Η επιστροφή της κρίσης
- Τα λάθη της Ευρώπης, η οικονομική θέση συγκεκριμένων κρατών της, τα μεγάλα προβλήματα των τραπεζών, το «τεστ κοπώσεως» των Βρυξελών, η διαφαινόμενη απειλή εξαφάνισης της μεσαίας τάξης και η αναδιάρθρωση του χρέους
Με βάση λοιπόν τη συγκεκριμένη παραδοχή, οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του καπιταλισμού (κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες κλπ), αξιοποιώντας την εμπειρία του παρελθόντος, αφενός μεν πλημμύρισαν τις αγορές με ρευστότητα, αφετέρου ενίσχυσαν, μέσω του δημοσίου τομέα, τη ζήτηση, έτσι ώστε να αναθερμανθούν οι Οικονομίες – ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Keynes. Δυστυχώς όμως, όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα θέματα, τα οποία προσπαθεί να ρυθμίσει, να ελέγξει καλύτερα ο «ατελής ανθρώπινος παράγοντας», δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία στον «τρίτο» συντελεστή – ο οποίος όμως είναι ο πλέον αποφασιστικός.
Έτσι, παρά το ότι ήταν γνωστό ήδη από το 1930 πως «οι τράπεζες κάνουν τη διαφορά», αφού μέσα από τη δική τους «δυσλειτουργία» εξελίχθηκε η τότε «οικονομική άπνοια» στη Μεγάλη Ύφεση, δεν ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα «εξυγίανσης» τους – ιδίως από τις Η.Π.Α., οι οποίες «επιδόθηκαν» κυρίως σε νέα «τεχνάσματα», παρά στην αναζήτηση ορθολογικών λύσεων.
Η ΕΥΡΩΠΗ
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η οποία απειλήθηκε κατά πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη «δύση», τα απαιτούμενα «μέτρα» αφενός μεν καθυστέρησαν αδικαιολόγητα, αφετέρου ήταν εξαιρετικά ανεπαρκή – ενώ συνεχίζουν να είναι. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι,
(α) οι Ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά σε ομόλογα δημοσίου, ιδιαίτερα των «ασφαλών» κρατών της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες, στην περίπτωση που ένα κράτος αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα - όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, αργότερα η Ιταλία, η Γαλλία κλπ,
(β) εντός της Ευρώπης λειτουργεί ένας μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι κατά πολύ πιο εξαρτημένες από τις πιστώσεις των τραπεζών, σε σχέση με τις αμερικανικές πολυεθνικές – με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο ευάλωτες, σε περιόδους περιορισμού της ρευστότητας.
Περαιτέρω, οι κυβερνήσεις των κρατών της Ευρωζώνης, αντί να προσπαθήσουν να επιλύσουν συλλογικά τα προβλήματα τους, από κοινού δηλαδή, επέλεξαν δυστυχώς εθνικές λύσεις. Παρά το ότι η συμπεριφορά τους αυτή δεν είναι κατακριτέα, αφού είναι απολύτως κατανοητό πως είναι δύσκολο να πεισθούν οι Πολίτες μίας χώρας να «επιδοτήσουν» κάποια άλλη, δεν παύει να είναι απολύτως εσφαλμένη. Η άποψη μας αυτή, η πεποίθηση μας μάλλον, τεκμηριώνεται από το αναμφισβήτητο γεγονός της αλληλεξάρτησης (συγκοινωνούντα δοχεία) των ευρωπαϊκών χρηματαγορών – κάτι που σημαίνει ότι, είναι αδύνατον να έχουν μακροπρόθεσμα θετικό αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε μεμονωμένες λύσεις.
Αν μη τι άλλο λοιπόν, τουλάχιστον το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης οφείλει να αντιμετωπίζεται συλλογικά – σε καμία περίπτωση δηλαδή «εθνικά», εάν επιθυμεί κανείς να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή του (η οποία φυσικά θα παρασύρει μαζί της το σύνολο των χωρών της ΕΕ). Επομένως, πρέπει να υπάρξει ένας κοινός ευρωπαϊκός οργανισμός επίβλεψης των τραπεζών – κάτι που προβλέπεται από το καταστατικό της ΕΚΤ.
Εν τούτοις, παρά το ότι η αναγκαιότητα αυτή είναι γνωστή από σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα, δεν έγινε απολύτως τίποτα στην πράξη –με αποτέλεσμα, η συνολική ευρωπαϊκή «κατασκευή» να είναι ουσιαστικά «εκ γενετής» ατελής. Φυσικά, οι αγορές έχουν αντιληφθεί το μεγάλο αυτό μειονέκτημα– οπότε, αφενός μεν είναι «ανήσυχες», αφετέρου επιτίθενται κερδοσκοπικά, με όλα τα μέσα που διαθέτουν.
Συνεχίζοντας, αν και θα ήταν ίσως εφικτή, μέχρι πρόσφατα, η απλή επίλυση του προβλήματος, μέσω της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής για την επίβλεψη των τραπεζών, σήμερα δεν αρκεί. Η Ευρώπη οφείλει να αποφασίσει επί πλέον την έκδοση Ευρωομολόγων, με στόχο την από κοινού χρηματοδότηση όλων των χωρών της Ευρωζώνης – έτσι ώστε να είναι εφικτός ο δανεισμός των ελλειμματικών χωρών, με προσιτά επιτόκια. Φυσικά, απώτερος στόχος πρέπει να είναι η πραγματική, η πολιτική δηλαδή ένωση της, αφού διαφορετικά είναι αδύνατον να επιβιώσει.
Κατά την άποψη μας βέβαια, είναι μάλλον αργά για την Ευρώπη - όσο αφορά τουλάχιστον την διατήρηση της ανεξαρτησίας της. Δυστυχώς, δεν δόθηκε έγκαιρα η απαιτούμενη σημασία στην Ελληνική κρίση, με αποτέλεσμα να «εισβάλλουν» σχεδόν ανενόχλητες οι Η.Π.Α. (ΔΝΤ) στην Ευρώπη, δια μέσου της Ελληνικής κερκόπορτας.
Σήμερα, ο πρόεδρος του «ταμείου» δεν σχεδιάζει μόνο την άλωση της Ισπανίας, αλλά εκφράζεται «κριτικά» ακόμη και για τη Γαλλία – ενδεχομένως με μελλοντικό στόχο την ίδια τη Γερμανία, η οποία δυστυχώς χαρακτηρίζεται από ένα τεράστιο έλλειμμα διακυβέρνησης, ενώ διαθέτει σχεδόν μηδενική «πολιτική ωριμότητα».
Όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες, η Μ. Βρετανία είναι από αρκετό καιρό χρεοκοπημένη, έχοντας συνολικό χρέος 466% του ΑΕΠ της. Απλά λοιπόν «διατηρείται τεχνητά στη ζωή» από τις Η.Π.Α., μάλλον επειδή ανήκει στον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό - ο οποίος, μέσα από την «αποικία» του αυτή, έχει «θέση και μάτια» στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Το Βέλγιο τώρα, το οποίο όχι μόνο έχει υψηλό δημόσιο χρέος (30.382 € ανά κάτοικο - για σύγκριση, το αντίστοιχο μέγεθος της Ελλάδας είναι 24.280 €), αλλά και έντονο κυβερνητικό πρόβλημα, μετά τις τελευταίες εκλογές («διάσπαση» της γαλλόφωνης με τη φλαμανδική πλευρά), αποτελεί αναμφίβολα έναν «λανθάνοντα» αδύνατο κρίκο.
Πιθανότατα η Πορτογαλία, όπως και η Ιρλανδία (συνολικό χρέος 700% του ΑΕΠ, έναντι 252% της Ελλάδας), παραμένουν στην επικαιρότητα, αν και τα «μεγέθη» τους είναι μάλλον αμελητέα για τις επιδιώξεις του ΔΝΤ – ενώ η Ιταλία, με δημόσιο χρέος περί τα 1,8 τρις €, φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα, παρατηρώντας τις κινήσεις του κ. S. Kahn, ο οποίος έχει πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στις Βρυξέλες. Φυσικά η Ελλάδα, θεωρώντας καλοπροαίρετα ότι η κυβέρνηση της είναι αδύνατον να υπηρετεί «ανίερες συμφωνίες», έχει «παραδώσει τα όπλα», πολύ πριν εμφανισθεί ο εχθρός στις «πύλες» - σε κάθε περίπτωση χωρίς κανέναν αξεπέραστο οικονομικό λόγο, αφού τα προβλήματα μας θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί σχετικά εύκολα, με τη βοήθεια απλά και μόνο της έγκαιρης (2009) διάθεσης Εθνικών Ομολόγων.
Η Γαλλία, με έλλειμμα στο 7,5% του ΑΕΠ της (2009), καθώς επίσης με δημόσιο χρέος στο 77,6% (περίπου 1,5 τρις €), δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα ρεαλιστικής «συνδιοίκησης» της ΕΕ, αφού δεν μπορεί να ακολουθήσει τη Γερμανία στην ανάπτυξη – παρά το ότι η τελευταία, με δημόσιο χρέος στο 70% του ΑΕΠ της (1,7 τρις €), δεν είναι στην καλύτερη εποχή της. Η Ολλανδία βέβαια ευρίσκεται σε σχετικά καλή θέση, με δημόσιο χρέος στο 61% του ΑΕΠ της, όπως και η Αυστρία (έλλειμμα 4,7%) – αν και οι τράπεζες της είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στην Α. Ευρώπη. Η Φιλανδία, με δημόσιο χρέος 75 δις €, είναι ίσως στην ιδανικότερη θέση από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης - μαζί με τη Σλοβενία (40% χρέος) και τη Σλοβακία (22 δις € ή 35,2% του ΑΕΠ της).
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Όπως είναι γνωστό, στην αρχή εμφανίσθηκαν οι επισφάλειες στους Ισολογισμούς των τραπεζών, οι οποίες τις οδήγησαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Ακολούθησαν σχέδια διάσωσης τους εκ μέρους των κυβερνήσεων παγκοσμίως, με στόχο να εμποδιστεί η χρεοκοπία τους - η οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Λογικό επακόλουθο, ήταν η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού των κρατών, ενώ έγινε εμφανής η τεράστια ανάγκη τους για πιστώσεις - προερχόμενη από την περαιτέρω αύξηση των ήδη υψηλών δημοσίων χρεών.
Η αύξηση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τη μειωμένη διάθεση ανάληψης πιστωτικών κινδύνων από τις «αγορές», οδήγησε κάποιες χώρες στα όρια της χρεοκοπίας (Ισλανδία, Ιρλανδία, Ελλάδα). Το γεγονός αυτό αποσταθεροποίησε σημαντικά το «σύστημα», υποχρεώνοντας τις κεντρικές τράπεζες να επέμβουν ξανά, μετά τις ενέργειες τους (2009) για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας του συστήματος – σχεδιάζοντας να την απορροφήσουν πριν ακόμη δημιουργήσει προβλήματα.
Δυστυχώς, ο «καθοδικός σπειροειδής κύκλος» συνέχισε την πορεία του, ειδικά στην Ευρώπη, «επιστρέφοντας» στις τράπεζες, οι οποίες απειλούνται σήμερα με νέες επισφάλειες – αυτή τη φορά λόγω των κινδύνων αδυναμίας εξόφλησης των ομολόγων, εκ μέρους των κρατών, τα οποία (κράτη) δανείσθηκαν επαυξημένα για να τις διασώσουν. Η καινούργια αυτή εξέλιξη είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια της εμπιστοσύνης των τραπεζών μεταξύ τους - οι οποίες πλέον δεν δανείζουν η μία την άλλη, χωρίς επαρκείς εγγυήσεις, φοβούμενες να διακινδυνεύσουν τα χρήματα τους.
Αυτή τη φορά όμως, η ΕΚΤ δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει λύσεις - με εξαίρεση ίσως μία μικρή διακοπή, ένα «διάλλειμα» καλύτερα στην «νομοτελειακή» εξέλιξη των γεγονότων. Ενδεχομένως για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο κ. Trichet επέκρινε πρόσφατα τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας - με ιδιάζουσα αυστηρότητα, καταλογίζοντας τους ευθύνες σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης.
Σε κάθε περίπτωση, οι διεθνείς χρηματαγορές δεν φαίνονται πλέον πρόθυμες να συνεχίσουν να αγοράζουν τραπεζικά ομόλογα – με αποτέλεσμα, ακόμη μία φορά, τον περιορισμό των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Το γεγονός αυτό αποτελεί φυσικά μία πολύ μεγάλη απειλή για την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη η οποία, εφόσον διατηρηθεί η πιστωτική στενότητα, κινδυνεύει να καταλήξει σε μία επόμενη ύφεση – πολύ πιο σοβαρή από την πρόσφατη.
Περαιτέρω, η ενδεχόμενη «παγίδα ρευστότητας» των τραπεζών, εμφανίζεται σε μία εντελώς «ακατάλληλη» χρονική στιγμή. Όπως διαπιστώνεται, τα περισσότερα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις τους εξαιρετικά βραχυπρόθεσμα - αφού μέχρι το τέλος του 2012 έχουν δανειακές ανάγκες ύψους 1,6 τρις € (πηγή: Zeit). Η κάλυψη αυτών των αναγκών τους, εν μέσω της σημερινής κρίσης, θα είναι αρκετά δύσκολη – πόσο μάλλον εάν μεσολαβήσει ενδιάμεσα κάποια αναπάντεχη χρεοκοπία μιας τράπεζας ή ενός κράτους. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανόν ένα «κύμα» συγκέντρωσης στον τραπεζικό χώρο – η «απορρόφηση» δηλαδή αδύνατων ιδρυμάτων από ισχυρότερα, γεγονός που θα οδηγήσει (κατ’ αναλογία με τις Η.Π.Α.), στη δημιουργία ενός τραπεζικού ολιγοπωλίου, αρκετά επικίνδυνου για την Πολιτική και τη Δημοκρατία.
Στην πραγματικότητα, είναι πάρα πολλοί εκείνοι οι παράγοντες, οι οποίοι τεκμηριώνουν μία «ιδιάζουσα ανασφάλεια» στη διατραπεζική αγορά. Μεταξύ αυτών, ο σημαντικότερος είναι το ότι οι τράπεζες «παρκάρουν» όλο και πιο πολλά χρήματα στην ΕΚΤ - με αποτέλεσμα τα κατατεθειμένα ποσά από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στην ΕΚΤ (369 δις € σήμερα), να υπερβαίνουν πλέον τα αντίστοιχα ποσά, τα οποία τοποθετήθηκαν στην ΕΚΤ μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, αντί να οδηγηθούν στην πραγματική Οικονομία. Φυσικά, το γεγονός αυτό είναι πολύ πιο ανησυχητικό από τότε, αφού σήμερα η ποσότητα χρήματος στις αγορές είναι αρκετά μεγαλύτερη, σε σχέση με το 2008.
Κατ’ επέκταση, παρά το ότι η ΕΚΤ προσπαθεί φιλότιμα να καθησυχάσει τις αγορές, οι κίνδυνοι κατάρρευσης του συστήματος παραμένουν σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα. Οι φόβοι αυτοί ενδεχομένως να επιβεβαιώνονται τόσο από την πρόσφατη «στάση» της Ρωσίας, η οποία φαίνεται πλέον να επιθυμεί τη συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, όσο και από αυτήν της Κίνας – η οποία ανακοίνωσε την ελεύθερη διακύμανση της ισοτιμίας του νομίσματος της απέναντι στο δολάριο, αμέσως μετά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι εξαγωγές της (σε κάποιο βαθμό, λόγω της πτώσης της τιμής του Ευρώ).
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΤΕΣΤ ΚΟΠΩΣΕΩΣ
Τα «stress tests» των τραπεζών είναι εξτρεμιστικά σενάρια, τα οποία αποσκοπούν στην έγκαιρη διαπίστωση ενδεχομένων κινδύνων χρεοκοπίας, εάν μεσολαβήσουν ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες. Στην περίπτωση που ένα τραπεζικό ίδρυμα δεν «περάσει» με επιτυχία τα τεστ, δεν σημαίνει βέβαια ότι κινδυνεύει άμεσα να πτωχεύσει. Εν τούτοις, είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσει κανείς δημόσια στους Πολίτες, οι οποίοι πιθανότατα, σε μία τέτοια περίπτωση, θα καταλαμβάνονταν από πανικό, αποσύροντας μαζικά τα χρήματα τους.
Παρά το ότι λοιπόν η ευρωπαϊκή επιτροπή παρακολούθησης των τραπεζών διενεργεί ήδη τεστ σε μεγάλες τράπεζες, η Κομισιόν δεν φαίνεται πρόθυμη να δώσει στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της έρευνας - προτιμώντας την κοινοποίηση τους στους υπευθύνους των κρατών-μελών της ΕΕ, σε μία ειδική συνάντηση, η οποία θα πραγματοποιηθεί στα τέλη του Ιουνίου. Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ υπολογίζει ότι, μέχρι τα τέλη του 2011, οι τράπεζες θα πρέπει να «αποσβέσουν» επί πλέον 195 δις € επισφάλειες από τους Ισολογισμούς τους.
Εν τούτοις η Ισπανία, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη, η οποία δεν εμπιστεύεται τις τράπεζες της λόγω των τεράστιων προβλημάτων της Οικονομίας της (σύμφωνα με τον P. Krugman «Η πραγματική εστία της πυρκαγιάς στην Ευρωζώνη δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ισπανία»), επιθυμεί την δημοσίευση των αποτελεσμάτων του τεστ. Παραδόξως όμως, η χώρα που κυρίως αντιδρά στην «απαίτηση» αυτή για διαφάνεια, η οποία αποσκοπεί στον καθησυχασμό της κοινής γνώμης (κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α. το 2009), είναι η Γερμανία. Η αιτία είναι προφανώς η πολύ δυσμενής εικόνα των γερμανικών ομοσπονδιακών τραπεζών (Landesbanken), μερικές από τις οποίες ευρίσκονται πραγματικά στα όρια της χρεοκοπίας.
Ίσως εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, οι εταιρείες αξιολόγησης θεωρούν δεδομένη τη βοήθεια των τραπεζών από τα κράτη, σε περιόδους κρίσεων, αξιολογώντας τις τράπεζες με αυτήν την προϋπόθεση. Εάν κάτι τέτοιο δεν θεωρούταν δεδομένο, τότε η βαθμολογία σχεδόν του συνόλου των τραπεζών, από τις εταιρείες αξιολόγησης, θα ήταν κατά πολύ χαμηλότερη. Ακριβώς για το λόγο αυτό, όταν υποτιμάται η πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους, ακολουθεί αμέσως μετά η αντίστοιχη υποτίμηση των τραπεζών του.
Συνεχίζοντας στη Γερμανία, το γεγονός ότι οι τράπεζες της είναι οικονομικά πάρα πολύ αδύνατες, εάν αντιμετωπισθούν ανεξάρτητα από τη χώρα, εάν δηλαδή αποδεχθούμε ότι το γερμανικό δημόσιο δεν θα συμμετείχε σε ενδεχόμενη διάσωση τους, τεκμηριώνεται από την τεράστια εξάρτηση τους από τις χρηματαγορές. Τόσο οι τράπεζες των ομοσπονδιακών κρατιδίων, όσο και οι «κτηματικές» (αυτές του κλάδου του ενυπόθηκου δανεισμού ακινήτων), χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω δανείων και ομολόγων – όχι από τις καταθέσεις των πελατών τους, οι οποίες είναι πολύ χαμηλές.
Εκτός αυτού, οι γερμανικές τράπεζες έχουν επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό από την κρίση των ελλειμματικών χωρών της Ευρώπης αφού, σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών, έχουν δανείσει το συνολικό ποσόν των 465 δις $ στις Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία και Πορτογαλία. Μόνο η Γαλλία είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εκτεθειμένη, έχοντας προσφέρει πιστώσεις στις ίδιες χώρες, ύψους 493 δις $ (οι δύο αυτές χώρες μαζί, έχουν δανείσει το 60% των χρημάτων, τα οποία οφείλονται από τις χώρες της Ευρωζώνης στις τράπεζες).
Τα τρομακτικά επακόλουθα μίας ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης χρεών, εκ μέρους κάποιων αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης, διαπιστώνονται από την έκθεση της τράπεζας διεθνών διακανονισμών. Για παράδειγμα, οι συνολικές πιστώσεις, τις οποίες έχουν δώσει οι βελγικές, οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες στο ισπανικό δημόσιο, με ημερομηνία τα τέλη του 2009, αποτελούν το 12,1% των πραγματικών κεφαλαίων τους – στην Ελλάδα το 8,3% και στην Πορτογαλία το 5%.
Περαιτέρω, όσον αφορά τις ισπανικές τράπεζες, θεωρείται ότι τουλάχιστον 45 «ταμιευτήρια» απειλούνται με υψηλές «αποσβέσεις» επισφαλειών, προερχομένων από ενυπόθηκα δάνεια. Στην περίπτωση δε που αποδυναμωθούν ευρύτερα μέρη του τραπεζικού συστήματος της χώρας, η κατάσταση θα γίνε δραματική - ενώ μόνο η επέμβαση του δημοσίου θα μπορούσε να αποβεί σωτήρια. Ενδεχομένως τότε όμως να απαιτούταν η βοήθεια του ΔΝΤ, κατά το «πρότυπο» της Ελλάδας.
Η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας υπολογίζει ότι, οι συνολικές επισφάλειες στους Ισολογισμούς των τραπεζών ανέρχονται στα 166 δις € (στο 18% περίπου του ΑΕΠ της χώρας), από τα οποία έχουν ήδη αποσβεσθεί μόλις 43 δις €. Τέλος, οι απαιτήσεις της Γερμανίας απέναντι στους ιδιώτες και τα ιδρύματα της Ισπανίας ήταν (2009) 202 δις $ - από τα οποία τα 109 δις $ αφορούσαν τις τράπεζες.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε δικαιολογημένο το φόβο των τραπεζών, σε σχέση με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των stress test, αφού ο κίνδυνος να ξεσπάσει πανικός στις αγορές δεν είναι καθόλου αμελητέος. Μέχρι σήμερα έχουν εισπράξει τεράστια ποσά από τους φορολογουμένους, για την αντιμετώπιση της κρίσης, για τα οποία δεν έχουν ακόμη «απολογηθεί». Εάν τυχόν αποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος από αυτά έχει δαπανηθεί ανεπιτυχώς, πόσο μάλλον εάν υπάρξει θέμα επόμενης ενίσχυσης τους, θα είναι πολύ δύσκολο να αποφύγουν το μοιραίο.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Όπως έχουμε τεκμηριώσει επανειλημμένα, η Ελλάδα ευρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από αρκετές άλλες δυτικές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά σε μερικά ακόμη μεγέθη της Γερμανίας τα οποία, αφενός μεν αποδεικνύουν ξανά το γεγονός, αφετέρου διαγράφουν τον επόμενο μεγάλο προβληματισμό της Ευρώπης: την απειλή εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, του συνεκτικού κρίκου μεταξύ της ανώτερης και της κατώτερης, η οποία, κατά την άποψη μας, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Έτσι στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια του πρώτου τετραμήνου, χρεοκόπησαν 8.230 εταιρείες – 6,7% περισσότερες από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2009. Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας, η κρίση αποδεικνύεται καταστροφική για τις μικρές κυρίως εταιρείες, αφού το έτος 2009 χρεοκόπησαν συνολικά 33.000 επιχειρήσεις – 11,6% περισσότερες από το 2008.
Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότεροι Γερμανοί ιδιώτες δηλώνουν επίσημα αδυναμία πληρωμών. Ο αριθμός τους το Μάρτιο του 2010 ανήλθε στις 10.339 – 18,1% περισσότεροι από τον αντίστοιχο μήνα του 2009, παρά το ότι η Οικονομία της χώρας αναπτύσσεται ξανά, με κέντρο βάρους τις εξαγωγές (φθηνό ευρώ). Στο πρώτο τετράμηνο, ο αριθμός των ιδιωτών που δήλωσαν χρεοκοπία ήταν 27.236 – αύξηση 13% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Γνωρίζοντας ότι η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θεωρούμε ότι υποδηλώνει ξεκάθαρα μία τάση της εποχής, η οποία προέρχεται από την «επέλαση» του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην ΕΕ. Η τάση αυτή, εάν δεν εμποδιστεί, πόσο μάλλον εάν ενισχυθεί από την (εγκληματική) έλευση του ΔΝΤ, θα προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές αναταραχές στην Ευρώπη - αφού πολύ δύσκολα οι Πολίτες της θα ανεχθούν τη «γκετοποίηση», πόσο μάλλον την εξαθλίωση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, κατά το δυστυχές «παράδειγμα» των Η.Π.Α.
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ
Έχοντας την άποψη ότι, η ενδεχόμενη επιστροφή της κρίσης, ξανά μέσα από το «μονοπάτι» των τραπεζών, θα είναι πολλαπλάσια καταστροφική, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στη διαχείριση της υπερχρέωσης – την απολύτως τελευταία, προφανώς επώδυνη και καταναγκαστική επιλογή μίας χώρας, η κυβέρνηση της οποίας δεν κατάφερε να λειτουργήσει σωστά, αποφεύγοντας το μοιραίο.
Είναι γνωστό το ότι, εάν ένα κράτος υπερχρεωθεί κινδυνεύει, μεταξύ άλλων, να οδηγηθεί σε μία τεράστιας έκτασης κρίση του κλάδου των ακινήτων, η οποία «πυροδοτεί» αμέσως μετά μία τραπεζική (δίδυμες κρίσεις) - από την οποία είναι σχεδόν αδύνατον να ξεφύγει, στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στις δικές του δυνάμεις. Φυσικά, θεωρείται προτιμότερη για το ίδιο η αποφυγή του ΔΝΤ, αφού αφενός μεν μπορεί μόνο του να εφαρμόσει τις μεθόδους του, αφετέρου το ΔΝΤ δεν εγγυάται την αποφυγή της χρεοκοπίας.
Έτσι, μοναδική ουσιαστικά επιλογή του, πριν ακόμη συμβεί η «δίδυμη κρίση», είναι η «αναδιάρθρωση» του χρέους του – δηλαδή, η «απόσβεση» ενός ποσοστού του, εκ μέρους των πιστωτών του. Πόσο μάλλον όταν, οι αιτίες της υπερχρέωσης του, είναι η διαφθορά και ο χρηματισμός των πολιτικών του, εκ μέρους των εκάστοτε πολυεθνικών. Φυσικά, τη μεγαλύτερη ευθύνη από όλους τους άλλους έχουν πάντοτε οι Πολίτες του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναδιάρθρωσης χρέους αποτελεί η Γερμανία η οποία, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος - το οποίο προερχόταν τόσο από την περίοδο προ του πολέμου, όσο και από το κόστος του (δεν αναφερόμαστε στις πολεμικές επανορθώσεις, αλλά κυρίως στο κανονικό δημόσιο χρέος). Η χώρα δεν θα κατάφερνε ποτέ να ανακάμψει, πόσο μάλλον να αποπληρώσει το χρέος της, όσο και αν προσπαθούσε.
Τα γεγονότα όμως λειτούργησαν υπέρ της, όταν ξεκίνησε η περίοδος του ψυχρού πολέμου, στην οποία δεν μπορούσε παρά να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο, με βάση την «καίρια» θέση της στο «χάρτη» Ανατολής-Δύσης. Η Δ. Γερμανία τότε. όφειλε να αναπτυχθεί οικονομικά το συντομότερο δυνατόν, σύμφωνα με τα σχέδια των Η.Π.Α., έτσι ώστε να ενταχθεί άμεσα στη «δύση». Για να μπορέσει όμως να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να μειωθεί το χρέος της, ιδιωτικό και δημόσιο, το οποίο ήταν κυρίως απέναντι στις Η.Π.Α.(3,2 δις $) και τη Μ. Βρετανία (202 εκ. στερλίνες) – τεράστια ποσά για εκείνη την εποχή.
Η διαπραγμάτευση των χρεών έλαβε χώρα στο Λονδίνο (1952/53), όπου συμμετείχαν αντιπρόσωποι της Γερμανίας, καθώς επίσης όλων των χωρών-δανειστών της. Ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας, ο ικανότατος K.Adenauer, είχε τοποθετήσει τον διεθνώς έμπειρο και πασίγνωστο τραπεζίτη H.Abs διευθυντή της διαπραγματευτικής ομάδας της Γερμανίας. Η πρώτη προσφορά του τραπεζίτη ήταν ύψους 500 εκ. ΓΜ ετησίως, για τόκους και χρεολύσια – ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσόν, το οποίο είχε τεκμηριωθεί από τη μεγάλη φτώχεια που επικρατούσε στη χώρα μετά τον πόλεμο.
Παρά το ότι οι διαπραγματεύσεις κινδύνευαν να αποτύχουν εντελώς, λόγω του πολύ χαμηλού ποσού της ετήσιας δόσης, ο γερμανός τραπεζίτης παρέμεινε άκαμπτος στη θέση του. Έτσι κατάφερε, κατόπιν συνεχών διαβουλεύσεων με όλους τους πιστωτές της Γερμανίας, να αποσβεσθεί εντελώς από τους πιστωτές το 35% των τόκων (εξόφληση του υπόλοιπου 65% σε 25 χρόνια), τα χρεολύσια να ανέλθουν σε 750 εκ. Μάρκα ετησίως (για 5 χρόνια), να «αποσβέσουν» οι Η.Π.Α. περίπου 2 δις $ κλπ.
Σε γενικές γραμμές, οι χώρες-πιστωτές της Γερμανίας τότε «ζημιώθηκαν» με την απόσβεση του 60% των απαιτήσεων τους – μία πολύ μεγάλη επιτυχία του καγκελαρίου, η οποία ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις της μετέπειτα ανάπτυξης της χώρας του. Έτσι, η διαπραγματευτική ικανότητα μίας κυβέρνησης, η οποία κατανοούσε απόλυτα τα πλεονεκτήματα της, ενώ ταυτόχρονα γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει ποτέ το χρέος της, χωρίς να εξαθλιωθεί ο λαός της μία για πάντα, βοήθησε τη Γερμανία αφενός μεν να μη χρεοκοπήσει, αφετέρου να αντικρύσει ξανά με αισιοδοξία το μέλλον. Άλλωστε, στη Γερμανία επίσης, το χρέος οφειλόταν στους πολιτικούς (ναζιστική κυβέρνηση) οι οποίοι, χωρίς να ενδιαφερθούν για τους Πολίτες τους, οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή.
Ολοκληρώνοντας το κείμενο μας, επιθυμούμε να τονίσουμε ακόμη μία φορά ότι, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο αναδιάρθρωσης του χρέους της – πόσο μάλλον να χρεοκοπήσει. Ευρίσκεται σε καλύτερη θέση από όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες (ειδικά εάν εξοφλούσε έντιμα η Γερμανία τις τεράστιες οφειλές της απέναντι μας), ενώ έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί στην ωραιότερη, στην πλουσιότερη και στην πιο πολιτισμένη χώρα του πλανήτη.
Εάν τυχόν οδηγηθεί στην αυτοκτονία, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ (γεγονός που ενδεχομένως να συμβεί εάν δεν εκδιωχθεί άμεσα, πριν από το Φθινόπωρο δηλαδή, το σκοτεινό «ταμείο» - η «σκιώδης» κυβέρνηση καλύτερα), ο μοναδικός, ο αποκλειστικός καλύτερα υπεύθυνος του «εγκλήματος», θα είναι η σημερινή, ευρύτερη πολιτική ηγεσία – η οποία είναι υποχρεωμένη να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, χωρίς καν να σκεφθεί την αποφυγή ή το «μετριασμό» των ευθυνών της, με τη βοήθεια εκλογών.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...