Σαράντος Καργάκος: " H καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη"
Του Σαράντου Καργάκου
Ιστορικού - Συγγραφέως
Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν' αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ' αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ' ένα πικρό χαμόγελο.
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!
Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν -αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.
Αν σ' όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία, αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν' απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι' αυτό το λόγο να είναι αποικία».
Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά, αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό, αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.
Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε...»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνει το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί - κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι' αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα 'ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας... σκοτώσουν.
Μέρος Δεύτερο
Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα, όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά -βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:
- Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!...
Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό - σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του, ήταν ετοιμοθάνατος, τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες, έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.
- Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω...
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
- Να 'σαι συγχωρεμένος...
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ' έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι' αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο - κάποτε φίλο- και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο της.
Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.
Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναι δημοσιευμένο σε πολυτονικό
Πηγή: Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη
Ιστορικού - Συγγραφέως
Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν' αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ' αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ' ένα πικρό χαμόγελο.
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!
Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν -αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.
Αν σ' όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία, αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν' απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι' αυτό το λόγο να είναι αποικία».
Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά, αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό, αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.
Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε...»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνει το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί - κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι' αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα 'ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας... σκοτώσουν.
Μέρος Δεύτερο
Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα, όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά -βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:
- Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!...
Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό - σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του, ήταν ετοιμοθάνατος, τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες, έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.
- Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω...
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
- Να 'σαι συγχωρεμένος...
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ' έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι' αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο - κάποτε φίλο- και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο της.
Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.
Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναι δημοσιευμένο σε πολυτονικό
Πηγή: Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη
τα κερια εχουν χαρα.να λιωνουν φωτιζοντας.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι το μανουαλι της χριστιανικης ελλαδος.
ολοφωτο.
σειρα μας, να λιωσουν τα κερια μας.με χαρα.
με χαρα και σιωπηλα.
θα μιλησουν τα λιθαρια.θα φωναξουν τα βουνα.
και θα φεξει στην ελλαδα,απο τα πολλα κερια...
στην ε ρε μανια, δεν ξερω τι θα γινει σαν θα πεσουν τα κερια...
εμεις παντως τους φωτισαμε.
Οταν λεμε οτι οι Ελληνες ειναι το αλατι της γης ,μας λενε φασιστες !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι μπορει να κανει η προπαγανδα!
Ειμαστε Ανθρωποι , με την Αληθινη σημασια .Τα νεοταξικα σκουληκια δεν μπορουν να καταλαβουν γιατι ο Ελληνας δεν γινεται να ειναι φασιστας η κομμουνιστης , φιλελευθερος , κεντροδεξιο-αριστερος και αλλες μαρες κουκουναρες . Ουτε ξεκιλιαζουν ανυμπορες μαναδες και τα παιδια τους . Ουτε πανε σαν τους διαβολους νυχτα και πετανε πυρηνικα στα κεφαλια αθωων , οπως εκαναν οι "πολιτισμενοι" τον Β'ΠΠ και συνεχιζουν .
Απειρα τα αισχρα βαρβαρων σε Ανατολη και Δυσι .
Ειναι φανερο οτι δεν ειμαστε ουτε Ευρωπαιοι ουτε Ταρταροι !
ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ .
Εκατονταδες τα δειγματα ανθρωπιας και γεναιοτητας που δωσαμε σε εχθρους .
Γιατι αυτα τα μπουρδοφιλοσοφιματα απο ανθρωπο σε κανουν υπανθρωπο .
Συγκλονιστικος οπως παντα ο κ. Καργακος, να τον διαβασουν ολοι μπας και νοιωσουν μερικοι που το μονο που τους απασχολει ειναι το ΧΡΗΜΑ-ΧΡΗΜΑ-ΧΡΗΜΑ ποια ειναι η ψυχη του Ελληνα και δη του Μανιατη που εμεινε αμολυντος απο βρωμικες προσμιξεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαποτε βρεθηκα στη Μανη με μια ηλικιωμενη ψυχη που ειχε ζησει το πολεμο και οσα μου ελεγε τα αντεκρουε η νεανικη και "μοντερνα" αντιληψη μου.Η σκηνη που περιεγραψε ο κ Καργακος με το πικρο χαμογελο του παληκαριου μου θυμισε παρομοια σκηνη που μου περιεγραψε η γιαγια και τη ζωγραφισε στη μνημη μου με απιστευτες ανεξιτηλες λεπτομερειες.Τωρα που γερναω και γω και η πειρα,ευτυχως, με επεσκεφθη,εχω να πω πως ευχαριστω καθε μερα το Θεο για την Ελληνικη καταγωγη μου.Τα ταξιδια και η αναμειξη των λαων τα τελευταια χρονια μου εδωσαν τη δυνατοτητα να μελετησω κι αλλους λαους.
Ειδικα για τους Γερμανους, η σκληροτητα τους ειναι εμφυτη και μη νομιζετε μονο προς τους αλλους αλλα και μεταξυ τους.Αυτοι βεβαια δεν το λενε σκληροτητα αλλα πειθαρχια αλλα απο τη πολλη τους....πειθαρχια οι ψυχες τους εγιναν ακαμπτες.Εχω δει μαμαδες να αρνουνται μια τυροπιτα στο παιδι τους με τη δικαιολογια οτι δεν αδειασε ακομα το σπιτι απο φαγητα, εχω δει μαιευτηρα να αρνειται τη βοηθεια του σε ετοιμογεννη Ελληνιδα με τη δικαιολογια οτι δε πειραζει ας πονεσει λιγο παραπανω παιδι κανει,εχω δει οδηγο να μαρσαρει να χτυπησει ανθρωπο που δεν περνουσε απο διαβαση γιατι ηξερε οτι ο νομος θα τον δικαιωνε και πολλα αλλα.Το συμπερασμα μου; πισω απο ολα αυτα κρυβεται η ζηλεια τους για τη χωρα μας, ενα ταπεινο αισθημα που τους κανει να συμπεριφερονται ετσι περιφρονητικα και που ισως τους το καλλιεργουν καποιοι επιτηδεια.Συγχρωτισθηκαμε, ηρθαν, ειδαν, συγκρινανε και τελικα ζηλεψαν,ζηλεψαν το ωραιο με ηλιο οικοπεδο και ειπαν να το αποκτησουν.Αλλα οι τροποι τους δεν αλλαξαν.Οσο και αν "εκπολιτισθηκαν" φαινομενικα, εξακολουθουν να ειναι αγαρμποι και τραχεις και πανω απ ολα "σφιχτοι" στη τσεπη και ξερουμε ολοι τι λενε γι αυτους, ειναι σφιχτοι και στα αισθηματα και το εχω δει να συμβαινει συχνα αυτο.
Τι περιμενουμε λοιπον εμεις απο ενα τετοιο λαο;Μονο να τον παρατηρουμε και να ειναι για μας παραδειγμα προς αποφυγη.....
Η μεγαλοψυχία δεν εκτιμάται, και ούτε έχει νόημα να είσαι μεγαλόψυχος για να σε εκτιμούν. Όμως κάποιες φορές η συγχώρεση (συν και χώρος, τον επαναπροσαρτώ στα οικία, στους δικούς μου, σε καθιστώ ξανά αποδεκτό) καταντά ηλιθιότητα (ηλίθιος, αυτός που ξεχνά, από τη λήθη-ξεχασιά). Εμείς συνηθίζουμε να ξεχνάμε, τους φίλους μας, τους εχθρούς μας, αυτά που έχουμε πάθει, αυτά που μας έχουν κάνει, την ιστορία μας. Κι έτσι χάνουμε την αξιοπρέπειά μας. Γιατί δεν αρκεί να είσαι αγαθός ως πρόβατο, αλλά και να βρυχάσαι ως λέων. Και κάποιες φορές η εκδίκηση είναι καθήκον!!! Αλλιώς θα βαυκαλιζόμαστε συνέχεια με την ανωτερότητα της μεγαλοψυχίας μας. Θα μας βιάζουν κι εμείς μεγαλόψυχα θα συγχωρούμε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τρόπος σκέψεις του άρθρου προβάλει τον προβατισμό! Μπέέέεεεε!!! Η συγχώρεση αν μη τι άλλο προϋποθέτει τουλάχιστον τη συγνώμη, τη συναίσθηση του λάθους και του εγκλήματος, την ψυχική συντριβή του θύτη, κι όταν μπορεί (και σαφώς μπορεί) την πλήρη ή και με τόκο αποζημίωση. Βλέπουμε κάτι από τα παραπάνω. Αμετανόητοι, μισεροί κι εκδικητικοί. Αντί να εκδικούμαστε εμείς, εκδικούνται αυτοί, ότι σταθήκαμε εμπόδιο στον παππού τους, που ήρθε ως βάρβαρος σφαγέας και έσφαξε, κατέστρεψε, και λεηλάτησε! Αγαθοί ναι! Αγαθοβιόλιδες όχι!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή