Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Ευρώπης
Η αναγόρευση της Ευρώπης σε μετωνυμία του διαφωτισμού και της προόδου διαγράφει όλη τη σκοτεινή πλευρά της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού, της κρατικής βίας, του ναζισμού, δύο παγκοσμίων πολέμων και του Ολοκαυτώματος. Και συσκοτίζει ότι στην πραγματικότητα η αντίθεση στον εγγενώς αντιδημοκρατικό και καταναγκαστικό φιλελεύθερο χαρακτήρα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», είναι «εξίσου ευρωπαϊκή». Η Ευρώπη είναι σε ένα σταυροδρόμι…
Του Παναγιώτη Σωτήρη
«Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» διαπίστωνε ο Μαρκέλλος στον σαιξπηρικό Άμλετ. Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και για την «Ενωμένη Ευρώπη».
Στην οικονομία, η βασική συνεισφορά της Ευρώπης μετά την οικονομική κρίση είναι να παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» της παγκόσμιας οικονομίας. Ο συνδυασμός ανάμεσα στο ευρώ και τις γερμανικής έμπνευσης πολιτικές λιτότητας έχει προσφέρει ένα καινούργιο οικονομικό πρόβλημα: τον στασιμο-αποπληθωρισμό, δηλαδή τον συνδυασμό ανάμεσα σε οικονομική στασιμότητα και αποπληθωρισμό (0,6% τον Ιανουάριο). Θυμίζουμε ότι ο Κέυνς θεωρούσε τον αποπληθωρισμό χειρότερο από τον πληθωρισμό γιατί «είναι χειρότερο, σε έναν εξαθλιωμένο κόσμο, να προκαλέσεις ανεργία από το να απογοητεύσεις τον εισοδηματία».
Πολιτικά, η συνεισφορά της είναι η παρέλαση διαφόρων παραλλαγών του νεοφιλελευθερισμού και του «ακραίου κέντρου» που ομιλούν την ίδια vulgate του μείγματος τεχνοκρατισμού και λιτότητας, επιτυγχάνοντας με ελάχιστες εξαιρέσεις την γρήγορη απαξίωση των εκφραστών τους, όπως δείχνει η εναλλαγή Σαρκοζί με Ολάντ. Οι όποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις ακούγονται σε επίπεδο ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, για παράδειγμα η προσπάθεια για μερική χαλάρωση της λιτότητας με ταυτόχρονο βάθεμα των αναδιαρθρώσεων και των «μεταρρυθμίσεων», όπως προτείνει ο Ρέντσι, όχι μόνο δεν υφίστανται της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, αλλά, σύμφωνα και με την εύστοχη παρατήρηση του Φρεντρίκ Λορντόν, ισοδυναμούν με το να θέλουμε «να διαλέξουμε την πανούκλα ενάντια στη χολέρα».
Ιδεολογικά, η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει πολύ λίγες νέες ιδέες πέραν της πλήρους κατίσχυσης ενός γερμανικής έμπνευσης ordoliberalismus, της ταχείας απομείωσης του αριστερού ριζοσπαστισμού προς όφελος σοσιαλδημοκρατικών ρητορειών και ενός ατελέσφορου ευρωπαϊσμού και της ανόδου μίας –δυστυχώς- ευφυούς ακροδεξιάς, που εκμεταλλεύεται το πραγματικό δημοκρατικό έλλειμμα και την κρίση νομιμοποίησης. Την ίδια ώρα η βαρύτητα της Ε.Ε. στην παγκόσμια παραγωγή επιστημονικής γνώσης και τεχνολογίας υποχωρεί: ήδη από το 2012 και μετά η Κίνα ξεπέρασε τη συνολική δαπάνη της Ε.Ε.-28 για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ το 2010 η ΕΕ παραδέχτηκε ότι η περίφημη «στρατηγική της Λισαβόνας», που εξαγγέλθηκε πανηγυρικά το 2000 για την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, απλώς απέτυχε.
Σε επίπεδο ταυτότητας, ετοιμάζεται για έναν επικίνδυνο «πόλεμο των πολιτισμών» στην καρδιά της, δοκιμάζοντας, υπό το μανδύα της απάντησης στον «ισλαμικό κίνδυνο», να εξαπολύσει μία τεράστια επίθεση απέναντι σε ένα μεγάλο μέρος των φτωχών και των εργαζομένων της, που τυγχάνουν μουσουλμάνοι και μετανάστες, την ίδια ώρα που έχει μετατρέψει τα εξωτερικά της σύνορα σε ένα τεράστιο νεκροταφείο μεταναστών (3.419 νεκροί μετανάστες και πρόσφυγες στη Μεσόγειο μόνο το 2014). Ούτε είναι τυχαίο ότι αρχίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη να μην αποτελούν παράγοντες «συνοχής». Η αποδιάρθρωση της Βρετανίας μέσα από την άνοδο του κινήματος ανεξαρτησίας της Σκωτίας, η διαρκής κρίση του Βελγίου, αλλά και η κατάρρευση των συμβιβασμών του ισπανικού συντάγματος του 1978, σε αυτή την αποδιάρθρωση παραπέμπουν.
Γεωπολιτικά, έχει βρεθεί απλώς στη θέση να αποτελεί τον «χρήσιμο ηλίθιο» σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς άλλων, πληρώνοντας, χωρίς φυσικά να εισπράττει οποιοδήποτε όφελος, το κόστος της κρίσης στην Ουκρανία και των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, πρώτη απ’ όλους η Γερμανία, που κατεξοχήν είχε επενδύσει για πολλά χρόνια στην Ostpolitik. Επιπλέον, τη μόνη φορά που κλήθηκε να δείξει εάν μπορεί να είναι μηχανισμός αλληλεγγύης –δηλαδή στην αναμέτρηση με μία κρίση χρέους που σε μεγάλο βαθμό επιδεινώθηκε από το ευρώ-, λειτούργησε ως το ακριβώς αντίθετο. Ως ένας πειθαρχικός μηχανισμός που μετέτρεψε χώρες όπως η Ελλάδα σε αποικίες χρέους και λιτότητας.
Όμως, η κρίση του «ευρωπαϊκού οράματος» δεν είναι κάτι το συγκυριακό. Σε μεγάλο βαθμό και αμερικανικής έμπνευσης (γνωστές οι σχέσεις του Ζαν Μονέ με τις ΗΠΑ) η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», θεωρήθηκε καλύτερος μοχλός ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου από τις διάφορες ιδέες που στο παρελθόν είχαν δυναμιτίσει την Ευρώπη (ειδικά καθεστώτα, τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποστρατικοποιημένες ζώνες). Άλλωστε, χρειάστηκε η ταπεινωτική συνειδητοποίηση του τέλους της αποικιοκρατίας στον Ινδοκίνα και το Σουέζ για να φτάσουμε στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Εξαρχής ένα διαρκές και ατέρμονο πεδίο διαπραγματεύσεων, ανταγωνισμών και αποτυχιών, η ΕΟΚ κινδύνευσε να καταρρεύσει στην αρχή, πέρασε μία περίοδο κρίσης στη δεκαετία του 1960 και για μία εικοσαετία έκανε απλώς αποτυχημένες απόπειρες μέχρι να έρθει καθυστερημένα η συνθήκη του Μάαστριχτ και όλη η ακολουθία που οδήγησε στο ευρώ και τις επιπτώσεις του, τις οποίες ακόμη βλέπουμε.
Στη διαδρομή για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 έχασε την περίφημη «Κοινωνική Χάρτα» -και όχι μόνο εξαιτίας του βρετανικού βέτο- και κάθε σκέψη για διαμόρφωση ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου που να υπερβαίνει τυχόν δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους εθνικές ρυθμίσεις, ενώ κατάφερε να μην αποκτήσει άλλη κοινή πολιτική εξωτερικών και άμυνας, πέραν αυτής που ούτως ή άλλως αποφασιζόταν στο ευρωατλαντικό επίπεδο. Η αμερικανική υπονόμευση των σχεδίων Μιτεράν, Κολ και Γκορμπατσόφ για κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας και η αδυναμία της Ευρώπης να χειριστεί τη γιουγκοσλαβική τραγωδία –στην οποία όμως, είχε συμβάλει αποφασιστικά με την πρόωρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας το 1991-, τελικά συνέβαλαν στο να είναι το ΝΑΤΟ ο βασικός φορέας «πολιτικών ασφάλειας», ή ακόμη χειρότερα οι κάθε λογής «συμμαχίες των προθύμων». Ακόμη και έτσι δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει την πλήρη υπερατλαντική «εμπιστοσύνη», όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις για τις εκτεταμένες υποκλοπές των επικοινωνιών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων –ακόμη και της γερμανικής!- από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Το πιο μεγάλο «άλμα προς τα εμπρός» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η διεύρυνση, στην πραγματικότητα πάτησε πάνω στη νεοφιλελεύθερη αποικιοποίηση των τέως σοσιαλιστικών χωρών (με κορυφαίο παράδειγμα την εξαιρετικά άνιση ενοποίηση της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας), την αντιμετώπισή τους ως επενδυτικής ενδοχώρας και την αξιοποίηση του μανιώδους αντικομμουνισμού και του καταναγκαστικού ευρωατλαντισμού τους.
Το δημοκρατικό έλλειμμα της «Ενωμένης Ευρώπης» παραμένει δομικό. Οποτεδήποτε τέθηκαν κρίσιμες τομές της ολοκλήρωσης στη δοκιμασία της λαϊκής βούλησης, αυτές είτε απορρίφθηκαν με κορυφαία την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος το 2005, είτε αποδοκιμάστηκαν έντονα (η παρ’ ολίγον απόρριψη της Συνθήκης του Μάαστριχτ στο γαλλικό δημοψήφισμα). Ούτε βέβαια, είναι τυχαίο ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας προωθήθηκε με ρητή σχεδόν δέσμευση ότι όπου είναι εφικτό δεν θα υπάρξει άμεση προσφυγή στη λαϊκή βούληση (στην Ιρλανδία χρειάστηκαν δύο δημοψηφίσματα για να περάσει!) ή ότι ένα από τα μεγαλύτερα μεταμοντέρνα πραξικοπήματα μεθοδεύτηκε όταν ο Γ. Παπανδρέου τόλμησε να μιλήσει για δημοψήφισμα.
Ένας εμπεδωμένος φόβος για τη δημοκρατία σφραγίζει εξαρχής το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις το Ευρωκοινοβούλιο παραμένει ουσιωδώς διακοσμητικό ως προς τις αρμοδιότητές του, προσφέροντας μία επίφαση «διαβούλευσης» για διαδικασίες απόφασης που ούτως ή άλλως λαμβάνονται σε χώρους και πεδία αποστειρωμένα από κάθε δυνατότητα παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα. Η ΕΕ έχει αποδεχτεί πρακτικές επίσημου και ανοιχτού lobbying, περισσότερο από οποιοδήποτε εθνικό κοινοβούλιο στην Ευρώπη. Στις Βρυξέλλες υπάρχουν πάνω από 30.000 λομπίστες, περίπου όσοι και οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ το φαινόμενο των «περιστρεφόμενων θυρών», δηλαδή της εναλλαγής απασχόλησης στον κόσμο των επιχειρήσεων και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο.
«Ναι, αλλά τι θα γίνει με την Ευρώπη ως το κοινό μας σπίτι;» αναρωτιούνται πολλοί. Αυτή η αναγόρευση της Ευρώπης σε μετωνυμία του διαφωτισμού και της προόδου απλώς διαγράφει όλη την σκοτεινή πλευρά της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού, της κρατικής βίας, του ναζισμού, δύο παγκοσμίων πολέμων και του Ολοκαυτώματος. Και συσκοτίζει ότι στην πραγματικότητα η αντίθεση στον εγγενώς αντιδημοκρατικό και καταναγκαστικό νεοφιλελεύθερο χαρακτήρας της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», είναι εξίσου «ευρωπαϊκή», αν σκεφτούμε ότι η Ευρώπη διαθέτει μία μακρά παράδοση αγώνων, κινημάτων και φυσικά επαναστάσεων για εθνική και λαϊκή κυριαρχία, για κατοχύρωση της δημοκρατίας, για διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης και χειραφέτησης.
Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη είναι σε ένα σταυροδρόμι. Ολοένα και πιο μικρή στην οικονομική και την πολιτική βαρύτητά της, με το παγκόσμιο κέντρο του ενδιαφέροντος, πληθυσμιακά, οικονομικά, τεχνολογικά και πολιτισμικά, να μεταφέρεται αλλού, σε ολοένα και πιο εχθρική σχέση τόσο με τον μεσογειακό όσο και τον ευρασιατικό περίγυρό της, γερασμένη (το 50% του πληθυσμού της Ε.Ε. είναι άνω των 41,9 ετών την ώρα που, π.χ. η Τουρκία έχει το 50%ω του πληθυσμού σε ηλικίες μικρότερες των 30,1 ετών), βυθίζεται σε μία ιδιότυπη παρακμή. «Ο χρόνος της εξαρθρώθηκε» για να θυμηθούμε ξανά τον Άμλετ.
Η πολεμική κραυγή «θέλετε να φύγουμε από την Ευρώπη;», παρά την κωμικοτραγική γεωγραφική αναχώρηση στην οποία παραπέμπει, ακούστηκε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ως απάντηση σε όποιον θεωρεί ότι η ρήξη με ένα νόμισμα που λειτουργεί ως «ατσάλινο κλουβί» της λιτότητας και η ανυπακοή σε συνθήκες που συνεπάγοντα συνεχή επιτροπεία, είναι σήμερα αναγκαίες αφετηρίες. Όμως, η ανάδυση κινημάτων και διεκδικήσεων που διεκδικούν τη ρήξη με αυτή την εκδοχή «Ευρώπης», μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος για να ιχνηλατηθεί η αναγκαία ετεροτροπία μίας άλλης Ευρώπης.
Πηγή Unfollow
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Του Παναγιώτη Σωτήρη
«Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» διαπίστωνε ο Μαρκέλλος στον σαιξπηρικό Άμλετ. Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και για την «Ενωμένη Ευρώπη».
Στην οικονομία, η βασική συνεισφορά της Ευρώπης μετά την οικονομική κρίση είναι να παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» της παγκόσμιας οικονομίας. Ο συνδυασμός ανάμεσα στο ευρώ και τις γερμανικής έμπνευσης πολιτικές λιτότητας έχει προσφέρει ένα καινούργιο οικονομικό πρόβλημα: τον στασιμο-αποπληθωρισμό, δηλαδή τον συνδυασμό ανάμεσα σε οικονομική στασιμότητα και αποπληθωρισμό (0,6% τον Ιανουάριο). Θυμίζουμε ότι ο Κέυνς θεωρούσε τον αποπληθωρισμό χειρότερο από τον πληθωρισμό γιατί «είναι χειρότερο, σε έναν εξαθλιωμένο κόσμο, να προκαλέσεις ανεργία από το να απογοητεύσεις τον εισοδηματία».
Πολιτικά, η συνεισφορά της είναι η παρέλαση διαφόρων παραλλαγών του νεοφιλελευθερισμού και του «ακραίου κέντρου» που ομιλούν την ίδια vulgate του μείγματος τεχνοκρατισμού και λιτότητας, επιτυγχάνοντας με ελάχιστες εξαιρέσεις την γρήγορη απαξίωση των εκφραστών τους, όπως δείχνει η εναλλαγή Σαρκοζί με Ολάντ. Οι όποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις ακούγονται σε επίπεδο ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, για παράδειγμα η προσπάθεια για μερική χαλάρωση της λιτότητας με ταυτόχρονο βάθεμα των αναδιαρθρώσεων και των «μεταρρυθμίσεων», όπως προτείνει ο Ρέντσι, όχι μόνο δεν υφίστανται της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, αλλά, σύμφωνα και με την εύστοχη παρατήρηση του Φρεντρίκ Λορντόν, ισοδυναμούν με το να θέλουμε «να διαλέξουμε την πανούκλα ενάντια στη χολέρα».
Ιδεολογικά, η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει πολύ λίγες νέες ιδέες πέραν της πλήρους κατίσχυσης ενός γερμανικής έμπνευσης ordoliberalismus, της ταχείας απομείωσης του αριστερού ριζοσπαστισμού προς όφελος σοσιαλδημοκρατικών ρητορειών και ενός ατελέσφορου ευρωπαϊσμού και της ανόδου μίας –δυστυχώς- ευφυούς ακροδεξιάς, που εκμεταλλεύεται το πραγματικό δημοκρατικό έλλειμμα και την κρίση νομιμοποίησης. Την ίδια ώρα η βαρύτητα της Ε.Ε. στην παγκόσμια παραγωγή επιστημονικής γνώσης και τεχνολογίας υποχωρεί: ήδη από το 2012 και μετά η Κίνα ξεπέρασε τη συνολική δαπάνη της Ε.Ε.-28 για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ το 2010 η ΕΕ παραδέχτηκε ότι η περίφημη «στρατηγική της Λισαβόνας», που εξαγγέλθηκε πανηγυρικά το 2000 για την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, απλώς απέτυχε.
Σε επίπεδο ταυτότητας, ετοιμάζεται για έναν επικίνδυνο «πόλεμο των πολιτισμών» στην καρδιά της, δοκιμάζοντας, υπό το μανδύα της απάντησης στον «ισλαμικό κίνδυνο», να εξαπολύσει μία τεράστια επίθεση απέναντι σε ένα μεγάλο μέρος των φτωχών και των εργαζομένων της, που τυγχάνουν μουσουλμάνοι και μετανάστες, την ίδια ώρα που έχει μετατρέψει τα εξωτερικά της σύνορα σε ένα τεράστιο νεκροταφείο μεταναστών (3.419 νεκροί μετανάστες και πρόσφυγες στη Μεσόγειο μόνο το 2014). Ούτε είναι τυχαίο ότι αρχίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη να μην αποτελούν παράγοντες «συνοχής». Η αποδιάρθρωση της Βρετανίας μέσα από την άνοδο του κινήματος ανεξαρτησίας της Σκωτίας, η διαρκής κρίση του Βελγίου, αλλά και η κατάρρευση των συμβιβασμών του ισπανικού συντάγματος του 1978, σε αυτή την αποδιάρθρωση παραπέμπουν.
Γεωπολιτικά, έχει βρεθεί απλώς στη θέση να αποτελεί τον «χρήσιμο ηλίθιο» σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς άλλων, πληρώνοντας, χωρίς φυσικά να εισπράττει οποιοδήποτε όφελος, το κόστος της κρίσης στην Ουκρανία και των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, πρώτη απ’ όλους η Γερμανία, που κατεξοχήν είχε επενδύσει για πολλά χρόνια στην Ostpolitik. Επιπλέον, τη μόνη φορά που κλήθηκε να δείξει εάν μπορεί να είναι μηχανισμός αλληλεγγύης –δηλαδή στην αναμέτρηση με μία κρίση χρέους που σε μεγάλο βαθμό επιδεινώθηκε από το ευρώ-, λειτούργησε ως το ακριβώς αντίθετο. Ως ένας πειθαρχικός μηχανισμός που μετέτρεψε χώρες όπως η Ελλάδα σε αποικίες χρέους και λιτότητας.
Όμως, η κρίση του «ευρωπαϊκού οράματος» δεν είναι κάτι το συγκυριακό. Σε μεγάλο βαθμό και αμερικανικής έμπνευσης (γνωστές οι σχέσεις του Ζαν Μονέ με τις ΗΠΑ) η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», θεωρήθηκε καλύτερος μοχλός ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου από τις διάφορες ιδέες που στο παρελθόν είχαν δυναμιτίσει την Ευρώπη (ειδικά καθεστώτα, τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποστρατικοποιημένες ζώνες). Άλλωστε, χρειάστηκε η ταπεινωτική συνειδητοποίηση του τέλους της αποικιοκρατίας στον Ινδοκίνα και το Σουέζ για να φτάσουμε στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Εξαρχής ένα διαρκές και ατέρμονο πεδίο διαπραγματεύσεων, ανταγωνισμών και αποτυχιών, η ΕΟΚ κινδύνευσε να καταρρεύσει στην αρχή, πέρασε μία περίοδο κρίσης στη δεκαετία του 1960 και για μία εικοσαετία έκανε απλώς αποτυχημένες απόπειρες μέχρι να έρθει καθυστερημένα η συνθήκη του Μάαστριχτ και όλη η ακολουθία που οδήγησε στο ευρώ και τις επιπτώσεις του, τις οποίες ακόμη βλέπουμε.
Στη διαδρομή για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 έχασε την περίφημη «Κοινωνική Χάρτα» -και όχι μόνο εξαιτίας του βρετανικού βέτο- και κάθε σκέψη για διαμόρφωση ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου που να υπερβαίνει τυχόν δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους εθνικές ρυθμίσεις, ενώ κατάφερε να μην αποκτήσει άλλη κοινή πολιτική εξωτερικών και άμυνας, πέραν αυτής που ούτως ή άλλως αποφασιζόταν στο ευρωατλαντικό επίπεδο. Η αμερικανική υπονόμευση των σχεδίων Μιτεράν, Κολ και Γκορμπατσόφ για κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας και η αδυναμία της Ευρώπης να χειριστεί τη γιουγκοσλαβική τραγωδία –στην οποία όμως, είχε συμβάλει αποφασιστικά με την πρόωρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας το 1991-, τελικά συνέβαλαν στο να είναι το ΝΑΤΟ ο βασικός φορέας «πολιτικών ασφάλειας», ή ακόμη χειρότερα οι κάθε λογής «συμμαχίες των προθύμων». Ακόμη και έτσι δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει την πλήρη υπερατλαντική «εμπιστοσύνη», όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις για τις εκτεταμένες υποκλοπές των επικοινωνιών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων –ακόμη και της γερμανικής!- από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Το πιο μεγάλο «άλμα προς τα εμπρός» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η διεύρυνση, στην πραγματικότητα πάτησε πάνω στη νεοφιλελεύθερη αποικιοποίηση των τέως σοσιαλιστικών χωρών (με κορυφαίο παράδειγμα την εξαιρετικά άνιση ενοποίηση της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας), την αντιμετώπισή τους ως επενδυτικής ενδοχώρας και την αξιοποίηση του μανιώδους αντικομμουνισμού και του καταναγκαστικού ευρωατλαντισμού τους.
Το δημοκρατικό έλλειμμα της «Ενωμένης Ευρώπης» παραμένει δομικό. Οποτεδήποτε τέθηκαν κρίσιμες τομές της ολοκλήρωσης στη δοκιμασία της λαϊκής βούλησης, αυτές είτε απορρίφθηκαν με κορυφαία την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος το 2005, είτε αποδοκιμάστηκαν έντονα (η παρ’ ολίγον απόρριψη της Συνθήκης του Μάαστριχτ στο γαλλικό δημοψήφισμα). Ούτε βέβαια, είναι τυχαίο ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας προωθήθηκε με ρητή σχεδόν δέσμευση ότι όπου είναι εφικτό δεν θα υπάρξει άμεση προσφυγή στη λαϊκή βούληση (στην Ιρλανδία χρειάστηκαν δύο δημοψηφίσματα για να περάσει!) ή ότι ένα από τα μεγαλύτερα μεταμοντέρνα πραξικοπήματα μεθοδεύτηκε όταν ο Γ. Παπανδρέου τόλμησε να μιλήσει για δημοψήφισμα.
Ένας εμπεδωμένος φόβος για τη δημοκρατία σφραγίζει εξαρχής το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις το Ευρωκοινοβούλιο παραμένει ουσιωδώς διακοσμητικό ως προς τις αρμοδιότητές του, προσφέροντας μία επίφαση «διαβούλευσης» για διαδικασίες απόφασης που ούτως ή άλλως λαμβάνονται σε χώρους και πεδία αποστειρωμένα από κάθε δυνατότητα παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα. Η ΕΕ έχει αποδεχτεί πρακτικές επίσημου και ανοιχτού lobbying, περισσότερο από οποιοδήποτε εθνικό κοινοβούλιο στην Ευρώπη. Στις Βρυξέλλες υπάρχουν πάνω από 30.000 λομπίστες, περίπου όσοι και οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ το φαινόμενο των «περιστρεφόμενων θυρών», δηλαδή της εναλλαγής απασχόλησης στον κόσμο των επιχειρήσεων και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο.
«Ναι, αλλά τι θα γίνει με την Ευρώπη ως το κοινό μας σπίτι;» αναρωτιούνται πολλοί. Αυτή η αναγόρευση της Ευρώπης σε μετωνυμία του διαφωτισμού και της προόδου απλώς διαγράφει όλη την σκοτεινή πλευρά της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού, της κρατικής βίας, του ναζισμού, δύο παγκοσμίων πολέμων και του Ολοκαυτώματος. Και συσκοτίζει ότι στην πραγματικότητα η αντίθεση στον εγγενώς αντιδημοκρατικό και καταναγκαστικό νεοφιλελεύθερο χαρακτήρας της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», είναι εξίσου «ευρωπαϊκή», αν σκεφτούμε ότι η Ευρώπη διαθέτει μία μακρά παράδοση αγώνων, κινημάτων και φυσικά επαναστάσεων για εθνική και λαϊκή κυριαρχία, για κατοχύρωση της δημοκρατίας, για διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης και χειραφέτησης.
Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη είναι σε ένα σταυροδρόμι. Ολοένα και πιο μικρή στην οικονομική και την πολιτική βαρύτητά της, με το παγκόσμιο κέντρο του ενδιαφέροντος, πληθυσμιακά, οικονομικά, τεχνολογικά και πολιτισμικά, να μεταφέρεται αλλού, σε ολοένα και πιο εχθρική σχέση τόσο με τον μεσογειακό όσο και τον ευρασιατικό περίγυρό της, γερασμένη (το 50% του πληθυσμού της Ε.Ε. είναι άνω των 41,9 ετών την ώρα που, π.χ. η Τουρκία έχει το 50%ω του πληθυσμού σε ηλικίες μικρότερες των 30,1 ετών), βυθίζεται σε μία ιδιότυπη παρακμή. «Ο χρόνος της εξαρθρώθηκε» για να θυμηθούμε ξανά τον Άμλετ.
Η πολεμική κραυγή «θέλετε να φύγουμε από την Ευρώπη;», παρά την κωμικοτραγική γεωγραφική αναχώρηση στην οποία παραπέμπει, ακούστηκε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ως απάντηση σε όποιον θεωρεί ότι η ρήξη με ένα νόμισμα που λειτουργεί ως «ατσάλινο κλουβί» της λιτότητας και η ανυπακοή σε συνθήκες που συνεπάγοντα συνεχή επιτροπεία, είναι σήμερα αναγκαίες αφετηρίες. Όμως, η ανάδυση κινημάτων και διεκδικήσεων που διεκδικούν τη ρήξη με αυτή την εκδοχή «Ευρώπης», μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος για να ιχνηλατηθεί η αναγκαία ετεροτροπία μίας άλλης Ευρώπης.
Πηγή Unfollow
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...