Η ΕΕ και η ουτοπία του “ασφαλούς καταφυγίου”
H ΕΕ αποτελείται από ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη με ιδιαίτερα συμφέροντα. Αυτά τα συμφέροντα, όπως συμβαίνει με κάθε κράτος, αντιστοιχούν στην ανάγκη της άρχουσας τάξης του -εν προκειμένω της κεφαλαιοκρατικής- και του ιδεολογικού/πολιτικού μηχανισμού που την πλαισιώνει, να εδραιώσουν/επεκτείνουν την κυριαρχία τους στο εσωτερικό της χώρας και να προασπίσουν/βελτιώσουν τη θέση τους στο εξωτερικό. Στον κεφαλαιοκρατικό κόσμο αυτή η κατάσταση συνεπάγεται τη σταθερή ύπαρξη ενός βαθμού ανταγωνισμού ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις και άρα την ύπαρξη ανάλογου ανταγωνισμού στις σχέσεις μεταξύ αυτών των κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο ο διακρατικός ανταγωνισμός δε θα πάψει ποτέ να αποτελεί πραγματικότητα στην ΕΕ.
Ταυτόχρονα η Ένωση χαρακτηρίζεται από την απουσία κεντρικής εξουσίας, η οποία θα μπορούσε να ρυθμίζει τις σχέσεις των μελών της, να τους επιβάλλει ένα πλαίσιο συμπεριφοράς έστω στη βάση όσων προβλέπονται από τις συνθήκες ιδρύσεως/εξέλιξης της Ένωσης, αλλά και να τους υπερασπίζεται έναντι τρίτων χωρών. Συνεπώς τα μέλη της είναι αναγκασμένα να προνοούν τα ίδια για την προστασία/προώθηση των συμφερόντων τους. Σε αυτή την κατεύθυνση η διατήρηση της πολιτικής τους ανεξαρτησίας και η θωράκιση/αναβάθμιση της δικής τους θέσης μέσα στην Ένωση και γενικότερα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ανάγεται σε προτεραιότητα τους.
Έτσι η πολιτική της ΕΕ δε μπορεί να αυτονομηθεί από τα συμφέροντα των μελών της, ακόμη και αν η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επιθυμεί ή έχει συμφέρον από το αντίθετο. Το συγκεκριμένο γεγονός αποτυπώνεται και στην περιορισμένη ανάπτυξη της «κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ)», καθώς το κάθε μέλος της ΕΕ επιδιώκει να τη συνδιαμορφώσει σύμφωνα με τα δικά του συμφέροντα, αρνούμενο να εκχωρήσει σημαντικό μέρος της κυριαρχίας του σε αυτόν τον τομέα.
Παράλληλα κάθε μέλος της ΕΕ κατέχει άνισο βαθμό ισχύος. Άρα έχει περισσότερες ή λιγότερες ικανότητες να επηρεάσει την ΚΕΠΠΑ. Ως εκ τούτου η τελευταία εξελίσσεται στη βάση της κάθε φορά ισορροπίας ισχύος στο εσωτερικό της Ένωσης, αντανακλώντας σε ανάλογο βαθμό τα συμφέροντα των ισχυρότερων κρατών.
Συνεπώς η σύγχρονη πολιτική της ΕΕ στην Αν. Μεσόγειο δε μπορεί παρά να αποτυπώνει τους στόχους των ισχυρότερων μελών της -Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Αυστρία- οι οποίοι φαίνεται να συμπυκνώνονται στα εξής ζητούμενα:
- Να προκύψει κάποιος ευρύτερος συμβιβασμός στους ανταγωνισμούς μεταξύ των μελών, συμμάχων και εταίρων της ΕΕ στην περιοχή, μέρος του οποίου θα είναι και ένας ελληνοτουρκικός συμβιβασμός, υπό ευρωατλαντική εποπτεία, ο οποίος θα βοηθούσε τη συμμετοχή της ΕΕ στην οικονομική της συνεκμετάλλευση και θα περιόριζε τη δυνατότητα διείσδυσης σε αυτήν ανταγωνιστικών κέντρων, όπως η Ρωσία και η Κίνα.
- Η ανάπτυξη μίας συνεργατικής/επωφελούς για την ΕΕ σχέσης με την Τουρκία, η οποία θα βοηθούσε στην επίτευξη του 2ου στόχου, στην οικονομική ανάπτυξη, στη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος και των σχέσεων της με τα Ισλαμικά κινήματα, αλλά και στην απόπειρα απεξάρτησης από τους Ρωσικούς υδρογονάνθρακες.
Ωστόσο η δέσμευση/προσέγγιση αυτών των δυνάμεων στους παραπάνω στόχους διαφέρει, καθώς εξαρτάται από τα γενικότερα συμφέροντα τους. Μία ομάδα χωρών -Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία- πλαισιωμένη και από άλλα κράτη -Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Μάλτα- εμφανίζεται πιο φιλική στην Τουρκία, ενώ μία άλλη ομάδα -Αυστρία, Γαλλία- πλαισιωμένη επίσης από άλλα κράτη -Κύπρος, Ελλάδα- κρατά σκληρότερη στάση. Συνακόλουθα η στάση της ΕΕ στο θέμα, η οποία επηρεάζει σημαντικά την προσέγγιση της στο ζητούμενο του Μεσογειακού συμβιβασμού, είναι προϊόν του συσχετισμού ισχύος των δύο ομάδων και άρα ταυτίζεται περισσότερο με το υπό Γερμανική ηγεσία γκρουπ.
Τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής αποτύπωσαν εμφατικά αυτήν την πραγματικότητα. Ο στόχος του συντονισμού ΕΕ-ΗΠΑ στην Αν. Μεσόγειο δηλώνεται ξεκάθαρα στην Παράγραφο 35 των Συμπερασμάτων της Συνόδου, όπου αναφέρεται η επιδίωξη της ΕΕ να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στο ζήτημα της Τουρκίας.
Αντίστοιχα ο στόχος του Μεσογειακού συμβιβασμού διαφαίνεται στην Παράγραφο 30, όπου επαναδιατυπώνεται η θέση της ΕΕ «για συνεχή αποκλιμάκωση ώστε να καταστεί δυνατή η ταχεία επανέναρξη και η ομαλή συνέχιση των άμεσων διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας». Μάλιστα αυτή η θέση δε συμπληρώνεται με τη φράση «με σκοπό την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης», όπως συνέβαινε στα Συμπεράσματα της Συνόδου του Οκτώβρη, γεγονός που καταδεικνύει τη διάθεση της Ένωσης να ξεκολλήσει γρήγορα η διαδικασία. Αντίστοιχα αυτός ο στόχος αποτυπώνεται στην Παράγραφο 33, στην οποία η ΕΕ ζητά την «ταχεία επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ» για το Κυπριακό. Τέλος χαρακτηρίζει την Παράγραφο 34, καθώς σε αυτή «ζητεί από τον Ύπατο Εκπρόσωπο να προωθήσει την πρόταση περί πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο».
Τέλος ο στόχος της ανάπτυξης «μιας συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία», όπως και η συγκαταβατική στάση της Ένωσης απέναντι της, καταγράφονται και συμπεραίνονται από την Παράγραφο 31, στην οποία υπάρχει επισήμανση ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας σχέσης «αποτελεί στρατηγικό συμφέρον για την ΕΕ». Μάλιστα στην ίδια παράγραφο παρατίθεται πολυθεματική θετική ατζέντα -οικονομία, μετανάστευση κτλ-, με την οποία η ΕΕ φιλοδοξεί να ελκύσει την Τουρκία σε αυτή την κατεύθυνση.
Περισσότερο όμως αποτυπώνονται στην Παράγραφο 30, όπου οι ενέργειες της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο χαρακτηρίζονται μονομερείς και προκλητικές, όχι όμως παράνομες. Παράλληλα στην ίδια παράγραφο καταγράφεται με θετική χροιά η επιστροφή του Oruc Reis στην Τουρκία. Μάλιστα η αποχώρηση του παρουσιάζεται ως απόσυρση, προσπερνώντας προκλητικά το γεγονός της ολοκλήρωσης των ερευνητικών του δραστηριοτήτων.
Έτσι οι Βρυξέλλες διευκολύνονται να αποφύγουν την επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα. Άλλωστε η λέξη κυρώσεις δεν υπάρχει στο κείμενο των Συμπερασμάτων. Αντίστοιχα δε συναντάται αναφορά στην ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, η οποία υπήρχε στο κείμενο της Συνόδου του Οκτωβρίου. Όλα αυτά σε μία περίοδο όπου είναι συχνές οι υπερπτήσεις Τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών και οι διελεύσεις UAV πάνω από τα Ελληνικά νησιά, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα το Oruc Reis διεξήγαγε έρευνες σε απόσταση μικρότερη των 12 ν.μ από τις Ελληνικές ακτές. Το συγκεκριμένο γεγονός αποκτά πρόσθετη σημασία δεδομένου ότι στην Παράγραφο 30 αναφέρεται πως «Το Συμβούλιο επανήλθε στα συμπεράσματα του της 1ης και 2ας Οκτωβρίου 2020». Δηλαδή δεν τα επιβεβαίωσε αλλά τα επανεξέτασε.
Συνακόλουθα η ΕΕ στην Παράγραφο 32 αρκείται να επαναλάβει σε Κομισιόν/Ύπατο Εκπρόσωπο να προσκομίσουν έκθεση σχετικά με «τις πολιτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας» και «τα μέσα και τις επιλογές» που διαθέτει η Ένωση για να αντιταχθεί σε τυχόν νέες μη επιθυμητές ενέργειες της, τις οποίες θα αξιολογήσει το Μάρτη. Πρόσθετα στην ίδια παράγραφο εξαντλεί την αυστηρότητα της απέναντι στα αίσχη της Άγκυρας στην Αν. Μεσόγειο, με το να «εγκρίνει πρόσθετες καταχωρίσεις» στη λίστα των φυσικών προσώπων και άλλων μη κρατικών οντοτήτων, που τους έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα για συμμετοχή σε παράνομες γεωτρήσεις. Το μέτρο αφορά κυρίως τις δράσεις της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ, όπου πραγματοποιεί γεωτρήσεις, ενώ είναι σαφώς αναντίστοιχο των γενικότερων προκλήσεων της έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, π.χ. Βαρώσια, τις οποίες η ΕΕ στην Παράγραφο 33 απλά καταδικάζει.
Με βάση τα παραπάνω το επόμενο διάστημα η ΕΕ θα εντείνει τις πιέσεις για την άμεση επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αυτό θα είναι επί της ουσίας υπέρ της Άγκυρας, καθώς η Αθήνα είναι αυτή που θέτει προϋποθέσεις για την πραγμάτωση του, συγκεκριμένα να αφορά μόνο την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ.
Πρόσθετα οι Βρυξέλες θα κινηθούν δυναμικότερα για την πραγματοποίηση πολυμερής συνόδου για την Αν. Μεσόγειο. Η τελεσφόρηση μιας τέτοιας εξέλιξης επίσης θα ικανοποιήσει την Τουρκία, η οποία άλλωστε την πρότεινε πρώτη. Πρώτον γιατί θα αντικαταστήσει τη διμερή διαπραγμάτευση μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών στη βάση του διεθνούς δικαίου από μια πολυμερή πολιτική διαδικασία. Δεύτερον διότι η Τουρκία θέτει ως όρο πραγματοποίησης της την ισότιμη συμμετοχή του ψευδοκράτους, δηλαδή είτε κάποιας μορφής αναγνώριση του τελευταίου, είτε τον εκ νέου υποβιβασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ελληνοκυπριακή κοινότητα, στα πρότυπα των πενταμερών του 2017.
Τέλος η Ένωση θα συνδράμει ενεργότερα τις πρωτοβουλίες του ΟΗΕ για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Ωστόσο και σε αυτό το ενδεχόμενο η Τουρκία μπορεί να βγει κερδισμένη, καθώς μπορεί να εκμεταλλευτεί τη βιασύνη της ΕΕ για να μετατοπίσει την ατζέντα της συζήτησης προς ακόμη πιο διχοτομικές προσεγγίσεις.
Σε αυτά τα πλαίσια η Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα επιμείνει στις αξιώσεις της. Δηλαδή στην απόσπαση της θαλάσσιας περιοχής ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (μέσο της Ρόδου), στη μη επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ν.μ, στην ένταξη της θαλάσσιας περιοχής 25ος (κεντρικό Αιγαίο)-28ος Μεσημβρινός στη διαπραγμάτευση, στη διεύρυνση αυτής (Θράκη, κυριαρχία και αποστρατιωτικοποίηση νησιών), αλλά και στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη δορυφοριοποίηση της Κύπρου και μέχρι τότε στην ισότιμη συμμετοχή του ψευδοκράτους στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου.
Αντίστοιχα μάλλον θα συνεχίσει και την πολιτική εκβιασμού προς Ελλάδα-Κύπρο, ώστε να επιτύχει ένα διάλογο μαζί τους σε αυτή τη βάση. Άλλωστε η ανοχή των ΗΠΑ-ΕΕ στις επιθετικές της κινήσεις και ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στην περιοχή, όπως καταδείχτηκαν την προηγούμενη περίοδο, την ωθούν προς αυτό. Συνεπώς η Άγκυρα ενδέχεται να επιδιώξει τη δημιουργία ισχυρότερων τετελεσμένων ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού, ενώ και άλλες ενέργειες δεν αποκλείονται.
Υπό αυτό το πρίσμα η επιλογή της Αθήνας να μεταφέρει στην ΕΕ το βάρος της τελεσφόρησης ενός επωφελούς για την ίδια ελληνοτουρκικού συμβιβασμού, ο οποίος όπως διατείνεται θα αφορά μόνο την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, δύσκολα θα δικαιωθεί. Ακριβώς γιατί τα συμφέροντα της ΕΕ, δηλαδή των χωρών που κατευθύνουν την πολιτική της, δεν συγκλίνουν στον απαιτούμενο βαθμό με αυτά της Ελλάδας στην Αν. Μεσόγειο.
Το αποτέλεσμα δεν αναμένεται ιδιαιτέρως διαφορετικό ούτε στην περίπτωση που η Ελλάδα προσδεθεί στο άρμα της Γαλλίας, όπως προτείνεται από πολλούς. Η σύγκλιση συμφερόντων Παρισιού-Αθήνας στο ζήτημα της Τουρκίας είναι όντως μεγαλύτερη. Ωστόσο η Τουρκία δεν απειλεί το βαθμό πολιτικής ανεξαρτησίας της Γαλλίας, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Άρα τα περιθώρια γαλλοτουρκικού συμβιβασμού, ιδιαίτερα εφόσον και οι δύο πλευρές τον επιζητούν, είναι ευρύτερα. Αντίστοιχα οι πλανητικές στοχεύσεις της Γαλλίας την εμπλέκουν σε «παζάρια» και με άλλους ισχυρούς παράγοντες που έχουν συμφέροντα στην Αν. Μεσόγειο, όπως η Γερμανία. Το γεγονός αυτό την ωθεί επίσης προς συμβιβαστικές λύσεις, εφόσον τις υπόσχεται ανταλλάγματα σε άλλα πεδία. Ίσως έτσι εξηγείται και η αισθητά ηπιότερη στάση του Γάλλου Προέδρου στη Σύνοδο Κορυφής\
Γιάννης Χουβαρδάς
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Militaire
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...