Το τέλος του κεμαλικού κοσμικού κράτους
Της Θεοδώρας Καλαϊτζάκη
Το σύγχρονο κράτος της Τουρκίας ιδρύθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μέσα από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1923. O τελευταίος αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε την χώρα του, πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές που στόχο είχαν να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα βασισμένη στα δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη από την θρησκεία. Οι δομές του νέου τουρκικού κράτους διαμορφώθηκαν μέσα από τις έξι βασικές αρχές του Κεμαλισμού, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Κεμάλ Ατατούρκ και ενσωματώθηκαν στο τουρκικό σύνταγμα το 1937.
Οι έξι βασικές αρχές της κεμαλικής ιδεολογίας είναι : ο ρεπουπλικανισμός, που σημαίνει αβασίλευτη Δημοκρατία, ο εθνικισμός υποδηλώνει τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας, η κοσμικότητα (secularism), σημαίνει τον περιορισμό της θρησκείας από το κράτος και την κοινωνία, ο λαϊκισμός σημαίνει την ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας, ο κρατισμός υποδηλώνει τον έλεγχο της οικονομίας από το κράτος και τέλος η επαναστατικότητα υπονοεί συνεχή αλλαγή και πρόοδο προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού.
Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις ήταν:
• η κατάργηση του Χαλιφάτου το 1924 και το κλείσιμο των ιδρυμάτων που λειτουργούσαν βάσει της ισλαμικής νομοθεσίας
• κατάργηση των ισλαμικών και παραδοσιακών συμβόλων όπως ο φερετζές, το φέσι, απαγόρευση της πολυγαμίας και εισαγωγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας (ελβετικός αστικός κώδικας, ιταλικός ποινικός κώδικας)για την συγκρότηση των δομών του κράτους και
• η καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου το 1928 στην τουρκική γλώσσα.
Ο στόχος του ήταν ο διαχωρισμός της θρησκείας από το κράτος και ο περιορισμός του ισλάμ αυστηρά στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής του τούρκου πολίτη χωρίς βέβαια κανείς να εμποδίζεται να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Όμως το ισλάμ έπαψε να έχει κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινότητα της ζωής του τούρκου πολίτη και να ελέγχει τον τρόπο ζωής του. Σε πολιτικό επίπεδο βέβαια η χώρα ακολούθησε μονοκομματικό σύστημα με πρόεδρο τον ίδιο τον Ατατούρκ μέχρι τον θάνατο του (1938) και μια αυταρχική διακυβέρνηση.
Θεματοφύλακας των παραπάνω αρχών ήταν παραδοσιακά οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αποτελούσαν το πιο εκσυγχρονιστικό και μοντέρνο στοιχείο της τουρκικής κοινωνίας. Σχήμα οξύμωρο για τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, μοναδική περίπτωση για την τουρκική δημοκρατία. Κάθε φορά που οι κεμαλικές αρχές ήταν σε κίνδυνο και ειδικότερα είτε ο κοσμικός χαρακτήρας (secularism) του τουρκικού κράτους, είτε ο εθνικισμός (κουρδικό ζήτημα), οι ένοπλες δυνάμεις είχαν το δικαίωμα της επέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας. Έτσι στο όνομα της προστασίας των αρχών του Κεμαλισμού σημειώθηκαν μια σειρά πραξικοπημάτων το 1960, 1971, 1980 και το 1997 (συγκεκαλυμένο) τα οποία ανέτρεψαν τις εκλεγμένες πολιτικές κυβερνήσεις.
Με τη μετάβαση στο πολυκομματικό πολιτικό σύστημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι συντηρητικές/ παραδοσιακές δυνάμεις της τουρκικής κοινωνίας που ήταν στο περιθώριο από την κεμαλική κυρίαρχη ιδεολογία άρχισαν σταδιακά να αναζητούν την εκπροσώπησή τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Η άνοδος του πολιτικού ισλάμ στην Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οφείλεται στην φιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόστηκε από τον Τουργκούτ Οζάλ, (ήταν ο πρωθυπουργός στον οποίο μεταβίβασαν οι στρατιωτικοί την εξουσία το 1983), στην οικονομία η οποία δημιούργησε μια νέα επιχειρηματική τάξη από την Ανατολία αλλά και ένα νέο στρώμα φτωχών εσωτερικών μεταναστών που αποτέλεσαν τη βάση του πολιτικού ισλάμ.
Η εδραίωση του πολιτικού Ισλάμ συνεχίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αρχικά με την επικράτησή του στους μεγάλους δήμους της χώρας, αλλά και στη συνέχεια στην κεντρική πολιτική σκηνή το 1995 με την νίκη που πέτυχε στις εκλογές ο Ν. Ερμπακάν. Η πρώτη ισλαμική κυβέρνηση που σχηματίστηκε με την συνεργασία της Τ. Τσιλέρ δεν σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές ούτε στην εσωτερική πολιτική σκηνή αλλά ούτε και στην εξωτερική πολιτική (παρά τις ρητορικές διακηρύξεις), όμως ουσιαστικά δεν πρόλαβε γιατί οδηγήθηκε σε αναγκαστική παραίτηση μετά την επέμβαση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων το 1997, με το περίφημο post-modern coup.
Η εισχώρηση του ισλάμ στην τουρκική κοινωνία έγινε μέσα από προσπάθειες όπως: το φαινομενικά αθώο κίνημα της μαντήλας (Türban) στα πανεπιστήμια όπου οι νεαρές τουρκάλες υπερασπίζονταν το "δικαίωμα τους" να φοράνε το αραβικού τύπου Türban και όχι το χαλαρό παραδοσιακό τουρκικό μαντήλι (başörtüsü), με τη χρηματοδότηση άπορων οικογενειών σε οικοτροφεία και εστίες ισλαμικού ενδιαφέροντος, την αύξηση των θρησκευτικών σχολείων (imam-hatip) και με την προσπάθεια εισαγωγής στα πανεπιστήμια μέσω αυτών των σχολείων. Τέλος, με τη δημιουργία ενός καλά οργανωμένου δικτύου μελών που παρείχε υλική και ηθική υποστήριξη στους φτωχούς των πόλεων όπως φαγητό, δουλειές στους νέους και πίστωση στους εμπόρους και καταστηματάρχες. Ενέργειες τέτοιου τύπου αποσκοπούσαν στην αύξηση της επιρροής του ισλάμ στη τουρκική κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια περιορισμού της δύναμης των ισλαμιστών εντός και εκτός νομιμότητας ήταν μια συνεχής προσπάθεια των τουρκικών ένοπλων δυνάμεων αλλά και των κοσμικών θεσμών του κράτους όπως είναι η Προεδρία της Δημοκρατίας, η Διοίκηση των Πανεπιστημίων (ΥΟΚ), τα Δικαστήρια, αλλά και τα κοσμικά πολιτικά κόμματα να υπερασπιστούν και να διαφυλάξουν τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους (ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξης του σύγχρονου τουρκικού κράτους από το 1923). Αυτό γινόταν με τον περιορισμό της εκλογικής δύναμης των ισλαμικών κομμάτων μέσω της δικαστικής απαγόρευσης αλλά και διαφύλαξης του κοσμικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, προκειμένου να μειώσουν την ισχύ των θρησκευτικών σχολείων επέκτειναν σε 9 χρόνια τη βασική υποχρεωτική εκπαίδευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και την Προεδρία Σεζέρ το 2007, οι αποφάσεις της κυβέρνησης Ερντογάν που ήταν ισλαμικού ενδιαφέροντος, αναστέλλονταν μέσω του δικαιώματος της αρνησικυρίας (veto) είτε από την Προεδρία είτε από το ανώτατο Δικαστήριο. Συμπερασματικά, η συνολική προσπάθεια των κοσμικών δυνάμεων της χώρας ουσιαστικά αποδείχτηκε ατελέσφορη λόγω της αύξησης της πολιτικής δύναμης του Ερντογάν και της εδραίωσης της παντοδυναμίας του.
Την ίδια χρονική περίοδο της ανόδου του πολιτικού ισλάμ στην Τουρκία κυριαρχούν δυο σημαντικά πολιτικά γεγονότα ουσιαστικά ασύμβατα μεταξύ τους. Από την μια, υπάρχει έξαρση του κουρδικού προβλήματος, με διεκδίκηση της αναγνώρισης της κουρδικής ταυτότητας καθώς και εκπαιδευτικών και γλωσσικών δικαιωμάτων από τους πιο μετριοπαθείς κούρδους αλλά και τον ένοπλο αγώνα για αυτονόμηση από το ΡΚΚ. Η επίσημη τουρκική απάντηση ήταν η βίαιη καταστολή των κούρδων αυτονομιστών του ΡΚΚ μέχρι και τη σύλληψη (1998) και δίκη του αρχηγού τους, όμως ταυτόχρονα το επίσημο τουρκικό κράτος δεν επέδειξε καμία διαλλακτικότητα για παραχώρηση γλωσσικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων που μπορεί να κατεύναζε τους μετριοπαθείς Κούρδους.
Από την άλλη πλευρά, την ίδια χρονική περίοδο υποβάλει αίτημα ένταξης στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1987), εν συνέχεια Ευρωπαϊκή Ένωση όπου η διαδικασία της ένταξης μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες πίεσης για εκδημοκρατισμό και εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Τα χρόνια που ακολούθησαν υπογράφτηκε η Τελωνειακή Ένωση (1995) και το 1999 η Τουρκία έλαβε το status υποψηφίου μέλους όπου και καθορίστηκαν με το σύμφωνο εταιρικής σχέσης οι προτεραιότητες αλλά και οι προϋποθέσεις για την προετοιμασία της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ.
Αυτή η περίοδος προσαρμογής ως προϋπόθεση για την ένταξη, συμπίπτει με την κυριαρχία του Ερντογάν στην τουρκική πολιτική σκηνή με το ΑΚΡ από το 2002 και μετά. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του ηγέτες του πολιτικού Ισλάμ και κυρίως με τον Ερμπακάν, παρουσίασε ένα χαμηλό πολιτικό προφίλ προσήλωσης στις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Τουρκία προσδοκούσε να καταστεί μέλος. Η βασική προϋπόθεση για αυτό όπως είχε σκιαγραφηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης στο πλαίσιο της διεύρυνσης ήταν η υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων εκδημοκρατισμού τα οποία αποτελούσαν βασικό παράγοντα εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Σε αυτά περιλαμβανόταν η βελτίωση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος, ο περιορισμός των εξουσιών του στρατού στους πολιτικούς θεσμούς της χώρας, η κατοχύρωση της κουρδικής γλώσσας στην εκπαίδευση αλλά και στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Ο Ερντογάν έδειξε πρόθυμος να συνεργαστεί για όλες αυτές τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα διευκόλυναν τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ. Έτσι, "έπεισε" σημαντικό μέρος των κοσμικών ελίτ της τουρκικής κοινωνίας που ουδεμία σχέση είχε με το πολιτικό ισλάμ, να τον υποστηρίξουν εκλογικά αλλά και να του προσφέρουν τη νομιμοποίηση για ριζικές αλλαγές, προσδοκώντας από αυτόν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό της χώρας φέρνοντας αυτή, ακόμα πιο κοντά στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα διακυβέρνησης και τρόπου ζωής και ακόμα πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για πολλούς φιλελεύθερους τούρκους κοσμικούς, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, ο Ερντογάν ήταν το αντίπαλο δέος στο "βαθύ κράτος" του στρατού όπως γράφονταν αρκετά εκείνη την εποχή.
Έτσι ο Ερντογάν εδραιώθηκε στην εξουσία αυξάνοντας κάθε φορά την εκλογική του δύναμη και καταφέρνοντας σταδιακά να ελέγξει όλους πολιτικούς θεσμούς της χώρας. Στη δεκαετία του 2000 εξέλεξε δικό του πρόεδρο πριν γίνει ο ίδιος, περιόρισε την συμμετοχή των στρατιωτικών στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας αλλά κυρίως κατάφερε να αποδυναμώσει και να εξευτελίσει τις ένοπλες δυνάμεις, δίνοντας τελικό κτύπημα με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Σημαντικό ρόλο βέβαια στην επιτυχία της πολιτικής του παντοδυναμίας διαδραμάτησε η παντελής έλλειψη αξιόπιστης πολιτικής ηγεσίας από το αντίπαλο κόμμα, το ρεμπουπλικανικό CHP αλλά και από τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα Μητέρας Πατρίδας/Ορθού Δρόμου.
Το αναμενόμενο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 15ης Απριλίου 2017 πρόκειται να επιτρέψει στον Ερντογάν να προβεί σε συνταγματική αναθεώρηση η οποία μπορεί να προκαλέσει αλλαγή του τουρκικού πολιτικού συστήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις έξι βασικές αρχές του κεμαλισμού. Αυτό αποτελεί πισωγύρισμα για την εύθραυστη τουρκική δημοκρατία αλλά κυρίως για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και για το κοινοβουλευτικό πολίτευμα της χώρας.
Η Τουρκία βέβαια δεν υπήρξε ποτέ πρότυπο δυτικο-ευρωπαϊκής δημοκρατίας λόγω του ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας αλλά και της καταπίεσης που υφίσταντο οι Κούρδοι, όμως είχε ένα σταθερό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, με διάκριση των εξουσιών και ισχυρούς ανεξάρτητους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς. Η εικόνα του πολιτικού ηγέτη που διαβάζει στίχους από το Κοράνι και ετοιμάζεται να κάνει συνταγματική αναθεώρηση συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του, παραπέμπει σε άλλες εποχές και σε άλλα πολιτικά καθεστώτα που δεν ταιριάζουν ούτε με το τουρκικό πολιτικό σύστημα αλλά ούτε και με το τουρκικό ισλάμ.
Η οριακή πλειοψηφία του αποτελέσματος βέβαια δείχνει ότι σχεδόν οι μισοί Τούρκοι πολίτες διαφώνησαν με αυτές τις αυταρχικές επιλογές που επιθυμεί ο Ερντογαν, για κατάργηση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, και ταυτόχρονα εφαρμογή ισλαμικών κανόνων που δεν συνάδουν με τις τάσεις του τουρκικού Ισλάμ όπως έχουν διαμορφωθεί από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ουδεμία σχέση έχουν με το σαουδαραβικό ισλάμ (Wahhabi/Salafi), το οποίο όμως αναμφισβήτητα τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει διαμορφώσει πλέον σε μεγάλο βαθμό το σύγχρονο τουρκικό ισλάμ του 21ου αιώνα.
Η πολιτική σύγκρουση κοσμικών – ισλαμικών δυνάμεων που έλαβε χώρα στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας και όπως αναλύθηκε σε αυτό άρθρο, δείχνει ως νικητή τους ισλαμιστές του Ταγίπ Ρετσέπ Ερντογάν. Ο τελευταίος το πέτυχε, επιτυγχάνοντας να κερδίσει ψηφοφόρους από ετερόκλητες ομάδες της τουρκικής κοινωνίας και να γίνει παντοδύναμος. Το κεμαλικό κράτος όπως το ξέραμε δείχνει να μην έχει συνέχεια, και δεν μένει παρά να δούμε τι πρόκειται να ακολουθήσει στη σουνιτική Τουρκία.
Παρά τα όσα γράφονται, οι τουρκικές εξελίξεις αποτελούν εσωτερικό ζήτημα της Τουρκίας και οποιαδήποτε ανάμειξη ή τυχόν πάγωμα των τουρκο-ευρωπαϊκών σχέσεων θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τον λαϊκιστή Ερντογάν. Το βέβαιο είναι ότι τα πολιτικά κόμματα και οι τούρκοι πολίτες που διαφώνησαν στην συνταγματική αναθεώρηση και ψήφισαν όχι στο δημοψήφισμα, τους περιμένουν δύσκολες μέρες, μιας και θα πρέπει να αγωνιστούν για πολλά από τα αυτονόητα που είχαν κατακτήσει τα τελευταία 94 χρόνια.
* Η κα Θεοδώρα Καλαϊτζάκη είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων Παν. Bilkent Τουρκία
Πηγή Capital
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...