Ευρώπη και μετανάστευση
Στην Ευρώπη η συζήτηση περί μετανάστευσης και πολυπολιτισμικότητας γίνεται από την «δαμόκλειο σπάθη» των χαρακτηρισμών του «ρατσισμού»,της «ξενοφοβίας» και της «μη ανεκτικότητας».
Από τον φόβο της λεκτικής αυτής επίθεσης και της συνακόλουθης ηθικής σπίλωσης πολλοί λίγοι από τους καθοδηγητές της κοινής γνώμης, την πολιτική, την ακαδημαϊκή και την δημοσιογραφική ελίτ τολμούν να πουν τα πράγματα όπως ενδεχομένως να σκέφτονται.
Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί ένα τμήμα εισήγησης του Ευρωβουλευτή της Σοσιαλιστικής Ομάδας Kevin McNamara στην κοινοβουλευτική διάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης την 1/9/2003 αναφορικά με το θέμα των ρατσιστικών, ξενοφοβικών και μη ανεκτικών πολιτικών συζητήσεων:
«Συζητήσεις και πολιτικές συχνά παρουσιάζουν το εσωτερικό πρόβλημα ως «μετανάστευση» ή «κουλτούρα» παρά ως «μετανάστες» και «ξένοι» και αποφεύγουν να επικαλούνται συγκεκριμένες φυλές ή εθνικότητες, παρ’ όλα αυτά η χρησιμοποιούμενη γλώσσα και τα επικαλούμενα θέματα θέτουν ξεκάθαρα και αναπόφευκτα στον κοινό νου την υπόνοια ότι οι ξένοι είναι κυρίως μη παραγωγικοί, καταναλώνουν πόρους, είναι απειλητικοί, εγκληματίες και επικίνδυνοι. Παρ’ όλο που η συζήτηση επί της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας, των μεταναστευτικών πολιτικών και των πολιτισμικών κοινωνιών είναι σημαντική και νόμιμη, αυτή η προσέγγιση είναι ρατσιστική, ξενοφοβική και λανθασμένη».
Είναι εμφανές ότι με το σκεπτικό αυτό, η αναφορά στους κινδύνους από την πολυπολιτισμικότητα και την μετανάστευση θεωρείται εξ’ αρχής «λανθασμένη», «ρατσιστική», «ξενοφοβική». Δηλαδή το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενθαρρύνει τον διάλογο για τα θέματα αυτά μόνο αν ο διάλογος κάνει λόγο για τις όποιες «θετικές» πλευρές τους! Επιπλέον, αν κάποιο κόμμα συμπεριλάβει τέτοιες απόψεις στο πολιτικό του πρόγραμμα, θα πρέπει να τιμωρηθεί. Πιο συγκεκριμένα το σχετικό χωρίο τονίζει ότι: ¨
«Η συμπερίληψη ρατσιστικής, ξενοφοβικής ή μη ανεκτικής ρητορικής ή προπαγάνδας στο δημοσιευμένο πρόγραμμα και στις πολιτικές ενός κόμματος θα δικαιολογούσε μία πιο αποφασιστική αντίδραση από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές».
Όπως επιτυχημένα σχολιάζει ο ισραηλινός συγγραφέας Άμος Όζ: «Σήμερα, αφού βγήκαμε από το κακό της ολοκληρωτικής κυριαρχίας, έχουμε πελώριο σεβασμό για τους πολιτισμούς. Για τη διαφορετικότητα. Για τον πλουραλισμό. Γνωρίζω ότι υπάρχουν και ορισμένοι που είναι διατεθειμένοι να σκοτώσουν όποιον δεν είναι οπαδός του πλουραλισμού... Οι μειονότητες δεν πρέπει ποτέ να κατηγορούνται. Τα θύματα είναι εξ’ ορισμού ηθικά καθαρά... Εσείς και εγώ είμαστε πάντα καλά πρόσωπα. Ο διάβολος είναι το κατεστημένο. Αυτό κατά την γνώμη μου, είναι ηθικό κιτς».
Το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο,ώστε ακόμα και ο (τότε) ύπατος αρμοστής του ΟΗΕ για την μετανάστευση Ρουντ Λούμπερς γράφοντας πριν από τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο παραδέχθηκε ότι «ανησυχίες σχετικά με την λαθρομετανάστευση, το χαμηλό επίπεδο ενσωμάτωσης ορισμένων κοινοτήτων μεταναστών και τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου έχουν λογική βάση».
Ακόμα και σε χώρες που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζουν εμφανή προβλήματα, τα θέματα που δημιουργούνται από την αυξημένη εισροή προσφύγων, μεταναστών, οικογενειακής επανένωσης, μουσουλμάνων- θέματα, όπως άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού, απομόνωση των κοινοτήτων, αποξένωση, γκετοποιήση, αύξηση της εγκληματικότητας υπάρχουν και επιτείνονται όπως π.χ. στην Σουηδία.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα δεν θα πρέπει να αποδίδονται σε αισθήματα «υπεροψίας» των γηγενών Ευρωπαίων εις βάρος των μεταναστών. Σύμφωνα με ανάλυση του διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου Pew Andrew Kohut οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες δεν επικαλούνται πλέον πολιτισμική υπεροχή έναντι άλλων εθνών. Αντιθέτως πολιτισμική υπεροχή θεωρούν ότι έχουν οι ΗΠΑ, η Νιγηρία και χώρες της Μέσης Ανατολής. Δηλαδή είναι πιθανότερο να διακατέχονται από αισθήματα πολιτισμικής υπεροχής οι μετανάστες που προέρχονται από διάφορες χώρες του κόσμου παρά οι γηγενείς Ευρωπαίοι.
Κατά τον Αμερικανό αναλυτή του κέντρου Νίξον Robert S. Leiken το πολυπολιτισμικό πείραμα της Ευρώπης μπορεί να περιγραφεί ως «καταιονισμός των μειονοτήτων με δικαιώματα, ενώ τις απομόνωνε από την κοινωνία, παρά τις απορροφούσε σε αυτήν». Είναι όντως έτσι;
Οι Baldwin-Edwards και Shain τονίζουν ότι «η δημογραφική κληρονομιά της δεκαετίας του ‘90 (για την Δυτικη Ευρώπη) είναι επίπεδο ρεκόρ κατοίκων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό... Το υψηλό ποσοστό τους... είναι αποτέλεσμα της σωρευτικής επίπτωσης των υψηλών μεταναστευτικών ροών για μία μεγάλη χρονική περίοδο, συνδυαζόμενων με χαμηλούς ρυθμούς γεννητικότητας των γηγενών σε όλη την Ευρώπη». Κατά τους ιδίους «η Ευρώπη γίνεται de facto πολυπολιτισμική». Έτσι και στην διαπίστωση της Ευρώπης ταιριάζει η διαπίστωση του Huntington ότι «χωρίς εθνική συζήτηση ή ενσυνείδητη απόφαση, η Αμερική μετασχηματίζεται σε μία πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή που ήταν». Όμως, η διαμόρφωση μίας κατάστασης λόγω κακής εφαρμογής ή ανυπαρξίας μεταναστευτικής πολιτικής δεν εξασφαλίζει ούτε κατ’ ελάχιστον την συναίνεση των Ευρωπαίων πολιτών προς μία τέτοια κατεύθυνση.
Αναφορικά με την ενσωμάτωση των μεταναστών στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικά μοντέλα. Το ένα είναι το «φιλελεύθερο» που ακολουθήθηκε κυρίως από την Βρετανία και την Ολλανδία και το δεύτερο είναι το «αφομοιωτικό» που ακολουθήθηκε στην Γαλλία. Οι Baldwin-Edwards και Schain ονομάζουν το πρώτο μοντέλο «πολιτισμικό» και το δεύτερο «ρεπουμπλικανικό».
Οι Baldwin-Edwards και Schain κάνουν λόγο και για το «εθνοτικό» μοντέλο το οποίο εκφράζει μία εθνοτικώς ομοιογενή κοινωνία και αποκλείει τους μετανάστες από την υπηκοότητα και την ενσωμάτωση σε αυτήν. Συνήθως ακολουθεί το δίκαιο του αίματος (ius sanguinis) και τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Γερμανία. Αντιθέτως τόσο στο ρεπουμπλικανικό, όσο και στο πολυπολιτισμικό μοντέλο το σύνηθες είναι το δίκαιον του εδάφους (ius soli) το οποίο παρέχει την δυνατότητα απόκτησης υπηκοότητας στην δεύτερη γενιά μεταναστών. Στην Βρετανία και την Ολλανδία «η πολιτική κοινότητα βασίζεται στο Σύνταγμα, τους νόμους και την υπηκοότητα... Από τους μετανάστες απαιτείται η τήρηση των πολιτικών κανόνων αλλά αναγνωρίζονται οι πολιτισμικές και οι εθνοτικές διαφορές». Στην Γαλλία «το έθνος ορίζεται ως η πολιτική κοινότητα,με Σύνταγμα, νόμους και υπηκοότητα. Οι μετανάστες μπορούν να «αφομοιωθούν» στην κοινωνία, εφόσον δεχθούν τους πολιτικούς κανόνες και την εθνική κουλτούρα».
Οι δύο πρώτες χώρες (Βρετανία, Ολλανδία) ακολούθησαν μία πολιτική, η οποία ενθάρρυνε την προσκόλληση των μεταναστών στις εθνοτικές τους κοινότητες και στον πολιτισμό τους, ενώ το κράτος έλαβε μέτρα «θετικών διακρίσεων» υπέρ των μεταναστών. Όπως αναφέρει η ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ Άννα Τριανταφυλλίδου «η Βρετανία έχει... μία φιλελεύθερη πολιτική υπηκοότητας (οι αλλοδαποί μπορούν να κάνουν αίτηση για υπηκοότητα μετά από 5 χρόνια νόμιμης διαμονής στην χώρα και μπορούν να κάνουν αίτηση για άδεια διαμονής αορίστου χρόνου μετά από 4 χρόνια νόμιμης διαμονής), αλλά ακολουθεί ακολουθεί ένα μοντέλο ενσωμάτωσης βασιζόμενο στις εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες. Κατά την βρετανική προσέγγιση τα συλλογικά δικαιώματα και τα αιτήματα των εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων αναγνωρίζονται και ικανοποιούνται».
Για την Ολλανδία η Τριανταφυλλίδου τονίζει ότι «η περίπτωση της Ολλανδίας μοιάζει περισσότερο με το βρετανικό υπόδειγμα. Ακολούθησε το λεγόμενο «συναινετικό» μοντέλο»... Στο μοντέλο αυτό, οι εθνοτικές μειονότητες θα ενσωματώνονταν χαλαρά και σχετικά αυτόνομα... Παρ’όλα αυτά, κατά τα τελευταία δύο χρόνια (2005-7) πολλοί Ολλανδοί πολιτικοί και διανοούμενοι έχουν υποστηρίξει ότι το μοντέλο αυτό είναι πολύ χαλαρό και ότι η ενσωμάτωση έχει αποτύχει. Οι Ολλανδοί πολίτες από διαφορετικές εθνοτικές καταγωγές ζούσαν εξ’ αρχής και εξακολουθούν να ζουν παράλληλες ζωές χωρίς να έχουν ενσωματωθεί πλήρως σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα».
Και στην Γαλλία το «έθνος» οριζόταν με βάση την πίστη στο Σύνταγμα, τους νόμους και την υπηκοότητα αλλά «οι μετανάστες μπορούσαν να αφομοιωθούν στην κοινωνία, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονταν τους πολιτικούς κανόνες και την εθνική κουλτούρα».
Η Γαλλία επομένως δεν διέκρινε τους πολίτες της με βάση την εθνότητα ή το θρήσκευμα. Ήταν «Γάλλοι» εφόσον ασπάζονταν τις γαλλικές αξίες. Με αυτό το σκεπτικό η χώρα δεν έπαιρνε κανένα μέτρο «θετικής διάκρισης».
Η Άννα Τριανταφυλλίδου τονίζει: «Το Γαλλικό μοντέλο προωθούσε την ατομική αφομοίωση σε μία κυρίαρχη Γαλλική πολιτική κουλτούρα... αφήνοντας την έκφραση των θρησκευτικών και εθνοτικών διαφορών στον προσωπικό κόσμο. Η Γαλλία ακολούθησε επίσης μία πολιτική ανοικτής υπηκοότητας βασιζομένης στην αρχή δίκαιον του εδάφους (ius soli: τα παιδιά που γεννιώνται στην Γαλλία γίνονται αυτομάτως Γάλλοι πολίτες).
Αυτή η ατομικιστική άποψη της ενσωμάτωσης δεν έχει, παρ’ όλα αυτά συμβάλλει σε μία πιό ενεργή πολιτική ενσωμάτωση των εκ μετανάστευσης πολιτών».
Η Γερμανία και η Αυστρία ακολούθησαν την πολιτική των «φιλοξενούμενων εργατών»,η οποία βασιζόταν στην άποψη ότι οι μετανάστες ήταν προσωρινοί και ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Το κατά Baldwin-Edwards και Schain «εθνοτικό» μοντέλο αποτελούσε την δομική έκφραση μίας εθνοτικά ομοιογενούς κοινωνίας η οποία ουσιαστικά απέκλειε τους μετανάστες από την υπηκοότητα και την κοινωνία εν γένει. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλάμε για «μοντέλο» ενσωμάτωσης μεταναστών.
ΥΓ: Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούν απόψεις Ευρωπαίων ακαδημαϊκών, πολιτικών, δημοσιογράφων, καθηγητών για τις επιπτώσεις του πολυπολιτισμού, τις οποίες καλά θα κάνουν να γνωρίζουν οι «κύριοι» του ΠΑΣΟΚ προτού αρχίσουν να δίνουν κώδικα ιθαγένειας στους «νόμιμους» μετανάστες.
Πηγή: «Το τέλος μίας ουτοπίας»
Συγγραφέας: Γιάννης Κολοβός
Από τον φόβο της λεκτικής αυτής επίθεσης και της συνακόλουθης ηθικής σπίλωσης πολλοί λίγοι από τους καθοδηγητές της κοινής γνώμης, την πολιτική, την ακαδημαϊκή και την δημοσιογραφική ελίτ τολμούν να πουν τα πράγματα όπως ενδεχομένως να σκέφτονται.
Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί ένα τμήμα εισήγησης του Ευρωβουλευτή της Σοσιαλιστικής Ομάδας Kevin McNamara στην κοινοβουλευτική διάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης την 1/9/2003 αναφορικά με το θέμα των ρατσιστικών, ξενοφοβικών και μη ανεκτικών πολιτικών συζητήσεων:
«Συζητήσεις και πολιτικές συχνά παρουσιάζουν το εσωτερικό πρόβλημα ως «μετανάστευση» ή «κουλτούρα» παρά ως «μετανάστες» και «ξένοι» και αποφεύγουν να επικαλούνται συγκεκριμένες φυλές ή εθνικότητες, παρ’ όλα αυτά η χρησιμοποιούμενη γλώσσα και τα επικαλούμενα θέματα θέτουν ξεκάθαρα και αναπόφευκτα στον κοινό νου την υπόνοια ότι οι ξένοι είναι κυρίως μη παραγωγικοί, καταναλώνουν πόρους, είναι απειλητικοί, εγκληματίες και επικίνδυνοι. Παρ’ όλο που η συζήτηση επί της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας, των μεταναστευτικών πολιτικών και των πολιτισμικών κοινωνιών είναι σημαντική και νόμιμη, αυτή η προσέγγιση είναι ρατσιστική, ξενοφοβική και λανθασμένη».
Είναι εμφανές ότι με το σκεπτικό αυτό, η αναφορά στους κινδύνους από την πολυπολιτισμικότητα και την μετανάστευση θεωρείται εξ’ αρχής «λανθασμένη», «ρατσιστική», «ξενοφοβική». Δηλαδή το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενθαρρύνει τον διάλογο για τα θέματα αυτά μόνο αν ο διάλογος κάνει λόγο για τις όποιες «θετικές» πλευρές τους! Επιπλέον, αν κάποιο κόμμα συμπεριλάβει τέτοιες απόψεις στο πολιτικό του πρόγραμμα, θα πρέπει να τιμωρηθεί. Πιο συγκεκριμένα το σχετικό χωρίο τονίζει ότι: ¨
«Η συμπερίληψη ρατσιστικής, ξενοφοβικής ή μη ανεκτικής ρητορικής ή προπαγάνδας στο δημοσιευμένο πρόγραμμα και στις πολιτικές ενός κόμματος θα δικαιολογούσε μία πιο αποφασιστική αντίδραση από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές».
Όπως επιτυχημένα σχολιάζει ο ισραηλινός συγγραφέας Άμος Όζ: «Σήμερα, αφού βγήκαμε από το κακό της ολοκληρωτικής κυριαρχίας, έχουμε πελώριο σεβασμό για τους πολιτισμούς. Για τη διαφορετικότητα. Για τον πλουραλισμό. Γνωρίζω ότι υπάρχουν και ορισμένοι που είναι διατεθειμένοι να σκοτώσουν όποιον δεν είναι οπαδός του πλουραλισμού... Οι μειονότητες δεν πρέπει ποτέ να κατηγορούνται. Τα θύματα είναι εξ’ ορισμού ηθικά καθαρά... Εσείς και εγώ είμαστε πάντα καλά πρόσωπα. Ο διάβολος είναι το κατεστημένο. Αυτό κατά την γνώμη μου, είναι ηθικό κιτς».
Το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο,ώστε ακόμα και ο (τότε) ύπατος αρμοστής του ΟΗΕ για την μετανάστευση Ρουντ Λούμπερς γράφοντας πριν από τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο παραδέχθηκε ότι «ανησυχίες σχετικά με την λαθρομετανάστευση, το χαμηλό επίπεδο ενσωμάτωσης ορισμένων κοινοτήτων μεταναστών και τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου έχουν λογική βάση».
Ακόμα και σε χώρες που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζουν εμφανή προβλήματα, τα θέματα που δημιουργούνται από την αυξημένη εισροή προσφύγων, μεταναστών, οικογενειακής επανένωσης, μουσουλμάνων- θέματα, όπως άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού, απομόνωση των κοινοτήτων, αποξένωση, γκετοποιήση, αύξηση της εγκληματικότητας υπάρχουν και επιτείνονται όπως π.χ. στην Σουηδία.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα δεν θα πρέπει να αποδίδονται σε αισθήματα «υπεροψίας» των γηγενών Ευρωπαίων εις βάρος των μεταναστών. Σύμφωνα με ανάλυση του διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου Pew Andrew Kohut οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες δεν επικαλούνται πλέον πολιτισμική υπεροχή έναντι άλλων εθνών. Αντιθέτως πολιτισμική υπεροχή θεωρούν ότι έχουν οι ΗΠΑ, η Νιγηρία και χώρες της Μέσης Ανατολής. Δηλαδή είναι πιθανότερο να διακατέχονται από αισθήματα πολιτισμικής υπεροχής οι μετανάστες που προέρχονται από διάφορες χώρες του κόσμου παρά οι γηγενείς Ευρωπαίοι.
Κατά τον Αμερικανό αναλυτή του κέντρου Νίξον Robert S. Leiken το πολυπολιτισμικό πείραμα της Ευρώπης μπορεί να περιγραφεί ως «καταιονισμός των μειονοτήτων με δικαιώματα, ενώ τις απομόνωνε από την κοινωνία, παρά τις απορροφούσε σε αυτήν». Είναι όντως έτσι;
Οι Baldwin-Edwards και Shain τονίζουν ότι «η δημογραφική κληρονομιά της δεκαετίας του ‘90 (για την Δυτικη Ευρώπη) είναι επίπεδο ρεκόρ κατοίκων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό... Το υψηλό ποσοστό τους... είναι αποτέλεσμα της σωρευτικής επίπτωσης των υψηλών μεταναστευτικών ροών για μία μεγάλη χρονική περίοδο, συνδυαζόμενων με χαμηλούς ρυθμούς γεννητικότητας των γηγενών σε όλη την Ευρώπη». Κατά τους ιδίους «η Ευρώπη γίνεται de facto πολυπολιτισμική». Έτσι και στην διαπίστωση της Ευρώπης ταιριάζει η διαπίστωση του Huntington ότι «χωρίς εθνική συζήτηση ή ενσυνείδητη απόφαση, η Αμερική μετασχηματίζεται σε μία πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή που ήταν». Όμως, η διαμόρφωση μίας κατάστασης λόγω κακής εφαρμογής ή ανυπαρξίας μεταναστευτικής πολιτικής δεν εξασφαλίζει ούτε κατ’ ελάχιστον την συναίνεση των Ευρωπαίων πολιτών προς μία τέτοια κατεύθυνση.
Αναφορικά με την ενσωμάτωση των μεταναστών στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικά μοντέλα. Το ένα είναι το «φιλελεύθερο» που ακολουθήθηκε κυρίως από την Βρετανία και την Ολλανδία και το δεύτερο είναι το «αφομοιωτικό» που ακολουθήθηκε στην Γαλλία. Οι Baldwin-Edwards και Schain ονομάζουν το πρώτο μοντέλο «πολιτισμικό» και το δεύτερο «ρεπουμπλικανικό».
Οι Baldwin-Edwards και Schain κάνουν λόγο και για το «εθνοτικό» μοντέλο το οποίο εκφράζει μία εθνοτικώς ομοιογενή κοινωνία και αποκλείει τους μετανάστες από την υπηκοότητα και την ενσωμάτωση σε αυτήν. Συνήθως ακολουθεί το δίκαιο του αίματος (ius sanguinis) και τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Γερμανία. Αντιθέτως τόσο στο ρεπουμπλικανικό, όσο και στο πολυπολιτισμικό μοντέλο το σύνηθες είναι το δίκαιον του εδάφους (ius soli) το οποίο παρέχει την δυνατότητα απόκτησης υπηκοότητας στην δεύτερη γενιά μεταναστών. Στην Βρετανία και την Ολλανδία «η πολιτική κοινότητα βασίζεται στο Σύνταγμα, τους νόμους και την υπηκοότητα... Από τους μετανάστες απαιτείται η τήρηση των πολιτικών κανόνων αλλά αναγνωρίζονται οι πολιτισμικές και οι εθνοτικές διαφορές». Στην Γαλλία «το έθνος ορίζεται ως η πολιτική κοινότητα,με Σύνταγμα, νόμους και υπηκοότητα. Οι μετανάστες μπορούν να «αφομοιωθούν» στην κοινωνία, εφόσον δεχθούν τους πολιτικούς κανόνες και την εθνική κουλτούρα».
Οι δύο πρώτες χώρες (Βρετανία, Ολλανδία) ακολούθησαν μία πολιτική, η οποία ενθάρρυνε την προσκόλληση των μεταναστών στις εθνοτικές τους κοινότητες και στον πολιτισμό τους, ενώ το κράτος έλαβε μέτρα «θετικών διακρίσεων» υπέρ των μεταναστών. Όπως αναφέρει η ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ Άννα Τριανταφυλλίδου «η Βρετανία έχει... μία φιλελεύθερη πολιτική υπηκοότητας (οι αλλοδαποί μπορούν να κάνουν αίτηση για υπηκοότητα μετά από 5 χρόνια νόμιμης διαμονής στην χώρα και μπορούν να κάνουν αίτηση για άδεια διαμονής αορίστου χρόνου μετά από 4 χρόνια νόμιμης διαμονής), αλλά ακολουθεί ακολουθεί ένα μοντέλο ενσωμάτωσης βασιζόμενο στις εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες. Κατά την βρετανική προσέγγιση τα συλλογικά δικαιώματα και τα αιτήματα των εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων αναγνωρίζονται και ικανοποιούνται».
Για την Ολλανδία η Τριανταφυλλίδου τονίζει ότι «η περίπτωση της Ολλανδίας μοιάζει περισσότερο με το βρετανικό υπόδειγμα. Ακολούθησε το λεγόμενο «συναινετικό» μοντέλο»... Στο μοντέλο αυτό, οι εθνοτικές μειονότητες θα ενσωματώνονταν χαλαρά και σχετικά αυτόνομα... Παρ’όλα αυτά, κατά τα τελευταία δύο χρόνια (2005-7) πολλοί Ολλανδοί πολιτικοί και διανοούμενοι έχουν υποστηρίξει ότι το μοντέλο αυτό είναι πολύ χαλαρό και ότι η ενσωμάτωση έχει αποτύχει. Οι Ολλανδοί πολίτες από διαφορετικές εθνοτικές καταγωγές ζούσαν εξ’ αρχής και εξακολουθούν να ζουν παράλληλες ζωές χωρίς να έχουν ενσωματωθεί πλήρως σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα».
Και στην Γαλλία το «έθνος» οριζόταν με βάση την πίστη στο Σύνταγμα, τους νόμους και την υπηκοότητα αλλά «οι μετανάστες μπορούσαν να αφομοιωθούν στην κοινωνία, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονταν τους πολιτικούς κανόνες και την εθνική κουλτούρα».
Η Γαλλία επομένως δεν διέκρινε τους πολίτες της με βάση την εθνότητα ή το θρήσκευμα. Ήταν «Γάλλοι» εφόσον ασπάζονταν τις γαλλικές αξίες. Με αυτό το σκεπτικό η χώρα δεν έπαιρνε κανένα μέτρο «θετικής διάκρισης».
Η Άννα Τριανταφυλλίδου τονίζει: «Το Γαλλικό μοντέλο προωθούσε την ατομική αφομοίωση σε μία κυρίαρχη Γαλλική πολιτική κουλτούρα... αφήνοντας την έκφραση των θρησκευτικών και εθνοτικών διαφορών στον προσωπικό κόσμο. Η Γαλλία ακολούθησε επίσης μία πολιτική ανοικτής υπηκοότητας βασιζομένης στην αρχή δίκαιον του εδάφους (ius soli: τα παιδιά που γεννιώνται στην Γαλλία γίνονται αυτομάτως Γάλλοι πολίτες).
Αυτή η ατομικιστική άποψη της ενσωμάτωσης δεν έχει, παρ’ όλα αυτά συμβάλλει σε μία πιό ενεργή πολιτική ενσωμάτωση των εκ μετανάστευσης πολιτών».
Η Γερμανία και η Αυστρία ακολούθησαν την πολιτική των «φιλοξενούμενων εργατών»,η οποία βασιζόταν στην άποψη ότι οι μετανάστες ήταν προσωρινοί και ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Το κατά Baldwin-Edwards και Schain «εθνοτικό» μοντέλο αποτελούσε την δομική έκφραση μίας εθνοτικά ομοιογενούς κοινωνίας η οποία ουσιαστικά απέκλειε τους μετανάστες από την υπηκοότητα και την κοινωνία εν γένει. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλάμε για «μοντέλο» ενσωμάτωσης μεταναστών.
ΥΓ: Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούν απόψεις Ευρωπαίων ακαδημαϊκών, πολιτικών, δημοσιογράφων, καθηγητών για τις επιπτώσεις του πολυπολιτισμού, τις οποίες καλά θα κάνουν να γνωρίζουν οι «κύριοι» του ΠΑΣΟΚ προτού αρχίσουν να δίνουν κώδικα ιθαγένειας στους «νόμιμους» μετανάστες.
Πηγή: «Το τέλος μίας ουτοπίας»
Συγγραφέας: Γιάννης Κολοβός
Πολυπολιτισμός και αφομοίωση, οξύμωρο σχήμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή