Ο εφιάλτης του διαμελισμού χτυπάει την Τουρκία;
Ποιά θα είναι τα θύματα της σύγκρουσης;
Ευρωπαίοι διπλωμάτες, Τούρκοι αναλυτές αλλά και κυβερνητικά στελέχη εκφράζουν την ανησυχία ότι η ομόφωνη απόφαση απαγόρευσης του Κουρδικού Κόμματος θα οδηγήσει σε νέο κύκλο βίας στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας.
Το κόμμα έχει αποφασίσει να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η απαγόρευση αποτελεί πλήγμα κατά της Τουρκικής Δημοκρατίας, αλλά και κατά του «Κουρδικού Ανοίγματος» που είχε επιχειρήσει η κυβέρνηση. Η ένταση ωφελεί στρατό και ΡΚΚ.
Η απόφαση ήταν αναμενόμενη, όχι όμως και ο ομόφωνος χαρακτήρας της. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε χωρίς ούτε μία αντίθετη ψήφο, ότι το Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP) αποτελεί «κέντρο δραστηριοτήτων που στρέφονται κατά της ενότητας και της ακεραιότητας του κράτους και του έθνους».
Το δικαστήριο δεν απαγόρευσε μόνο το κόμμα, αλλά επέβαλε και ποινή πενταετούς αποκλεισμού από την πολιτική ζωή σε 37 στελέχη του, ενώ αφαίρεσε τη βουλευτική ιδιότητα από τον πρόεδρο του κόμματος Αχμέτ Τουρκ και τη βουλευτή Αϊσέλ Τουλούκ. Πολλοί στην Τουρκία μιλούν ανοικτά για καταστροφή και για νέο κύκλο βίας που αναμένεται να ανοίξει, ενώ ήδη Κούρδοι έχουν πάρει τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της χώρας διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση.
Ενδεικτικό της νοοτροπίας που προκάλεσε τη δίκη και την οποία επιβραβεύει η δικαστική απόφαση, είναι το γεγονός ότι την προσφυγή με αίτημα την απαγόρευση του DTP υπέβαλε ο εισαγγελέας εφετών Αμπντουρραχμάν Γιαλτσίνκαγια το Νοέμβριο του 2007. Ο ίδιος εισαγγελέας, που προσωποποιεί μία ολόκληρη ιδεολογική – πολιτική τάξη, είχε ταυτόχρονα καταθέσει και προσφυγή με αίτημα την απαγόρευση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Όσον αφορά το ΑΚΡ, ο Γιαλτσίνκαγια ισχυριζόταν πως την απαγόρευσή του υπαγόρευε το γεγονός ότι αποτελεί «κέντρο δραστηριοτήτων στρεφόμενων κατά των κοσμικών θεμελίων του πολιτεύματος».
Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε δεχθεί ομόφωνα τον ισχυρισμό του Γιαλτσίνκαγια ότι το ΑΚΡ αποτελεί κέντρο δραστηριοτήτων κατά του κοσμικού πολιτεύματος, δεν είχε όμως επιτευχθεί η αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων για την απαγόρευση του κόμματος. Έτσι, γλίτωσε όχι μόνο το ΑΚΡ, αλλά και η Τουρκία από ένα «δικαστικό πραξικόπημα» των Κεμαλιστών, που θα είχε φέρει τη χώρα σε ανοικτή αντιπαράθεση με την ΕΕ και τη Δύση. Την περασμένη Παρασκευή, ωστόσο, το δικαστήριο δε φαίνεται να έλαβε υπόψη του τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της απαγόρευσης του μόνου κόμματος που εκφράζει τις θέσεις και τα αιτήματα των Κούρδων. Δέχθηκε, μάλλον, άκριτα τη θέση ότι το DTP ταυτίζεται με το ΡΚΚ, αποτελώντας τον πολιτικό βραχίονά του.
Το DTP αποτελεί έτσι το 27ο κόμμα που κλείνει με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας. Και τα 27 κόμματα απαγορεύθηκαν πάνω στη «λογική Γιαλτσίνκαγια», τη φοβική και αρτηριοσκληρωτική λογική των Κεμαλιστών. Σε όλες τις περιπτώσεις απαγόρευσης, οι λόγοι που επικαλέσθηκε το δικαστήριο ήταν η απειλή κατά του κοσμικού πολιτεύματος που παρουσίαζαν τα ισλαμιστικά κόμματα (απειλή ενίοτε πραγματική που έκανε βάσιμη την αιτιολογία απαγόρευσης) και η απειλή κατά της «ακεραιότητας του κράτους και του έθνους» που έβλεπε στην ύπαρξη Κουρδικών κομμάτων.
Η μεγαλύτερη μερίδα της κοινής γνώμης, η δικαιοσύνη, η γραφειοκρατία αλλά φυσικά και το στράτευμα, δεν ανέχονται καν την ύπαρξη κόμματος που υποστηρίζει πως οι Κούρδοι αποτελούν διαφορετική εθνότητα με διακριτά πολιτιστικά, γλωσσικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Όπως και οι μη-Μουσουλμάνοι της χώρας (Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι), αρχές και κοινή γνώμη αναμένουν από τους Κούρδους να υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι είναι Τούρκοι πρώτα και μετά ο,τιδήποτε άλλο. Παρά το γεγονός ότι οι φιλελεύθεροι Τούρκοι διανοούμενοι και μία αυξανόμενη μερίδα αναλυτών στηλιτεύουν το απαράδεκτο και φαιδρό της αξίωσης αυτής, παραμένει δυστυχώς η κρατούσα στάση έναντι των Κούρδων. Έτσι, κάθε κόμμα που ζητεί να εκφράσει τα αιτήματα των Κούρδων για περισσότερη αυτονομία χαρακτηρίζεται ως «αποσχιστικών θέσεων» από μεγάλο μέρος του τύπου και της κοινής γνώμης, και ταυτιζόμενο με το ΡΚΚ.
Πέραν των θέσεων αυτών, που το δικαστήριο υιοθέτησε άκριτα, την απόφασή του – καταπέλτη κατά του DTP επηρέασε, πέραν πάσης αμφιβολίας, η πολιτική ένταση που προκάλεσε η εξαγγελία των προθέσεων της κυβέρνησης Ερντογάν να λάβει σειρά μέτρων για την πολιτική επίλυση του Κουρδικού. Πρόκειται για το περίφημο «Κουρδικό Άνοιγμα» που η κυβέρνηση εξήγγειλε τον Ιούλιο. Η αντιπολίτευση των Κεμαλιστών (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ και Κίνημα Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί) μίλησαν, προτού καν η κυβέρνηση ανακοινώσει επίσημα οποιοδήποτε μέτρο, για ενδοτική στάση στα κουρδικά αιτήματα αυτονομίας και για κίνδυνο διαμελισμού της χώρας de jure ή de facto κατά τα προηγούμενα της Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ.
Από το καλοκαίρι και μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, το Κουρδικό αποτέλεσε την πλατφόρμα ανηλεούς πολιτικής αντιπαράθεσης. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση έδινε σημεία πως επιθυμεί να δώσει τέλος στο αιματοκύλισμα, που επί εικοσιπέντε χρόνια καταρρακώνει το διεθνές κύρος της Τουρκίας και έχει στοιχίσει τη ζωή σαράντα και πλέον χιλιάδων πολιτών. Από την άλλη, μία αντιπολίτευση χωρίς όραμα και χωρίς πολιτικό λόγο έναντι του ΑΚΡ κατέφευγε στην πατριδοκάπηλο ρητορεία προς άγρα εντυπώσεων.
Αποτελεί κοινή εκτίμηση πολλών αναλυτών πως η δικαστική απόφαση της περασμένης Παρασκευής αποτελεί ένα ακόμη χτύπημα των Κεμαλιστών κατά του ΑΚΡ και του Ερντογάν ειδικότερα. Σημειωτέον ότι το κυβερνών κόμμα χαίρει της στήριξης μεγάλου μέρους των Κούρδων της χώρας, και ότι σάρωσε κυριολεκτικά τις νοτιανατολικές επαρχίες στις βουλευτικές του 2007. Η ειρηνική, πολιτική λύση του Κουρδικού στη βάση της παροχής περαιτέρω πολιτιστικών ελευθεριών στους Κούρδους αποτελεί εξάλλου προεκλογική υπόσχεση του ΑΚΡ. Η καθυστέρηση στην τήρησή της οδήγησε σε απώλεια ψήφων για το κυβερνών κόμμα στις δημοτικές του 2009, μειώνοντας την εκλογική του δύναμη κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες.
Η απόφαση ερμηνεύεται ως επιβολή των θέσεων του στρατεύματος και των Κεμαλιστών επί της κυβερνητικής πολιτικής. Με το κλείσιμο του DTP, εξάλλου, το κυβερνών κόμμα χάνει το μόνο σύμμαχό του εντός της εθνοσυνέλευσης – οι βουλευτές του DTP ψήφιζαν πάντοτε υπέρ των προτεινόμενων από το ΑΚΡ μεταρρυθμίσεων. Προφανώς, η απαγόρευση του μόνου κόμματος που θα μπορούσε να αποτελεί το συνομιλητή της κυβέρνησης γύρω από το «Κουρδικό Άνοιγμα», με νομιμοποίηση εκπροσώπησης του κουρδικού στοιχείου της χώρας. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επιβραβεύει όσους επιθυμούν να κτυπήσουν το «Κουρδικό Άνοιγμα» και μέσω αυτού την κυβέρνηση Ερντογάν– το στρατό, την αντιπολίτευση αλλά και το ΡΚΚ.
Το στράτευμα αντίκειται σε κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση της πολιτικής λύσης του Κουρδικού, κατονομάζοντας κάθε τέτοια ως «υποχώρηση». Οι ένοπλες δυνάμεις επικαλούνται την αρχή «μία χώρα – ένα έθνος – μία σημαία – μία γλώσσα», αρχή που αποκρυσταλλώνει το μονολιθικό οικοδόμημα του κεμαλικού έθνους - κράτους, για να δικαιολογήσουν τη λυσσαλέα αντίθεσή τους στις απόπειρες ειρήνευσης. Ωστόσο, ο λόγος της αντίθεσής τους αυτής είναι πολύ βαθύτερος: η ένταση και ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ τρέφει το στράτευμα, διασφαλίζοντας την εξέχουσα θέση του στο κρατικό οικοδόμημα. Όσο το ΡΚΚ φονεύει στρατιώτες και εμφανίζεται ως απειλών την εδαφική ακεραιότητα του κράτους, τόσο το Γενικό Επιτελείο θα νομιμοποιείται να παρεμβαίνει και να εκφέρει γνώμη για τα πάντα.
Αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει παράδοξο, στρατός και ΡΚΚ έχουν κοινότητα συμφερόντων στη διατήρηση της έντασης. Σε απόλυτη αντίθεση με τη δικαστική απόφαση που εξισώνει το DTP με το ΡΚΚ, υφίσταται διάσταση συμφερόντων ανάμεσα στην ένοπλη οργάνωση και την ηγεσία του κόμματος. Η δεύτερη προτιμά τη συνέχιση της έντασης και του ένοπλου αγώνα παρά την πολιτική λύση. Η τελευταία θα σπρώξει μαζικά τους Κούρδους μακριά από το ΡΚΚ και τον ένοπλο αγώνα, που έχει κουράσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις κουρδικές περιοχές. Απογοητευμένοι με τον αδιέξοδο ένοπλο αγώνα, πολλοί Κούρδοι έδωσαν τις ψήφους τους στο ΑΚΡ και τις υποσχέσεις πολιτικής λύσης του Ερντογάν το 2007. Το ΡΚΚ και η παραδοσιακή του ηγεσία δεν επιθυμεί να χάσει τον έλεγχο του κουρδικού στοιχείου, παραδίδοντάς τον στη συμμαχία ΑΚΡ – DTP. Η πολύνεκρη επίθεση κατά στρατιωτικής περιπόλου από ομάδα του ΡΚΚ στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, στόχευε στον επηρεασμό του δικαστηρίου και την έκδοση καταδίκης για το Κουρδικό Κόμμα. «Μόνη λύση ο ένοπλος αγώνας», επιμένουν πολλά στελέχη της οργάνωσης.
Η αντιπολίτευση των Μπαϊκάλ και Μπαχτσελί, πάλι, βρίσκει στο Κουρδικό την τελευταία ευκαιρία να καταφέρει καίριο πλήγμα σε ένα κόμμα το οποίο δεν μπορεί να νικήσει εκλογικά, ακόμη και αν το κεμαλικό και ακροδεξιό κόμμα συμμαχούσαν. Η κεμαλική παράταξη, συγκεκριμένα, δοκίμασε όλα τα μέσα προκειμένου να επιφέρει την «απομάκρυνση» του κόμματος από την εξουσία, σε ένα λυσσαλέο αγώνα όπου βρήκε σύμμαχο τη δικαιοσύνη. Πρώτη απόπειρα εξωκοινοβουλευτικής ανατροπής, η προσφυγή που κατέθεσαν οι Κεμαλιστές το 2007, προκαλώντας την ακύρωση της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, με μία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ευθέως αντίθετη με το γράμμα του Συντάγματος! Στόχος, να «εμποδιστεί» η εκλογή Γκιουλ και η «άλωση» της προεδρίας – προπυργίου ως τότε των Κεμαλιστών – από το ΑΚΡ. Αποτέλεσμα, η κήρυξη πρόωρων εκλογών, όπου το ΑΚΡ θριάμβευσε, με ένα ποσοστό 47%. Δεύτερη απόπειρα, η προσφυγή του Γιαλτσίνκαγια που ζητούσε να τεθεί λουκέτο στο κυβερνών κόμμα. Τρίτη απόπειρα, η παρούσα, με την οποία το ΑΚΡ επιχειρείται να παρουσιαστεί ως συνέταιρος του κόμματος που ταυτίζεται με την τρομοκρατία.
Οι πρακτικές αυτές της αντιπολίτευσης κάθε άλλο παρά πρόκειται να της αποφέρουν κέρδη σε ψήφους. Πολλοί Τούρκοι εκφράζουν δημόσια δυσαρέσκεια για την απαγόρευση, πιστεύοντας ότι αποτελεί πισωγύρισμα που θα φέρει το Κουρδικό από την πολιτική αρένα, πίσω σε εκείνη του ένοπλου αγώνα. «Όταν κλείνεις στους Κούρδους το δρόμο της πολιτικής, ποιο δρόμο θα ακολουθήσουν;» αναρωτιούνται πολλοί αναλυτές, αλλά και ο απλός κόσμος. Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζουν οι γονείς των νέων που αναμένεται να εκτίσουν τη θητεία τους στο άμεσο μέλλον, φοβούμενοι ότι κτυπήματα του ΡΚΚ μπορεί να στοιχίσουν τη ζωή των παιδιών τους.
Η ΕΕ είδε στην απαγόρευση του Κουρδικού Κόμματος ένα χτύπημα κατά της δημοκρατίας, ενώ οι πολέμιοι της τουρκικής ένταξης άλλο ένα επιχείρημα κατά αυτής. Το γραφείο της ΕΕ στην Τουρκία φέρεται να παροτρύνει το Κουρδικό Κόμμα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως το κάλεσε επώνυμα και η πρόεδρος της μικτής κοινοβουλευτικής επιτροπής Τουρκίας – ΕΕ Ελέν Φλωτρ. Ο Αχμέτ Τουρκ επιβεβαίωσε ότι το απαγορευθέν κόμμα θα ακολουθήσει το δρόμο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, γνωρίζοντας ότι στο νομικό αυτό αγώνα θα έχουν τη στήριξη της φιλελεύθερης τουρκικής διανόησης.
Στο μεταξύ, διπλωμάτης στην αντιπροσωπεία της ΕΕ στην Άγκυρα δήλωνε στο newstime.gr πως η τελευταία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου καταδεικνύει την υστέρηση της Τουρκίας στον τομέα του εκδημοκρατισμού. «Παρά τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών και την εκκαθάριση του στρατεύματος από τους επίδοξους πραξικοπηματίες, η Τουρκία έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη για να φθάσει τους αποδεκτούς σε μας κανόνες και πρακτικές. Η Τουρκία παραπονείται συνεχώς ότι η ΕΕ της βάζει τον πήχη πολύ ψηλά. Δυστυχώς, υπάρχει μία βαθύτατη διαφορά πολιτικής πρακτικής και νοοτροπίας σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης και του πολιτικού σκηνικού από την αποδεκτή στην ΕΕ. Η τελευταία απόφαση θα ανοίξει άλλο ένα κεφάλαιο έντασης ανάμεσα στην Τουρκία και την ΕΕ, πέραν των γνωστών – Κύπρος, μειονότητες, πολιτικός ρόλος του στρατεύματος, ελευθερία του τύπου».
Ο συνδυασμός της απαγόρευσης του κόμματος με την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού, αλλά και το προηγούμενο της αυτονομίας των Κούρδων στο γειτονικό Ιράκ, αποτελούν σημεία καθόλου ενθαρρυντικά για την ασφάλεια και την ειρήνη της Τουρκίας. Κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί «τελειωμένη» η προσπάθεια του «Κουρδικού Ανοίγματος». «Οι προσπάθειες πολιτικής λύσης του Κουρδικού θα συνεχισθούν», επαναλαμβάνουν μηχανικά βουλευτές του ΑΚΡ και κυβερνητικά στελέχη. Πόση όμως υπομονή έχουν οι Κούρδοι των νοτιοανατολικών επαρχιών μετά και το τελευταίο κτύπημα και πόσα περιθώρια πρωτοβουλίας έχει η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με ένα δικαστήριο, αποφασισμένο να συνεχίσει να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις;
Το 2010 αναμένεται να είναι ένα έτος δύσκολο, γεμάτο εντάσεις για την Τουρκία και την κυβέρνηση Ερντογάν. Τα τυφλά χτυπήματα και ένα ενδεχόμενο αντάρτικο πόλεων από το ΡΚΚ έχουν αναστατώσει το στομάχι όλων εκείνων των Τούρκων που δεν τρέφονται από την εθνικιστική υστερία. «Ο χειρότερος εχθρός των Τούρκων είναι ο εαυτός τους», σχολίασε ξένος διπλωμάτης στην Άγκυρα, μιλώντας για «συνεχείς κινήσεις αυτοκαταστροφής που αποτελούν καρπούς ενός φοβικού συνδρόμου, που η κρατική προπαγάνδα έθρεψε επί δεκαετίες».
Πηγή
Ευρωπαίοι διπλωμάτες, Τούρκοι αναλυτές αλλά και κυβερνητικά στελέχη εκφράζουν την ανησυχία ότι η ομόφωνη απόφαση απαγόρευσης του Κουρδικού Κόμματος θα οδηγήσει σε νέο κύκλο βίας στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας.
Το κόμμα έχει αποφασίσει να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η απαγόρευση αποτελεί πλήγμα κατά της Τουρκικής Δημοκρατίας, αλλά και κατά του «Κουρδικού Ανοίγματος» που είχε επιχειρήσει η κυβέρνηση. Η ένταση ωφελεί στρατό και ΡΚΚ.
Η απόφαση ήταν αναμενόμενη, όχι όμως και ο ομόφωνος χαρακτήρας της. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε χωρίς ούτε μία αντίθετη ψήφο, ότι το Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP) αποτελεί «κέντρο δραστηριοτήτων που στρέφονται κατά της ενότητας και της ακεραιότητας του κράτους και του έθνους».
Το δικαστήριο δεν απαγόρευσε μόνο το κόμμα, αλλά επέβαλε και ποινή πενταετούς αποκλεισμού από την πολιτική ζωή σε 37 στελέχη του, ενώ αφαίρεσε τη βουλευτική ιδιότητα από τον πρόεδρο του κόμματος Αχμέτ Τουρκ και τη βουλευτή Αϊσέλ Τουλούκ. Πολλοί στην Τουρκία μιλούν ανοικτά για καταστροφή και για νέο κύκλο βίας που αναμένεται να ανοίξει, ενώ ήδη Κούρδοι έχουν πάρει τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της χώρας διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση.
Ενδεικτικό της νοοτροπίας που προκάλεσε τη δίκη και την οποία επιβραβεύει η δικαστική απόφαση, είναι το γεγονός ότι την προσφυγή με αίτημα την απαγόρευση του DTP υπέβαλε ο εισαγγελέας εφετών Αμπντουρραχμάν Γιαλτσίνκαγια το Νοέμβριο του 2007. Ο ίδιος εισαγγελέας, που προσωποποιεί μία ολόκληρη ιδεολογική – πολιτική τάξη, είχε ταυτόχρονα καταθέσει και προσφυγή με αίτημα την απαγόρευση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Όσον αφορά το ΑΚΡ, ο Γιαλτσίνκαγια ισχυριζόταν πως την απαγόρευσή του υπαγόρευε το γεγονός ότι αποτελεί «κέντρο δραστηριοτήτων στρεφόμενων κατά των κοσμικών θεμελίων του πολιτεύματος».
Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε δεχθεί ομόφωνα τον ισχυρισμό του Γιαλτσίνκαγια ότι το ΑΚΡ αποτελεί κέντρο δραστηριοτήτων κατά του κοσμικού πολιτεύματος, δεν είχε όμως επιτευχθεί η αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων για την απαγόρευση του κόμματος. Έτσι, γλίτωσε όχι μόνο το ΑΚΡ, αλλά και η Τουρκία από ένα «δικαστικό πραξικόπημα» των Κεμαλιστών, που θα είχε φέρει τη χώρα σε ανοικτή αντιπαράθεση με την ΕΕ και τη Δύση. Την περασμένη Παρασκευή, ωστόσο, το δικαστήριο δε φαίνεται να έλαβε υπόψη του τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της απαγόρευσης του μόνου κόμματος που εκφράζει τις θέσεις και τα αιτήματα των Κούρδων. Δέχθηκε, μάλλον, άκριτα τη θέση ότι το DTP ταυτίζεται με το ΡΚΚ, αποτελώντας τον πολιτικό βραχίονά του.
Το DTP αποτελεί έτσι το 27ο κόμμα που κλείνει με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας. Και τα 27 κόμματα απαγορεύθηκαν πάνω στη «λογική Γιαλτσίνκαγια», τη φοβική και αρτηριοσκληρωτική λογική των Κεμαλιστών. Σε όλες τις περιπτώσεις απαγόρευσης, οι λόγοι που επικαλέσθηκε το δικαστήριο ήταν η απειλή κατά του κοσμικού πολιτεύματος που παρουσίαζαν τα ισλαμιστικά κόμματα (απειλή ενίοτε πραγματική που έκανε βάσιμη την αιτιολογία απαγόρευσης) και η απειλή κατά της «ακεραιότητας του κράτους και του έθνους» που έβλεπε στην ύπαρξη Κουρδικών κομμάτων.
Η μεγαλύτερη μερίδα της κοινής γνώμης, η δικαιοσύνη, η γραφειοκρατία αλλά φυσικά και το στράτευμα, δεν ανέχονται καν την ύπαρξη κόμματος που υποστηρίζει πως οι Κούρδοι αποτελούν διαφορετική εθνότητα με διακριτά πολιτιστικά, γλωσσικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Όπως και οι μη-Μουσουλμάνοι της χώρας (Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι), αρχές και κοινή γνώμη αναμένουν από τους Κούρδους να υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι είναι Τούρκοι πρώτα και μετά ο,τιδήποτε άλλο. Παρά το γεγονός ότι οι φιλελεύθεροι Τούρκοι διανοούμενοι και μία αυξανόμενη μερίδα αναλυτών στηλιτεύουν το απαράδεκτο και φαιδρό της αξίωσης αυτής, παραμένει δυστυχώς η κρατούσα στάση έναντι των Κούρδων. Έτσι, κάθε κόμμα που ζητεί να εκφράσει τα αιτήματα των Κούρδων για περισσότερη αυτονομία χαρακτηρίζεται ως «αποσχιστικών θέσεων» από μεγάλο μέρος του τύπου και της κοινής γνώμης, και ταυτιζόμενο με το ΡΚΚ.
Πέραν των θέσεων αυτών, που το δικαστήριο υιοθέτησε άκριτα, την απόφασή του – καταπέλτη κατά του DTP επηρέασε, πέραν πάσης αμφιβολίας, η πολιτική ένταση που προκάλεσε η εξαγγελία των προθέσεων της κυβέρνησης Ερντογάν να λάβει σειρά μέτρων για την πολιτική επίλυση του Κουρδικού. Πρόκειται για το περίφημο «Κουρδικό Άνοιγμα» που η κυβέρνηση εξήγγειλε τον Ιούλιο. Η αντιπολίτευση των Κεμαλιστών (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ και Κίνημα Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί) μίλησαν, προτού καν η κυβέρνηση ανακοινώσει επίσημα οποιοδήποτε μέτρο, για ενδοτική στάση στα κουρδικά αιτήματα αυτονομίας και για κίνδυνο διαμελισμού της χώρας de jure ή de facto κατά τα προηγούμενα της Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ.
Από το καλοκαίρι και μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, το Κουρδικό αποτέλεσε την πλατφόρμα ανηλεούς πολιτικής αντιπαράθεσης. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση έδινε σημεία πως επιθυμεί να δώσει τέλος στο αιματοκύλισμα, που επί εικοσιπέντε χρόνια καταρρακώνει το διεθνές κύρος της Τουρκίας και έχει στοιχίσει τη ζωή σαράντα και πλέον χιλιάδων πολιτών. Από την άλλη, μία αντιπολίτευση χωρίς όραμα και χωρίς πολιτικό λόγο έναντι του ΑΚΡ κατέφευγε στην πατριδοκάπηλο ρητορεία προς άγρα εντυπώσεων.
Αποτελεί κοινή εκτίμηση πολλών αναλυτών πως η δικαστική απόφαση της περασμένης Παρασκευής αποτελεί ένα ακόμη χτύπημα των Κεμαλιστών κατά του ΑΚΡ και του Ερντογάν ειδικότερα. Σημειωτέον ότι το κυβερνών κόμμα χαίρει της στήριξης μεγάλου μέρους των Κούρδων της χώρας, και ότι σάρωσε κυριολεκτικά τις νοτιανατολικές επαρχίες στις βουλευτικές του 2007. Η ειρηνική, πολιτική λύση του Κουρδικού στη βάση της παροχής περαιτέρω πολιτιστικών ελευθεριών στους Κούρδους αποτελεί εξάλλου προεκλογική υπόσχεση του ΑΚΡ. Η καθυστέρηση στην τήρησή της οδήγησε σε απώλεια ψήφων για το κυβερνών κόμμα στις δημοτικές του 2009, μειώνοντας την εκλογική του δύναμη κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες.
Η απόφαση ερμηνεύεται ως επιβολή των θέσεων του στρατεύματος και των Κεμαλιστών επί της κυβερνητικής πολιτικής. Με το κλείσιμο του DTP, εξάλλου, το κυβερνών κόμμα χάνει το μόνο σύμμαχό του εντός της εθνοσυνέλευσης – οι βουλευτές του DTP ψήφιζαν πάντοτε υπέρ των προτεινόμενων από το ΑΚΡ μεταρρυθμίσεων. Προφανώς, η απαγόρευση του μόνου κόμματος που θα μπορούσε να αποτελεί το συνομιλητή της κυβέρνησης γύρω από το «Κουρδικό Άνοιγμα», με νομιμοποίηση εκπροσώπησης του κουρδικού στοιχείου της χώρας. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επιβραβεύει όσους επιθυμούν να κτυπήσουν το «Κουρδικό Άνοιγμα» και μέσω αυτού την κυβέρνηση Ερντογάν– το στρατό, την αντιπολίτευση αλλά και το ΡΚΚ.
Το στράτευμα αντίκειται σε κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση της πολιτικής λύσης του Κουρδικού, κατονομάζοντας κάθε τέτοια ως «υποχώρηση». Οι ένοπλες δυνάμεις επικαλούνται την αρχή «μία χώρα – ένα έθνος – μία σημαία – μία γλώσσα», αρχή που αποκρυσταλλώνει το μονολιθικό οικοδόμημα του κεμαλικού έθνους - κράτους, για να δικαιολογήσουν τη λυσσαλέα αντίθεσή τους στις απόπειρες ειρήνευσης. Ωστόσο, ο λόγος της αντίθεσής τους αυτής είναι πολύ βαθύτερος: η ένταση και ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ τρέφει το στράτευμα, διασφαλίζοντας την εξέχουσα θέση του στο κρατικό οικοδόμημα. Όσο το ΡΚΚ φονεύει στρατιώτες και εμφανίζεται ως απειλών την εδαφική ακεραιότητα του κράτους, τόσο το Γενικό Επιτελείο θα νομιμοποιείται να παρεμβαίνει και να εκφέρει γνώμη για τα πάντα.
Αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει παράδοξο, στρατός και ΡΚΚ έχουν κοινότητα συμφερόντων στη διατήρηση της έντασης. Σε απόλυτη αντίθεση με τη δικαστική απόφαση που εξισώνει το DTP με το ΡΚΚ, υφίσταται διάσταση συμφερόντων ανάμεσα στην ένοπλη οργάνωση και την ηγεσία του κόμματος. Η δεύτερη προτιμά τη συνέχιση της έντασης και του ένοπλου αγώνα παρά την πολιτική λύση. Η τελευταία θα σπρώξει μαζικά τους Κούρδους μακριά από το ΡΚΚ και τον ένοπλο αγώνα, που έχει κουράσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις κουρδικές περιοχές. Απογοητευμένοι με τον αδιέξοδο ένοπλο αγώνα, πολλοί Κούρδοι έδωσαν τις ψήφους τους στο ΑΚΡ και τις υποσχέσεις πολιτικής λύσης του Ερντογάν το 2007. Το ΡΚΚ και η παραδοσιακή του ηγεσία δεν επιθυμεί να χάσει τον έλεγχο του κουρδικού στοιχείου, παραδίδοντάς τον στη συμμαχία ΑΚΡ – DTP. Η πολύνεκρη επίθεση κατά στρατιωτικής περιπόλου από ομάδα του ΡΚΚ στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, στόχευε στον επηρεασμό του δικαστηρίου και την έκδοση καταδίκης για το Κουρδικό Κόμμα. «Μόνη λύση ο ένοπλος αγώνας», επιμένουν πολλά στελέχη της οργάνωσης.
Η αντιπολίτευση των Μπαϊκάλ και Μπαχτσελί, πάλι, βρίσκει στο Κουρδικό την τελευταία ευκαιρία να καταφέρει καίριο πλήγμα σε ένα κόμμα το οποίο δεν μπορεί να νικήσει εκλογικά, ακόμη και αν το κεμαλικό και ακροδεξιό κόμμα συμμαχούσαν. Η κεμαλική παράταξη, συγκεκριμένα, δοκίμασε όλα τα μέσα προκειμένου να επιφέρει την «απομάκρυνση» του κόμματος από την εξουσία, σε ένα λυσσαλέο αγώνα όπου βρήκε σύμμαχο τη δικαιοσύνη. Πρώτη απόπειρα εξωκοινοβουλευτικής ανατροπής, η προσφυγή που κατέθεσαν οι Κεμαλιστές το 2007, προκαλώντας την ακύρωση της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, με μία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ευθέως αντίθετη με το γράμμα του Συντάγματος! Στόχος, να «εμποδιστεί» η εκλογή Γκιουλ και η «άλωση» της προεδρίας – προπυργίου ως τότε των Κεμαλιστών – από το ΑΚΡ. Αποτέλεσμα, η κήρυξη πρόωρων εκλογών, όπου το ΑΚΡ θριάμβευσε, με ένα ποσοστό 47%. Δεύτερη απόπειρα, η προσφυγή του Γιαλτσίνκαγια που ζητούσε να τεθεί λουκέτο στο κυβερνών κόμμα. Τρίτη απόπειρα, η παρούσα, με την οποία το ΑΚΡ επιχειρείται να παρουσιαστεί ως συνέταιρος του κόμματος που ταυτίζεται με την τρομοκρατία.
Οι πρακτικές αυτές της αντιπολίτευσης κάθε άλλο παρά πρόκειται να της αποφέρουν κέρδη σε ψήφους. Πολλοί Τούρκοι εκφράζουν δημόσια δυσαρέσκεια για την απαγόρευση, πιστεύοντας ότι αποτελεί πισωγύρισμα που θα φέρει το Κουρδικό από την πολιτική αρένα, πίσω σε εκείνη του ένοπλου αγώνα. «Όταν κλείνεις στους Κούρδους το δρόμο της πολιτικής, ποιο δρόμο θα ακολουθήσουν;» αναρωτιούνται πολλοί αναλυτές, αλλά και ο απλός κόσμος. Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζουν οι γονείς των νέων που αναμένεται να εκτίσουν τη θητεία τους στο άμεσο μέλλον, φοβούμενοι ότι κτυπήματα του ΡΚΚ μπορεί να στοιχίσουν τη ζωή των παιδιών τους.
Η ΕΕ είδε στην απαγόρευση του Κουρδικού Κόμματος ένα χτύπημα κατά της δημοκρατίας, ενώ οι πολέμιοι της τουρκικής ένταξης άλλο ένα επιχείρημα κατά αυτής. Το γραφείο της ΕΕ στην Τουρκία φέρεται να παροτρύνει το Κουρδικό Κόμμα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως το κάλεσε επώνυμα και η πρόεδρος της μικτής κοινοβουλευτικής επιτροπής Τουρκίας – ΕΕ Ελέν Φλωτρ. Ο Αχμέτ Τουρκ επιβεβαίωσε ότι το απαγορευθέν κόμμα θα ακολουθήσει το δρόμο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, γνωρίζοντας ότι στο νομικό αυτό αγώνα θα έχουν τη στήριξη της φιλελεύθερης τουρκικής διανόησης.
Στο μεταξύ, διπλωμάτης στην αντιπροσωπεία της ΕΕ στην Άγκυρα δήλωνε στο newstime.gr πως η τελευταία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου καταδεικνύει την υστέρηση της Τουρκίας στον τομέα του εκδημοκρατισμού. «Παρά τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών και την εκκαθάριση του στρατεύματος από τους επίδοξους πραξικοπηματίες, η Τουρκία έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη για να φθάσει τους αποδεκτούς σε μας κανόνες και πρακτικές. Η Τουρκία παραπονείται συνεχώς ότι η ΕΕ της βάζει τον πήχη πολύ ψηλά. Δυστυχώς, υπάρχει μία βαθύτατη διαφορά πολιτικής πρακτικής και νοοτροπίας σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης και του πολιτικού σκηνικού από την αποδεκτή στην ΕΕ. Η τελευταία απόφαση θα ανοίξει άλλο ένα κεφάλαιο έντασης ανάμεσα στην Τουρκία και την ΕΕ, πέραν των γνωστών – Κύπρος, μειονότητες, πολιτικός ρόλος του στρατεύματος, ελευθερία του τύπου».
Ο συνδυασμός της απαγόρευσης του κόμματος με την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού, αλλά και το προηγούμενο της αυτονομίας των Κούρδων στο γειτονικό Ιράκ, αποτελούν σημεία καθόλου ενθαρρυντικά για την ασφάλεια και την ειρήνη της Τουρκίας. Κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί «τελειωμένη» η προσπάθεια του «Κουρδικού Ανοίγματος». «Οι προσπάθειες πολιτικής λύσης του Κουρδικού θα συνεχισθούν», επαναλαμβάνουν μηχανικά βουλευτές του ΑΚΡ και κυβερνητικά στελέχη. Πόση όμως υπομονή έχουν οι Κούρδοι των νοτιοανατολικών επαρχιών μετά και το τελευταίο κτύπημα και πόσα περιθώρια πρωτοβουλίας έχει η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με ένα δικαστήριο, αποφασισμένο να συνεχίσει να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις;
Το 2010 αναμένεται να είναι ένα έτος δύσκολο, γεμάτο εντάσεις για την Τουρκία και την κυβέρνηση Ερντογάν. Τα τυφλά χτυπήματα και ένα ενδεχόμενο αντάρτικο πόλεων από το ΡΚΚ έχουν αναστατώσει το στομάχι όλων εκείνων των Τούρκων που δεν τρέφονται από την εθνικιστική υστερία. «Ο χειρότερος εχθρός των Τούρκων είναι ο εαυτός τους», σχολίασε ξένος διπλωμάτης στην Άγκυρα, μιλώντας για «συνεχείς κινήσεις αυτοκαταστροφής που αποτελούν καρπούς ενός φοβικού συνδρόμου, που η κρατική προπαγάνδα έθρεψε επί δεκαετίες».
Πηγή
TO SXEDIO ANAN EINAI OTI PREPH GIA THN TOYRKIA KI O NTAVOYDOGLOY EINAI YPER TOY SXEDIOY ANAN .ENA TOYRKOKOYRDIKO SXEDIO ANAN THA EINAI OTI PREPEI GIA EIRINHKI LYSH TOY TOYRKOKOURDIKOY PROVLIMATOS.OI KYPRIOI THA PREPH NA TOYS TO PROTINOYN. H TIMH PEYTH SE KEINOYS.
ΑπάντησηΔιαγραφή