικούς . Αλλά τουλάχιστον η συζήτηση αυτή με μεγάλο συναισθηματικό βάσανο, άλλα και με ψυχρή λογική πρέπει να ανοίξει τώρα.
Τσιμενταρισμένες αλήθειες από την Κύρα Αδάμ. Το πρόβλημα είναι αν τις ακούει κάποιος στην ηγεσία της Ελλάδας και Κύπρου.
Τα αναφερόμενα από την Κυρα Αδάμ είναι τα αυτονόητα συμπεράσματα όσων με πόνο παρακολουθούν την διολίσθηση των πολιτικών μας ελίτ, ιδίως μετά την απομάκρυνση του Τάσσου Παπαδόπουλου και τον -[ουσιαστικό] αιχμαλωτισμό του Κ. Καραμανλή και την εν συνεχεία, ουσιαστική του παραίτηση.
Όμως τα αναφερόμενα από την Κυρα Αδάμ είναι μέσα στο μυαλό της πλειοψηφίας του Ελληνικού και Κυπριακού Λαού. Συνεπώς κύριοι, κύριοι των πολιτικών μας ηγεσιών κι εδώ και στην Κύπρο, ΟΦΕΙΛΕΤΕ να ακούσετε τον Ελληνικό Λαό, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν θα δεχθεί τις ενδοτικές σας υποχωρήσεις.
Οι συνέπειες αυτής της Λαϊκής αντίθεσης, αν δεν ακούσετε τη φωνή του Λαού, θα είναι τεράστιες. Όσο λοιπόν ενωρίτερον το αντιληφθείτε τόσο το καλύτερο και για την Πατρίδα μας και για εσάς...
Δ. Αλευρομαγειρος
Η εισήγηση της Κύρας Αδάμ σε εκδήλωση, στην Κύπρο, με θέμα "Τουρκικός επεκτατισμός, Ελληνισμός και σχέδιο λύσης του Κυπριακού".
Μόλις την προηγούμενη δεκαετία η Τουρκία είχε κακές έως εχθρικές σχέσεις με όλους σχεδόν τους γείτονες της, από την Ελλάδα και την Κύπρο, μέχρι τη Συρία τη Ρωσία την Αρμενία το Ιράν κλπ.
Η Τουρκία προωθούσε τις επεκτατικές βλέψεις της σε όλα τα μέτωπα, πολλές φορές με έναν πρωτόγονο βαρβαρισμό θα έλεγα, που οδηγούσε σε εντάσεις χωρίς όμως απτά και σίγουρα αποτελέσματα προς όφελος των στόχων της.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια πλήρη αντιστροφή, μια αλλαγή ρότας 360 μοιρών στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Με την εξαίρεση και πάλι της Ελλάδας και της Κύπρου, η Τουρκία, αντικατέστησε τα παλιά ανοιχτά μέτωπα, με πολιτικές και οικονομικές συνεργασίες, που δεν ήταν ορατές την προηγούμενη δεκαετία: στενότατες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, προσέγγιση με την Αρμενία, προσέγγιση με τη Συρία αλλά και το Ιράν, υποστήριξη των Παλαιστινίων και διατάραξη των σχέσεων με το Ισραήλ -το μόνο σταθερό άξονα την προηγούμενη δεκαετία- σταθερή ανάμειξη στα προβλήματα των χωρών του νέου Βαλκανικού χάρτη και όχι απαρατήρητη παρέμβαση στις χώρες του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας.
Η στροφή αυτή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν περνά απαρατήρητη, αν και για τους δύσπιστους δεν έχει φέρει ακόμα αποτελέσματα.
Μια αρχική και βασική παρατήρηση είναι ότι η Τουρκία απλώνεται εκεί από όπου έχει αποσυρθεί σταδιακά την τελευταία δεκαπενταετία η Ελλάδα και ειδικότερα από τις κυβερνήσεις Σημίτη και εντεύθεν.
Στη Μέση Ανατολή, οι στενότατες σχέσεις της Ελλάδας με τη Συρία της δεκαετίας του 80 παραδείγματος χάριν έχουν τελειώσει, το ίδιο και οι στενές και ελπιδοφόρες σχέσεις με το Ιράν (Τριμερείς εξάμηνες συναντήσεις Ελλάδας Ιράν Αρμενίας της δεκαετίας του 90)...
Στο Βαλκανικό χώρο η Ελλάδα κατόρθωσε να εγκλωβιστεί στο πρόβλημα με τα Σκόπια. Έχασε σημαντικές ευκαιρίες ουσιαστικής παρέμβασης στις αλλαγές της δεκαετίας του 90 , με την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ ,καθώς οι Έλληνες πολιτικοί, με την έλλειψη ψυχραιμίας και οξυδέρκειας που τους χαρακτηρίζει ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικώς με την υπόθεση του Ειδικού Δικαστηρίου του '89...
Βεβαίως δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να προωθεί το ρόλο της στα Βαλκάνια ως κράτος μέλος της ΕΕ, ο οποίος, όμως, δεν είναι πρωταγωνιστικός ή καθοριστικός, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία έχουν σαφώς πάρει φθίνουσα πορεία παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια για την μετατροπή της Ελλάδας σε νότια πύλη της Ευρώπης για τα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα.
Το φρένο που έχει βάλει η κυβέρνηση Παπανδρέου στην κατασκευή του αγωγού Μπουργκας Αλεξανδρούπολη, οδηγεί μάλλον την μεγάλη ενεργειακή ρωσική πύλη προς την Ευρώπη στην Τουρκία και όχι στη χώρα μας .
Αν ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στον χάρτη και στα σημεία της νέας τουρκικής προώθησης των συμφερόντων της, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς, ότι ένα σημαντικό συνδετικό στοιχείο όλων αυτών των αλλαγών στην τουρκική εξωτερική πολιτική, τουλάχιστον στην Ευρασία, είναι οι ενεργειακές ύλες, πετρέλαιο και φυσικό αέριο και οι οδοί μεταφοράς τους μέσα από το τουρκικό έδαφος.
Πριν από λίγα χρόνια η Τουρκία έδινε την εντύπωση ότι εκπροσωπεί και εργάζεται μόνον για όσα σχέδια έδιναν το προβάδισμα στα αμερικανικά ενεργειακά συμφέροντα στην περιοχή, δηλαδή με τον αποκλεισμό των ρωσικών προϊόντων, ώστε να μην εξαρτηθεί πλήρως η Ευρώπη από τη Μόσχα στον ενεργειακό τομέα.
Με καλπάζουσες διαδικασίες το τελευταίο διάστημα, η Τουρκία αρχίζει να διορθώνει αυτή την ανισορροπία της, αυξάνοντας θεαματικά την συνεργασία της με τη Μόσχα, όχι μόνον για την κατασκευή νέων αγωγών, αλλά σχεδιάζοντας να τροφοδοτήσει τους αγωγούς που περνούν από τουρκικό έδαφος και με ρωσικές ενεργειακές ύλες.
Έτσι, κατά ένα περίεργο τρόπο, η Τουρκία υλοποιεί αυτή την συμβουλή που είχε δώσει ο τότε πρόεδρος Πούτιν στην Αθήνα κατά την τελευταία επίσκεψη του:
Φτιάξτε όσους αγωγούς θέλετε εσείς και όποιους θέλετε, αλλά να ξέρετε ότι οι αγωγοί αυτοί για να δουλέψουν αποδοτικά πρέπει να τροφοδοτηθούν με ρωσικό πετρέλαιο και αέριο…
Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής παρουσιάζει ομοίως εξαιρετικό ενδιαφέρον. Παραδοσιακά η Τουρκία ταυτιζόταν ή εξυπηρετούσε -όχι βεβαίως χωρίς βαριά ανταλλάγματα- την αμερικανική πολιτική στην περιοχή.
Το γεγονός αυτό αποτελούσε σχεδόν το μόνιμο, για «λαϊκή κατανάλωση» επιχείρημα των Ελλήνων πολιτικών, όταν ήθελαν να εξηγήσουν γιατί π.χ. η Ουάσιγκτον προτιμούσε την Τουρκία και την υποστήριζε έναντι της Ελλάδας κλπ.
Έτσι είχαμε συνηθίσει την στενή συνεργασία της Άγκυρας με το Ισραήλ, ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα με πολλές κοινές εκπαιδευτικές ασκήσεις στην Α. Μεσόγειο, στις οποίες μονίμως ήταν προσκεκλημένη η Αθήνα, που δεν τόλμησε πότε να προσεγγίσει.
Το τελευταίο διάστημα όμως, βλέπουμε μια αναστροφή της κατάστασης αυτής, με τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις στο χαμηλότερο σημείο τους (θεαματική αποχώρηση Ερντογάν από το Νταβός, «τιμωρία» του ισραηλινού πρέσβη κ.λ.π.) και μια σταθερή προσέγγιση την Άγκυρας με τους Παλαιστινίους, (μετά τις πρόσφατες αιματοχυσίες στη Γάζα), αλλά και με το Ιράν, με πύκνωση της ανταλλαγής επισκέψεων, κάτι που στο παρελθόν φαινόταν αδιανόητο.
Το ίδιο ισχύει και για τη Συρία.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δύο γεγονότα έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στη νέα μορφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής:
Η επίσκεψη ορόσημο Ομπάμα στην Τουρκία στην πρώτη έλευση του στην Ευρώπη μετά την εκλογή του και ο διορισμός του Αχμέτ Νταβούτογλου στη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας.
Η επίσκεψη Ομπάμα ήταν συμβολική, γιατί κατέστησε την Τουρκία την μουσουλμανική χώρα–μοντέλο για τις υπόλοιπες μετριοπαθείς. Αλλά μην ξεγελαστεί κανείς και βολευτεί στην εύκολη δικαιολογία ότι η Ουάσιγκτον δώρισε στην Άγκυρα το νέο ρόλο της.
Η Τουρκία είχε δώσει συγκεκριμένα δείγματα γραφής και προώθησε αποτελεσματικά την θέση της στη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Η Άγκυρα αποτέλεσε το όχημα για να προσπαθήσει η Ουάσιγκτον να προσεγγίσει τον μουσουλμανικό κόσμο, στηρίζοντας ένα συντηρητικό μουσουλμανικό κόμμα όπως αυτό του κ Ερντογάν, που θέλει και μπορεί να συνδιαλέγεται με τους γείτονες του, να μειώνει προβλήματα και εντάσεις και να διαπραγματεύεται επ ωφελεία του με τις ΗΠΑ.
Φυσικά η Τουρκία έχει πάρει το δώρο της. Από την πίσω πόρτα και με αμερικανική πρόσκληση, η Τουρκία κατέστη ενεργό μέλος της ομάδας των G20, δηλαδή των πλέον αναπτυγμένων χώρων στον πλανήτη.
Η επίσκεψη του Ομπάμα στην Τουρκία, πυροδότησε ταυτοχρόνως τη συρρίκνωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Να υπενθυμίσω ότι μια μόλις ημέρα πριν την έλευση Ομπαμα στην Άγκυρα έγινε στο Στρασβούργο η συνάντηση Ομπάμα-Καραμανλή, μια συνάντηση αδιάφορη και αμήχανη και τελικώς αρνητική, καθώς και οι δύο πλευρές, μα περισσότερο η Αθήνα, έδειξαν να βαριούνται αφόρητα να συζητήσουν οποιοδήποτε θέμα, πλην των γνωστών και τετριμμένων παραπόνων-κλισέ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πάντα το κερασάκι στην τούρτα με το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης.
Το δεύτερο γεγονός που σημαδεύει την τρέχουσα τουρκική εξωτερική πολιτική είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Αυτός ο εξωκοινοβουλευτικός πολιτικός, κάτι πρωτόγνωρο για τα τουρκικά δεδομένα, επελέγη από τον πρωθυπουργό Ερντογαν να διαμορφώσει και να ηγηθεί της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Είναι γνωστά τα κλισέ των αξόνων πολιτικής του κ Νταβουτογλου: μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες, προβολή ή και επιβολή του μουσουλμανικού χαραχτήρα της Τουρκίας ως γέφυρα συνάντησης πολιτισμών και συμφερόντων, πάντοτε όμως υπό την «καθοδήγηση» και «προστασία» της, αφού αυτή μόνον μπορεί να ενώσει όλους «τους συμπατριώτες» του κόσμου, μέσα σε μια νέα τάξη πραγμάτων στην οποία θα υποχωρήσουν οι ισχύοντες διεθνείς κανόνες και οργανισμοί και οι ισχύουσες Διεθνείς Συμφωνίας και Συνθήκες.
Τα ερωτήματα είναι δύο
Η Τουρκία ακολουθεί μια αυτόνομη εξωτερική πολιτική, μια πολιτική που προσομοιάζει με αυτή των Αδέσμευτων του 1970,ή υπάγεται σ ένα καινούργιο διεθνές σύστημα, αόρατο για την ώρα, που τόσο πολύ ήθελαν να προωθήσουν οι νεοσυντηρτικοί της κυβέρνησης Μπους;
Και δεύτερον, απομακρύνεται ουσιαστικά η Τουρκία από την Ευρώπη και επομένως και από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η τωρινή στάση της Τουρκίας απέναντι στην ΕΕ εμπεριέχει στοιχεία και από τα δυο παραπάνω ερωτήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Τουρκία έδειχνε αποκλειστικώς στραμμένη στον στόχο της να γίνει δεκτή στην ευρωπαϊκή αυλή και να καταστεί μέλος της ΕΕ.
Όταν η διαδικασία αυτή μπήκε σε τροχιά με τις ενταξιακες διαπραγματεύσεις της, η Άγκυρα προφανώς ζύγισε το εσωτερικό πολιτικό κόστος των μεταρρυθμίσεων και δομικών αλλαγών στο κοσμικό κράτος της, που πρέπει να κάνει, προκειμένου να καταστεί ένα πραγματικό ευρωπαϊκό κράτος. Βλέπετε την «ανοχή στο διαφορετικό» που προπαγανδίζει στις εξωτερικές σχέσεις της, η Τουρκία δεν θέλει να την εφαρμόσει στο εσωτερικό της με τον ορατό κίνδυνο ριζικών ανατροπών στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της.
Με την προβολή στις άλλες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής της, η Τουρκία επιχειρεί τώρα να επιβάλει αντί να δεχθεί τους όρους της ΕΕ, δείχνοντας έτσι, ότι επιλέγει να παραμείνει μια» διαφορετική χώρα» μέσα στην Ευρώπη, συνδεδεμένη όμως με την πολιτική των υπόλοιπων «καθαρών» ευρωπαϊκών χωρών.
Έτσι, κατά την γνώμη μου, αρχίζει να ωριμάζει στην Τουρκία η ιδέα μιας, δικής της, ειδικής σχέσης με την Ευρώπη.
Το μεγάλο ζητούμενο, επομένως, είναι πως αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο την καλπάζουσα διπλωματία της Τουρκίας –ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος- τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία.
Δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία ότι το μοναδικό πρόσφορο πεδίο παραμένει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας σ αυτήν.
Θεωρώ ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες ακόμα και σήμερα διατηρούν το ερώτημα γιατί η Ελλάδα και η Κύπρος ως κράτη μέλη επιμένουν σταθερότερα ίσως από πολλά άλλα κράτη μέλη ότι θέλουν την Τουρκία στο πλευρό τους μέσα στην ΕΕ χωρίς να αφήνουν κανένα περιθώριο για δεύτερη σκέψη.
Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα στο Ελσίνκι πέτυχε ούτε εύκολα ούτε ανέξοδα την ένταξη ολόκληρου του εδάφους της Κύπρου στην ΕΕ, με την πρόνοια της πλήρους εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου όταν μπει και το κατεχόμενο τμήμα , ύστερα από την επίλυση τουΚυπριακου.
Στην πραγματικότητα η Αθήνα βρέθηκε τότε μπροστά σ ένα μεγάλο εκβιασμό, τον οποίο αντιμετώπισε μόνον με την πλήρη αποδοχή του αιτήματος για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Αυτά έγιναν τότε.
Αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν ούτε τόσο απλά ούτε τόσο εύκολα ούτε και τόσο φανερά. Γιατί η Άγκυρα, οι ευρωπαίοι φίλοι της και η Ουάσιγκτον είχαν σχεδιάσει ότι αυτό το πάρε-δώσε θα είχε σύντομα ευτυχή κατάληξη με την επίλυση του Κυπριακού με το σχέδιο Αναν, αλλά και των λεγόμενων προβλημάτων στο Αιγαίο-δηλαδή των μονομερών και παράνομων διεκδικήσεων της Τουρκίας-, σε δεδομένους χρόνους, πριν και από την έναρξη των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και εν πάση περιπτώσει πολύ πριν από την κατάληξη τους .
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, το σχέδιο Άναν δεν πέρασε τότε. Αλλά ξαναγυρίζει τώρα, τουλάχιστον στα πολύ επικίνδυνα στοιχεία του.
Και τα ελληνοτουρκικά προβλήματα πάγωσαν μεν από την πλευρά της Αθήνας, ενώ η Τουρκία υλοποιεί πλέον σταθερά όλες τις μονομερείς αποφάσεις της για το Αιγαίο.
Η Αθήνα και η Λευκωσία επιμένουν ακόμα και σήμερα ότι θέλουν την Τουρκία στην Ένωση, διότι κατ αυτόν τον τρόπο και μέσα από την πίεση των διαπραγματεύσεων, δείχνουν να πιστεύουν, ακράδαντα, ότι η Τουρκία θα προτιμήσει να μετατραπεί σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα στο εσωτερικό της, με όλες εκείνες τις θηριώδεις μεταρρυθμίσεις που είναι υποχρεωμένη να κάνει και εφόσον έχει ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Η Τουρκία όμως αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν θέλει να μετατραπεί σ ένα πλήρες, κανονικό, ευρωπαϊκό κράτος, ούτε βιάζεται να διαπραγματευθεί μια λύση στο Κυπριακό, που δεν θα είναι στα μέτρα της, ούτε σέβεται διεθνείς συμφωνίες και κανονισμούς σε ότι αφορά στο Αιγαίο, αλλά θεσπίζει δικούς της νόμους και τους εφαρμόζει μάλιστα.
Επιπροσθέτως, αρχίζει να αντιμετωπίζει την ΕΕ με προκλητικό τρόπο, επιμένοντας ότι η Ευρώπη είναι αυτή που έχει ανάγκη την Τουρκία και γι αυτό θα την προτιμήσει τελικώς απέναντι στην Κύπρο γιατί αυτή είναι η μόνη περιφερειακή δύναμη που θα φέρει κοντά την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, ενώ μέσω του τούρκικου εδάφους, η Ευρώπη θα έχει πετρέλαιο και φυσικό αέριο που δεν θα είναι κατ ανάγκην ρωσικής προέλευσης
Η ουσία είναι ότι η Ευρώπη θέλει και μπορεί να έχει σχέσεις με την Τουρκία Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να έχει σχέση με την Ευρώπη, όποια και αν είναι τα σχέδια της και οι επιδιώξεις της.
Το ζητούμενο όμως είναι η μορφή, το περιεχόμενο, ο βαθμός εξάρτησης και οι δικλείδες ασφάλειας αυτής της εξάρτησης.
Ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ, δηλαδή οι μεγάλες χώρες της ευρωζώνης με άλλα λόγια, έχουν ήδη τοποθετηθεί ορθά απέναντι στην Τουρκία:
Ναι μεν διαπραγματεύσεις, αλλά με προηγούμενη υλοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων της Άγκυρας απέναντι σε θεσμούς και κράτη μέλη. Αλλά ακόμα και όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία, τότε τα κράτη μέλη θα επανεξετάσουν αν χωράει η Τουρκία ως πλήρες μέλος και η απόφαση αυτή θα τεθεί σε δημοψηφίσματα σε ορισμένα κράτη μέλη.
Επιπροσθέτως, Γαλλία και Γερμανία αλλά και Αυστρία έχουν ήδη εκδηλωθεί υπέρ της ειδικής σχέσης της Τουρκίας με την ΕΕ,με ένα καθεστώς που θα προκύψει μέσα από διαπραγματεύσεις.
Να μην ξεχνάμε ότι οι 27 χώρες έχουν συναινέσει στο πάγωμα 8 κεφαλαίων, προκειμένου να υλοποιήσει η Άγκυρα την υποχρέωση της για άνοιγμα λιμένων και αεροδρομίων της στην Κύπρο, ενώ η Γαλλία έχει προχωρήσει σε πάγωμα και άλλων κεφαλαίων διαπραγμάτευσης.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο ο «σκληρός πυρήνας» της ΕΕ δεν επιθυμεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος της είναι... η ίδια η Τουρκία, διότι αυτή με βάση την έκταση της και το πληθυσμιακό της μέγεθος, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, καθίσταται «ισότιμη» πχ με τη Γερμανία ή τη Γαλλία στη διαμόρφωση πολιτικής και λήψης αποφάσεων.. Κάτι δηλαδή που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό από τους ακρογωνιαίους λίθους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αντιθέτως , διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία υποστηρίζεται ιδιαιτέρως από όλες τις φιλοατλαντικές χώρες μέλη , (Βρετανία και πρώην ανατολικές χώρες) που στοχεύουν σε μία «χαλαρή» Ευρωπαϊκή Ένωση, μη αυτόνομη και ουσιαστικό βραχίονα της πολιτικής της Ουάσιγκτον
Έτσι ,οι χώρες αυτές προβάλουν, συστηματικώς, το επιχείρημα του πόσο απαραίτητη είναι η Τουρκία για την Ευρώπη, με τη μεγάλη αγορά της ,την εξωτερική πολιτική της , αλλά και την ενεργειακή πολιτική της.
Φυσικά, όλες αυτές οι χώρες κάνουν μονίμως τα στραβά μάτια στην ‘άρνηση της Τουρκίας να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και αντιθέτως προωθούν συστηματικώς την ενοχοποίηση της Κύπρου για την παρεμπόδιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Έτσι λοιπόν έχουμε μπροστά μας δυο παράδοξα:
Όσο περνά ο καιρός ,και η Τουρκία δεν υλοποιεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και ακολουθεί όλο και πιο προκλητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα, με την μορφή υλοποίησης και παγίωσης των τετελεσμένων της στο Αιγαίο, άλλο τόσο Αθήνα και Λευκωσία από κοινού διατρανώνουν την θέση τους ότι πάση θυσία η Τουρκία θα καταστεί μέλος όταν υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της . Που η Τουρκία δεν δείχνει καμιά διάθεση να τις υλοποιήσει.
Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα και η Λευκωσία συντάσσονται, αυτή την στιγμή, ανοιχτά με τους πολέμιους της Κύπρου μέσα στην ΣΕ, που θέλουν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας και αντιμάχονται τους υποστηρικτές της Κύπρου στην ΕΕ που είναι πολύ σκεπτικοί απέναντι στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας και προτιμούν μια ειδική σχέση.
Η μονότονη επανάληψη αυτής της ελλαδικής και κυπριακής θέσης δεν αποτελεί πλέον πηγή ούτε αισιοδοξίας ,αλλά ούτε και σιγουριάς για την υλοποίηση του κοινού στόχου της σταθερής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού και της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Πρόσθετο ερώτημα αποτελεί και η κατηγορηματική τοποθέτηση του πρωθυπουργού της Ελλάδας μέσα στην Κυπριακή Βουλή, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτήρισε περίπου ως εχθρούς της εθνικής υπόθεσης όλους όσους υποστηρίζουν το καθεστώς ειδικής σχέσης ΕΕ Τουρκίας.
Στην πολιτική όμως ο πρώτο μάθημα είναι να μην λες ποτέ όχι εκ προοιμίου.
Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, όταν οι μεγάλοι ευρωπαίοι εταίροι ,αλλά και η ίδια η Τουρκία αφήνουν ανοιχτή την προοπτική της ειδικής σχέσης, γιατί την αρνείται κατηγορηματικά η Αθήνα και η Λευκωσία;
Μία ελαφρά έστω μεταβολή στην απόλυτη και αναποτελεσματική όπως αποδεικνύεται θέση της Ελλάδας και της Κύπρου δεν θα αύξανε, ίσως, το βαθμό πίεσης προς την Άγκυρα να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο;
Και δεύτερον γιατί η Αθήνα και η Λευκωσία θέτουν τους εαυτούς τους εκ προοιμίου εκτός της ενδεχόμενης διαπραγμάτευσης πάνω ή κάτω από το ευρωπαϊκό τραπέζι για το είδος και το περιεχόμενο μιας πιθανής ειδικής σχέσης με την Τουρκία;.
Η ελληνική κυβέρνηση μάλιστα φαίνεται να πιστεύει χωρίς να το δηλώνει δημοσίως ότι η Τουρκία, που είναι ή δρα ως περιφερειακή υπερδύναμη, δεν πρόκειται να συνδράμει στη λύση του Κυπριακού αν προηγουμένως δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο της ένταξης στην ΕΕ, αλλά μυστηριωδώς πως , η Αθήνα πιστεύει ότι τώρα, σ αυτή τη φάση της διεθνούς υποχώρησης της , λόγω και της οικονομικής κρίσης , το μόνον που μπορεί να κάνει είναι να συζητήσει το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου με την Τουρκία.
Είναι φανερό ότι η πολιτική της Αθήνας τουλάχιστον απέναντι στην Άγκυρα εμφανίζει κενά σε επίπεδο δημόσιων τοποθετήσεων, που δεν θα γίνουν γνωστά κατά την γνώμη μου, παρά μόνον όταν ο πρωθυπουργός πραγματοποιήσει την επίσκεψη του στην Ουάσιγκτον και αποκτήσει ρόλο συμπληρωματικό σ αυτόν της Τουρκίας στην περιοχή:
Αν δηλαδή δεσμευτεί σε πάση θυσία λύση του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών, ώστε να σταθεροποιηθεί η ευρύτερη περιοχή της Αν Μεσογείου , όπως αρέσκεται τελευταία να λέει η Άγκυρα.
Η Άγκυρα όμως , που μεταβάλλεται και ελίσσεται δεν παραμένει στάσιμη στο Κυπριακό. Δείχνει μάλιστα να βιάζεται να εμπλέξει και την Αθήνα, ως εγγυήτρια δύναμη για να εξαναγκαστεί η Λευκωσία να πάρει δραματικές, μη αναστρέψιμες αποφάσεις για το μέλλον της ως κράτους, ως αναγνωρισμένης διεθνούς οντότητας ,μέλος του ΟΗΕ και ΕΕ.
Ο κ Νταβουτογλου αναφέρεται πολύ συχνά στην ανάγκη σύγκλισης τετραμερούς διάσκεψης, αλλά όπως άφησε να εννοηθεί στην Αθήνα τον Δεκέμβριο, δεν θα είχε καμία αντίρρηση να πραγματοποιηθεί άτυπη τριμερής συνάντηση των εγγυητριών δυνάμεων για να δουν πως θα συμβάλουν στην τελική λύση το κυπριακού , που έτσι και αλλιώς το θέλουν μέχρι τον Ιούνιο, όταν θα επανεξεταστεί η Άγκυρα στην Ευρώπη
Νομίζω ότι μέσα αυτή την αίθουσα , άλλα ίσως και σε ολόκληρη την Κυπριακή επικράτεια, ελεύθερη και κατεχόμενη, λίγες ακόμα αμφιβολίες υπάρχουν ότι η Τουρκία δουλεύει συστηματικώς για τη λύση της Συνομοσπονδίας στην Κύπρο ,για τη συνύπαρξη δύο ανεξάρτητων κρατών μέσα σ ένα κράτος που δεν θα είναι η συνέχεια της υφισταμένης Κυπριακής Δημοκρατίας , άλλα το νέο κράτος από τη συνένωση των δυο συνιστώντων κρατών.
Δεν υπάρχει σημείο και θέμα στις θέσεις της τ/κ πλευράς στα έγγραφα των συνομιλιών για το Κυπριακό, στο οποίο η Άγκυρα, που υπαγορεύει τις διαπραγματεύσεις στους τουρκοκύπριους, να μην κατοχυρώνει στην πράξη και αμετάκλητα τη μορφή λειτουργίας της συνομοσπονδίας .
Από τον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα, είτε ανάμεσα στις δυο ομόσπονδες περιοχές, είτε ανάμεσα στην μια ομόσπονδη περιοχή και την κεντρική κυβέρνηση η τ/κ πλευρά επιμένει στην αυτόνομες αποφάσεις του κάθε συνιστώντος κράτους , που σχεδόν ποτέ δεν υποτάσσεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τους νόμους και το Σύνταγμα, παρά μόνον μέσα από τη μορφή « Συμφώνου Συνεργασίας» που θα έχει εκπονηθεί και υπογραφεί ανάμεσα στην κεντρική και την τοπική κυβέρνηση.
Επιμένει στη λήψη ξεχωριστών αποφάσεων με άλλα κράτη και δεν δέχεται την εφαρμογή του υπάρχοντος κοινοτικού κεκτημένου, αλλά επιμένει σε διαμόρφωση πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου.
Με δυο λόγια, τα επίσημα έγγραφα των θέσεων των δύο πλευρών στη διαπραγμάτευση, ακόμα και τα σημεία σύγκλισης ,όπου αυτά έχουν επιτευχθεί, δημιουργούν σαφώς την εντύπωση ότι το κράτος που θα προέλθει από τη λύση δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει, δεν θα μπορέσει να συμβαδίζει με τους άλλους εταίρους μέσα στην ΕΕ, με την Τουρκία είτε μέσα είτε έξω από την Ευρώπη.
Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος κατά την γνώμη μου είναι και πάλι η εμφάνιση του εφιαλτικού ερωτήματος που σημάδεψε και την τύχη του σχεδίου Άναν:
Τι θα συμβεί εκείνο το δευτερόλεπτο για το νέο συνεταιριστικό κυπριακό κράτος όταν το πνεύμα , η δομή λειτουργίας του κυπριακού κράνους και η εκτελεστική εξουσία του οδηγηθούν σε ασφυκτικό αδιέξοδο, σε μη βιώσιμο μέλλον ;
Μήπως τα δύο κράτη στην Κύπρο τότε τραβήξουν χωριστά το δρόμο τους; Και τότε τι θα συμβεί με την μια ανεξάρτητη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία του σήμερα;
Το ερώτημα είναι βασανιστικό και υπαρκτό Γιατί σε καμία γραπτή αράδα των επίσημων θέσεων και συγκλίσεων των δυο κοινοτήτων στις διαπραγματεύσεις δεν φαίνεται σταθερά, καθαρά και απόλυτα ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία, ή και διάλυση της συμφωνίας τότε επανέρχεται σε ισχύ η προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή η εξακολούθηση της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με δύο λόγια, το τίμημα της συμφωνίας να μην είναι η οριστική και αμετάκλητη διάλυση «σε φύλο και φτερό» της υπάρχουσας Κυπριακής Δημοκρατίας , ώστε τώρα ύστερα από 35 χρόνια εισβολής και κατοχής οριστικοποιηθεί η διάλυση της Κύπρου.
Και το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό και εφιαλτικό:
Γιατί και η Τουρκία έχει αλλάξει στόχο στο κυπριακό;
Στόχος της δεν είναι πια η απλή διχοτόμηση της νήσου. Είναι ο διαμελισμός της Κύπρου σε δυο κομμάτια, καθένα από τα οποία, θα ψάχνει τους «διεθνείς προστάτες»του για να εξασφαλίσει την διεθνή στήριξη για την αναγνώριση του ως κράτος , ως διεθνής οντότητα.
Με άλλα λόγια η Τουρκία επιδιώκει μανιωδώς να διαλύσει την υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία , το μοναδικό ανάχωμα στα επεκτατικά σχέδια της στην ευρύτερη περιοχή της Αν Μεσόγειου.
Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αξίζει τέτοιας θλιβερής τύχης και κατάληξης.
Οι αποφάσεις ενδεχομένως είναι πολύ δύσκολες για τους πολιτικούς . Αλλά τουλάχιστον η συζήτηση αυτή με μεγάλο συναισθηματικό βάσανο, άλλα και με ψυχρή λογική πρέπει να ανοίξει τώρα.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...