Οι χρήσιμοι ηλίθιοι της εξουσίας
Προϊόντος του χρόνου, αποκαλύφθηκε το εύρος της υποστήριξης
που απολαμβάνει η παρούσα κυβέρνηση από τις ΗΠΑ –η οποία προσφάτως μπήκε
σε δοκιμασία λόγω της ευνοϊκής ρύθμισης που προωθείται υπέρ των
φυλακισμένων μελών της εσωτερικής τρομοκρατίας. Στήριξη που αποτελεί
ασυζητητί και το σπουδαιότερο διαπραγματευτικό όπλο που διαθέτει η
ελληνική πλευρά.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράφει ειδικός συνεργάτης*
Στη ζυγαριά των συνομιλιών, αυτό υπερτερεί τόσο της απειλής για
πλήγμα της ίδιας της Ε.Ε. από πιθανή ελληνική χρεοκοπία όσο και του
«χαριτωμένου» επιχειρήματος για τη δημοκρατική νομιμοποίηση που
απολαμβάνει η κυβέρνηση εκ μέρους του ελληνικού λαού για την
ακολουθούμενη τακτική.
Η οξύμωρη στενή σύμπλευση της αμερικανικής υπερδύναμης με
έναν πολιτικό σχηματισμό, που βρίθει ακροαριστερών στοιχείων,
αποδεικνύει ακόμη μια φορά τη σύνθετη φύση των διεθνών σχέσεων, όπου η
ιεράρχηση των συμφερόντων προηγείται παντός άλλου κριτηρίου συνεργασίας.
Η ανάμειξη της Ουάσιγκτον στα ελληνικά πράγματα ήταν έντονη από την
αρχή της εκδήλωσης της κρίσης, πρωτίστως κατά την περίοδο πρωθυπουργίας
του Γιώργου Παπανδρέου. Και οπωσδήποτε επηρέασε καθοριστικά τις κρίσιμες
αποφάσεις όπως τη δραστήρια εμπλοκή του ΔΝΤ στα ευρωπαϊκά πράγματα,
τόσο με δημόσιες τοποθετήσεις όσο, κυρίως, παρασκηνιακά, με διαφόρους
διαύλους. Πέρα από το άμεσο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη τύχη μιας
γεωστρατηγικής περιοχής, που εντάσσεται ανελλιπώς από το 1947 στην
αμερικανική σφαίρα επιρροής, οι επιδιώξεις τους ήσαν σαφώς πιο
φιλόδοξες.
Αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι η κρίση και το «ελληνικό χάος»
συνιστούσαν την κατάλληλη συγκυρία για να τεθεί σε κίνηση η επιχείρηση
αποτροπής της χειραφέτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την αμερικανική
κηδεμονία. Η πιθανότητα αυτή, υπό γερμανική ηγεμονία και με γερμανικές
προδιαγραφές, είχε αρχίσει να διαγράφεται έντονα στον ορίζοντα. Αυτό,
δηλαδή, που επεδίωξε να αποτρέψει η αρχική σύλληψη για τη συγκρότηση
μιας ευρωπαϊκής κοινότητας, όπου η Γερμανία θα μπορούσε να είναι διαρκώς
υπό έλεγχο. Αν και η γερμανική οικονομία διασυνδέεται πάντοτε πολύ
στενά με την αμερικανική, ο πειρασμός του Βερολίνου για ενίσχυση των
οικονομικών του δεσμών με τη Μόσχα και το Πεκίνο, ήταν, και παραμένει,
μεγάλος.
Και όπως γράφει ο Χένρυ Κίσινγκερ, στο τελευταίο του βιβλίο
«Παγκόσμια Τάξη», «αν οι ΗΠΑ αποσυνδέονταν πολιτικά, οικονομικά και
αμυντικά από την Ευρώπη, θα μετατρέπονταν γεωπολιτικά σε μια απομονωμένη
νησίδα ανοιχτά των ακτών της Ευρασίας, η δε Ευρώπη με τη σειρά της μια
απόφυση των εκτάσεων της Ασίας και της Μέσης Ανατολής». Ή όπως το
τοποθετεί με το δικό του τρόπο ο Γ. Βαρουφάκης, στο βιβλίο του που θα
κυκλοφορήσει το 2016, «η Ευρώπη είναι πολύ σημαντική για να αφεθεί σε
Ευρωπαίους»(!).
Τον κίνδυνο αυτό επεδίωξε να εξουδετερώσει η Ουάσιγκτον, σε
μια δύσκολη συγκυρία για την ίδια καθώς αντιμετώπιζε μια σοβαρή
οικονομική κρίση αλλά και ήττες σε κρίσιμες περιοχές, όπως στη Μέση
Ανατολή. Σε αυτήν την παρατεταμένη στρατηγική αντεπίθεση σε πολλά
μέτωπα, η οποία συνεχίζεται αμείωτη –στην Ουκρανία, στα Βαλκάνια, στη
Συρία– η Ελλάδα έπαιξε και παίζει το ρόλο της.
Η χώρα μας αποτελεί χωρίς αμφιβολία –λίγοι πλέον δεν θα παραδεχθούν
αυτή την πραγματικότητα, σε αντίθεση με την πλημμυρίδα των φληναφημάτων
που μας κατέκλυζε έως και πριν μια πενταετία– έναν αδύναμο κρίκο του
δυτικοευρωπαϊκού κόσμου, καθώς δεν συνιστά οργανικό του τμήμα. Και οι
«αδύναμοι κρίκοι» είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι στις ανοιχτές ή υπόγειες
αντιπαραθέσεις. Το έδαφος καθίσταται ακόμη πιο ευνοϊκό για
«επιχειρήσεις» λόγω της παρασιτικής οικονομίας, των σαθρών κρατικών
δομών και, κυρίως, της έντασης που έχουν ιδεοληπτικές και ανορθολογικές
αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία.
Τους στρατηγικούς στόχους των Αμερικανών, μάλλον, δεν
κατανόησαν πλήρως οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Θεωρούσαν, λανθασμένα, ότι η
Δύση –και το Ισραήλ μαζί– εν συνόλω θα τους αντάμειβε για το πολιτικό
τους έργο, υπό το φόβο ενός εκτροχιασμού που θα προκαλούσε η επικράτηση
του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπηρεσίες, όμως, των «αναθεωρητικών δυνάμεων» είχαν σαφώς
πολυτιμότερη αξία, εντός του εξελισσόμενου σχεδιασμού, από αυτές της
υπακοής στα γερμανικά κελεύσματα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ, και κατά κυριολεξία ο Α. Τσίπρας,
παρέλαβε τη σκυτάλη από τον κ. Παπανδρέου στην προώθηση συγκεκριμένων
υπερατλαντικών στόχων, ίσως όχι μόνον σε σχέση με την Ε.Ε. Παράλληλα,
παρέλαβε και μια πλειάδα συνεργατών, ημεδαπών και αλλοδαπών, «δεξαμενές
σκέψεις», μέσα ενημέρωσης, που εργάζονται επί μακρόν με σαφείς κοινές
επιδιώξεις. Επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ώσμωση ομάδων που έχουν
εντελώς διαφορετική προέλευση και ανόμοιες πολιτικές κοσμοαντιλήψεις,
που τους ένωσε, όμως, η αντιγερμανική γραμμή και, φυσικά, η επιθυμία για
την… εξουσία.
Η γενικευμένη κοινωνική οργή και η εύλογη αγανάκτηση για την
άκαμπτη γερμανική στάση είτε επισκίασαν αυτόν τον «παράταιρο γάμο» είτε
οδήγησαν αρκετούς καλοπροαίρετους να τον επικροτήσουν. Φαίνεται μάλιστα
να μη γεννά καν εύλογες απορίες το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς που
συντάχθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ συνεργάζονται, μεταξύ άλλων, και με τον Τζορτζ
Σόρος, εκπρόσωπο του πλέον επιθετικού κερδοσκοπικού κεφαλαίου και της
παγκοσμιοποίησης – ο Α. Καρακούσης τον χαρακτήρισε ως «λύκο» αναφέροντας
τη πρόσφατη συνάντησή του με τον Βαρουφάκη.
Κι όμως, πρόκειται για σαφή συμπόρευση με αυτούς τους κύκλους ενός
πολιτικού σχηματισμού που τα στελέχη του συμμετείχαν για χρόνια και
ενεργά στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, όπως κρίνεται εκ
του αποτελέσματος, οι φορείς του συνθήματος για την «παγκοσμιοποίηση από
τα κάτω» κατέληξαν σε αγαστή συνεργασία με αυτούς της «παγκοσμιοποίησης
από τα πάνω».
Η στιβαρή αυτή στήριξη του πλέον παγκοσμιοποιημένου
κεφαλαίου, με διορισμό και δικών του «οργανικών διανοουμένων» σε
κυβερνητικές θέσεις-κλειδιά, προς τη σημερινή κυβέρνηση ίσως δεν έχει
μόνον τακτικό χαρακτήρα. Η βαθύτερη βάση συνεννόησης, που επιτρέπει
τέτοιες αφύσικες συνευρέσεις, εδράζεται μάλλον στην κοινή αντίληψη περί
του έθνους-κράτους, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής
αριστεράς. Και ας μην μας παραπλανά το ότι η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε
στα αιτήματα της εθνικής κυριαρχίας και της συλλογικής αξιοπρέπειας,
ούτε βεβαίως αυτό που μερίδα του Τύπου και των πολιτικών αναφέρει ως
«εθνολαϊκισμό», λόγω της συμμετοχής στο κυβερνητικό σχήμα των ΑΝΕΛ.
Επιχειρώντας, λοιπόν, να διαχωρίσουμε το παρόν πολιτικό δυναμικό του
ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει ότι συνυπάρχουν τρεις διακριτές μεγάλες ομάδες. Εκτός
από την ομάδα των «ατλαντιστών», που περιγράψαμε, είναι αυτή των
«καιροσκόπων», που έχουν συνάψει τη συμμαχία με τους προηγούμενους, ώστε
να παραμείνουν και να διαχειριστούν την εξουσία. Και βέβαια, είναι και η
ομάδα των «ιδεολόγων», οι οποίοι έχουν την πεποίθηση ότι στο τέλος θα
επικρατήσουν. Από τους τελευταίους εκπορεύονται τα σχέδια για συνεργασία
με τη Μόσχα, το Πεκίνο ή και τη Τεχεράνη. Τα οποία, αν και η ομάδα των
«καιροσκόπων» τα χρησιμοποιεί για διαπραγματευτικά χαρτιά ή για
επικοινωνιακά κέρδη, όπως είναι αναμενόμενο, καταλήγουν σε επώδυνες
διαψεύσεις.
Δεδομένων των ανωτέρω, το ζητούμενο που προκύπτει είναι αν εν
τέλει η απόλυτη σύμπραξη της κυβέρνησης με τις ΗΠΑ, και το κερδοσκοπικό
κεφάλαιο, αποκλείει εκ προοιμίου ένα καταστροφικό αποτέλεσμα για τη
χώρα.
Η υπόθεση με την αντίδραση της Ουάσιγκτον στο ζήτημα της τρομοκρατίας
συνιστά ένα ξεκάθαρο μήνυμα για τα όρια που πρέπει να έχει η
πρωθυπουργική ευπιστία στο αμερικανικό χαρτί. Εκεί ο Τσίπρας θεώρησε ότι
μια ελάχιστη παραχώρηση προς τους «ιδεολόγους» δεν θα προκαλούσε
πρόβλημα στις σχέσεις με τον υπερατλαντικό προστάτη. Ιδιαίτερα και μετά
την απόφαση να δοθεί μισό δισεκατομμύριο για τον εκσυγχρονισμό των
αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας.
Έκανε, όμως, λάθος. Οι ΗΠΑ είναι σοβαρό κράτος και όπως κάθε
σοβαρό κράτος σέβεται στο ακέραιο τη σημειολογία. Επίσης, δεν
αντιλαμβάνονται επ’ ουδενί τη σχέση αυτή ως σχέση μεταξύ ίσων. Τέλος, ο
πρωθυπουργός παρέβλεψε το γεγονός ότι η «Αμερική» δεν είναι μία, και ότι
λειτουργούν παράλληλα διάφορα κέντρα ισχύος και επιρροής. Χωρίς αυτό να
σημαίνει, όμως, ότι δεν αλληλοσυμπληρώνονται χάριν της επίτευξης του
στρατηγικού στόχου.
Ίσως, επομένως, τώρα πλέον ο πρωθυπουργός να αντιλαμβάνεται ότι το
ενδεχόμενο να εγκαταλειφθεί η κυβέρνηση από τους ατλαντικούς συμμάχους
της, εφόσον έχουν επιτευχθεί οι βασικοί τεθέντες στόχοι τους, δεν είναι
κάτι που πρέπει να αποκλειστεί. Έχοντας αφήσει για όσους έπαιξαν ως
«ευφυείς τακτικιστές» αυτό το παιχνίδι μόνον το τίτλο του «χρήσιμου
ηλίθιου». Ας ρωτήσει τον Γιώργο Παπανδρέου σχετικά. Γι’ αυτό ας λάβει τα
μέτρα του, κυρίως για το καλό της χώρας.
* Το κείμενο ανήκει σε
διακεκριμένο επιστήμονα ο οποίος απέσυρε την υπογραφή του πριν μερικές
μόνο ώρες, αντιλαμβανόμενος τη βαρύτητα κάποιων τουλάχιστον εκ των
αναφερομένων. Η απόφαση δημοσίευσής του, παρά τις σημαντικές διαφωνίες
και ενστάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν χωρίς να πάρει κανείς τη
μεριά του ενός ή του άλλου, ελήφθη αφενός διότι σχηματοποιεί “σκόρπιες”
συζητήσεις που χρησιμοποιούν τμήματα της επιχειρηματολογίας και
αφετέρου, επειδή το κείμενο παρουσιάζει ένα συνεκτικό σκεπτικό: Εάν
ισχύει το ένα, ισχύει και το άλλο, κ.λπ.
Πηγή Defence-Point
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Διακεκριμενη παπαρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαρτάται από το τι έχει ο καθένας στο μυαλό του και βλέπει τα ανάλογα
ΔιαγραφήΑσε ....πολυ μεγάλη παπαρια ...
ΔιαγραφήΛες και τα κράτη διοικούνται απο ανθρώπους που ψηφιζουν τα σφικτα ....
Οτι πουν οι ποδίτσες γίνεται και μην τρως ταραμα ....αλλα κι ´ αν φας φτυσε το κουκούτσι ...οπως και οι κατσίκες .
Που θα πουλήσεις και πνεύμα !