Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταψηφιστεί
Του Γιώργου Ρακκά
Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, με όλα τα κακά που συνεπέφερε στην ελληνική κοινωνία –αυτή η κυβέρνηση, μάλλον ήταν εκείνη η οποία προκάλεσε τις περισσότερες άμεσες και έμμεσες απώλειες στον ελληνικό λαό κατά την μεταπολίτευση [1]– δημιουργεί την ανάγκη ενός ευρύτερου απολογισμού.
Ο οποίος πρέπει να γίνει με άξονα τα πεπραγμένα αυτής της καθεστηκυίας Αριστεράς, που σήμερα αντιπροσωπεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς για να κατανοήσουμε καλύτερα το γιατί αυτή η αριστερά πρέπει να ηττηθεί αποφασιστικά.
Διότι, όπως θα δούμε και στην συνέχεια, η «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ένα γεγονός αιφνιδιαστικό, αλλά κατά κάποιον τρόπο αποτελεί συνέχεια –έστω και ιδιότυπη– του ρόλου που ανέλαβε αυτή η αριστερά καθ όλη τη διάρκεια της ύστερης μεταπολίτευσης.
Το ζήτημα που εξετάζουμε περιστρέφεται γύρω από τον σημιτισμό. Την επίδραση που είχε η πολιτεία του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ πάνω στην Ελλάδα –καθώς πλέον είναι κοινός τόπος ότι εκείνη καθόρισε την ένταξή μας στην ΟΝΕ με απόλυτα παρασιτικό τρόπο, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την κατασκευή ενός πλαισίου συνθηκών το οποίο σήμερα τυραννάει μια ολόκληρη χώρα, και έναν ολόκληρο λαό.
Η στιγμή του Σημιτισμού, είναι πολύ σημαντική για να καταλάβουμε το πώς λειτούργησε η διαίρεση αριστεράς και δεξιάς, καθ όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης[2]: Σε ό,τι αφορά στο επίπεδο του γενικού «σχεδίου», δηλαδή τους πολιτικούς, οικονομικούς, και κοινωνικούς προσανατολισμούς της χώρας μας, είναι αλήθεια πως η κεντροαριστερά, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, έπαιξε τον ρόλο της προωθητικής δύναμης, της πολιτικής που κατασκεύαζε καθεστώτα. Την ίδια στιγμή, η ιδεολογική καθίζηση της δεξιάς, την κατέστησε κατά κάποιον τρόπο ως «αδύναμο εταίρο» του δικομματισμού, με την έννοια ότι ένα πολύ μεγάλο της κομμάτι υπήρξε επί της ουσίας «σημιτικό», ενώ ένα άλλο, «λαϊκής δεξιάς», που ανέλαβε δια του Κωνσταντίνου Καραμανλή την εξουσία από το 2004 ως το 2009, εν τέλει απλώς λειτούργησε ξεπλένοντας το ΠΑΣΟΚ, λόγω της ανικανότητάς της να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο στον σημιτισμό –πράγμα που εξ άλλου την οδήγησε και στην ολοκληρωτική ακινησία του βούδα Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Αυτά, σε επίπεδο άμεσης πολιτικής διακυβέρνησης. Στο ευρύτερο πεδίο άσκησης της εξουσίας, όμως, που συμπεριλαμβάνει και μορφές ιδεολογικής κατίσχυσης, αναδείχθηκε –όπως είναι γνωστό– ο ρόλος του ΣΥΝ, της καταγωγικής μήτρας του ΣΥΡΙΖΑ: Ο Συνασπισμός υπήρξε η πολιτιστική αιχμή του δόρατος στην διαδικασία του εκσυγχρονισμού, το κόμμα που συσπείρωνε τους διανοουμένους, οι οποίοι προώθησαν το «πνευματικό μνημόνιο» για την προσαρμογή μας στην ΟΝΕ. Το οποίο αποτελούσε το πρώτο μνημόνιο που απαίτησαν οι εταίροι, και οι μεγάλες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, από την χώρα μας σε αντάλλαγμα της συμμετοχής της στην Ενωμένη Ευρώπη, για να ακολουθήσει το κοινωνικό και το οικονομικό μνημόνιο.
Ο ρόλος αυτής της Αριστεράς, και των συν αυτών δορυφορικών δυνάμεων που αποτελούσαν ένα ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα –το οποίο, όπως έχει αναλύσει ο Γ. Καραμπελιάς, ξεκινούσε από το Κολωνάκι και κατέληγε στα… Εξάρχεια– έχει φωτιστεί επαρκώς η πλευρά που αφορά στην συμμετοχή της στην εξουσία.
Δεν έχει φωτιστεί επαρκώς, το γεγονός ότι την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις αυτές ήταν στην αντιπολίτευση: Από τα ιδεολογικά στρατηγικά ύψη της εξουσίας, αμφισβητούσαν τις οικονομικές ή τα κοινωνικές εκφάνσεις της. Ως εκ τούτου, επηρέαζαν αποφασιστικά τις αντιδράσεις και τις αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αυτά. Και όχι μόνον τις ενσωμάτωναν, αλλά και εξουδετέρωναν πλήρως οποιαδήποτε προοπτική σοβαρής αμφισβήτησης του καθεστώτος εκτρέποντας την αντιπολίτευση από το πραγματικό της περιεχόμενο.
Κατ’ αρχάς σε όλα τα κεντρικά διακυβεύματα των προσανατολισμών της χώρας που αντιμετωπίσαμε κατά την δεκαετία του 1990. Τι προκλήσεις αντιμετώπιζε η Ελλάδα σε αυτήν την δεκαετία; Να αναπτύξει μια βαλκανική πολιτική που θα απέτρεπε την διάλυση των Βαλκανίων, να ενσωματώσει τα κύματα μεταναστών που προέρχονταν από αυτήν την περιοχή με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτισμικής συνοχής –γεγονός που θα την καθιστούσε περιφερειακό σημείο αναφοράς της Ανατολικής Ευρώπης, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τουρκική επιθετικότητα, και να διεξάγει έναν μεγάλο πολιτιστικό μετασχηματισμό –να εκσυγχρονίσει την παράδοση της ώστε να επανατοποθετήσει τον ελληνισμό με όρους βιωσιμότητας στον 21ο αιώνα.
Η αριστερά, ήταν η δύναμη που πραγματικά βραχυκύκλωσε όλες αυτές τις πολιτικές διεργασίες, στην ευρύτερη σφαίρα των ιδεών που είχε απολήξεις από το κοινοβούλιο, μέχρι τα ΜΜΕ και την συζήτηση που διεξήχθη εντός των κοινωνικών κινημάτων. Η εθνομηδενιστική της εκστρατεία αποπροσανατόλισε την συζήτηση στο αν ο Μιλόσεβιτς είναι φασίστας, στο αν η ύπαρξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία είναι ευκαιρία για την υπονόμευση της ελληνικής ταυτότητας του λαού μας, ή το αν –σε σχέση με τον τουρκικό επεκτατισμό– οι Έλληνες υπήρξαν… οι θύτες της μικρασιατικής καταστροφής και της κυπριακής τραγωδίας!
Με αυτόν τον τρόπο, η αριστερά καθήλωσε την αντιπαράθεση σε μια διαμάχη γύρω από τα αυτονόητα, την ίδια στιγμή που οι απαιτήσεις των καιρών ήταν τεράστιες –γι’ αυτό εξ άλλου με το ξέσπασμα της κρίσης βρεθήκαμε να πορευόμαστε εντελώς απαράσκευοι μπροστά σε όλα τα μείζονα προβλήματα βιωσιμότητας που θέτει το παγκόσμιο σύστημα στην χώρα μας –από το γεωπολιτικό χάος που μας περιτριγυρίζει μέχρι το γεγονός ότι είμαστε ένας από τους κεντρικούς κόμβους της… μεγαλύτερης μετακίνησης πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία.
Από την σημερινή σκοπιά, ο εθνομηδενισμός της αριστεράς φαντάζει καταφανώς γελοιωδέστατος –έπρεπε όμως να τους λάχει να συγκυβερνήσουν με τον… Νικολόπουλο για να πέσει το προπέτασμα της επιστημοσύνης και του «κινηματισμού» για να φανεί πραγματικά το ποιόν αυτών των ανθρώπων.
Ωστόσο, το μεγάλο ζήτημα που προέκυψε από την δράση τους, υπήρξε άλλο: Το γεγονός ότι η πολιτική και ιδεολογική πρόοδος που έπρεπε να κάνει η ελληνική κοινωνία εφόσον επιθυμούσε να επιβιώσει στον 21ο αιώνα δεν έγινε ποτέ. Έτσι, εκείνο που θα ορίζαμε ως «παλιό» σε όλες τις εκφράσεις του συλλογικού μας βίου διατήρησε την κυριαρχία του, και ταυτόχρονα σάπισε εντελώς απειλώντας να εγκλωβίσει την Ελλάδα οριστικά στο τέλμα. Με τις ευθύνες μάλιστα, εκείνων που δήλωναν «προοδευτικοί» και που τώρα αξιώνουν να εμφανίζονται ως «φορείς του νέου» –την ίδια στιγμή που παίζουν τον ρόλο του «ναυαγοσώστη» της ημι-πνιγμένης μεταπολίτευσης!
Πολλαπλάσια υπήρξε η καταστροφική επίδραση αυτού του ρεύματος στο πεδίο της κοινωνικής διαμαρτυρίας ακριβώς διότι την έλεγχαν ασφυκτικά, με τους σχεδόν διδακτορικούς όρους που ορίζει το άτυπο πρυτανείο της κινηματικής γραφειοκρατίας. Ίσως εκεί, να εντοπίζονται οι μεγαλύτερες καταστροφές που επέφεραν, καθώς από το 1990 και μετά δεν υπήρχε ούτε ένα κίνημα που να μην το εκφυλίσουν, να το οδηγήσουν σε αδιέξοδο και να το διαλύσουν. Διότι, πράγμα που δεν είναι και πολύ γνωστό στους ανθρώπους που δεν ασχολούνταν συστηματικά με τους χώρους της κοινωνικής αμφισβήτησης, η δράση αυτού του πολιτικό-ιδεολογικού ρεύματος εντός τους, είχε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα που είχε η διακυβέρνησή τους αυτούς τους τελευταίους μήνες.
Και το χειρότερο, αλλοτρίωσαν συστηματικά το πιο ευαίσθητο και θετικό προς την πολιτικοποίηση κομμάτι της ελληνικής νεολαίας, μεταλλάσσοντας αυτούς τους ανθρώπους σε καπάτσους διαστρεβλωτές του εκάστοτε κινητοποιούμενου κοινού αισθήματος, δίχως ηθική, δίχως αξίες, μόνο με την αξίωση να μεταβάλουν την «δύναμη των πεζοδρομίων» σε ισχύ της εκάστοτε γραφειοκρατίας κομμάτων και οργανώσεων –μια πραγματική παραμόρφωση των ανθρώπων που πέρασαν από αυτήν την πολιτική κιμαδομηχανή.
Επομένως, ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος αυτής της αριστεράς, πέραν από το γεγονός ότι υπήρξε ο πολιτιστικός αρχιτέκτονας του Σημιτισμού; Μπλόκαρε συστηματικά κάθε δημιουργική προοπτική των αντιστάσεων. Τις έριχνε σε τοίχο, σε αδιέξοδο. Υποβάθμισε συστηματικά την συζήτηση, την αποπροσανατόλιζε από τα πραγματικά διακυβεύματα. Υπήρξε ταυτόχρονα προωθητική δύναμη της εξουσίας, κατασταλτική δύναμη ως προς την πολιτική και ιδεολογική πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας –ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον ελληνικό λαό– και παράγοντας δραστικού εκφυλισμού του εξεγερσιακού δυναμικού της, κυρίως της νεολαίας: Το μπλοκ της εθνομηδενιστικής αριστεράς κατά την δεκαετία του 1990 βραχυκύκλωσε το σύμπαν της ελληνικής κοινωνίας, την ίδια στιγμή που συναγελάζονταν με τους Υπουργούς και τους αυλικούς του Σημίτη. Με τους δικούς τους όρους, υπήρξαν ταυτόχρονα ο Ρασπούτιν της εξουσίας, και ο παπα-Γκαπόν της αντιπολίτευσης.
Όταν προέκυψε η προοπτική της «κυβέρνησης της αριστεράς», κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο εκσυγχρονισμός είχε ηττηθεί, και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονταν στα τάρταρα του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Ήταν η στιγμή που ο Ρασπούτιν της προηγούμενης εξουσίας, αποπειράθηκε να ανατρέψει τον Τσάρο, και μάλιστα τα πέτυχε. Το πέτυχε συνδυάζοντας τον ευρωπαϊσμό (και τον εθνομηδενισμό) του Κώστα Σημίτη, με τις εκμαυλιστικές προεκλογικές υποσχέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου –μόλο που τα λεφτά δεν υπήρχαν, γι’ αυτό και η κυβέρνηση του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» έγινε κυβέρνηση του «προγράμματος των Βρυξελών».
Η πραγματική ώθηση όμως, προήλθε από αλλού: Από τον εκμαυλισμό νεότευκτων αντιστάσεων που πυροδότησε η υπαγωγή της χώρας μας σε ξένη επιστασία, πράγμα που θα πετύχουν επιβάλλοντας εντός τους την λογική της ανάθεσης. Και πάλι θα παίξουν τον ίδιο ρόλο: Θα βραχυκυκλώσουν την ιδεολογική ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας. Λανσάροντας την χυδαία εκδοχή του «αντιμνημονιακού αιτήματος», όπου ο ορίζοντας των εναλλακτικών λύσεων περιορίζονταν συστηματικά, συνειδητά, στην υλοποίηση του σχεδίου για την «κυβέρνηση της αριστεράς». Έτσι, από το 2012 και μετά, όλα τα πραγματικά ζητήματα που έκριναν το εθνικό, το ταξικό, το δημοκρατικό, το περιβαλλοντικό ζήτημα αυτής της κοινωνίας εν μέσω της συντριπτικής επίθεσης που δεχόταν στην πραγματικότητα εγκαταλείφθηκαν.
Όλα τα σοβαρά διακυβεύματα που έπρεπε να συζητήσει το κίνημα αντίστασης, το οποίο συστάθηκε στις ελληνικές πλατείες και μπορούσε να ωριμάσει πολιτικά και ιδεολογικά έπειτα από τον πρώτο γύρο των κινητοποιήσεων, χαντακώθηκαν για να βγει ο Αλέξης Τσίπρας στην Κυβέρνηση. Ποια ήταν αυτά; Το πώς θα αντιμετωπίσουμε τον παρασιτισμό στην οικονομία, πως θα απελευθερώσουμε το ελληνικό κράτος από την δικτατορία της γραφειοκρατίας για να αναδείξουμε τα δημόσια αγαθά του, πως θα υπερβούμε μια δημοκρατία που ζει ως «παράσιτο μέσα στο παράσιτο» διαλύοντας αυτήν την χώρα, πως θα την χειραφετήσουμε ουσιαστικά από τον ασφυκτικό έλεγχο που της ασκεί η γερμανική ηγεμονία.
Κορύφωση του εκφυλιστικού κρεσέντο, το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να αντιστρέψει ακόμα και αυτό το νόημα του δημοψηφίσματος το οποίο διεξήχθη τον περασμένο Ιούλιο. Μέχρι τότε, η ίδια η διαδικασία των δημοψηφισμάτων ενείχε μια δυναμική υπέρβασης της ελληνικής κομματοκρατίας, ακριβώς ήταν η μόνη καθολική δημοκρατική διαδικασία όπου η βούληση του ελληνικού λαού μπορούσε να εκφραστεί χειραφετημένη από την παθολογία του κομματικού φατριασμού. Ε, λοιπόν ο Τσίπρας κατάφερε να υποτάξει και αυτήν στην βοναπαρτιστική του αξίωση, ξεφτιλίζοντας έναν θεσμό άμεσης δημοκρατίας σε εργαλείο κοινοβουλευτικής και κομματικής κατίσχυσης! Και είναι σίγουρο ότι θα πληρώσουμε το κόστος της υποταγής των πάντων –ιδεών, προταγμάτων, ελπίδας, θεσμών– στον πιο κυνικό συμφεροντολογικό υπολογισμό για πάρα πολλά χρόνια ακόμα, καθώς ακόμα και αν αυτό δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό, μόλις πριν από έναν μήνα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ γελοιοποίησε μια από τις πιο πηγαίες μορφές δημοκρατικής έκφρασης «για τρεις πουτάνες» (που έλεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος στους Αχαρνής).
Εν τέλει η καθεστηκυία αριστερά έγινε και πάλι ο «Ρασπούτιν» –αυτήν την φορά της Μέρκελ, του Ομπάμα και του… Νταβούτογλου. Και την ίδια στιγμή οι ίδιοι άνθρωποι λειτούργησαν και πάλι ως ο παπά-Γκαπόν των αντιστάσεων του ελληνικού λαού.
Έπειτα απ’ όλα αυτά είναι σαφές: Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο κύριος φορέας όλων αυτών των αντιλήψεων πρέπει να καταψηφιστεί. Για να κλονιστεί από τον θώκο της εξουσίας και να αποκαλυφθεί πλήρως ο ρόλος που επιτελεί στην ελληνική κοινωνία.
Βεβαίως, οι ενστάσεις εκφράζονται σωρηδόν. Και ποιος να κυβερνήσει; Μήπως οι «δεξιοί»; Για μια ακόμη φορά, κινδυνεύει να μας διαφύγει το κεντρικό διακύβευμα. Που είναι να τους εξαναγκάσουμε να κυβερνήσουν όλοι μαζί, σε κυβερνήσεις συλλογικής ευθύνης όχι διότι «έτσι θα είναι καλύτερα». Τα σχήματα συλλογικής ευθύνης που θα προκύψουν –και τα οποία θα είναι καθολικά εφόσον ηττηθεί η καθεστηκυία αριστερά– θα σαρώσουν τα τελευταία προπύργια των ανυπόστατων πλέον κομματικών διαιρέσεων του παρελθόντος, καθώς και τους πελατειακούς τους μηχανισμούς. Και θα «σταυρώσουν» το πολιτικό σύστημα συλλήβδην, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η αποδρομή του πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης, πράγμα που θα απελευθερώσει δυνάμεις ώστε να στηθεί ένα νέο, υγιέστερο. Να εφαρμόσουν όλοι μαζί τα μνημόνια που έφεραν για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε οριστικά από την παρουσία τους.
Για να γίνει όμως αυτό, και να μην καταπέσουμε σε χειρότερες μορφές σήψης και παρακμής, θα πρέπει να γλυτώσουν επιτέλους οι αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας από το βραχυκύκλωμα το οποίο τους επιβάλει η ίδια πολιτική δύναμη. Να γλυτώσουμε από αυτό το ετερόκλητο πλήθος των γραφειοκρατών του πνεύματος και των κινητοποιήσεων, που κάνουν διαρκώς την αντιστεκόμενη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας να μοιάζει σαν τα απαίσια μούτρα τους. Τους μηδενιστές δικτάτορες –που είναι μηδενιστές όχι μόνον διότι εν τέλει δεν πιστεύουν σε τίποτα, αλλά γιατί επιπλέον μηδενίζουν και κάθε προσπάθεια που γίνεται ώστε να πιστέψει ξανά αυτός ο λαός σε κάτι θετικό, απλώς γιατί κάτι τέτοιο «χαλάει την πιάτσα».
Η αρχή έχει γίνει. Η διάσπαση του Λαφαζάνη καταδεικνύει ακριβώς την κρίση της καθεστηκυίας αριστεράς. Δεν φέρει όμως μέσα του την σπορά του νέου, καθώς ο λόγος που εκφράζει δεν είναι λόγος αντίστασης του 21ου αιώνα. Πως θα μπορούσε άλλωστε: Αντίθετα επιλέγει να εμφανιστεί μ’ έναν σκληρό «φονταμενταλισμό» της μεταπολίτευσης, σε φρασεολογία, αιτήματα, και διαδικασίες. Και κυρίως μέσω της «δραχμής», η οποία επί της ουσίας αποτελεί μια τελευταία εναγώνια νεκρανάσταση της «υπόσχεσης» του Ανδρέα Παπανδρέου ότι υπάρχει ακόμα αρκετό «λάδι» για να λαδώσουμε ολόκληρη την κοινωνία –κι αν δεν υπάρχει, θα τυπώσουμε βρε αδερφέ! Ούτε κανείς, βέβαια, αναρωτιέται γιατί την ίδια στιγμή που προτάσσεται το εθνικό νόμισμα, στελέχη της Λαϊκής Ενότητας, διαβεβαιώνουν ότι θα εξετάσουν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να συγκυβερνήσουν με το κόμμα από το οποίο έφυγαν καταγγέλλοντας το ότι θέλει «ευρώ πάση θυσία».
Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε μετά τις εκλογές. Γιατί πολύ απλά, αν δεν ηττηθεί το άστρο, δεν θα μπορέσουν ποτέ να χειραφετηθούν και οι δορυφόροι του. Αυτό οι άνθρωποι πρέπει να χάσουν ώστε να πάψουν να ασκούν συνθλιπτική πολιτικό-ιδεολογική τους βαρύτητα στην ελληνική κοινωνία, για να γλυτώσει η αντιστασιακή της συνείδηση από τον εκφυλιστικό και θανατηφόρο εναγκαλισμό τους.
Σημειώσεις
[1] Δεν είναι μόνο οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του διαπραγματευτικού φιάσκου της απερχόμενης κυβέρνησης, καθώς και η γενικευμένη κοινωνική απραξία σε όλα τα μέτωπα της διακυβέρνησης που επιτάχυνε εντυπωσιακά την σήψη του ελληνικού κράτους. Ίσως πάνω απ’ όλα αυτά, γι’ αυτό και χαρακτηρίζουμε αυτήν την κυβέρνηση την χειρότερη της μεταπολίτευσης, στέκεται η διάψευση της ελπίδας, και η υπονόμευση από τα μέσα των αντιστάσεων του ελληνικού λαού. Τα προεκλογικά ψέματα, η διεξαγωγή ενός βοναπαρτιστικού δημοψηφίσματος, το οποίο αποδείχθηκε σικέ από την αστραπιαία κωλοτούμπα του πρωθυπουργού που το προκήρυξε, οδήγησαν στην –ελπίζουμε προσωρινή– άνευ όρων συνθηκολόγηση της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στους δανειστές της. Η Μέρκελ τρίβει τα χέρια της: Ακόμα και αν δεν είχε απέναντι (στην ουσία δίπλα της) έναν Αλέξη Τσίπρα, θα έπρεπε να τον είχε εφεύρει.
[2] Θα μπορούσαμε να πάμε και πιο πίσω, στον Ανδρέα Παπανδρέου, μόλο που εκεί τα πράγματα γίνονται λιγότερο εμφανή, όχι γιατί ήταν, αλλά γιατί η οργή του ελληνικού λαού απέναντι στον Κώστα Σημίτη, έχει φέρει στην επιφάνεια της συνείδησης μιας ολόκληρης χώρας, ότι η πολιτεία του Σημίτη υπήρξε όντως καταστροφική. Ενώ, παρ όλο το γεγονός ότι εν τέλει η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατά την δεκαετία του 1980 υπήρξε εξ ίσου καταστροφική, το γεγονός αυτό συσκοτίζεται καθώς ακόμα η φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου ξεπροβάλλει μ’ ένα φωτοστέφανο φτιαγμένο από τα πεντοχίλιαρα που αφειδώς μοίρασε σε εκτεταμένα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, θέτοντας ταυτοχρόνως τις βάσεις μιας οικονομικής χρεοκοπίας, αλλά και μιας ηθικής –καθώς εν πολλοίς εξαγόρασε την αντιστασιακή συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
[3] Πολλοί παραδοσιοκεντρικοί εξεγείρονται: «Η παράδοση ΔΕΝ εκσυγχρονίζεται». Στην πραγματικότητα μόνον η παράδοση εκσυγχρονίζεται, διότι ακριβώς ο όρος σημαίνει «να επικαιροποιήσω κάτι που ήδη υπάρχει» και όχι «να γίνω κάτι που δεν είμαι» -όπως ισχυρίζονταν οι ‘εκσυγχρονιστές’. Αναρωτιέται κανείς ακούγοντας αυτούς τους παραδοσιοκεντρικούς, αν σκέφτονται διόλου μήπως οι παραδόσεις μας είχαν εκσυγχρονιστεί και στο παρελθόν: Αν για παράδειγμα, όταν επισκέπτονται μια εκκλησία βλέπουν τριγύρω τους μόνο το ΙΧΘΥΣ των πρώιμων Χριστιανών, ή αν όντως βλέπουν τις αγιογραφίες, και την ιστορική εξέλιξη που αποτυπώνεται στις μορφές τους. Εκτός αν βαθιά μέσα τους πιστεύουν, ότι μολονότι η παράδοση είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχουν, είναι νεκρή.
Πηγή "Άρδην-Ρήξη"
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, με όλα τα κακά που συνεπέφερε στην ελληνική κοινωνία –αυτή η κυβέρνηση, μάλλον ήταν εκείνη η οποία προκάλεσε τις περισσότερες άμεσες και έμμεσες απώλειες στον ελληνικό λαό κατά την μεταπολίτευση [1]– δημιουργεί την ανάγκη ενός ευρύτερου απολογισμού.
Ο οποίος πρέπει να γίνει με άξονα τα πεπραγμένα αυτής της καθεστηκυίας Αριστεράς, που σήμερα αντιπροσωπεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς για να κατανοήσουμε καλύτερα το γιατί αυτή η αριστερά πρέπει να ηττηθεί αποφασιστικά.
Διότι, όπως θα δούμε και στην συνέχεια, η «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ένα γεγονός αιφνιδιαστικό, αλλά κατά κάποιον τρόπο αποτελεί συνέχεια –έστω και ιδιότυπη– του ρόλου που ανέλαβε αυτή η αριστερά καθ όλη τη διάρκεια της ύστερης μεταπολίτευσης.
Το ζήτημα που εξετάζουμε περιστρέφεται γύρω από τον σημιτισμό. Την επίδραση που είχε η πολιτεία του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ πάνω στην Ελλάδα –καθώς πλέον είναι κοινός τόπος ότι εκείνη καθόρισε την ένταξή μας στην ΟΝΕ με απόλυτα παρασιτικό τρόπο, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την κατασκευή ενός πλαισίου συνθηκών το οποίο σήμερα τυραννάει μια ολόκληρη χώρα, και έναν ολόκληρο λαό.
Η στιγμή του Σημιτισμού, είναι πολύ σημαντική για να καταλάβουμε το πώς λειτούργησε η διαίρεση αριστεράς και δεξιάς, καθ όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης[2]: Σε ό,τι αφορά στο επίπεδο του γενικού «σχεδίου», δηλαδή τους πολιτικούς, οικονομικούς, και κοινωνικούς προσανατολισμούς της χώρας μας, είναι αλήθεια πως η κεντροαριστερά, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, έπαιξε τον ρόλο της προωθητικής δύναμης, της πολιτικής που κατασκεύαζε καθεστώτα. Την ίδια στιγμή, η ιδεολογική καθίζηση της δεξιάς, την κατέστησε κατά κάποιον τρόπο ως «αδύναμο εταίρο» του δικομματισμού, με την έννοια ότι ένα πολύ μεγάλο της κομμάτι υπήρξε επί της ουσίας «σημιτικό», ενώ ένα άλλο, «λαϊκής δεξιάς», που ανέλαβε δια του Κωνσταντίνου Καραμανλή την εξουσία από το 2004 ως το 2009, εν τέλει απλώς λειτούργησε ξεπλένοντας το ΠΑΣΟΚ, λόγω της ανικανότητάς της να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο στον σημιτισμό –πράγμα που εξ άλλου την οδήγησε και στην ολοκληρωτική ακινησία του βούδα Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Αυτά, σε επίπεδο άμεσης πολιτικής διακυβέρνησης. Στο ευρύτερο πεδίο άσκησης της εξουσίας, όμως, που συμπεριλαμβάνει και μορφές ιδεολογικής κατίσχυσης, αναδείχθηκε –όπως είναι γνωστό– ο ρόλος του ΣΥΝ, της καταγωγικής μήτρας του ΣΥΡΙΖΑ: Ο Συνασπισμός υπήρξε η πολιτιστική αιχμή του δόρατος στην διαδικασία του εκσυγχρονισμού, το κόμμα που συσπείρωνε τους διανοουμένους, οι οποίοι προώθησαν το «πνευματικό μνημόνιο» για την προσαρμογή μας στην ΟΝΕ. Το οποίο αποτελούσε το πρώτο μνημόνιο που απαίτησαν οι εταίροι, και οι μεγάλες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, από την χώρα μας σε αντάλλαγμα της συμμετοχής της στην Ενωμένη Ευρώπη, για να ακολουθήσει το κοινωνικό και το οικονομικό μνημόνιο.
Ο ρόλος αυτής της Αριστεράς, και των συν αυτών δορυφορικών δυνάμεων που αποτελούσαν ένα ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα –το οποίο, όπως έχει αναλύσει ο Γ. Καραμπελιάς, ξεκινούσε από το Κολωνάκι και κατέληγε στα… Εξάρχεια– έχει φωτιστεί επαρκώς η πλευρά που αφορά στην συμμετοχή της στην εξουσία.
Δεν έχει φωτιστεί επαρκώς, το γεγονός ότι την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις αυτές ήταν στην αντιπολίτευση: Από τα ιδεολογικά στρατηγικά ύψη της εξουσίας, αμφισβητούσαν τις οικονομικές ή τα κοινωνικές εκφάνσεις της. Ως εκ τούτου, επηρέαζαν αποφασιστικά τις αντιδράσεις και τις αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αυτά. Και όχι μόνον τις ενσωμάτωναν, αλλά και εξουδετέρωναν πλήρως οποιαδήποτε προοπτική σοβαρής αμφισβήτησης του καθεστώτος εκτρέποντας την αντιπολίτευση από το πραγματικό της περιεχόμενο.
Κατ’ αρχάς σε όλα τα κεντρικά διακυβεύματα των προσανατολισμών της χώρας που αντιμετωπίσαμε κατά την δεκαετία του 1990. Τι προκλήσεις αντιμετώπιζε η Ελλάδα σε αυτήν την δεκαετία; Να αναπτύξει μια βαλκανική πολιτική που θα απέτρεπε την διάλυση των Βαλκανίων, να ενσωματώσει τα κύματα μεταναστών που προέρχονταν από αυτήν την περιοχή με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτισμικής συνοχής –γεγονός που θα την καθιστούσε περιφερειακό σημείο αναφοράς της Ανατολικής Ευρώπης, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τουρκική επιθετικότητα, και να διεξάγει έναν μεγάλο πολιτιστικό μετασχηματισμό –να εκσυγχρονίσει την παράδοση της ώστε να επανατοποθετήσει τον ελληνισμό με όρους βιωσιμότητας στον 21ο αιώνα.
Η αριστερά, ήταν η δύναμη που πραγματικά βραχυκύκλωσε όλες αυτές τις πολιτικές διεργασίες, στην ευρύτερη σφαίρα των ιδεών που είχε απολήξεις από το κοινοβούλιο, μέχρι τα ΜΜΕ και την συζήτηση που διεξήχθη εντός των κοινωνικών κινημάτων. Η εθνομηδενιστική της εκστρατεία αποπροσανατόλισε την συζήτηση στο αν ο Μιλόσεβιτς είναι φασίστας, στο αν η ύπαρξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία είναι ευκαιρία για την υπονόμευση της ελληνικής ταυτότητας του λαού μας, ή το αν –σε σχέση με τον τουρκικό επεκτατισμό– οι Έλληνες υπήρξαν… οι θύτες της μικρασιατικής καταστροφής και της κυπριακής τραγωδίας!
Με αυτόν τον τρόπο, η αριστερά καθήλωσε την αντιπαράθεση σε μια διαμάχη γύρω από τα αυτονόητα, την ίδια στιγμή που οι απαιτήσεις των καιρών ήταν τεράστιες –γι’ αυτό εξ άλλου με το ξέσπασμα της κρίσης βρεθήκαμε να πορευόμαστε εντελώς απαράσκευοι μπροστά σε όλα τα μείζονα προβλήματα βιωσιμότητας που θέτει το παγκόσμιο σύστημα στην χώρα μας –από το γεωπολιτικό χάος που μας περιτριγυρίζει μέχρι το γεγονός ότι είμαστε ένας από τους κεντρικούς κόμβους της… μεγαλύτερης μετακίνησης πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία.
Από την σημερινή σκοπιά, ο εθνομηδενισμός της αριστεράς φαντάζει καταφανώς γελοιωδέστατος –έπρεπε όμως να τους λάχει να συγκυβερνήσουν με τον… Νικολόπουλο για να πέσει το προπέτασμα της επιστημοσύνης και του «κινηματισμού» για να φανεί πραγματικά το ποιόν αυτών των ανθρώπων.
Ωστόσο, το μεγάλο ζήτημα που προέκυψε από την δράση τους, υπήρξε άλλο: Το γεγονός ότι η πολιτική και ιδεολογική πρόοδος που έπρεπε να κάνει η ελληνική κοινωνία εφόσον επιθυμούσε να επιβιώσει στον 21ο αιώνα δεν έγινε ποτέ. Έτσι, εκείνο που θα ορίζαμε ως «παλιό» σε όλες τις εκφράσεις του συλλογικού μας βίου διατήρησε την κυριαρχία του, και ταυτόχρονα σάπισε εντελώς απειλώντας να εγκλωβίσει την Ελλάδα οριστικά στο τέλμα. Με τις ευθύνες μάλιστα, εκείνων που δήλωναν «προοδευτικοί» και που τώρα αξιώνουν να εμφανίζονται ως «φορείς του νέου» –την ίδια στιγμή που παίζουν τον ρόλο του «ναυαγοσώστη» της ημι-πνιγμένης μεταπολίτευσης!
Πολλαπλάσια υπήρξε η καταστροφική επίδραση αυτού του ρεύματος στο πεδίο της κοινωνικής διαμαρτυρίας ακριβώς διότι την έλεγχαν ασφυκτικά, με τους σχεδόν διδακτορικούς όρους που ορίζει το άτυπο πρυτανείο της κινηματικής γραφειοκρατίας. Ίσως εκεί, να εντοπίζονται οι μεγαλύτερες καταστροφές που επέφεραν, καθώς από το 1990 και μετά δεν υπήρχε ούτε ένα κίνημα που να μην το εκφυλίσουν, να το οδηγήσουν σε αδιέξοδο και να το διαλύσουν. Διότι, πράγμα που δεν είναι και πολύ γνωστό στους ανθρώπους που δεν ασχολούνταν συστηματικά με τους χώρους της κοινωνικής αμφισβήτησης, η δράση αυτού του πολιτικό-ιδεολογικού ρεύματος εντός τους, είχε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα που είχε η διακυβέρνησή τους αυτούς τους τελευταίους μήνες.
Και το χειρότερο, αλλοτρίωσαν συστηματικά το πιο ευαίσθητο και θετικό προς την πολιτικοποίηση κομμάτι της ελληνικής νεολαίας, μεταλλάσσοντας αυτούς τους ανθρώπους σε καπάτσους διαστρεβλωτές του εκάστοτε κινητοποιούμενου κοινού αισθήματος, δίχως ηθική, δίχως αξίες, μόνο με την αξίωση να μεταβάλουν την «δύναμη των πεζοδρομίων» σε ισχύ της εκάστοτε γραφειοκρατίας κομμάτων και οργανώσεων –μια πραγματική παραμόρφωση των ανθρώπων που πέρασαν από αυτήν την πολιτική κιμαδομηχανή.
Επομένως, ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος αυτής της αριστεράς, πέραν από το γεγονός ότι υπήρξε ο πολιτιστικός αρχιτέκτονας του Σημιτισμού; Μπλόκαρε συστηματικά κάθε δημιουργική προοπτική των αντιστάσεων. Τις έριχνε σε τοίχο, σε αδιέξοδο. Υποβάθμισε συστηματικά την συζήτηση, την αποπροσανατόλιζε από τα πραγματικά διακυβεύματα. Υπήρξε ταυτόχρονα προωθητική δύναμη της εξουσίας, κατασταλτική δύναμη ως προς την πολιτική και ιδεολογική πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας –ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον ελληνικό λαό– και παράγοντας δραστικού εκφυλισμού του εξεγερσιακού δυναμικού της, κυρίως της νεολαίας: Το μπλοκ της εθνομηδενιστικής αριστεράς κατά την δεκαετία του 1990 βραχυκύκλωσε το σύμπαν της ελληνικής κοινωνίας, την ίδια στιγμή που συναγελάζονταν με τους Υπουργούς και τους αυλικούς του Σημίτη. Με τους δικούς τους όρους, υπήρξαν ταυτόχρονα ο Ρασπούτιν της εξουσίας, και ο παπα-Γκαπόν της αντιπολίτευσης.
Όταν προέκυψε η προοπτική της «κυβέρνησης της αριστεράς», κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο εκσυγχρονισμός είχε ηττηθεί, και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονταν στα τάρταρα του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Ήταν η στιγμή που ο Ρασπούτιν της προηγούμενης εξουσίας, αποπειράθηκε να ανατρέψει τον Τσάρο, και μάλιστα τα πέτυχε. Το πέτυχε συνδυάζοντας τον ευρωπαϊσμό (και τον εθνομηδενισμό) του Κώστα Σημίτη, με τις εκμαυλιστικές προεκλογικές υποσχέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου –μόλο που τα λεφτά δεν υπήρχαν, γι’ αυτό και η κυβέρνηση του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» έγινε κυβέρνηση του «προγράμματος των Βρυξελών».
Η πραγματική ώθηση όμως, προήλθε από αλλού: Από τον εκμαυλισμό νεότευκτων αντιστάσεων που πυροδότησε η υπαγωγή της χώρας μας σε ξένη επιστασία, πράγμα που θα πετύχουν επιβάλλοντας εντός τους την λογική της ανάθεσης. Και πάλι θα παίξουν τον ίδιο ρόλο: Θα βραχυκυκλώσουν την ιδεολογική ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας. Λανσάροντας την χυδαία εκδοχή του «αντιμνημονιακού αιτήματος», όπου ο ορίζοντας των εναλλακτικών λύσεων περιορίζονταν συστηματικά, συνειδητά, στην υλοποίηση του σχεδίου για την «κυβέρνηση της αριστεράς». Έτσι, από το 2012 και μετά, όλα τα πραγματικά ζητήματα που έκριναν το εθνικό, το ταξικό, το δημοκρατικό, το περιβαλλοντικό ζήτημα αυτής της κοινωνίας εν μέσω της συντριπτικής επίθεσης που δεχόταν στην πραγματικότητα εγκαταλείφθηκαν.
Όλα τα σοβαρά διακυβεύματα που έπρεπε να συζητήσει το κίνημα αντίστασης, το οποίο συστάθηκε στις ελληνικές πλατείες και μπορούσε να ωριμάσει πολιτικά και ιδεολογικά έπειτα από τον πρώτο γύρο των κινητοποιήσεων, χαντακώθηκαν για να βγει ο Αλέξης Τσίπρας στην Κυβέρνηση. Ποια ήταν αυτά; Το πώς θα αντιμετωπίσουμε τον παρασιτισμό στην οικονομία, πως θα απελευθερώσουμε το ελληνικό κράτος από την δικτατορία της γραφειοκρατίας για να αναδείξουμε τα δημόσια αγαθά του, πως θα υπερβούμε μια δημοκρατία που ζει ως «παράσιτο μέσα στο παράσιτο» διαλύοντας αυτήν την χώρα, πως θα την χειραφετήσουμε ουσιαστικά από τον ασφυκτικό έλεγχο που της ασκεί η γερμανική ηγεμονία.
Κορύφωση του εκφυλιστικού κρεσέντο, το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να αντιστρέψει ακόμα και αυτό το νόημα του δημοψηφίσματος το οποίο διεξήχθη τον περασμένο Ιούλιο. Μέχρι τότε, η ίδια η διαδικασία των δημοψηφισμάτων ενείχε μια δυναμική υπέρβασης της ελληνικής κομματοκρατίας, ακριβώς ήταν η μόνη καθολική δημοκρατική διαδικασία όπου η βούληση του ελληνικού λαού μπορούσε να εκφραστεί χειραφετημένη από την παθολογία του κομματικού φατριασμού. Ε, λοιπόν ο Τσίπρας κατάφερε να υποτάξει και αυτήν στην βοναπαρτιστική του αξίωση, ξεφτιλίζοντας έναν θεσμό άμεσης δημοκρατίας σε εργαλείο κοινοβουλευτικής και κομματικής κατίσχυσης! Και είναι σίγουρο ότι θα πληρώσουμε το κόστος της υποταγής των πάντων –ιδεών, προταγμάτων, ελπίδας, θεσμών– στον πιο κυνικό συμφεροντολογικό υπολογισμό για πάρα πολλά χρόνια ακόμα, καθώς ακόμα και αν αυτό δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό, μόλις πριν από έναν μήνα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ γελοιοποίησε μια από τις πιο πηγαίες μορφές δημοκρατικής έκφρασης «για τρεις πουτάνες» (που έλεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος στους Αχαρνής).
Εν τέλει η καθεστηκυία αριστερά έγινε και πάλι ο «Ρασπούτιν» –αυτήν την φορά της Μέρκελ, του Ομπάμα και του… Νταβούτογλου. Και την ίδια στιγμή οι ίδιοι άνθρωποι λειτούργησαν και πάλι ως ο παπά-Γκαπόν των αντιστάσεων του ελληνικού λαού.
Έπειτα απ’ όλα αυτά είναι σαφές: Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο κύριος φορέας όλων αυτών των αντιλήψεων πρέπει να καταψηφιστεί. Για να κλονιστεί από τον θώκο της εξουσίας και να αποκαλυφθεί πλήρως ο ρόλος που επιτελεί στην ελληνική κοινωνία.
Βεβαίως, οι ενστάσεις εκφράζονται σωρηδόν. Και ποιος να κυβερνήσει; Μήπως οι «δεξιοί»; Για μια ακόμη φορά, κινδυνεύει να μας διαφύγει το κεντρικό διακύβευμα. Που είναι να τους εξαναγκάσουμε να κυβερνήσουν όλοι μαζί, σε κυβερνήσεις συλλογικής ευθύνης όχι διότι «έτσι θα είναι καλύτερα». Τα σχήματα συλλογικής ευθύνης που θα προκύψουν –και τα οποία θα είναι καθολικά εφόσον ηττηθεί η καθεστηκυία αριστερά– θα σαρώσουν τα τελευταία προπύργια των ανυπόστατων πλέον κομματικών διαιρέσεων του παρελθόντος, καθώς και τους πελατειακούς τους μηχανισμούς. Και θα «σταυρώσουν» το πολιτικό σύστημα συλλήβδην, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η αποδρομή του πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης, πράγμα που θα απελευθερώσει δυνάμεις ώστε να στηθεί ένα νέο, υγιέστερο. Να εφαρμόσουν όλοι μαζί τα μνημόνια που έφεραν για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε οριστικά από την παρουσία τους.
Για να γίνει όμως αυτό, και να μην καταπέσουμε σε χειρότερες μορφές σήψης και παρακμής, θα πρέπει να γλυτώσουν επιτέλους οι αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας από το βραχυκύκλωμα το οποίο τους επιβάλει η ίδια πολιτική δύναμη. Να γλυτώσουμε από αυτό το ετερόκλητο πλήθος των γραφειοκρατών του πνεύματος και των κινητοποιήσεων, που κάνουν διαρκώς την αντιστεκόμενη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας να μοιάζει σαν τα απαίσια μούτρα τους. Τους μηδενιστές δικτάτορες –που είναι μηδενιστές όχι μόνον διότι εν τέλει δεν πιστεύουν σε τίποτα, αλλά γιατί επιπλέον μηδενίζουν και κάθε προσπάθεια που γίνεται ώστε να πιστέψει ξανά αυτός ο λαός σε κάτι θετικό, απλώς γιατί κάτι τέτοιο «χαλάει την πιάτσα».
Η αρχή έχει γίνει. Η διάσπαση του Λαφαζάνη καταδεικνύει ακριβώς την κρίση της καθεστηκυίας αριστεράς. Δεν φέρει όμως μέσα του την σπορά του νέου, καθώς ο λόγος που εκφράζει δεν είναι λόγος αντίστασης του 21ου αιώνα. Πως θα μπορούσε άλλωστε: Αντίθετα επιλέγει να εμφανιστεί μ’ έναν σκληρό «φονταμενταλισμό» της μεταπολίτευσης, σε φρασεολογία, αιτήματα, και διαδικασίες. Και κυρίως μέσω της «δραχμής», η οποία επί της ουσίας αποτελεί μια τελευταία εναγώνια νεκρανάσταση της «υπόσχεσης» του Ανδρέα Παπανδρέου ότι υπάρχει ακόμα αρκετό «λάδι» για να λαδώσουμε ολόκληρη την κοινωνία –κι αν δεν υπάρχει, θα τυπώσουμε βρε αδερφέ! Ούτε κανείς, βέβαια, αναρωτιέται γιατί την ίδια στιγμή που προτάσσεται το εθνικό νόμισμα, στελέχη της Λαϊκής Ενότητας, διαβεβαιώνουν ότι θα εξετάσουν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να συγκυβερνήσουν με το κόμμα από το οποίο έφυγαν καταγγέλλοντας το ότι θέλει «ευρώ πάση θυσία».
Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε μετά τις εκλογές. Γιατί πολύ απλά, αν δεν ηττηθεί το άστρο, δεν θα μπορέσουν ποτέ να χειραφετηθούν και οι δορυφόροι του. Αυτό οι άνθρωποι πρέπει να χάσουν ώστε να πάψουν να ασκούν συνθλιπτική πολιτικό-ιδεολογική τους βαρύτητα στην ελληνική κοινωνία, για να γλυτώσει η αντιστασιακή της συνείδηση από τον εκφυλιστικό και θανατηφόρο εναγκαλισμό τους.
Σημειώσεις
[1] Δεν είναι μόνο οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του διαπραγματευτικού φιάσκου της απερχόμενης κυβέρνησης, καθώς και η γενικευμένη κοινωνική απραξία σε όλα τα μέτωπα της διακυβέρνησης που επιτάχυνε εντυπωσιακά την σήψη του ελληνικού κράτους. Ίσως πάνω απ’ όλα αυτά, γι’ αυτό και χαρακτηρίζουμε αυτήν την κυβέρνηση την χειρότερη της μεταπολίτευσης, στέκεται η διάψευση της ελπίδας, και η υπονόμευση από τα μέσα των αντιστάσεων του ελληνικού λαού. Τα προεκλογικά ψέματα, η διεξαγωγή ενός βοναπαρτιστικού δημοψηφίσματος, το οποίο αποδείχθηκε σικέ από την αστραπιαία κωλοτούμπα του πρωθυπουργού που το προκήρυξε, οδήγησαν στην –ελπίζουμε προσωρινή– άνευ όρων συνθηκολόγηση της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στους δανειστές της. Η Μέρκελ τρίβει τα χέρια της: Ακόμα και αν δεν είχε απέναντι (στην ουσία δίπλα της) έναν Αλέξη Τσίπρα, θα έπρεπε να τον είχε εφεύρει.
[2] Θα μπορούσαμε να πάμε και πιο πίσω, στον Ανδρέα Παπανδρέου, μόλο που εκεί τα πράγματα γίνονται λιγότερο εμφανή, όχι γιατί ήταν, αλλά γιατί η οργή του ελληνικού λαού απέναντι στον Κώστα Σημίτη, έχει φέρει στην επιφάνεια της συνείδησης μιας ολόκληρης χώρας, ότι η πολιτεία του Σημίτη υπήρξε όντως καταστροφική. Ενώ, παρ όλο το γεγονός ότι εν τέλει η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατά την δεκαετία του 1980 υπήρξε εξ ίσου καταστροφική, το γεγονός αυτό συσκοτίζεται καθώς ακόμα η φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου ξεπροβάλλει μ’ ένα φωτοστέφανο φτιαγμένο από τα πεντοχίλιαρα που αφειδώς μοίρασε σε εκτεταμένα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, θέτοντας ταυτοχρόνως τις βάσεις μιας οικονομικής χρεοκοπίας, αλλά και μιας ηθικής –καθώς εν πολλοίς εξαγόρασε την αντιστασιακή συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
[3] Πολλοί παραδοσιοκεντρικοί εξεγείρονται: «Η παράδοση ΔΕΝ εκσυγχρονίζεται». Στην πραγματικότητα μόνον η παράδοση εκσυγχρονίζεται, διότι ακριβώς ο όρος σημαίνει «να επικαιροποιήσω κάτι που ήδη υπάρχει» και όχι «να γίνω κάτι που δεν είμαι» -όπως ισχυρίζονταν οι ‘εκσυγχρονιστές’. Αναρωτιέται κανείς ακούγοντας αυτούς τους παραδοσιοκεντρικούς, αν σκέφτονται διόλου μήπως οι παραδόσεις μας είχαν εκσυγχρονιστεί και στο παρελθόν: Αν για παράδειγμα, όταν επισκέπτονται μια εκκλησία βλέπουν τριγύρω τους μόνο το ΙΧΘΥΣ των πρώιμων Χριστιανών, ή αν όντως βλέπουν τις αγιογραφίες, και την ιστορική εξέλιξη που αποτυπώνεται στις μορφές τους. Εκτός αν βαθιά μέσα τους πιστεύουν, ότι μολονότι η παράδοση είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχουν, είναι νεκρή.
Πηγή "Άρδην-Ρήξη"
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
ΨΗΦΟ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ ΕΧΕΙ ΕΝΟΧΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΛΟΙ Μ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Τ ΕΩΣΦΟΡΟΥ ΚΤΛ ΚΤΛ ΕΓΩ ΗΘΕΛΑ ΚΑΣΙΔΙΑΡΗ ΑΡΓΗΧΟ Κ ΝΑ ΤΟΥΣ ΨΗΦΙΣΩ
ΑπάντησηΔιαγραφή