Η Ευρώπη και η Ελλάδα στην παγίδα του Ευρώ
Όλα τα προβλήματα, δυσλειτουργίες μέχρι το ενδεχόμενο κατάρρευσης που
παρουσιάζει σήμερα η νομισματική περιοχή του ευρώ είχαν εγκαίρως
επισημανθεί από το 1992, με αφορμή την Συνθήκη του Μάαστριχ και την
ανακοίνωση των σταδίων που οδηγούσαν στην ίδρυση του κοινού ευρωπαϊκού
νομίσματος.
Ήδη από τότε είχε επισημανθεί ότι το κοινό νόμισμα θα χρειαζόταν και κοινό ευρωπαϊκό ταμείο, όπως επίσης ενιαίο τραπεζικό σύστημα και πάνω από όλα θεσμικά κατοχυρωμένη ευρωπαϊκή διαχείριση και όχι απλή διακρατική, όπως μέχρι σήμερα συμβαίνει, σύμφωνα με την οποία οι βασικές αποφάσεις και επιλογές στην διαχείριση του κοινού νομίσματος υποβάλλονται προς έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών. Βασική κριτική που είχε τότε ασκηθεί έναντι του ευρώ ήταν ότι, με δεδομένο το επίπεδο της ανισότητας και ανισομερειας μεταξύ των χωρών της Ευρωζωνης, το οριστικό κλείδωμα το νομίσματος επέρριπτε ολόκληρο και συντριπτικό το βάρος για την προσαρμογή κάθε εθνικής οικονομίας στην μοναδική εναπομένουσα μεταβλητή του εργασιακού κόστους και συνεπώς στο βιωτικό επίπεδο κάθε χώρας μέλους.
Από την άλλη πλευρά, ο «αρχιτέκτων» του κοινού νομίσματος Ζακ Ντελόρ, ενώ παραδεχόταν το βάσιμο της κριτικής, εν τούτοις επαγγελλόταν ότι το ευρώ θα λειτουργούσε ως «μοχλός» που θα εξανάγκαζε στην κάλυψη στο μέλλον όλων των κενών που εξ αρχής επισήμαιναν οι επικριτές του. Στο γαλλικό δημοψήφισμα για την έγκριση της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992), το αποτέλεσμα ήταν περίπου 50% έναντι 50%. Όσοι εψήφιζαν το ευρώ δεν ενέκριναν και το σχέδιο για την δημιουργία του, αλλά πίστευαν ότι με την δυναμική των πραγμάτων, τα κενά των ιδρυτικών Συνθηκών θα καλύπτοντο στο μέλλον, αφού αυτό ήταν αυτονόητο για ύπαρξη και διατήρηση του κοινού νομίσματος.
Στην μεταπολεμική Ιταλία, η λιρέτα διατηρήθηκε με βασικό εργαλείο τις αθρόες μεταβιβάσεις πόρων από τον πλούσιο Βορρά προς τον καθυστερημένο Νότο. Το αυτό συνέβη μεταξύ των δυο πλευρών της Γερμανίας μετά την ενοποίηση της χώρας (1990): Μάζικες μεταβιβάσεις πόρων από την ανεπτυγμένη δυτική πλευρά προς την καθυστερημένη ανατολική. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι μεταβιβάσεις πόρων ήσαν αναγκαίες προς εξασφάλιση συνοχής και σύγκλισης μεταξύ ανεπτυγμένων και καθυστερημένων πλευρών της κάθε νομισματικής περιοχής, είτε της λιρέτας είτε του Μάρκου. Το πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι με την Συνθήκη του Μάαστριχ (1992) εγκαταλείφθηκαν οι στόχοι της αλληλεγγύης, σύγκλισης και συνοχής, που όμως προϋπήρχαν ήδη στην ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης από το 1957. Με εισήγηση του τότε Καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, η πρόβλεψη για μεταβιβάσεις πόρων καταργήθηκε, υπό την γερμανική αιτιολογία ότι αυτές θα αποτελούσαν στην ουσία κυρώσεις εις βάρος των «επιτυχημενων» χωρών και ενθάρρυνση των «αποτυχημένων» να εμμένουν στην «αποτυχία» τους.
Το ευρώ έτσι δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα πραγματικό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά παρέμεινε απλά διακρατικό μεταξύ των χωρών μελών. Το δέλεαρ που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να ενταχθούν οι αδύναμες χώρες στο νόμισμα των ισχυρών ήταν ότι έτσι θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον άφθονη χρηματοδότηση, όχι βέβαια θεσμική, αλλά από τις χρηματαγορές, και κυρίως με χαμηλό κόστος δανεισμού. Ωστόσο, λόγω της αδυναμίας των χωρών του Νότου, το ευρώ αποδείχθηκε ασθενέστερο από το μάρκο, πράγμα που ευνόησε την Γερμανία, αλλά πάντως ισχυρότερο από τα νομίσματα του Νότου, πράγμα που λειτούργησε όλο και περισσότερο ασφυκτικά στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Κατά την περίοδο 2000-2008, ο Νότος χρηματοδότησε με άφθονο και φθηνό χρήμα τα ελλείμματα του, σύμφωνα με ο,τι είχε προβλεφθεί. Όμως, το χρήμα δεν ήταν θεσμικό ευρωπαϊκό, αλλά των αγορών, με συνέπεια η σταθεροποιητική και διακανονιστική χρηματοδότηση να αποκηρύσσεται μετά το 2009 από την Γερμανία ως «χρεος» και δείκτης «παθογενειας» των χωρών του Νότου. Στην ουσία, ο διακανονιστικός εσωτερικός στο ευρώ δανεισμός, που αποτελεί απαράκαμπτη προϋπόθεση σταθερότητος για κάθε νομισματική περιοχή στον κόσμο, χρησιμοποιήθηκε από την Γερμανία σαν παγίδα στην οποία εγκλωβίσθηκαν όχι μόνον οι χώρες του Νότου και της περιφέρειας, αλλά ολόκληρη η Ευρωζώνη.
Μέχρι σήμερα, η γερμανική πολιτική, με επικεφαλής την Μπούντεσμπανκ, απορρίπτει πεισματικά κάθε έννοια ευρωπαϊκής διαχείρισης του ευρώ και της Ευρωζώνης.
Κλασσικό παράδειγμα είναι η απαγόρευση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει τα δημόσια χρέη των χωρών μελών, παρ’ολο που αυτό αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία όλων των νομισμάτων του κόσμου. Αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ με την ομοσπονδιακή τράπεζα, στην Βρετανία με την Τράπεζα της Αγγλίας, στην Ιαπωνία με την κεντρική της τράπεζα.
Από το 1873, ο βρετανός κεντρικός τραπεζίτης Walter Bagehot (1826-1877) με το σύγγραμμά του Lombard Street, ξεκαθάρισε ότι ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας είναι αυτός του «τελικού πιστωτή» για όλα τα χρέη, και κατ’ εξοχήν τα δημόσια, που συνάπτονται στο νόμισμα του οποίου αυτί είναι εκδότης. Και σήμερα ακόμη, ενώ η Ευρωζώνη αποτελεί την μοναδική νομισματική περιοχή του κόσμου που στενάζει με την υπερχρέωση των κρατών μελών στο κοινό μεταξύ τους νόμισμα και ενώ ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προγραμματίζει αγορές δημοσίου χρέους των χωρών μελών, εν τούτοις ο Γερμανός πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν αντιτίθεται ριζικά και βίαια, επικαλούμενος τις ιδρυτικές Συνθήκες που όντως απαγορεύουν αυτή την πολιτική.
Κατά την ίδρυση της Ευρωζώνης (1999), ουδείς είχε πιστέψει ότι οι ιδρυτικές Συνθήκες θα διατηρούσαν τα κενά τους και ότι αυτά δεν θα εκαλύπτοντο στο άμεσο μέλλον υπό την πίεση των αναγκών. Σήμερα τα δημόσια, αλλά και όχι λιγότερο τα ιδιωτικά, χρέη καταπνίγουν κάθε δυνατότητα και προοπτική ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, με άμεση συνέπεια την καθίζηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την εκτίναξη της ανεργίας σε πρωτοφανή ύψη. Η Ευρωζώνη, αντί να αποτελεί επιτυχημένο παράδειγμα προς μίμηση για τον υπόλοιπο κόσμο, έχει καταντήσει παράδειγμα και παγίδα προς αποφυγήν, χωρίς ορατότητα ακόμη και για το άμεσο μέλλον.
Ίσως βρισκόμαστε πολύ κοντά στις θεωρίες της συνομωσίας και μάλιστα της πιο ανόητης, μέσω της οποίας πλήττονται ακόμη και οι εμπνευστές της. Ωστόσο, ρεαλιστικότερη θα ήταν η κατανόηση της σύντομης ιστορίας του ευρώ όχι σαν ένα σενάριο που έχει εκ των προτέρων συνταχθεί, αλλά σαν μια αλληλουχία σπασμωδικών και περιδεών επιλογών των ισχυρών της περιοχής, χωρίς την παραμικρή πρόβλεψη ακόμη και για το πιο άμεσο μέλλον. Κι ακόμη, χώρες που αφέθηκαν να παγιδευθούν στο ευρώ, με επαγγελίες που σήμερα αθετούνται και που εξ αιτίας τους φθάνουν στα όρια ανθρωπιστικής καταστροφής, όπως η Ελλάδα, αλλά και ο υπόλοιπος Νότος, δικαιούνται και νομιμοποιούνται να απαιτούν όχι μόνον άμεση αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά και αποζημίωση για ό,τι έχουν υποστεί, αφού οι απώλειες τους δεν προέρχονται από δική τους υπαιτιότητα ούε από την λειτουργία του κοινού νομίσματος, αλλά αντίθετα από την δυσλειτουργία του και με υπαιτιότητα των ισχυρών, που μονομερώς και καιροσκοπικά κήδονται αποκλειστικά και μόνον όχι του κοινού νομίσματος, αλλά του καθ’ υπόθεση εαυτού τους.
Επικοινωνία με τον συντάκτη
E-mail: kvergo@gmail.com
Πηγή MIgnatiou
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Ήδη από τότε είχε επισημανθεί ότι το κοινό νόμισμα θα χρειαζόταν και κοινό ευρωπαϊκό ταμείο, όπως επίσης ενιαίο τραπεζικό σύστημα και πάνω από όλα θεσμικά κατοχυρωμένη ευρωπαϊκή διαχείριση και όχι απλή διακρατική, όπως μέχρι σήμερα συμβαίνει, σύμφωνα με την οποία οι βασικές αποφάσεις και επιλογές στην διαχείριση του κοινού νομίσματος υποβάλλονται προς έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών. Βασική κριτική που είχε τότε ασκηθεί έναντι του ευρώ ήταν ότι, με δεδομένο το επίπεδο της ανισότητας και ανισομερειας μεταξύ των χωρών της Ευρωζωνης, το οριστικό κλείδωμα το νομίσματος επέρριπτε ολόκληρο και συντριπτικό το βάρος για την προσαρμογή κάθε εθνικής οικονομίας στην μοναδική εναπομένουσα μεταβλητή του εργασιακού κόστους και συνεπώς στο βιωτικό επίπεδο κάθε χώρας μέλους.
Από την άλλη πλευρά, ο «αρχιτέκτων» του κοινού νομίσματος Ζακ Ντελόρ, ενώ παραδεχόταν το βάσιμο της κριτικής, εν τούτοις επαγγελλόταν ότι το ευρώ θα λειτουργούσε ως «μοχλός» που θα εξανάγκαζε στην κάλυψη στο μέλλον όλων των κενών που εξ αρχής επισήμαιναν οι επικριτές του. Στο γαλλικό δημοψήφισμα για την έγκριση της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992), το αποτέλεσμα ήταν περίπου 50% έναντι 50%. Όσοι εψήφιζαν το ευρώ δεν ενέκριναν και το σχέδιο για την δημιουργία του, αλλά πίστευαν ότι με την δυναμική των πραγμάτων, τα κενά των ιδρυτικών Συνθηκών θα καλύπτοντο στο μέλλον, αφού αυτό ήταν αυτονόητο για ύπαρξη και διατήρηση του κοινού νομίσματος.
Στην μεταπολεμική Ιταλία, η λιρέτα διατηρήθηκε με βασικό εργαλείο τις αθρόες μεταβιβάσεις πόρων από τον πλούσιο Βορρά προς τον καθυστερημένο Νότο. Το αυτό συνέβη μεταξύ των δυο πλευρών της Γερμανίας μετά την ενοποίηση της χώρας (1990): Μάζικες μεταβιβάσεις πόρων από την ανεπτυγμένη δυτική πλευρά προς την καθυστερημένη ανατολική. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι μεταβιβάσεις πόρων ήσαν αναγκαίες προς εξασφάλιση συνοχής και σύγκλισης μεταξύ ανεπτυγμένων και καθυστερημένων πλευρών της κάθε νομισματικής περιοχής, είτε της λιρέτας είτε του Μάρκου. Το πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι με την Συνθήκη του Μάαστριχ (1992) εγκαταλείφθηκαν οι στόχοι της αλληλεγγύης, σύγκλισης και συνοχής, που όμως προϋπήρχαν ήδη στην ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης από το 1957. Με εισήγηση του τότε Καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, η πρόβλεψη για μεταβιβάσεις πόρων καταργήθηκε, υπό την γερμανική αιτιολογία ότι αυτές θα αποτελούσαν στην ουσία κυρώσεις εις βάρος των «επιτυχημενων» χωρών και ενθάρρυνση των «αποτυχημένων» να εμμένουν στην «αποτυχία» τους.
Το ευρώ έτσι δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα πραγματικό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά παρέμεινε απλά διακρατικό μεταξύ των χωρών μελών. Το δέλεαρ που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να ενταχθούν οι αδύναμες χώρες στο νόμισμα των ισχυρών ήταν ότι έτσι θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον άφθονη χρηματοδότηση, όχι βέβαια θεσμική, αλλά από τις χρηματαγορές, και κυρίως με χαμηλό κόστος δανεισμού. Ωστόσο, λόγω της αδυναμίας των χωρών του Νότου, το ευρώ αποδείχθηκε ασθενέστερο από το μάρκο, πράγμα που ευνόησε την Γερμανία, αλλά πάντως ισχυρότερο από τα νομίσματα του Νότου, πράγμα που λειτούργησε όλο και περισσότερο ασφυκτικά στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Κατά την περίοδο 2000-2008, ο Νότος χρηματοδότησε με άφθονο και φθηνό χρήμα τα ελλείμματα του, σύμφωνα με ο,τι είχε προβλεφθεί. Όμως, το χρήμα δεν ήταν θεσμικό ευρωπαϊκό, αλλά των αγορών, με συνέπεια η σταθεροποιητική και διακανονιστική χρηματοδότηση να αποκηρύσσεται μετά το 2009 από την Γερμανία ως «χρεος» και δείκτης «παθογενειας» των χωρών του Νότου. Στην ουσία, ο διακανονιστικός εσωτερικός στο ευρώ δανεισμός, που αποτελεί απαράκαμπτη προϋπόθεση σταθερότητος για κάθε νομισματική περιοχή στον κόσμο, χρησιμοποιήθηκε από την Γερμανία σαν παγίδα στην οποία εγκλωβίσθηκαν όχι μόνον οι χώρες του Νότου και της περιφέρειας, αλλά ολόκληρη η Ευρωζώνη.
Μέχρι σήμερα, η γερμανική πολιτική, με επικεφαλής την Μπούντεσμπανκ, απορρίπτει πεισματικά κάθε έννοια ευρωπαϊκής διαχείρισης του ευρώ και της Ευρωζώνης.
Κλασσικό παράδειγμα είναι η απαγόρευση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει τα δημόσια χρέη των χωρών μελών, παρ’ολο που αυτό αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία όλων των νομισμάτων του κόσμου. Αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ με την ομοσπονδιακή τράπεζα, στην Βρετανία με την Τράπεζα της Αγγλίας, στην Ιαπωνία με την κεντρική της τράπεζα.
Από το 1873, ο βρετανός κεντρικός τραπεζίτης Walter Bagehot (1826-1877) με το σύγγραμμά του Lombard Street, ξεκαθάρισε ότι ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας είναι αυτός του «τελικού πιστωτή» για όλα τα χρέη, και κατ’ εξοχήν τα δημόσια, που συνάπτονται στο νόμισμα του οποίου αυτί είναι εκδότης. Και σήμερα ακόμη, ενώ η Ευρωζώνη αποτελεί την μοναδική νομισματική περιοχή του κόσμου που στενάζει με την υπερχρέωση των κρατών μελών στο κοινό μεταξύ τους νόμισμα και ενώ ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προγραμματίζει αγορές δημοσίου χρέους των χωρών μελών, εν τούτοις ο Γερμανός πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν αντιτίθεται ριζικά και βίαια, επικαλούμενος τις ιδρυτικές Συνθήκες που όντως απαγορεύουν αυτή την πολιτική.
Κατά την ίδρυση της Ευρωζώνης (1999), ουδείς είχε πιστέψει ότι οι ιδρυτικές Συνθήκες θα διατηρούσαν τα κενά τους και ότι αυτά δεν θα εκαλύπτοντο στο άμεσο μέλλον υπό την πίεση των αναγκών. Σήμερα τα δημόσια, αλλά και όχι λιγότερο τα ιδιωτικά, χρέη καταπνίγουν κάθε δυνατότητα και προοπτική ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, με άμεση συνέπεια την καθίζηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την εκτίναξη της ανεργίας σε πρωτοφανή ύψη. Η Ευρωζώνη, αντί να αποτελεί επιτυχημένο παράδειγμα προς μίμηση για τον υπόλοιπο κόσμο, έχει καταντήσει παράδειγμα και παγίδα προς αποφυγήν, χωρίς ορατότητα ακόμη και για το άμεσο μέλλον.
Ίσως βρισκόμαστε πολύ κοντά στις θεωρίες της συνομωσίας και μάλιστα της πιο ανόητης, μέσω της οποίας πλήττονται ακόμη και οι εμπνευστές της. Ωστόσο, ρεαλιστικότερη θα ήταν η κατανόηση της σύντομης ιστορίας του ευρώ όχι σαν ένα σενάριο που έχει εκ των προτέρων συνταχθεί, αλλά σαν μια αλληλουχία σπασμωδικών και περιδεών επιλογών των ισχυρών της περιοχής, χωρίς την παραμικρή πρόβλεψη ακόμη και για το πιο άμεσο μέλλον. Κι ακόμη, χώρες που αφέθηκαν να παγιδευθούν στο ευρώ, με επαγγελίες που σήμερα αθετούνται και που εξ αιτίας τους φθάνουν στα όρια ανθρωπιστικής καταστροφής, όπως η Ελλάδα, αλλά και ο υπόλοιπος Νότος, δικαιούνται και νομιμοποιούνται να απαιτούν όχι μόνον άμεση αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά και αποζημίωση για ό,τι έχουν υποστεί, αφού οι απώλειες τους δεν προέρχονται από δική τους υπαιτιότητα ούε από την λειτουργία του κοινού νομίσματος, αλλά αντίθετα από την δυσλειτουργία του και με υπαιτιότητα των ισχυρών, που μονομερώς και καιροσκοπικά κήδονται αποκλειστικά και μόνον όχι του κοινού νομίσματος, αλλά του καθ’ υπόθεση εαυτού τους.
Επικοινωνία με τον συντάκτη
E-mail: kvergo@gmail.com
Πηγή MIgnatiou
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...