Πώς θα σωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Των Simon Tilford, Christian Odendahl, Sophia Besch
Η διάσκεψη του Νοεμβρίου, η οποία συγκέντρωσε 50 κορυφαίους οικονομολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και εμπειρογνώμονες για την ΕΕ, συζήτησε τρόπους για να σωθεί η ΕΕ από εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις. Η Βρετανία είχε ψηφίσει να εγκαταλείψει την ΕΕ το 2016. Η Πολωνία και η Ουγγαρία έχουν τώρα κυβερνήσεις που απομακρύνονται από το κράτος δικαίου και τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και η στήριξη για λαϊκιστικά δεξιά κόμματα -και σε μικρότερο βαθμό για τη λαϊκιστική αριστερά- ήταν σε άνοδο τόσο στ η Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι εξελίξεις εγείρουν ερωτήματα. Ποιες κοινωνικές ομάδες μέσα στην ΕΕ έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτή και γιατί; Τι σημαίνει η αντίδραση εναντίον του φιλελευθερισμού σε όλη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (CEE) για την Ένωση; Είναι η ΕΕ η απάντηση στην παγκοσμιοποίηση ή παρεμποδίζει την ικανότητα των κρατών-μελών να την διαχειριστούν; Μπορεί η ΕΕ να συμβάλει στην προώθηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, επιτρέποντάς της να απορροφήσει εισροές ανθρώπων από φτωχότερες χώρες και να αφήσει τις εθνικές και περιφερειακές ταυτότητες να ευδοκιμήσουν; Θα μπορούσε το ευρώ να γίνει η δύναμη για στενότερη πολιτική ενοποίηση στην ΕΕ;
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι η αντίδραση εναντίον της ΕΕ -ή ο φιλελευθερισμός γενικότερα- δεν οφειλόταν αποκλειστικά στις κακές οικονομικές επιδόσεις. Αν και η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια συνέβαλαν στην στήριξη του λαϊκισμού, η ταυτότητα και η μετανάστευση ήταν εξίσου σημαντικά. Τα δύο αυτά άλλωστε αλληλεπιδρούν με σύνθετους τρόπους, εν μέρει ενισχύοντας το ένα το άλλο. ΤΟ συναίσθημα κατά της ΕΕ ήταν επίσης μια ένδειξη εχθρότητας προς τις ελίτ όπως και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η στήριξη για λαϊκιστικά κόμματα δεν ήταν προφανώς καθοδηγούμενη από την ηλικία: οι νέοι ήταν αντί-λαϊκιστές σε ορισμένες χώρες όπως στη Βρετανία, αλλά ψήφισαν λαϊκιστικά κόμματα σε άλλες χώρες όπως στην Ιταλία. Ένα ενοποιητικό ζήτημα φαινόταν να είναι μια αίσθηση ανασφάλειας, δυσαρέσκειας των ελίτ και ψευδαισθήσεων για τη ζωή εκτός της ΕΕ. Η πολυπλοκότητα των μηχανισμών της ΕΕ και των νόμων, οι πρόσφατες αποτυχίες πολιτικής και τα απροσδόκητα οφέλη της Ένωσης, έγιναν επίσης εύκολος στόχος για τους λαϊκιστές.
Υπήρξε ευρεία συναίνεση σχετικά με το ότι η ΕΕ είχε τη δυνατότητα να είναι μία καλή δύναμη στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στο να προστατεύσει (ή τουλάχιστον να διαχειριστεί) τις επιπτώσεις για τους πολίτες της. Αλλά οι συμμετέχοντες συμφώνησαν επίσης ότι η ΕΕ συχνά δεν καταφέρνει να έχει αυτή τη δυναμική. Πολλοί άνθρωποι στη διάσκεψη εξέφρασαν ανησυχίες ότι η ΕΕ δεν κάνει αρκετά (ή ότι δεν της δίνεται η εντολή) για να αντιμετωπίσει τις αρνητικές επιδράσεις της οικονομικής ενοποίησης, όπως την αυξανόμενη συγκέντρωση των παροχών σε ορισμένες περιφέρειες ή τον φορολογικό ανταγωνισμό, τον οποίο οι πολίτες δικαίως θεωρούν ότι είναι άδικος. Ορισμένοι επίσης υποστήριξαν ότι υπήρξαν δυνατότητες οι οποίες δεν αξιοποιήθηκαν για να ενοποιηθεί πιο στενά, δημιουργώντας παράλληλα μια πιο δίκαιη ανάπτυξη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ΕΕ είχε την εξουσία να διαμορφώσει τους κανόνες της παγκοσμιοποίησης, αλλά δεν χρησιμοποίησε αποτελεσματικά αυτή την εξουσία.
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες πίστευαν ότι η ανελεύθερη αντίδραση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική, με την Πολωνία να θεωρείται από πολλούς ως το μεγαλύτερο πρόβλημα, κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της. Αλλά ο λόγος για αυτή την αντίδραση είναι αμφιλεγόμενος. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι τα οικονομικά ευθύνονται για ένα μόνο μέρος, καθώς η ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν ταχύτερη από την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου: πολλά κεφάλαια ανήκουν σε ξένα χέρια σε αυτές τις χώρες, και ένα μεγάλο μέρος των κερδών επαναπατρίσθηκε στη Γερμανία και αλλού. ΟΙ ψηφοφόροι στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη θεωρούν ότι οι χώρες τους κυβερνώνται, και δεν κυβερνούν στην ΕΕ, και θεωρούν ότι η ενιαία αγορά είναι προκατειλημμένη υπέρ των δυτικών κρατών-μελών. Ορισμένοι συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης χρειαζόταν στρατηγικές για τη δημιουργία υψηλότερα αμειβομένων θέσεων εργασίας, για να καταστεί η οικονομία λειτουργική για τους πολίτες της. Το ρίσκο για την Ευρώπη δεν ήταν τόσο μια έξοδος οποιασδήποτε από αυτές τις χώρες, αλλά μια de facto έξοδος από τις αξίες και τους κανόνες της ΕΕ. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι η αντιμετώπιση των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ως δεύτερης κατηγορίας μέλη, ήταν δηλητηριώδες, όπως ήταν και η λεκτική επίπληξη αυτών. Ένας είπε ότι ήταν κρίσιμο να προσφερθεί μια θέση ανώτερου επιπέδου στην Πολωνία. Αλλά το πιο σημαντικό, όπως υποστήριξαν πολλοί, ήταν να δείξουν ότι η Ευρώπη μάχεται στο πλευρό του απλού ανθρώπου, για παράδειγμα ενάντια στη διαφθορά, προκειμένου να υποστηρίξει τις φιλοευρωπαϊκές, φιλελεύθερες πτέρυγες των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Δεν υπήρξε συναίνεση για το εάν τα κεφάλαια της ΕΕ θα πρέπει να έχουν ως προϋπόθεση τις δημοκρατικές αρχές και το κράτος δικαίου.
Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι η ευρωζώνη δεν πρόκειται να προχωρήσει σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι ήταν μάταιο να προσποιούνται κάτι διαφορετικό και ίσως στην πραγματικότητα έτσι να βοηθούν την ενίσχυση του "ρεύματος” εναντίον της ΕΕ. Αλλά άλλοι αντέτειναν ότι ήταν δυνατά κάποια προσεκτικά βήματα προς περαιτέρω ενοποίηση εντός της ευρωζώνης, και επιθυμητά. Οι οικονομολόγοι της διάσκεψης δεν συμφώνησαν ότι η επανεθνικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής ήταν μια καλή ιδέα, ιδιαίτερα η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους στην ευρωζώνη. Ενώ πολλοί είδαν τα πολιτικά οφέλη, δεν προστέθηκαν σε αυτά και τα οικονομικά οφέλη της εθνικής διακριτικής ευχέρειας στη δημοσιονομική πολιτική με μια ενιαία νομισματική πολιτική. Το ευρώ είχε αποδειχθεί ότι είναι μια πηγή αποδιοργάνωσης στην ΕΕ ανάμεσα σε μέλη και μη μέλη της ευρωζώνης, με έναν οικονομολόγο να δηλώνει ότι το ευρώ θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ενσωμάτωσης εάν οι κυβερνήσεις ξεπεράσουν την τρέχουσα θεωρία μηδενικού αθροίσματος για την οικονομική πολιτική.
Οι λαϊκιστές είχαν κεντρικό ζήτημα τη μετανάστευση, και πολλοί υποστήριξαν ότι η μετανάστευση εκτός της ΕΕ επρόκειτο να αυξηθεί παρά να μειωθεί, με την Αφρική να αποτελεί τη βασική πρόκληση στις δεκαετίες που ακολουθούν. Η συζήτηση έγινε πιο έντονη όταν έφτασε στα οικονομικά οφέλη της μετανάστευσης, καθώς κάποιοι υποστήριζαν ότι τα οφέλη έχουν αποδειχθεί εμπειρικά, και ότι η ακαδημαϊκή συζήτηση έχει κερδηθεί, αλλά όχι ο δημόσιος διάλογος. Αυτό οδήγησε το συνέδριο να συζητήσει τρόπους για τη βελτίωση του διαλόγου για τη μετανάστευση, και για το εάν η μετανάστευση από χώρες εκτός της ΕΕ θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε ένα ευρωπαϊκό αφήγημα. Υπήρξε συναίνεση ότι η εμπειρική ανάγνωση των γεγονότων ήταν η καλύτερη, αλλά πολιτικά δεν θα βοηθούσε και πολύ. Αλλά οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι ο τρόπος με τον οποίοι οι πολιτικοί και ο Τύπος χαρακτηρίζουν τη μετανάστευση ήταν σημαντικός, όπως έδειξαν οι διαφορετικές αντιλήψεις για τη μετανάστευση στις ευρωπαϊκές χώρες. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι υπήρχε περιθώριο για να δράσει η ΕΕ, όπως στην Αφρική ή να διαχειριστεί καλύτερα τις ροές των μεταναστών. Όπως το έθεσε ένας εκ των συμμετεχόντων, δεν ήταν η μετανάστευση αυτή καθέ αυτή που ανησυχούσε πολλούς, αλλά η αίσθηση ότι είναι ανεξέλεγκτη και ατελείωτη.
Ο ευρωκοινοτισμός και ο καπιταλισμός κατανοούν πως μόνο ο πολιτιστικός μαρξισμός είναι σύμμαχος τους εναντίον του εθνικισμού που τον τοποθετούν στον λαϊκισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφή