Δεύτε αναλάβατε αγώνα!…
Η παρουσία του Χριστού φαίνεται να είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον Πιλάτο.
Μια ολόκληρη νύχτα τον ταλαιπωρούσε το κανιβαλικό καθεστώς των σταυρωτών. Κι όμως εξακολουθούσε να διατηρεί το επιβλητικό του μεγαλείο. Το οποίο, σε αντίθεση με τη λύσσα των κατηγόρων του, υποδήλωνε και την αιτία, για την οποία ήθελαν «άρον- άρον» να τον θανατώσουν.
Που βέβαια δεν ήταν η νομιμότητα, που επικαλέστηκαν.
Και με την οποία αξίωσαν και πέτυχαν τη σταύρωσή του. Διαστρεβλώνοντας το γράμμα και το πνεύμα του δεκαλόγου.
Δεν ήταν ούτε η θρησκευτικότητά τους, όπως προφασίζονταν.
Γιατί, σε τελική ανάλυση, το τελευταίο, που τους ενδιέφερε ήταν ο Θεός. Αφού, σύμφωνα με την ετυμηγορία του ίδιου του Χριστού, πατέρα τους είχαν το σατανά…
Δεν ήταν ακόμη ούτε ο μαμωνάς, τον οποίο είχαν θεοποιήσει.
Και στο βωμό του θα μπορούσαν να θυσιάσουν ολάκερη την ανθρωπότητα. Όπως κάνουν, στις μέρες μας, οι αντάξιοι διάδοχοί τους, οι σιωνιστές.
Αλλά ήταν κάτι βαθύτερο.
Κάτι, που δεν τους άφηνε να βρουν ησυχία. Το οποίο διέγνωσε ο Πιλάτος, κατά τη διάρκεια της αντιπαράστασής τους στο πραιτόριο. Ή και από πληροφορίες, που είχε απ’ τις υπηρεσίες του. Και ήταν, βέβαια, ο φθόνος.
Ήταν, βλέπετε, οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι η ευυπόληπτη κάστα της εβραϊκής κοινωνίας.
Ήταν η νομική και θρησκευτική αριστοκρατία. Οι οποίοι πωλούσαν «ευσέβεια» και «αγιότητα» και «δικαιοσύνη». Και, εν ονόματι των σκοταδιστικών αυτών μορμολυκείων, επέβαλαν τη θέλησή τους και περιφρουρούσαν τα συμφέροντά τους.
Και τους παρουσιάζεται από το πουθενά αυτός ο απίστευτα ανατρεπτικός και καταλυτικός άνθρωπος.
Που, παρότι ήταν αγράμματος, έκανε ακόμη και τους εγκάθετους, που έστελναν να τον παρακολουθούν, να λένε πως «ποτέ δεν ξαναμίλησε άνθρωπος, όπως αυτός ο άνθρωπος». Και το σημαντικό ήταν, που την ανατρεπτική του διδασκαλία την επικύρωνε και με αφθονία αδιαμφισβήτητων θαυμάτων. Με αποτέλεσμα ο λαός να παραληρεί από ενθουσιασμό. Λέγοντας ότι «ποτέ δεν ξαναείδαμε να συμβαίνουν τέτοια πράγματα». Και, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τους έκαμε υποχείριό του ο ακατανίκητος φθόνος.
Γιατί, ενώ ένιωθαν ότι, μέχρι τότε, ήταν το παν, φοβόντουσαν ότι, τώρα, θα εκμηδενίζονταν.
Και ότι όλα τα προνόμιά τους θα καταντούσαν σκόνη και στάχτη. Πραγματικότητα, που δεν μπορούσαν με τίποτε να την υποφέρουν. Και γι’ αυτό ήθελαν, με κάθε τρόπο, να τον εξοντώσουν. Σύμφωνα με τον πάγιο κανόνα όλων των, ηθικά και πνευματικά, κρετίνων. Που, όταν δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν κάποιους, με λογικά και ηθικά επιχειρήματα, επιστρατεύουν όλες τις δόλιες μεθοδεύσεις, προκειμένου να τους κλείσουν το στόμα. Είτε με δεσποτικές και φασιστικές απαγορεύσεις είτε ακόμη και δολοφονώντας τον. Ντύνοντας τα φθονερά τους αισθήματα με το μανδύα της νομιμότητας, της θρησκευτικότητας, και των οποιωνδήποτε άλλων εύσχημων και ανήθικων προφάσεων.
Όλα αυτά τα διέκρινε ο Πιλάτος.
Καθώς έβλεπε τη λυσσασμένη αυτή λυκόστανη να θέλει, με κάθε τρόπο, να τον κατασπαράξει. Γι’ αυτό και κατέβαλε κάποιες, τυπικές, έστω, προσπάθειες, προκειμένου να τον γλιτώσει. Λέγοντάς τους πως είναι ο βασιλιάς τους, μήπως, τυχόν, και τους φιλοτιμήσει. Ή ότι δεν διαπιστώνει καμιά ενοχή σε βάρος του, μήπως και ξυπνήσει μέσα τους το αίσθημα της δικαιοσύνης. Επικαλέστηκε το έθιμο της απελευθέρωσης ενός καταδίκου. Για να προτιμήσουν ασυζητητί τον Βαραββά. Έβαλε να τον βασανίσουν και να τον εξευτελίσουν, προκειμένου να προκαλέσει τον οίκτο τους. Αλλά ματαίως. Γιατί δεν πετύχαινε τίποτε περισσότερο από το να φωνάζουν, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, το «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν». Έτσι ώστε, τελικά, νίπτοντας «τας χείρας» του, να τον παραδώσει «εις το σταυρωθήναι».
Και μπαίνει το ερώτημα:
Αν ξαναρχόταν ο Χριστός, πώς θα τον αντιμετωπίζαμε εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι; Αν ξαναρχόταν! Μα έρχεται διαρκώς και σε κάθε στιγμή είναι ανάμεσά μας. Δεν έρχεται βέβαια σαν τους πρίγκιπες της πολιτικής. Συνοδευόμενος απ’ την κουστωδία των πραιτοριανών και των τραμπούκων. Και από τα αλαλάζοντα πλήθη των ηλιθίων, που τρέχουν ξωπίσω τους, για να τους χειροκροτούν και να τους ζητωκραυγάζουν. Τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο εκείνοι τους εξαπατούν και τους ληστεύουν.
Ούτε έρχεται σαν τους απαστράπτοντες πρίγκιπες της δεσποτοκρατίας, τους χρυσοποίκιλτους και αδαμαντοκόλλητους.
Με τα αυτοκρατορικά στέμματα και σκήπτρα της κουφότητας και της ανοησίας. Που το χριστεπώνυμο πλήρωμα τους ραίνει με ροδοπέταλα και τους υποδέχεται με πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες. Και εκ των οποίων κάποιοι, αν θυμίζουν κάτι απ’ το Χριστό, είναι οι «κεκονιαμένοι τάφοι», με τους οποίους παρομοιάζει τους φαρισαίους της εποχής του.
Ο Χριστός έρχεται ντυμένος την κόκκινη χλαμύδα του χλευασμού, το καλάμι του εξευτελισμού και το αγκαθόπλεκτο στεφάνι του πόνου και της οδύνης.
Έρχεται, όπως και όλοι οι «ελάχιστοι αδελφοί» του. Οι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι της γης. Αυτοί, που, κατά εκατομμύρια πεθαίνουν από την πείνα, τις αρρώστιες και τη δυστυχία, στην οποία τους καταδίκασε η απληστία και ο κανιβαλισμός των αδηφάγων αρπακτικών και τοκογλύφων. Έρχεται, όπως οι ξεσπιτωμένοι της πατρίδας μας. Τα παιδάκια, που στα σχολεία λιποθυμούν από την πείνα. Και τα άλλα παιδάκια και τους γέρους, που τουρτουρίζουν μέσα στην άγρια παγωνιά. Όταν οι Σαμαράδες και οι Βενιζέλοι και οι Κουβέληδες και οι Στουρνάρηδες και οι δεσποτάδες και οι τραπεζίτες και οι κουστωδίες τους ενδύονται «πορφύραν και βύσσον». Ευφραινόμενοι, σαν τον άφρονα πλούσιο, «καθ’ ημέραν λαμπρώς». Πάντα με τον ιδρώτα και το αίμα του φτωχού λαού.
Και ποια είναι η συμπεριφορά απέναντι στους «ελάχιστους αδελφούς του Χριστού»;
Μυριάδες οι Ιούδες! Οι οποίοι έχουν κάμει την προδοσία προσοδοφόρο και επικερδέστατο επάγγελμα. Μυριάδες οι αρνητές και επικριτές! Που τους θάβουν κάτω από τόνους κατασυκοφάντησης και τρομοκρατίας. Που τους μυδραλιοβολούν και τους πολυβολούν ανεβασμένοι πάνω στα τανκς των τηλεοπτικών και των λοιπών μέσων μαζικής εξαπατήσεως και εξαχρειώσεως. Μυριάδες οι επαγγελματίες της ψευτιάς και της απάτης πολιτικοί! Που σαν τους φαρισαίους φορτώνουν το λαό με βαριά και δυσβάστακτα φορτία. Ενώ οι ίδιοι εξασφαλίζουν για τον εαυτό τους, όπως προαναφέραμε, τον πλούτο και τη χλιδή! Και μυριάδες οι δικαστικοί Πιλάτοι, που, εν ονόματι των άδικων και, κατά κανόνα, απάνθρωπων νόμων, παραδίδουν τους ανήμπορούς να αντιδράσουν ανθρώπους του λαού «εις το σταυρωθήναι».
Όπως, δυστυχώς, συμβαίνει και με κάποιους φαρισαίους της εκκλησίας.
Οι οποίοι και αυτοί, υποκριτικότατα, «νίπτουν τας χείρας των». Με το πρόσχημα ότι δεν μπορούν να εισέλθουν στο πραιτόριο της πολιτικής, «ίνα μη μιανθώσι, αλλά ίνα φάγωσι το πάσχα». Και, όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, ενώ οι ίδιοι δεν υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας για τη γενοκτονία και το πλιάτσικο σε βάρος του λαού, απαγορεύουν και σε οποιονδήποτε άλλον να το κάνει!
Πάτερ, μου έλεγε κάποιος παπάς, στου οποίου την ενορία πήγα να μιλήσω, μην αναφέρεσαι στην οικονομική κρίση και στους Γερμανούς.
Εσύ είσαι συνταξιούχος και δεν μπορούν να σου κάνουν τίποτε, αλλά εμένα κινδυνεύει η οικογένεια και τα παιδιά μου. Που σημαίνει ότι, εκτός απ’ την τρομοκρατία της εφιαλτοκρατίας, υπάρχει και η τρομοκρατία της δεσποτοκρατίας.
Ίσως η αντιχριστιανική αυτή συμπεριφορά τους οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι δεσποτάδες δεν έζησαν στα χρόνια της κατοχής, για να γνωρίζουν τι σημαίνει γερμανική βαρβαρότητα.
Όταν σκότωναν αθώους, χωρίς ίχνος συστολής. Και άλλους τους έκαιγαν ζωντανούς, απλά και μόνο, για να διασκεδάζουν. Και που οι ακρίδες και οι κάμπιες των ράλληδων και των γερμανοτσολιάδων, που τους ακολουθούσαν δεν μας είχαν αφήσει, όπως έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου, «ούτε σάλιο στη γλώσσα μας». Σε σημείο ώστε αναγκαστήκαμε να βγούμε ζητιανιά, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Πράγμα, που ισχύει και με την τωρινή γερμανική κατοχή.
Που βέβαια δεν την αισθάνονται εκείνοι, που έχουν να τρώνε και να πίνουν με αφθονία. Και γι’ αυτό πάνε με το μέρος των ναζί και των τοκογλύφων.
Αλλά εκτός απ’ τους αρνητές και τους φαρισαίους που επέλεξαν να βρίσκονται στη υπηρεσία των εφιαλτών και των τοκογλύφων, υπάρχουν κι αυτοί, που επέλεξαν να βρίσκονται κοντά στους «ελάχιστους αδελφούς» του Χριστού.
Αυτοί, που πιστεύουν ότι και «η Γη μας είναι ένα απ’ τ’ αστέρια του ουρανού». Και γι’ αυτό εύχονται και προσεύχονται να έλθει η βασιλεία του Θεού «ως εν ουρανώ και επί της γης».
Και συνεπώς δεν γιορτάζουν το Πάσχα φαρισαϊκά. Αλλά ανάλογα με το ηθικό και το πνευματικό του επίπεδο ο καθένας, χριστιανικά. Που λένε και νιώθουν ως τα κατάβαθα της ύπαρξής τους το «Χριστός Ανέστη». Γεγονός, που, για να έχει προσωπικό, για τον καθένα μας. αντίκρισμα, σημαίνει ότι οφείλουμε κι εμείς ν’ αναστηθούμε!
Να σηκωθούμε, δηλαδή, απ’ τις πολυθρόνες και τους καναπέδες μας. Και ν’ αναλάβουμε αγώνα, μέχρις εσχάτων.
Έτσι ώστε το «δεύτε λάβετε φως», που θ’ ακούσουμε απ’ το στόμα του παπά και το φως, που θα πάρουμε απ’ το τρικέρι να γίνει άσβηστη φλόγα μέσα μας, που να τη μεταλαμπαδεύσουμε και στους άλλους. Για ν’ ανάψει πυρκαγιά αγάπης για τους δεινοπαθούντες συνανθρώπους μας. Και αγώνα για την επικράτηση του δίκιου και της αλήθειας.
Για ν’ ανατρέψομε, έτσι, την ταφόπλακα, που έβαλαν πάνω απ’ την πατρίδα μας και το λαό μας οι εφιάλτες και οι τοκογλύφοι. Και οι λοιποί συνοδοιπόροι τους…
Και ν’ αναστηθεί και ελευθερωθεί η σταυρωμένη και σκλαβωμένη πατρίδα μας!…
Αμην !
ΑπάντησηΔιαγραφή