Μέσα στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ και του Κιμ… Πού οδηγεί η στάση και η σύγκρουσή τους;
Του Ζαχαρία Μίχα
Έχει χαθεί ο έλεγχος διεθνώς, ομολογούν οι πλέον σοβαροί αναλυτές παγκόσμια, με αποτέλεσμα να υπάρχουν προειδοποιήσεις για γενικευμένη αποσταθεροποίηση, η οποία ενίοτε παράγει επικίνδυνες στρατιωτικές συγκρούσεις. Ως ένας από τους κυριότερους «ενόχους» αυτής της κατάστασης, «ζωγραφίζεται» ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Η αποσταθεροποίηση αφορά τις σχέσεις μεταξύ των ισχυρών του διεθνούς συστήματος, αλλά και με «ανεξέλεγκτους» κρατικούς δρώντες όπως η Βόρεια Κορέα, με τα εισαγωγικά να αντιπροσωπεύουν τα όρια αυτής της συμπεριφοράς, αφού η παρουσία τους εξυπηρετεί συγκεκριμένες δυνάμεις οι οποίες διαχρονικά εξυπηρετούνταν από τη γεωστρατηγική θέση της Βορείου Κορέας σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός καθεστώτος που κυβερνά με σιδηρά πυγμή, ώστε να λειτουργεί ως κράτος-μαξιλάρι ανάμεσα στις αμερικανικές δυνάμεις στον νότο της κορεατικής χερσονήσου και των Κίνα – κυρίως – και Ρωσία δευτερευόντως, στο βόρειο σύνορο της Βόρειας Κορέας.
Η τελευταία κλιμάκωση (escalation) με αφορμή αφενός το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγκ Γιανγκ αφενός και το πρόγραμμα ανάπτυξης διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων αφετέρου, είναι ραγδαία και αφορά την απόφαση του Τραμπ να σταματήσει τη διολίσθηση της κατάστασης και την παγίωση ενός status quo που θα συνεπάγεται αξιόπιστη πυρηνική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, παρά τη μαζική διαφορά ισχύος ανάμεσα στις δυο χώρες, τα «εργαλεία» αποτροπής που διαθέτει η Πιονγκ Γιανγκ, κυρίως η εγγύτητα της συνοριογραμμής με μεγάλα αστικά κέντρα της Νότιας Κορέας (βλ. πρωτεύουσα Σεούλ την οποία μπορεί να πλήξει με τα χιλιάδες στοιχεία πυροβολικού που διαθέτει σε προστατευμένες θέσεις η Βόρεια Κορέα), εξισορροπεί τρόπον τινά την κατάσταση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως στην εξίσωση έχει αποδειχθεί η ομοιότητα στις προσωπικότητες των δυο ηγετών, του Τραμπ και του Κιμ Γιονγκ Ουν, υπό την έννοια της επιλογής του «στρατηγικού bullying» με στόχο τον πειθαναγκασμό του αντιπάλου, επί του οποίου έχουν οικοδομήσει τη φήμη τους, με αποτέλεσμα αυτό που διακυβεύεται, η απώλεια αξιοπιστίας όποιου εμφανιστεί να υπαναχωρεί, να έχει δυσανάλογα μεγαλύτερη σημασία από αυτό που αντιλαμβάνεται εκ πρώτης όψεως ο απλός παρατηρητής των εξελίξεων.
Στην ανταλλαγή αποτρεπτικών μηνυμάτων, αυτό που έχει γίνει αντιληπτό, είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συναίσθηση των ρίσκων που συνεπάγεται μια στρατιωτική αναμέτρηση με τη Βόρεια Κορέα, με αποτέλεσμα να είναι εμφανές ότι δεν την επιθυμούν, έστω κι αν είναι βέβαιο ότι θα επιβληθούν σε περίπτωση που «επιβληθεί». Το ερώτημα είναι με ποιο κόστος…
Αφού οφείλουμε αρχικά να παρατηρήσουμε ότι στην πραγματική ζωή ενίοτε η πραγματικότητα διαψεύδει και τα πιο δυσάρεστα ή ευχάριστα σενάρια τα οποία αξιολογούνται ως έχοντα την μεγαλύτερη πιθανότητα υλοποίησης. Ουδείς γνωρίζει εάν σε περίπτωση στοχοποίησης του καθεστώτος και του ξεσπάσματος συγκρούσεων εάν δεν θα βρεθεί ένας στρατηγός να δολοφονήσει τον Κιμ Γιονγκ Ουν, ούτε εάν το στράτευμά του θα λειτουργήσει εντελώς διαφορετικά από αυτό που – λογικά και εύσχημα – αναμένεται.
Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τα μηνύματα της Ουάσιγκτον είναι αντιφατικά, κάνοντας τον Κιμ Γιονγκ Ουν και το επιτελείο του να εκτιμούν, ότι η αταλάντευτη συνέχιση της αποτρεπτικής ρητορικής τους μπορεί να δρέψει καρπούς και ο αντίπαλος να υποχωρήσει, αποδεχόμενος τελικά μια νέα κατάσταση όπου η χώρα θα ανήκει στο «πυρηνικό κλαμπ» στις χώρες δηλαδή που διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο.
Γι’ αυτό και εξακολουθούν να επενδύουν στη στρατηγική επίδειξης «παράλογης» στρατηγικής, την επίδειξη δηλαδή «αψυχολόγητης» συμπεριφοράς, μια γνωστή στρατηγική στην Ιστορία των διεθνών σχέσεων, η οποία όσο παράλογη και να μοιάζει, έχει «τετράγωνη» λογική (the rationality of irrationality).
Το μεγάλο πρόβλημα για τις ΗΠΑ είναι η παρελθούσα συμπεριφορά που επιδείχθηκε στην περίπτωση της Λιβύης, όπου το τραγικό και άδοξο τέλος του συνταγματάρχη Καντάφι, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τα όπλα μαζικής καταστροφής και είχε τη γνωστή κατάληξη, παρότι υπήρξαν στιγμές που η αμερικανική ρητορική τον παρουσίαζε ως παράδειγμα προς μίμηση σε άλλους «ακραίους» του πλανήτη, προεξάρχοντος του καθεστώτος της Βορείου Κορέας.
Κατά συνέπεια, ο Κιμ Γιονγκ Ουν συλλογίζεται απολύτως ορθολογικά όταν αρνείται να πιστέψει τις θεωρητικές υποσχέσεις ενός λαμπρού μέλλοντος σε περίπτωση που συνεργαστεί με τη Δύση. Οπότε, οι δυο πλευρές είναι «κλειδωμένες» σε μια κατάσταση «πλειοδοσίας απειλών», με αποτέλεσμα η ένταση να αυξάνεται ραγδαία και οι δυο αντίπαλοι να ανεβαίνουν ταχύτατα την αποκαλούμενη στα στρατηγικά εγχειρίδια, ως «σκάλα της κλιμάκωσης» (escalation ladder).
Το πρόβλημα είναι η εξεύρεση ενός τρόπου απεμπλοκής χωρίς να πληγεί η αξιοπιστία των δυο ηγετών, αλλά και η εκτίμηση ότι θα βγουν αμφότεροι χαμένοι, ώστε να ανοίξει ο δρόμος της αποκλιμάκωσης. Το βέβαιο είναι ότι η ραγδαία κλιμάκωση ήταν νομοτελειακά το αποτέλεσμα της ρητορικής τους, με την ελπίδα αντιστροφής της κατάστασης να μπορεί να προκύψει μόνο στο τελικό στάδιο της αντιπαράθεσης, λίγο πριν το «πάτημα του κουμπιού».
Εκεί όμως, η πιθανότητα λανθασμένου υπολογισμού (miscalculation) αυξάνεται δραματικά και θα θέσει σε αμφιβολία εάν είναι δυνατός η διαχείριση μιας κρίσης (crisis management) κάτι που εν πολλοίς κρίνεται εκ του αποτελέσματος, αν και η παρελθούσα εμπειρία στον τομέα, μάλλον αποδεικνύει ότι χρειάζεται ένας συνδυασμός μπόλικης δόσης τύχης σε συνδυασμό με την υπόθεση (assumption) παρουσίας ενστίκτου αυτοσυντήρησης ώστε να μην μπλέξει η υφήλιος σε επικίνδυνες περιπέτειες.
Εν κατακλείδι, η ομοιότητα των χαρακτηριστικών των δυο ηγετών αποδεικνύεται το πλέον δυσεπίλυτο μέρος της κρίσης. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Βορειοκορεάτες αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά μια ηγεσία τόσο απρόβλεπτη όσο αυτή του Ντόναλντ Τραμπ, με αποτέλεσμα να επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα καθότι κινούνται σε «αχαρτογράφητα ύδατα».
Προς το παρόν ακολουθούν την πεπατημένη. Η «συνεννόηση» των δυο αντιπάλων μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που ορίζει η ακραία επιθετική ρητορική τους είναι εξαιρετικά δύσκολη και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μεγάλες εκπλήξεις. Την ίδια στιγμή, οι γεωστρατηγικοί αντίπαλοι «πρώτης κατηγορίας» των ΗΠΑ, μπορεί να εκφράζουν μεγάλη ανησυχία για τις εξελίξεις, εάν όμως η Ουάσιγκτον άρχιζε να καταβάλει κόστος στο εν λόγω θέατρο, δεν θα είχαν και σοβαρή αντίρρηση.
Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτρεπόταν η γεωγραφική επέκταση της σύγκρουσης και η εμπλοκή άλλων παραγόντων (π.χ. η Ιαπωνία). Γι’ αυτό π.χ. οι Κινέζοι δήλωσαν ότι θα τηρήσουν στάση ουδετερότητας. Αυτή είναι η άλλη όψη του νομίσματος του φερόμενου ως μηνύματος στο καθεστώς του Κιμ, ότι δεν μπορεί να ποντάρει στην υποστήριξή τους, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει αν αυτό υπαγόρευε η εκτίμηση του εθνικού συμφέροντος σε τακτικό επίπεδο, εν μέσω δηλαδή μιας σύγκρουσης.
Δεν θα υποστηρίξουν τον Κιμ, δεν θα υποστηρίξουν όμως και τον Ντόναλντ και έχουν αρκετούς λόγους πέραν της κορεατικής χερσονήσου για να το επιλέξουν. Συχνά, η παγίδευση του αντιπάλου σε ένα θέατρο επιχειρήσεων, έχει πολλές θετικές παράπλευρες επιπτώσεις. Άρα καλή είναι η αποκλιμάκωση (de-escalation)… αλλά με μέτρο!
* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας
Πηγή MIgnatiou
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...