Είναι έτοιμη η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τις ραγδαίες γεωπολιτικές αλλαγές;
Οι εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από τη Δύση και κυρίως από τους Αμερικανούς, έχουν ρευστοποιήσει την Εγγύς Ανατολή, γεωγραφικό χώρο που ούτως ή άλλως γειτνίαζε με την Ελλάδα, αλλά που γίνεται ακόμη κοντινότερος λόγω του Κυπριακού και των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου.
Θέλει δεν θέλει, η Ελλάδα είναι παρούσα στην περιοχή λόγω γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ενδιαφερόντων αλλά και λόγω παράδοσης.
Η χώρα που βρίσκεται στο μεταίχμιο Δύσης – Ανατολής δεν είναι η Τουρκία, όπως θέλει να παρουσιάζεται, η οποία ανήκει στην Ανατολή, αλλά η Ελλάδα, που ανήκε σε αυτόν τον μεσαίο γεωπολιτικό χώρο, στον οποίο ο Δημήτρης Κιτσίκης εντάσσει και την εδαφική επικράτεια που καταλαμβάνει η σημερινή Τουρκία.
Το θέμα, βεβαίως, δεν είναι απλώς γεωγραφικό, αλλά πρωτίστως πολιτισμικό. Και από αυτής της πλευράς, ο μεσαίος χώρος είναι ο ελλαδικός.
Σε αυτόν τον χώρο εκδηλώθηκαν οι ιστορικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής από την εισαγωγή των περσικών πολέμων, εδώ κρίνεται η νέα ισορροπία μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που ανατράπηκε με τις σχεδιασμένες ανακατατάξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Οι συγκρούσεις αυτές δεν είναι πρωτόγνωρες. Μετά τους περσικούς πολέμους, εμφανίσθηκαν με την άνοδο του Ισλάμ, το οποίο δημιούργησε ολόκληρη αυτοκρατορία επεκτεινόμενο και προς τη Δύση και προς την Ανατολή, και αργότερα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία απείλησε την Ευρώπη με την πολιορκία της Βιέννης στα τέλη του 17ου αιώα.
Η ιστορική αυτή αναφορά γίνεται για να υπενθυμισθεί ότι αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι απλώς επαναλήψεις μιάς πολιτισμικής σύγκρουσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που έχει παρελθόν και που όλα δείχνουν πως θα έχει και μέλλον. Πολιτισμικής σύγκρουσης που στη βάση της, βεβαίως, βρίσκονται γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα.
Γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αναλυτική εργασία σε δύο βιβλία που έκανε ο νέος τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, σχετικά με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και την ανασύσταση της ιδέας του νεοοθωμανισμού και τη φιλοσοφική και θεολογική θεμελίωση αυτής της ανάλυσης.
Από την τουρκική ανατολική σκοπιά, ο κ. Νταβούτογλου, ουσιαστικά, αυτοπροσδιορίζει την έννοια της ισλαμικής Ανατολής σε σχέση με τη Δύση.
Είναι αυτό που παλαιότερα και επί μακρόν, έκανε η δυτική διανόηση, η οποία προσδιόριζε την Δύση σε σχέση κα σε αντιπαράθεση με την Ανατολή. Η προσπάθεια αυτή των δυτικών διανοούμενων χαρακτηρίσθηκε από τον Έντουαρντ Σάιντ «φαντασιακή αντίληψη» και χαρακτηρίστηκε «οριενταλισμός». Ο κ. Νταβούτογλου δεν πρωτοτύπησε στην πολύ ενδιαφέρουσα θεωρητική του προσπάθεια. Επικαιροποίησε το θέμα της αντιπαράθεσης Δύσης – Ανατολής κα ενέταξε σε αυτό τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή. Και ο ρόλος αυτός διέρχεται μέσα από μία νεοοθωμανική αντιληψη.
Το αν η πολιτική που βασίζεται σε αυτήν την ανάλυση πετύχει ή όχι, αποτελεί ένα στοίχημα. Το ζήτημα είναι πως ο κ. Νταβούτογλου με τη θεωρία του και την εξωτερική του πολιτική και ο κ. Ερντογάν με τη χαρισματικότητα, την επιμονή και τη φιλοδοξία του έβγαλαν την Τουρκία από την εσωστρέφειά της και τα προσέδωσαν έναν περιφερειακό ρόλο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Τουρκία ήταν κατά κάποιον τρόπο νομοτελειακά.
Το Κουρδικό ήταν και παραμένει, μία χαίνουσα εσωτερική πληγή που δεν επιδέχεται ήπιας λύσεως. Οι εξελίξεις στο Ιράκ και τη Συρία ήταν, όπως αποδεικνύεται από παλαιότερες αναλύσεις, κυρίως αμερικανών, και χάρτες που είδαν το φως της δημοσιότητας, προσχεδιασμένες.
Ο αραβικός κόσμος διασπάται σε νέες οντότητες και κανείς δεν γνωρίζει, μέχρι στιγμής, ποιο είναι το πρόκριμα αυτών των διασπάσεων. Ποια ισορροπία επιδιώκεται να διαμορφωθεί.
Στον Ισλαμισμό και την αραβική ιστορία δεν είναι άγνωστα τα χαλιφάτα, όπως διακήρυξε ότι θα δημιουργήσει ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας. Ούτε και βάρβαρες συμπεριφορές όπως αυτές που επιδεικνύουν οι μαχητές της οργάνωσής του (ίσως ανάλογης βαρβαρότητας να είναι και οι δυτικές συμπεριφορές στις πολεμικές αναμετρήσεις).
Η περιοχή που θέλησαν να δημιουργήσουν το κράτος τους κατοικείται κατά κύριο λόγο από σουνίτες, οι οποίοι δεν συμπεριελήφθησαν στην διακυβέρνηση του Ιράκ.
Το Ιράκ και η πρωτεύουσά του Βαγδάτη αποτέλεσαν πάντοτε κέντρο του σιιτισμού, και πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αμπασιδών, αλλά και η σουνιτική παρουσία δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ο αραβικός εθνικισμός είναι μία ιδιόμορφη έννοια.
Οι Άραβες, τόσο από ιδιοσυγκρασία, όσο και από θεία επιταγή του Προφήτη, συσπειρώνονταν στη βάση της φυλής και της θρησκείας, και όχι της πολιτικής και του εθνικού κράτους.
Τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων στον αραβικό κόσμο τον διαδραμάτισε η θρησκεία και οι πολλές διασπάσεις της σε δόγματα, τα οποία είχαν μεν θεία αναφορά, απηχούσαν, όμως και κοινωνικέςε διαφοροποιήσεις και διαστρωματώσεις. Ο σιιτισμός, για παράδειγμα, αποτέλεσε κοινωνική, πρωτίστως, αμφισβήτηση της σουνιτικής αριστοκρατίας στις διάφορες αραβικές περιοχές.
Μία μεγάλη αραβική οικογένεια, οι Ομέϊάδες, ίδρυσε το πρώτο χαλιφάτο με έδρα τη Δαμασκό, την οποία πήραν από τους Βυζαντινούς. Το Χαλιφάτο των Ομεϊάδων.
Η κατάκτηση του Ιράκ και στη συνέχεια του Ιράν από τους Άραβες, οδήγησε σε εξισλαμισμό των Περσών, αλλά και σε έντονη περσική πολιτισμική επιρροή αλλά και κυριαρχία των σιιτών.
Το τρίτο χαλιφάτο ήταν των Φατιμιδών και είχε έδρα το Κάιρο. Οι Φατιμίδες ήταν ισμαηλίτες (σιιτική αίρεση), οι Αμασίδες σιίτες και οι Ομεϊάδες σουνίτες.
Συνεπώς, για να ξεδιαλύνουμε λίγα τα πράγματα, ούτε η σύγκρουση σιιτών και σουνιτών είναι φαινόμενο των ημερών μας, ούτε η σχέση Αράβων και Ιρανών σιιτών. Βεβαίως,. Ούτε η σύγκρουση με τη Δύση.
Είναι γνωστό ότι κατά την εποχή της εξάπλωσής τους, οι άραβες έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο και άφησαν έντονο το πολιτισμικό τους στίγμα. Προχώρησαν, μάλιστα, και προς το κέντρο της Ευρώπης και έφτασαν μέχρι το Πουατιέ, όπου ηττήθηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλο (732 μ.Χ.) σεμία επική μάχη, η οποία, κατά ορισμένους ιστορικούς, έκρινε το μέλλον της ηπείρου.
Συνεπώς, η Ευρώπη δεν είναι ξένος χώρος για τους Άραβες. Ούτε βέβαια κα η Ελλάδα και οι ιδέες της. Οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη επηρέασαν την όλη φιλοσοφική και θεολογική αντίληψη του Ισλάμ . Η αποδοχή από το Ισλάμ της ελληνικής κληρονομιάς αποτέλεσε μία διαμάχη ανάμεσα στην επιστημονική ορθολογική τάση της νέας γνώσης και τον ατομιστικό και ενορατικό χαρακτήρα της ισλαμικής θρησκευτικής σκέψης.
Οι Άραβες ένωσαν σε μία και μοναδική κοινωνία δύο παλαιότερους αλληλο-συγκρουόμενους πολιτισμούς –από τη μία πλευρά την προαιώνια και πολύμορφη μεσογειακή παράδοση της Ελλάδας, της Ρώμης, του Ισραήλ και της αρχαίας Εγγής Ανατολής και, από την άλλη, τον πλούσιο πολιτισμό του Ιράν, με τα δικά του πρότυπα ζωής και σκέψης, και τις καρποφόρες επαφές του με τους σπουδαίους πολιτισμούς της μακρινής Ανατολής.
Παρήκμασαν και κατελήφθησαν από ένα φύλο, τους Σελτζούκους, που έφτασαν από την Κεντρική Ασία τον 10ο αιώνα.
Το μεγάλο όμως χτύπημα προήλθε από τους Μογγόλους του Τσέγκινς Χαν, οι οποίοι το 1258 κατήργησαν το Χαλιφάτο των Αμπασιδών.
Η συντριβή αυτού του μεγάλου ιστορικού θεσμού, που έστω και σε παρακμή εξακολουθούσε να είναι το νόμιμο κέντρο του Ισλάμ και η εγγύηση της ενότητάς του, υπήρξε το τέλος μιάς εποχής της ισλαμικής ιστορίας.
Είναι υπερβολή να πιστεύουμε πως θα το ανασυστήσου οι μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους», σήμερα, και ο χαλίφης τους.
Όπως, όμως, είναι υποκρισία να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε εξελίξεις που, ενδεχομένως, να τεκταίνονται σε κέντρα διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής.
Πηγή εφημ. «Μακεδονία της Κυριακής»
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Θέλει δεν θέλει, η Ελλάδα είναι παρούσα στην περιοχή λόγω γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ενδιαφερόντων αλλά και λόγω παράδοσης.
Η χώρα που βρίσκεται στο μεταίχμιο Δύσης – Ανατολής δεν είναι η Τουρκία, όπως θέλει να παρουσιάζεται, η οποία ανήκει στην Ανατολή, αλλά η Ελλάδα, που ανήκε σε αυτόν τον μεσαίο γεωπολιτικό χώρο, στον οποίο ο Δημήτρης Κιτσίκης εντάσσει και την εδαφική επικράτεια που καταλαμβάνει η σημερινή Τουρκία.
Το θέμα, βεβαίως, δεν είναι απλώς γεωγραφικό, αλλά πρωτίστως πολιτισμικό. Και από αυτής της πλευράς, ο μεσαίος χώρος είναι ο ελλαδικός.
Σε αυτόν τον χώρο εκδηλώθηκαν οι ιστορικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής από την εισαγωγή των περσικών πολέμων, εδώ κρίνεται η νέα ισορροπία μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που ανατράπηκε με τις σχεδιασμένες ανακατατάξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Οι συγκρούσεις αυτές δεν είναι πρωτόγνωρες. Μετά τους περσικούς πολέμους, εμφανίσθηκαν με την άνοδο του Ισλάμ, το οποίο δημιούργησε ολόκληρη αυτοκρατορία επεκτεινόμενο και προς τη Δύση και προς την Ανατολή, και αργότερα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία απείλησε την Ευρώπη με την πολιορκία της Βιέννης στα τέλη του 17ου αιώα.
Η ιστορική αυτή αναφορά γίνεται για να υπενθυμισθεί ότι αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι απλώς επαναλήψεις μιάς πολιτισμικής σύγκρουσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που έχει παρελθόν και που όλα δείχνουν πως θα έχει και μέλλον. Πολιτισμικής σύγκρουσης που στη βάση της, βεβαίως, βρίσκονται γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα.
Γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αναλυτική εργασία σε δύο βιβλία που έκανε ο νέος τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, σχετικά με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και την ανασύσταση της ιδέας του νεοοθωμανισμού και τη φιλοσοφική και θεολογική θεμελίωση αυτής της ανάλυσης.
Από την τουρκική ανατολική σκοπιά, ο κ. Νταβούτογλου, ουσιαστικά, αυτοπροσδιορίζει την έννοια της ισλαμικής Ανατολής σε σχέση με τη Δύση.
Είναι αυτό που παλαιότερα και επί μακρόν, έκανε η δυτική διανόηση, η οποία προσδιόριζε την Δύση σε σχέση κα σε αντιπαράθεση με την Ανατολή. Η προσπάθεια αυτή των δυτικών διανοούμενων χαρακτηρίσθηκε από τον Έντουαρντ Σάιντ «φαντασιακή αντίληψη» και χαρακτηρίστηκε «οριενταλισμός». Ο κ. Νταβούτογλου δεν πρωτοτύπησε στην πολύ ενδιαφέρουσα θεωρητική του προσπάθεια. Επικαιροποίησε το θέμα της αντιπαράθεσης Δύσης – Ανατολής κα ενέταξε σε αυτό τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή. Και ο ρόλος αυτός διέρχεται μέσα από μία νεοοθωμανική αντιληψη.
Το αν η πολιτική που βασίζεται σε αυτήν την ανάλυση πετύχει ή όχι, αποτελεί ένα στοίχημα. Το ζήτημα είναι πως ο κ. Νταβούτογλου με τη θεωρία του και την εξωτερική του πολιτική και ο κ. Ερντογάν με τη χαρισματικότητα, την επιμονή και τη φιλοδοξία του έβγαλαν την Τουρκία από την εσωστρέφειά της και τα προσέδωσαν έναν περιφερειακό ρόλο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Τουρκία ήταν κατά κάποιον τρόπο νομοτελειακά.
Το Κουρδικό ήταν και παραμένει, μία χαίνουσα εσωτερική πληγή που δεν επιδέχεται ήπιας λύσεως. Οι εξελίξεις στο Ιράκ και τη Συρία ήταν, όπως αποδεικνύεται από παλαιότερες αναλύσεις, κυρίως αμερικανών, και χάρτες που είδαν το φως της δημοσιότητας, προσχεδιασμένες.
Ο αραβικός κόσμος διασπάται σε νέες οντότητες και κανείς δεν γνωρίζει, μέχρι στιγμής, ποιο είναι το πρόκριμα αυτών των διασπάσεων. Ποια ισορροπία επιδιώκεται να διαμορφωθεί.
Στον Ισλαμισμό και την αραβική ιστορία δεν είναι άγνωστα τα χαλιφάτα, όπως διακήρυξε ότι θα δημιουργήσει ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας. Ούτε και βάρβαρες συμπεριφορές όπως αυτές που επιδεικνύουν οι μαχητές της οργάνωσής του (ίσως ανάλογης βαρβαρότητας να είναι και οι δυτικές συμπεριφορές στις πολεμικές αναμετρήσεις).
Η περιοχή που θέλησαν να δημιουργήσουν το κράτος τους κατοικείται κατά κύριο λόγο από σουνίτες, οι οποίοι δεν συμπεριελήφθησαν στην διακυβέρνηση του Ιράκ.
Το Ιράκ και η πρωτεύουσά του Βαγδάτη αποτέλεσαν πάντοτε κέντρο του σιιτισμού, και πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αμπασιδών, αλλά και η σουνιτική παρουσία δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ο αραβικός εθνικισμός είναι μία ιδιόμορφη έννοια.
Οι Άραβες, τόσο από ιδιοσυγκρασία, όσο και από θεία επιταγή του Προφήτη, συσπειρώνονταν στη βάση της φυλής και της θρησκείας, και όχι της πολιτικής και του εθνικού κράτους.
Τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων στον αραβικό κόσμο τον διαδραμάτισε η θρησκεία και οι πολλές διασπάσεις της σε δόγματα, τα οποία είχαν μεν θεία αναφορά, απηχούσαν, όμως και κοινωνικέςε διαφοροποιήσεις και διαστρωματώσεις. Ο σιιτισμός, για παράδειγμα, αποτέλεσε κοινωνική, πρωτίστως, αμφισβήτηση της σουνιτικής αριστοκρατίας στις διάφορες αραβικές περιοχές.
Μία μεγάλη αραβική οικογένεια, οι Ομέϊάδες, ίδρυσε το πρώτο χαλιφάτο με έδρα τη Δαμασκό, την οποία πήραν από τους Βυζαντινούς. Το Χαλιφάτο των Ομεϊάδων.
Η κατάκτηση του Ιράκ και στη συνέχεια του Ιράν από τους Άραβες, οδήγησε σε εξισλαμισμό των Περσών, αλλά και σε έντονη περσική πολιτισμική επιρροή αλλά και κυριαρχία των σιιτών.
Το τρίτο χαλιφάτο ήταν των Φατιμιδών και είχε έδρα το Κάιρο. Οι Φατιμίδες ήταν ισμαηλίτες (σιιτική αίρεση), οι Αμασίδες σιίτες και οι Ομεϊάδες σουνίτες.
Συνεπώς, για να ξεδιαλύνουμε λίγα τα πράγματα, ούτε η σύγκρουση σιιτών και σουνιτών είναι φαινόμενο των ημερών μας, ούτε η σχέση Αράβων και Ιρανών σιιτών. Βεβαίως,. Ούτε η σύγκρουση με τη Δύση.
Είναι γνωστό ότι κατά την εποχή της εξάπλωσής τους, οι άραβες έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο και άφησαν έντονο το πολιτισμικό τους στίγμα. Προχώρησαν, μάλιστα, και προς το κέντρο της Ευρώπης και έφτασαν μέχρι το Πουατιέ, όπου ηττήθηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλο (732 μ.Χ.) σεμία επική μάχη, η οποία, κατά ορισμένους ιστορικούς, έκρινε το μέλλον της ηπείρου.
Συνεπώς, η Ευρώπη δεν είναι ξένος χώρος για τους Άραβες. Ούτε βέβαια κα η Ελλάδα και οι ιδέες της. Οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη επηρέασαν την όλη φιλοσοφική και θεολογική αντίληψη του Ισλάμ . Η αποδοχή από το Ισλάμ της ελληνικής κληρονομιάς αποτέλεσε μία διαμάχη ανάμεσα στην επιστημονική ορθολογική τάση της νέας γνώσης και τον ατομιστικό και ενορατικό χαρακτήρα της ισλαμικής θρησκευτικής σκέψης.
Οι Άραβες ένωσαν σε μία και μοναδική κοινωνία δύο παλαιότερους αλληλο-συγκρουόμενους πολιτισμούς –από τη μία πλευρά την προαιώνια και πολύμορφη μεσογειακή παράδοση της Ελλάδας, της Ρώμης, του Ισραήλ και της αρχαίας Εγγής Ανατολής και, από την άλλη, τον πλούσιο πολιτισμό του Ιράν, με τα δικά του πρότυπα ζωής και σκέψης, και τις καρποφόρες επαφές του με τους σπουδαίους πολιτισμούς της μακρινής Ανατολής.
Παρήκμασαν και κατελήφθησαν από ένα φύλο, τους Σελτζούκους, που έφτασαν από την Κεντρική Ασία τον 10ο αιώνα.
Το μεγάλο όμως χτύπημα προήλθε από τους Μογγόλους του Τσέγκινς Χαν, οι οποίοι το 1258 κατήργησαν το Χαλιφάτο των Αμπασιδών.
Η συντριβή αυτού του μεγάλου ιστορικού θεσμού, που έστω και σε παρακμή εξακολουθούσε να είναι το νόμιμο κέντρο του Ισλάμ και η εγγύηση της ενότητάς του, υπήρξε το τέλος μιάς εποχής της ισλαμικής ιστορίας.
Είναι υπερβολή να πιστεύουμε πως θα το ανασυστήσου οι μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους», σήμερα, και ο χαλίφης τους.
Όπως, όμως, είναι υποκρισία να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε εξελίξεις που, ενδεχομένως, να τεκταίνονται σε κέντρα διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής.
Πηγή εφημ. «Μακεδονία της Κυριακής»
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Σαν έτοιμη από καιρό, πριν από χρόνια πάρθηκαν οι αποφάσεις από τα αφεντικά και σήμερα οι κατάλληλοι υπάλληλοι είναι έτοιμοι να τις εκτελέσουν υποτακτικά.
ΑπάντησηΔιαγραφή