Το έγκλημα του μνημονίου
- Νέες Βερσαλλίες στοιχειώνουν την Ευρώπη ή Furiosa Teutonicorum insania1
1. Προσωπική αρετή, ελληνικές παραβιάσεις και η κληρονομιά των Βερσαλλιών
Οι Γερμανοί θεωρούν τους Έλληνες ανυπόφορα σπάταλους. Σκληρά εργαζόμενος, καλά εκπαιδευμένος, καινοτόμος, τεχνολογικά προχωρημένος, και με μια ιστορία ουσιαστικού σφιξίματος της ζώνης όταν η χώρα του αντιμετώπισε σοβαρή πτώση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων της,[2] ο γερμανικός λαός είναι τώρα έξαλλος που η ασωτία ενός μικρού έθνους μπορεί να ταρακουνήσει βίαια τα θεμέλια στα οποία επένδυσε τη συλλογική μεταπολεμική ενέργεια του: τη σταθερότητα του νομίσματός του.
Η οργή του είναι ιδιαίτερα κατανοητή αν τοποθετηθεί στο ιστορικό πλαίσιο. Όταν το γερμανικό έθνος συνθηκολόγησε μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, οι σύμμαχοι αξίωσαν το νόμιμο αλλά και παράλογο δικαίωμά τους από το συλλογικό του σώμα. Κανένας οίκτος, καμιά τύψη, καμιά μεγαλοψυχία για τους νικημένους. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε βαριές αποζημιώσεις στο ήδη ηττημένο και αποδεκατισμένο έθνος και άφησε το λαό του να τα βγάλει πέρα μόνος του, αφού ο πλούτος του έθνους λεηλατήθηκε από τους νικητές.
Ενώ ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος συμμετείχε ξανά στη Χρυσή Βάση, το μοναδικό νόμισμα εκείνης της εποχής, η Γερμανία υποχρεώθηκε να παραμείνει εκτός (καθώς δεν της είχε απομείνει χρυσός μετά την ατιμωτική ήττα) και να τυπώσει το δικό της χρήμα. Καθώς βρέθηκε αποστερημένη από επενδύσεις και υποχρεωμένη να πληρώνει αποζημιώσεις μεταξύ 2% και 3% ετησίως στους νικητές, το νόμισμά της άρχισε αναπόφευκτα να υποτιμάται. Το αποτέλεσμα ήταν ένας υπερ-πληθωρισμός που σάρωσε τις κερδισμένες με μόχθο καταθέσεις της γερμανικής μεσαίας τάξης και έστρωσε το δρόμο για την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, αφού πλέον οι κραδασμοί της κρίσης του 1929 είχαν αγγίξει την ήδη ρημαγμένη χώρα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, ανήκουν στην ιστορία.
Από τότε η Γερμανία αποφάσισε, περίπου ομόφωνα, να μην ξαναβρεθεί ποτέ σε ένδεια λόγω κατάρρευσης του νομίσματος. Μολονότι συνεισφέρει ευχαρίστως και με το παραπάνω στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρεώνεται μεγάλους λογαριασμούς όταν κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα το απαιτεί, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να καταλάβει είναι οποιαδήποτε παραβίαση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής που κράτησε ισχυρό το DeutschMark, το οποίο μεταφέρθηκε στο νέο πανευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Αθήνας ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα της Ελλάδας ήταν διπλό από εκείνο που η προηγούμενη κυβέρνηση ανέφερε, οι Γερμανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ακόμη κι ένα νοτιοευρωπαϊκό κράτος μπορούσε να εμπλακεί σε τέτοιο παιχνίδι εξαπάτησης. Λίγους μήνες αργότερα, όταν οι χρηματαγορές συσπειρώθηκαν κατά των ελληνικών ομολόγων, πολλοί Γερμανοί θεώρησαν ότι οι Έλληνες πήραν αυτό που τους άξιζε.
Θεωρήθηκε ως δίκαιη ανταπόδοση, ειδικά στη νοοτροπία ενός έθνους που τον περασμένο αιώνα αποδέχτηκε τη συλλογική τιμωρία του και κατάφερε να βγει από το τέλμα μέσα από σκληρή δουλειά και εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις. Η Ελλάδα έπρεπε κι αυτή να πληρώσει για τις αμαρτίες της. Για τους Γερμανούς, το θέμα δεν ήταν το κόστος της διάσωσης του ελληνικού κράτους από τα νύχια των χρηματαγορών. Το θέμα ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να υποστεί την τιμωρία που της άξιζε επειδή έθεσε σε κίνδυνο μια λέσχη που παραμέρισε με αβρότητα τους κανόνες για να τη δεχτεί ως μέλος της. Κι επειδή η εν λόγω λέσχη είναι αυτή που εκδίδει το νόμισμα στο οποίο ο γερμανικός λαός εμπορεύεται, αποταμιεύει και για το οποίο είναι συλλογικά περήφανος, η τιμωρία απέκτησε τη σημασία ενός καίριου δεσμευτικού τελετουργικού.
2. Η πραγματική κληρονομιά των Βερσαλλιών
Το πρόβλημα με την ηθική προσβολή είναι ότι σπανίως αποτελεί μια λογική βάση οικονομικής πολιτικής. Η προσωπική αρετή είναι σημαντική αλλά είναι αβέβαιος οδηγός για τον χειρισμό μιας κρίσης και κακός ιστορικός σε ό, τι αφορά τις αιτίες της. Ένα καλό παράδειγμα είναι η προαναφερόμενη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 που καταδίκασε τη Γερμανία σε μακροχρόνιες αποζημιώσεις. Τότε, οι νικητές ένιωθαν δικαιωμένοι ηθικά που επέβαλαν βαριές ποινές στη χώρα που είχε αρχίσει τον πιο φονικό πόλεμο μέχρι τότε.
Ήταν όμως φρόνιμο; Όχι, δεν ήταν. Ο Τζον Μέϊναρντ Κέϊνς, που επρόκειτο αργότερα να φωτίσει σημαντικά την ικανότητα του καπιταλισμού να σκοντάφτει, να πέφτει και ύστερα να αδυνατεί να σταθεί ξανά στα πόδια του χωρίς βοήθεια, βρισκόταν στις Βερσαλλίες καά την επεξεργασία της Συνθήκης. Μόλις επέστρεψε στο Κέμπριτζ, έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του και κατέληξε σε ένα ζοφερό συμπέρασμα.
Με δυο λόγια, ο Κέϊνς είπε ότι οι νικητές επέβαλαν στους νικημένους μια Συνθήκη που δεν ήταν μόνο ανελέητη αλλά και αυτοκαταστροφική για τους νικητές. Με αυτή την έννοια, η τιμωρία είχε ένα τίμημα που οι νηκητές δεν υπολόγισαν καλά, ένα τίμημα εξίσου εξωφρενικό για τους τιμωρημένους όσο και για τους τιμωρούς. Και ο Κέϊνς είχε δίκιο!
Οι αποζημιώσεις αποδείχτηκαν ανεπαρκείς για τη βελτίωση των οικονομιών της Γαλλίας και της Βρετανίας, κατάφεραν όμως να αποστραγγίσουν τη γερμανική οικονομία από ζωή και, επομένως, να δημιουργήσουν τις συνθήκες του υπερπληθωρισμού που προετοίμασε την κοινωνία για τη μετεωρική άνοδο του Χίτλερ.
Μετά το 1929 και την κοσμοϊστορική κρίση της Γουόλ Στριτ που μεταδόθηκε σαν ιός με τη μορφή της Μεγάλης Ύφεσης παντού, οι χώρες που είχαν απολαύσει χαμηλό πληθωρισμό χάρη στη Χρυσή Βάση της δεκαετίας του 1920 συνειδητοποίησαν ξαφνικά ότι, σε εποχές αποπληθωρισμού, το κοινό νόμισμα είναι σαν μια μπάλα αλυσσοδεμένη στο πόδι ενός ανθρώπου που πνίγεται. Ανίκανες να συντονίσουν τις οικονομικές πολιτικές, άρχισαν να πηδούν από το πλοίο η μια μετά την άλλη εγκαταλείποντας το ενιαίο νόμισμα (τη Χρυσή Βάση) κι αρχίζοντας έναν αποπληθωριστικό πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Οι άμεσες αιτίες του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού πανικού- γιατί περί αυτού πρόκειται- είναι εμφανείς. Οφείλονται στην καταστροφική πτώση της αξίας του χρήματος, όχι μόνο στα εμπορεύσιμα είδη, αλλά σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία…Οι δανειολήπτες όλων των ειδών ανακαλύπτουν ότι τα χρεώγραφά τους δεν ισοδυναμούν πλέον με τα χρέη τους….Λίγες κυβερνήσεις έχουν ακόμη αρκετά έσοδα για να καλύψουν τις σταθερές χρεώσεις για τις οποίες είναι υπόλογες. Επιπλέον, μια κατάρρευση αυτού του είδους αυτοτροφοδοτείται.[3]
Το αποτέλεσμα της ανικανότητας διαχείρισης μιας απλής αλήθειας, δηλαδή να υποχρεωθούν οι ελλειμματικές χώρες να αποπληθωρίσουν, ήταν μια μάστιγα στο σπίτι των (μέχρι τότε) πλεονασματικών χωρών, μαζική φτώχεια για όλους κι ένας πραγματικός πόλεμος που η ανθρωπότητα προσπαθεί από τότε να ξεπεράσει. Όπως λέει ο Κέϊνς:
…η ανειλικρινής αποδοχή….αδύνατων όρων που δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας (έκανε) τη Γερμανία σχεδόν εξίσου ένοχη που αποδέχτηκε κάτι που δεν μπορούσε να εκπληρώσει με τους Συμμάχους που επέβαλαν κάτι που δεν είχαν δικαίωμα να αξιώσουν.[4]
Εάν οι Βερσαλλίες μας διδάσκουν κάτι, είναι ότι οι ισχυροί δεν επιβάλλουν πάντα στους νικημένους μια Συνθήκη που ανταποκρίνεται στα ίδια τους τα συμφέροντα. Μερικές φορές παρασύρονται από τη βιασύνη τους να τιμωρήσουν, σφίγγουν τους μυς τους περισσότερο απ’ ό, τι θα έπρεπε και καταλήγουν να τιμωρήσουν τον εαυτό τους. Αυτός είναι ο φόβος μου σχετικά με το πρόσφατο οικονομικό πακέτο που επέβαλαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε μια άλλη ηττημένη χώρα: την Ελλάδα.
3. Οι νέες Βερσαλλίες
Στην εισαγωγή του βιβλίου του για τις συνέπειες της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ο Κέϊνς έγραψε τα ακόλουθα:
Ωθούμενος από τρελές ψευδαισθήσεις και παράτολμη αυτοεκτίμηση, ο ελληνικός λαός ανέτρεψε τα θεμέλια πάνω στα οποία όλοι ζούσαμε και χτίζαμε. Αλλά οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης πήραν το ρίσκο να ολοκληρώσουν την καταστροφή που η Ελλάδα άρχισε, με ένα πακέτο οικονομικής στήριξης που εάν εφαρμοστεί θα υποσκάψει ακόμη ποερισσότερο, αντί να αποκαταστήσει, την ευαίσθητη, περίπλοκη οργάνωση, που ήδη ταρακουνήθηκε και διαλύθηκε με την κρίση του 2008, μέσω της οποίας και μόνο οι ευρωπαϊκοί λαοί μπορούν να απασχολούνται και να ζουν.[5]
Δεν είναι, βέβαια, αυτά ακριβώς τα λόγια του Κέϊνς. Αλλά δεν απέχουν πολύ! Το μόνο που έκανα ήταν να αντικαταστήσω μερικές από τις λέξεις του με εκείνες που είναι τονισμένες πιο πάνω. Πράγματι, ο Κέϊνς θα μπορούσε να γράφει για την ελληνική δημοσιονομική καταστροφή και το πακέτο του ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ που επιβλήθηκε αποτελεσματικά στο χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος.
Το επιχείρημά μου εδώ είναι απλό: Το πακέτο των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ είναι το πιο παράξενο είδος τιμωρίας. Στην πραγματικότητα, είναι μια παράλογη ποινή επειδή:
α) αποτελεί μια άσπλαχνη και ασυνήθιστη τιμωρία
β) πρόκειται να ζημιώσει τους τιμωρούς πολύ περισσότερο από μια πιο δίκαιη τιμωρία στην Ελλάδα.[6] Κατά μεγάλη ειρωνεία, από αυτή την άποψη, δεν διαφέρει πολύ την πρωτότυπη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Γιατί ισχυρίζομαι ότι το πακέτο των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ αποτελεί τιμωρία, όταν αυτό που λένε ότι κάνει είναι ότι σώζει την Ελλάδα από τη χρεοκοπία; Επειδή, νομίζω, δεν κάνει τίποτα τέτοιο. Με τα υπέμετρα επιτόκια που χρεώνει και με δεδομένη την αταλάντευτη αντίστασή του σε οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση του υπάρχοντος ελληνικού χρέους, ωθεί την Ελάδα σε περαιτέρω πτώχευση. Ακριβώς όπως ένας άσπλαχνος γιατρός δίνει αρκετά φάρμακα ώστε να κρατήσει λίγο ακόμη τον ασθενή στη ζωή έτσι ώστε να εξακολουθεί να υποφέρει ακόμη από βασανιστικό πόνο, αλλά όχι αρκετά για να τον αποτρέψει να απαλλαγεί από τη θανάσιμη αγωνία, έτσι και το πακέτο των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ παρατείνει την αγωνία του ελληνικού κράτους χωρίς να αποτρέπει την αναπόφευκτη χρεοκοπία. Κι όταν έρθει η χρεοκοπία, θα έρθει σε μια εποχή μικρότερου εθνικού εισοδήματος και υψηλότερου συνολικά επιπέδου χρέους. Δεν είναι λοιπόν παράλογο να περιγράψουμε αυτό το πακέτο ως μια άσπλαχνη και ασυνήθιστη τιμωρία.
Πέραν αυτού, γιατί ισχυρίζομαι ότι το πακέτο των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ είναι αυτοκαταστροφικό για πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία που παρέχουν τα πρόσθετα δάνεια; Η απάντηση είναι απλή: Μετά την Κρίση του 2008, η Γερμανία σάλπαρε σε μη χαρτογραφημένα τρικυμιώδη ύδατα. Για πρώτη φορά σε τριάντα χρόνια, το πλεόνασμά της δεν απορροφήθηκε από το εμπορικό έλλειμμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι το 2008, το γερμανικό θαύμα ήταν οικοδομημένο όχι μόνο πάνω στην τυπική γερμανική σκληρή εργασία και δημοσιονομική υπευθυνότητα αλλά επίσης στη μεγάλη δημοσιονομική ʺ ανευθυνότητα ʺ των Ηνωμένων Πολιτειών που είχαν αρκετά μεγάλα ελλείμματα ώστε να απορροφούν τη βιομηχανική παραγωγή των μεγάλων εθνών της Ευρώπης και της Ασίας. Τώρα, χρειαζόμαστε νέες πηγές δημοσιονομικής ʺ ανευθυνότητας ʺ, έτσι ώστε η Siemens, η BMW και οι υπόλοιποι λαμπεροί βιομηχανικοί γίγαντες της Γερμανίας να μπορούν να βρουν αγοραστές.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να μετατρέπεις χώρες όπως η Ελλάδα σε μια χτυπημένη απ’ τον ήλιο άγονη γη και να υποχρεώνεις την υπόλοιπη Ευρωζώνη σε ένα ακόμη πιο γρήγορο, καθοδικό σε ό, τι αφορά τον αποπληθωρισμό των χρεών φαύλο κύκλο, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να υπονομεύσεις την οικονομία της ίδιας της Γερμανίας. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα θα έχει τις ερήμους που της αξίζουν, αξίζουν οι σκληρά εργαζόμενοι Γερμανοί μια πολιτική ελίτ που τους οδηγεί ολοταχώς στην οικονομική καταστροφή;
Δεν πιστεύω ότι το αξίζουν. Αλλά έχει συμβεί στο παρελθόν και μπορεί να ξανασυμβεί. Για να αναφερθώ, για μια τελευταία φορά, στο βιβλίο που έγραψε ο Κέϊνς το 1920 για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών:
Ίσως να είναι ιστορικά αληθινό ότι καμιά τάξη της κοινωνίας δεν χάνεται παρά από το ίδιο της το χέρι.[7]
Σημειώσεις
[1] – Μεταφρασμένο σε ʺ Το παραλήρημα παραφροσύνης των Γερμανώνʺ. Βλέπε E.F.Heckscher, Mercantilism, Αναθεωρημένη 2η έκδοση, Λονδίνο: London: Allen & Unwin, 1962, τ. 1. σ. 56
[2] – Μετά την επανένωση, στο μέσο της δεκαετίας του 1990 και ύστερα πάλι από το 2002
[3] – John Maynard Keynes (1922). ʺ The World’s Economic Outlookʺ. The Atlantic Monthly.
[4] – Dr Melchior: A Defeated Enemyʺ στο Two Memoirs (1949), επανεκδόθηκε στο Collected Writings, Vol. X: Essays in Biography, σ. 428
[5] – Αντικατέστησα το γερμανικός με ʺελληνικόςʺ, το γαλλικός και βρετανικός με ʺ ευρωπαϊκόςʺ, το γερμανικός με Ελλάδα, το Ειρήνη με ʺ πακέτο οικονομικής στήριξηςʺ, το πόλεμος με ʺ την κρίση του 2008ʺ. Βλέπε ʺ Introduction to John Maynard Keynes”. The Economic Consequences of the Peace, Harcourt Brace New York, 1920.
[6] – Αφήνοντας την Ελλάδα σε αθέτηση και επιτρέποντας στην ΕΚΤ να χρηματοδοτήσει τις τράπεζες (ελληνικές, γαλλικές και γερμανικές).
[7] – Κεφάλαιο 6, σ. 238, The Economic Consequences of the Peace, Harcourt Brace New York, 1920
Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι καθηγητής οικονομικής θεωρίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Τομέα Πολιτικής Οικονομίας του ιδίου Τμήματος.
Πολυεπίπεδη ανάλυση, που θέτει το ζήτημα στις σωστές του βάσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ.