Η επιθετική τουρκική τακτική στο Αιγαίο υποβαθμίζεται συστηματικά από την Αθήνα
Το ζεϊμπέκικο κατέληξε… καρσιλαμάς
και σταθερή βηματική υποχώρηση…!
Έντονος προβληματισμός και σειρά ερωτημάτων που καθημερινά αυξάνουν, είναι η εικόνα που κυριαρχεί στις παρασκηνιακές συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων στελεχών του διπλωματικού σώματος, αλλά και κυβερνητικών βουλευτών, από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει μία σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Κατ’ αρχήν, οι έμπειροι περί τα ελληνοτουρκικά διπλωμάτες υποπτεύονται ότι η άρνηση των πρωθυπουργών Γιώργου Παπανδρέου και Ταγίπ Ερντογάν να δώσουν στη δημοσιότητα τα πλήρη κείμενα των επιστολών τους, παραπέμπε σε μυστική διπλωματία, ενώ ταυτόχρονα ορισμένα «κενά» στην επιστολή του έλληνα πρωθυπουργού έχουν ήδη προκαλέσει την ανησυχία διπλωματών και νομικών για τις διαδικασίες που προτείνει ο κ. Παπανδρέου για την επίλυση των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών.
Καρποφόρα συζήτηση
Τις τελευταίες ημέρες η υπερβολή ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στις δημόσιες δηλώσεις Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων, με κυρίαρχη από πλευράς Τουρκίας την αποστροφή του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, ότι οι δύο χώρες έχουν «κοινή ιστορία…», ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κ. Δημήτρης Δρούτσας, αν και πιο συγκρατημένος, εντούτοις παρασυρμένος από το κλίμα που ο ίδιος καλλιεργεί, δήλωσε ικανοποιημένος από την «καρποφόρα»(!) συζήτησή του με τον τούρκο υπουργό μετά από δείπνο διάρκειας 3,5 ωρών στο Λονδίνο.
Είναι ακατανόητη η σπουδή των ελλήνων, κάθε φορά που συνομιλούν με τούρκους πολιτικούς, να τονίζουν το κλίμα των συναντήσεών τους (όχι ότι δεν είναι χρήσιμο), αλλά να ξεχνούν την ουσία και την πραγματικότητα στο Αιγαίο, στα νησιά, στον αέρα και στη θάλασσα, την τακτικά στα μειονοτικά θέματα κ.α. ενώ εξυφαίνονται σενάρια πολέμου, τα οποία η Αθήνα συνεχώς υποβαθμίζει.
Χαρακτηριστικό αυτού του κλίματος είναι το γεγονός πως ο κ. Νταβούτογλου αλλά και έλληνες αξιωματούχοι αναφέρονται σε πιθανή ελληνοτουρκική συνεργασία στα Βαλκάνια…!
Η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν επιδιώκει την συνεργασία, αντίθετα η πολιτική της στα Βαλκάνια είναι ευθέως ανταγωνιστική και υπονομευτική έναντι της χώρας μας, καθώς προσεγγίζει οτιδήποτε πιο ανθελληνικό μπορεί να κυκλοφορεί στην περιοχή, στηρίζει την πολιτική Γκρούεφσκι, στηρίζει την δήθεν «μακεδονική μειονότητα» στη χώρα μας, ενώ απευθύνεται στη μουσουλμανική μειονότητα σαν να πρόκειται για τούρκους πολίτες. Πέραν αυτών, εκπόνησε ένα πενταετές πλάνο δράσης στα Βαλκάνια με προφανή στόχο να αντιπαραθέσει τη δική της πολιτική στην ελληνική ιδέα για ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. το 2014, αλλά και να αυξήσει την επιρροή τους σε τουρκόφωνους στην περιοχή, με προφανή στόχο να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Η ελληνική κυβέρνηση, δημοσιοποιώντας στοιχεία της απαντητικής επιστολής του κ. Παπανδρέου προς τον κ. Ερντογάν, αποφάσισε να υπερτονίσει τα θέματα οικονομικής συνεργασίας. Ωστόσο, η πολιτική των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Συνεργασίας των δύο χωρών, σε διάφορους τομείς, έχουν κάνει τον κύκλο τους και πλέον επιχειρηματίες, επιμελητήρια, υπουργεία, πανεπιστήμια κ.λ.π. συνεργάζονται πλέον αυτόνομα. Επομένως το μείζον είναι το πρόβλημα στο Αιγαίο και τα ερωτήματα που θέτουν διπλωματικοί και νομικοί κύκλοι είναι τα εξής:
- Ο κ. Παπανδρέου επαναφέρει το θέμα παραπομπής της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός δεν διευκρινίζει αν η παραπομπή θα γίνει με το υφιστάμενο καθεστώς των έξι μιλίων στα χωρικά μας ύδατα ή θα προηγηθεί επέκταση τους όπως δικαιούται η χώρα μας και ζητούν στο σύνολό τους οι ειδικοί, διαφορετικά η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μεγάλη απώλεια δικαιωμάτων στη Χάγη…
- Η διαδικασία που είχε ορισθεί το 1999 με την απόφαση του Ελσίνκι προέβλεπε συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών, διαιτησία (που θέλει η Τουρκία) και αν αποτύχουν αυτές οι διαδικασίες, παραπομπή στη Χάγη. Ο κ. Παπανδρέου δεν διευκρινίζει ούτε καν το γενικό πλαίσιο, εκτός και αν αυτά αναφέρονται στην επιστολή αλλά δεν δόθηκαν στην δημοσιότητα.
Η βούληση του κ. Παπανδρέου να εντατικοποιηθούν οι συνομιλίες σε υπηρεσιακό επίπεδο, δείχνει αναποφασιστικότητα και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο έλληνας πρωθυπουργός ούτε αποδέχεται ούτε απορρίπτει την πρόταση Ερντογάν για τη δημιουργία υψηλού επιπέδου επιτροπής, με επικεφαλής τους δύο πρωθυπουργούς, που θα καθοδηγούν τις συνομιλίες.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει χρόνο με στόχο να ανακάμψει οικονομικά η Ελλάδα, να βελτιωθούν οι σχέσεις της χώρας με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ώστε και πάλι να «κοινοτικοποιηθούν» οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με ένα νέο Ελσίνκι και παράλληλα να διατηρεί μία ατμόσφαιρα θετικών εντυπώσεων στην κοινή γνώμη, που στην πράξη θα ανατρέπεται από την στρατηγική της έντασης στο Αιγαίο.
Το πλέον βασικό όμως είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει στη διάθεσή της το αναγκαίο επιτελείο που θα σχεδιάσει την στρατηγική και θα υποστηρίξει με τις γνώσεις του το δύσκολο εγχείρημα προσέγγισης με την Τουρκία και αυτό είναι ολοφάνερο στην επιστολή του κ. Παπανδρέου.
Η διαδικασία την οποία φαίνεται μέσα από την ανταλλαγή των επιστολών να έχουν επιλέξει οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών Γ. Παπανδρέου και Τ. Ερντογάν παραπέμπει σε αυτήν που διαμορφώθηκε στο Ελσίνκι το 1999 και είχε ως καταληκτική ημερομηνία τον Δεκέμβριο του 2004.
Μια επιλογή που δεν κρίθηκε τελικά, καθώς οι διερευνητικές επαφές που ασχολήθηκαν όχι μόνο με την υφαλοκρηπίδα αλλά και με τα «συναφή θέματα» της οριοθέτησης (σ.σ.: δηλαδή τις τουρκικές διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις στο Αιγαίο), δεν ολοκληρώθηκαν, ενώ η κυβερνητική αλλαγή του 2004 και η αλλαγή προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεν επέτρεψε να παραπεμφθούν οι «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» στη Χάγη.
Το 2010 όμως δεν έχει σχέση ούτε με το 2004 ούτε, πολύ περισσότερο, με το 1999. Η Κύπρος είναι πια μέλος της Ε.Ε., η Τουρκία έχει ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις, ο γεωστρατηγικός ρόλος της Αγκυρας είναι σημαντικά αναβαθμισμένος, η θέση της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ε.Ε. είναι αποδυναμωμένη, η Τουρκία έχει κατορθώσει να διευρύνει την πολιτική ατζέντα με την Ελλάδα, ενώ ο κ. Ερντογάν που δίνει την κρισιμότερη πολιτική μάχη εναντίον του κατεστημένου, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβεί, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, σε κινήσεις καλής θέλησης άνευ (νέων) ισχυρών ανταλλαγμάτων.
Το χρονοδιάγραμμα
Οσο για το χρονοδιάγραμμα που επιθυμεί η ελληνική πλευρά, το επόμενο κρίσιμο ραντεβού της Τουρκίας με την Ε.Ε. θα είναι η στιγμή της απόφασης για την ένταξή της, που κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι, ακόμη κι αν ο κ. Νταβούτογλου την προσδιορίζει για το 2023!
Η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος που ξεκίνησε μεταξύ των δύο χωρών θα εξασφαλίσει σίγουρα στον κ. Παπανδρέου από κοινού με τον κ. Ερντογάν την υποψηφιότητα για ένα Νόμπελ Ειρήνης και στο εσωτερικό το «μέρισμα ειρήνης» από τη μείωση των εξοπλισμών, αν και με δυσανάλογο αντίτιμο στο καθεστώς του Αιγαίου.
Αλλά στη διεθνή σκακιέρα το πιο ρεαλιστικό είναι συνήθως το δυσμενέστερο σενάριο. Και στην περίπτωση της διαδικασίας που τώρα ξεκινά, το σενάριο περιλαμβάνει δυσάρεστες και επώδυνες παραχωρήσεις μόνο για την Ελλάδα, οι οποίες δύσκολα θα μπορούν να ανατραπούν...
Το συνυποσχετικό έγγραφο
Η πρόταση που έχει υποβάλλει ο κ. Παπανδρέου στον Τ. Ερντογάν (αν και η επιστολή του δεν έχει δημοσιοποιηθεί, πέραν της περιγραφής του περιεχομένου της σε τηλεγράφημα του ΑΠΕ), προβλέπει τον «απολογισμό των προβλημάτων που ταλανίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις» και την προσπάθεια επίλυσης των «θεμελιωδών πολιτικών ζητημάτων που μένουν ανεπίλυτα».
Οι συγκεκριμένες αναφορές στο casus belli, τις υπερπτήσεις και τις έρευνες σε περιοχές της υφαλοκρηπίδας που δεν έχουν οριοθετηθεί παραπέμπουν στον «απολογισμό» των προβλημάτων, που έτσι θα περιλαμβάνει το θέμα των 12 ν.μ., τις γκρίζες ζώνες και τον εναέριο χώρο και το ακολουθητέο δίκαιο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, καθώς η Τουρκία δεν αποδέχεται το Δίκαιο της Θάλασσας.
Αυτά όλα αποτελούν ζητήματα που σύμφωνα με την πρόταση του κ. Παπανδρέου θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο συνυποσχετικό (εφόσον καταστεί δυνατό να συνταχθεί), κάτι που θα οδηγεί εκ των πραγμάτων, όμως, στην ανάθεση εκ μέρους της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, απόφαση που θα αφορά την εδαφική κυριαρχία της (12 ν.μ., «γκρίζες ζώνες» κ.λπ.).
Μια τέτοια απόφαση όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολη για κάθε ελληνική κυβέρνηση και έτσι ήδη πριν από το 2004 προκειμένου να παρακαμφθεί αυτό το «αγκάθι» είχε εξετασθεί στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών να προβλεφθεί στο συνυποσχετικό η μονομερής προσφυγή στη Χάγη (που θα υποχρεώσει την Ελλάδα να αποσύρει την επιφύλαξη που έχει για θέματα ασφάλειας και η Τουρκία να προσφύγει για όλες τις αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας).
Οι «γκρίζες ζώνες» στις συνομιλίες του 2004
Οπως είχε προ μηνών αποκαλύψει το «ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ», οι διερευνητικές συνομιλίες το 2004 είχαν καλύψει όλα τα ζητήματα, παρέμενε όμως σε εκκρεμότητα η πολιτική απόφαση.
Σύμφωνα με άκρως απόρρητο έγγραφο που ανέλυε το σημείο στο οποίο είχαν φθάσει το 2004 οι διερευνητικές συνομιλίες (σ.σ.: το περιεχόμενο του οποίου είναι σε γνώση μας), η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να απαντήσει στα εξής:
- εάν η Ελλάδα μπορεί να αποδεχθεί ότι υπάρχει πέραν της μιας διαφοράς,
- σε ποια γεωγραφική περιοχή θα οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα και αν θα επεκταθεί η οριοθέτηση και στην Ανατολική Μεσόγειο (σ.σ.: στην περιοχή Καστελόριζου),
- ποιοι χειρισμοί μπορεί να γίνουν καθώς η Τουρκία δεν υποχωρεί από το θέμα των γκρίζων ζωνών και εάν δεχόμαστε την παραπομπή του θέματος αυτού στη Χάγη, ως «συναφούς»,
- εάν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε μονομερή επιλεκτική ή μερική επέκταση των χωρικών υδάτων της.
Δέσμευση
Ετίθετο ακόμη το ερώτημα εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να δεσμευθεί νομικά ότι δεν πρόκειται στο μέλλον να προχωρήσει στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ή σε καθιέρωση άλλων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας.
Από τον απολογισμό του 2004 διαφαίνεται ότι μετά τρία χρόνια εντατικών συνομιλιών οι διερευνητικές επαφές είχαν επιστρέψει στο αρχικό σημείο, όπου ως όρος για την οποιαδήποτε ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας ετίθετο από την Τουρκία η επίσημη αποποίηση από την Ελλάδα του δικαιώματός της για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., και η δέσμευσή της ότι δεν θα καθιερώσει άλλες ζώνες όπως είναι π.χ. η ΑΟΖ, με μοχλό πίεσης να χρησιμοποιείται η θεωρία των «γκρίζων ζωνών».
Στο πλαίσιο αυτό έχει προστεθεί, όμως, με απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης Καραμανλή και μειονοτικό ζήτημα το οποίο έσπευσε να θέσει και στην επιστολή του ο κ. Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου στο απόσπασμα της επιστολής του που δημοσιοποιήθηκε, δηλώνει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των Ελλήνων πολιτών είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής πολιτείας.
Παρ’ όλα αυτά, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν το επόμενο διάστημα και μέχρι την έλευση του κ. Ερντογάν στην Ελλάδα υπάρξει «αυτόβουλη» ρύθμιση των πάγιων «αιτημάτων» των γνωστών κύκλων της μειονότητας, την προώθηση των οποίων έχει αναλάβει εργολαβικά η τουρκική κυβέρνηση...
και σταθερή βηματική υποχώρηση…!
Έντονος προβληματισμός και σειρά ερωτημάτων που καθημερινά αυξάνουν, είναι η εικόνα που κυριαρχεί στις παρασκηνιακές συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων στελεχών του διπλωματικού σώματος, αλλά και κυβερνητικών βουλευτών, από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει μία σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Κατ’ αρχήν, οι έμπειροι περί τα ελληνοτουρκικά διπλωμάτες υποπτεύονται ότι η άρνηση των πρωθυπουργών Γιώργου Παπανδρέου και Ταγίπ Ερντογάν να δώσουν στη δημοσιότητα τα πλήρη κείμενα των επιστολών τους, παραπέμπε σε μυστική διπλωματία, ενώ ταυτόχρονα ορισμένα «κενά» στην επιστολή του έλληνα πρωθυπουργού έχουν ήδη προκαλέσει την ανησυχία διπλωματών και νομικών για τις διαδικασίες που προτείνει ο κ. Παπανδρέου για την επίλυση των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών.
Καρποφόρα συζήτηση
Τις τελευταίες ημέρες η υπερβολή ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στις δημόσιες δηλώσεις Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων, με κυρίαρχη από πλευράς Τουρκίας την αποστροφή του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, ότι οι δύο χώρες έχουν «κοινή ιστορία…», ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κ. Δημήτρης Δρούτσας, αν και πιο συγκρατημένος, εντούτοις παρασυρμένος από το κλίμα που ο ίδιος καλλιεργεί, δήλωσε ικανοποιημένος από την «καρποφόρα»(!) συζήτησή του με τον τούρκο υπουργό μετά από δείπνο διάρκειας 3,5 ωρών στο Λονδίνο.
Είναι ακατανόητη η σπουδή των ελλήνων, κάθε φορά που συνομιλούν με τούρκους πολιτικούς, να τονίζουν το κλίμα των συναντήσεών τους (όχι ότι δεν είναι χρήσιμο), αλλά να ξεχνούν την ουσία και την πραγματικότητα στο Αιγαίο, στα νησιά, στον αέρα και στη θάλασσα, την τακτικά στα μειονοτικά θέματα κ.α. ενώ εξυφαίνονται σενάρια πολέμου, τα οποία η Αθήνα συνεχώς υποβαθμίζει.
Χαρακτηριστικό αυτού του κλίματος είναι το γεγονός πως ο κ. Νταβούτογλου αλλά και έλληνες αξιωματούχοι αναφέρονται σε πιθανή ελληνοτουρκική συνεργασία στα Βαλκάνια…!
Η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν επιδιώκει την συνεργασία, αντίθετα η πολιτική της στα Βαλκάνια είναι ευθέως ανταγωνιστική και υπονομευτική έναντι της χώρας μας, καθώς προσεγγίζει οτιδήποτε πιο ανθελληνικό μπορεί να κυκλοφορεί στην περιοχή, στηρίζει την πολιτική Γκρούεφσκι, στηρίζει την δήθεν «μακεδονική μειονότητα» στη χώρα μας, ενώ απευθύνεται στη μουσουλμανική μειονότητα σαν να πρόκειται για τούρκους πολίτες. Πέραν αυτών, εκπόνησε ένα πενταετές πλάνο δράσης στα Βαλκάνια με προφανή στόχο να αντιπαραθέσει τη δική της πολιτική στην ελληνική ιδέα για ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. το 2014, αλλά και να αυξήσει την επιρροή τους σε τουρκόφωνους στην περιοχή, με προφανή στόχο να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Η ελληνική κυβέρνηση, δημοσιοποιώντας στοιχεία της απαντητικής επιστολής του κ. Παπανδρέου προς τον κ. Ερντογάν, αποφάσισε να υπερτονίσει τα θέματα οικονομικής συνεργασίας. Ωστόσο, η πολιτική των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Συνεργασίας των δύο χωρών, σε διάφορους τομείς, έχουν κάνει τον κύκλο τους και πλέον επιχειρηματίες, επιμελητήρια, υπουργεία, πανεπιστήμια κ.λ.π. συνεργάζονται πλέον αυτόνομα. Επομένως το μείζον είναι το πρόβλημα στο Αιγαίο και τα ερωτήματα που θέτουν διπλωματικοί και νομικοί κύκλοι είναι τα εξής:
- Ο κ. Παπανδρέου επαναφέρει το θέμα παραπομπής της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός δεν διευκρινίζει αν η παραπομπή θα γίνει με το υφιστάμενο καθεστώς των έξι μιλίων στα χωρικά μας ύδατα ή θα προηγηθεί επέκταση τους όπως δικαιούται η χώρα μας και ζητούν στο σύνολό τους οι ειδικοί, διαφορετικά η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μεγάλη απώλεια δικαιωμάτων στη Χάγη…
- Η διαδικασία που είχε ορισθεί το 1999 με την απόφαση του Ελσίνκι προέβλεπε συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών, διαιτησία (που θέλει η Τουρκία) και αν αποτύχουν αυτές οι διαδικασίες, παραπομπή στη Χάγη. Ο κ. Παπανδρέου δεν διευκρινίζει ούτε καν το γενικό πλαίσιο, εκτός και αν αυτά αναφέρονται στην επιστολή αλλά δεν δόθηκαν στην δημοσιότητα.
Η βούληση του κ. Παπανδρέου να εντατικοποιηθούν οι συνομιλίες σε υπηρεσιακό επίπεδο, δείχνει αναποφασιστικότητα και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο έλληνας πρωθυπουργός ούτε αποδέχεται ούτε απορρίπτει την πρόταση Ερντογάν για τη δημιουργία υψηλού επιπέδου επιτροπής, με επικεφαλής τους δύο πρωθυπουργούς, που θα καθοδηγούν τις συνομιλίες.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει χρόνο με στόχο να ανακάμψει οικονομικά η Ελλάδα, να βελτιωθούν οι σχέσεις της χώρας με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ώστε και πάλι να «κοινοτικοποιηθούν» οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με ένα νέο Ελσίνκι και παράλληλα να διατηρεί μία ατμόσφαιρα θετικών εντυπώσεων στην κοινή γνώμη, που στην πράξη θα ανατρέπεται από την στρατηγική της έντασης στο Αιγαίο.
Το πλέον βασικό όμως είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει στη διάθεσή της το αναγκαίο επιτελείο που θα σχεδιάσει την στρατηγική και θα υποστηρίξει με τις γνώσεις του το δύσκολο εγχείρημα προσέγγισης με την Τουρκία και αυτό είναι ολοφάνερο στην επιστολή του κ. Παπανδρέου.
Η διαδικασία την οποία φαίνεται μέσα από την ανταλλαγή των επιστολών να έχουν επιλέξει οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών Γ. Παπανδρέου και Τ. Ερντογάν παραπέμπει σε αυτήν που διαμορφώθηκε στο Ελσίνκι το 1999 και είχε ως καταληκτική ημερομηνία τον Δεκέμβριο του 2004.
Μια επιλογή που δεν κρίθηκε τελικά, καθώς οι διερευνητικές επαφές που ασχολήθηκαν όχι μόνο με την υφαλοκρηπίδα αλλά και με τα «συναφή θέματα» της οριοθέτησης (σ.σ.: δηλαδή τις τουρκικές διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις στο Αιγαίο), δεν ολοκληρώθηκαν, ενώ η κυβερνητική αλλαγή του 2004 και η αλλαγή προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεν επέτρεψε να παραπεμφθούν οι «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» στη Χάγη.
Το 2010 όμως δεν έχει σχέση ούτε με το 2004 ούτε, πολύ περισσότερο, με το 1999. Η Κύπρος είναι πια μέλος της Ε.Ε., η Τουρκία έχει ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις, ο γεωστρατηγικός ρόλος της Αγκυρας είναι σημαντικά αναβαθμισμένος, η θέση της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ε.Ε. είναι αποδυναμωμένη, η Τουρκία έχει κατορθώσει να διευρύνει την πολιτική ατζέντα με την Ελλάδα, ενώ ο κ. Ερντογάν που δίνει την κρισιμότερη πολιτική μάχη εναντίον του κατεστημένου, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβεί, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, σε κινήσεις καλής θέλησης άνευ (νέων) ισχυρών ανταλλαγμάτων.
Το χρονοδιάγραμμα
Οσο για το χρονοδιάγραμμα που επιθυμεί η ελληνική πλευρά, το επόμενο κρίσιμο ραντεβού της Τουρκίας με την Ε.Ε. θα είναι η στιγμή της απόφασης για την ένταξή της, που κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι, ακόμη κι αν ο κ. Νταβούτογλου την προσδιορίζει για το 2023!
Η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος που ξεκίνησε μεταξύ των δύο χωρών θα εξασφαλίσει σίγουρα στον κ. Παπανδρέου από κοινού με τον κ. Ερντογάν την υποψηφιότητα για ένα Νόμπελ Ειρήνης και στο εσωτερικό το «μέρισμα ειρήνης» από τη μείωση των εξοπλισμών, αν και με δυσανάλογο αντίτιμο στο καθεστώς του Αιγαίου.
Αλλά στη διεθνή σκακιέρα το πιο ρεαλιστικό είναι συνήθως το δυσμενέστερο σενάριο. Και στην περίπτωση της διαδικασίας που τώρα ξεκινά, το σενάριο περιλαμβάνει δυσάρεστες και επώδυνες παραχωρήσεις μόνο για την Ελλάδα, οι οποίες δύσκολα θα μπορούν να ανατραπούν...
Το συνυποσχετικό έγγραφο
Η πρόταση που έχει υποβάλλει ο κ. Παπανδρέου στον Τ. Ερντογάν (αν και η επιστολή του δεν έχει δημοσιοποιηθεί, πέραν της περιγραφής του περιεχομένου της σε τηλεγράφημα του ΑΠΕ), προβλέπει τον «απολογισμό των προβλημάτων που ταλανίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις» και την προσπάθεια επίλυσης των «θεμελιωδών πολιτικών ζητημάτων που μένουν ανεπίλυτα».
Οι συγκεκριμένες αναφορές στο casus belli, τις υπερπτήσεις και τις έρευνες σε περιοχές της υφαλοκρηπίδας που δεν έχουν οριοθετηθεί παραπέμπουν στον «απολογισμό» των προβλημάτων, που έτσι θα περιλαμβάνει το θέμα των 12 ν.μ., τις γκρίζες ζώνες και τον εναέριο χώρο και το ακολουθητέο δίκαιο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, καθώς η Τουρκία δεν αποδέχεται το Δίκαιο της Θάλασσας.
Αυτά όλα αποτελούν ζητήματα που σύμφωνα με την πρόταση του κ. Παπανδρέου θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο συνυποσχετικό (εφόσον καταστεί δυνατό να συνταχθεί), κάτι που θα οδηγεί εκ των πραγμάτων, όμως, στην ανάθεση εκ μέρους της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, απόφαση που θα αφορά την εδαφική κυριαρχία της (12 ν.μ., «γκρίζες ζώνες» κ.λπ.).
Μια τέτοια απόφαση όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολη για κάθε ελληνική κυβέρνηση και έτσι ήδη πριν από το 2004 προκειμένου να παρακαμφθεί αυτό το «αγκάθι» είχε εξετασθεί στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών να προβλεφθεί στο συνυποσχετικό η μονομερής προσφυγή στη Χάγη (που θα υποχρεώσει την Ελλάδα να αποσύρει την επιφύλαξη που έχει για θέματα ασφάλειας και η Τουρκία να προσφύγει για όλες τις αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας).
Οι «γκρίζες ζώνες» στις συνομιλίες του 2004
Οπως είχε προ μηνών αποκαλύψει το «ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ», οι διερευνητικές συνομιλίες το 2004 είχαν καλύψει όλα τα ζητήματα, παρέμενε όμως σε εκκρεμότητα η πολιτική απόφαση.
Σύμφωνα με άκρως απόρρητο έγγραφο που ανέλυε το σημείο στο οποίο είχαν φθάσει το 2004 οι διερευνητικές συνομιλίες (σ.σ.: το περιεχόμενο του οποίου είναι σε γνώση μας), η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να απαντήσει στα εξής:
- εάν η Ελλάδα μπορεί να αποδεχθεί ότι υπάρχει πέραν της μιας διαφοράς,
- σε ποια γεωγραφική περιοχή θα οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα και αν θα επεκταθεί η οριοθέτηση και στην Ανατολική Μεσόγειο (σ.σ.: στην περιοχή Καστελόριζου),
- ποιοι χειρισμοί μπορεί να γίνουν καθώς η Τουρκία δεν υποχωρεί από το θέμα των γκρίζων ζωνών και εάν δεχόμαστε την παραπομπή του θέματος αυτού στη Χάγη, ως «συναφούς»,
- εάν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε μονομερή επιλεκτική ή μερική επέκταση των χωρικών υδάτων της.
Δέσμευση
Ετίθετο ακόμη το ερώτημα εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να δεσμευθεί νομικά ότι δεν πρόκειται στο μέλλον να προχωρήσει στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ή σε καθιέρωση άλλων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας.
Από τον απολογισμό του 2004 διαφαίνεται ότι μετά τρία χρόνια εντατικών συνομιλιών οι διερευνητικές επαφές είχαν επιστρέψει στο αρχικό σημείο, όπου ως όρος για την οποιαδήποτε ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας ετίθετο από την Τουρκία η επίσημη αποποίηση από την Ελλάδα του δικαιώματός της για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., και η δέσμευσή της ότι δεν θα καθιερώσει άλλες ζώνες όπως είναι π.χ. η ΑΟΖ, με μοχλό πίεσης να χρησιμοποιείται η θεωρία των «γκρίζων ζωνών».
Στο πλαίσιο αυτό έχει προστεθεί, όμως, με απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης Καραμανλή και μειονοτικό ζήτημα το οποίο έσπευσε να θέσει και στην επιστολή του ο κ. Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου στο απόσπασμα της επιστολής του που δημοσιοποιήθηκε, δηλώνει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των Ελλήνων πολιτών είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής πολιτείας.
Παρ’ όλα αυτά, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν το επόμενο διάστημα και μέχρι την έλευση του κ. Ερντογάν στην Ελλάδα υπάρξει «αυτόβουλη» ρύθμιση των πάγιων «αιτημάτων» των γνωστών κύκλων της μειονότητας, την προώθηση των οποίων έχει αναλάβει εργολαβικά η τουρκική κυβέρνηση...
Ακόμη καί αδαήs περί τα γεωπολικά αντιλαμβάνεται ότι το αγκάθι σε όλη την ιστορία είναι το καστελόριζο.Επειδή δεν ζει ο Καζαντζάκηs η μετριότητα μου θα επρότεινε ειs τον ανιπέξ Δρούτσα πριν χορέψει ώs άλλο γιουσουφάκι καρσιλαμά να βάκει ει τα θυλάκια του το Κστελόριζο. Να το πράξει αυτό επειδή η εν λόγο νήσοs είναι μικρή και ειs τον μεθυστικό παροξυσμό ενώπιον τών πασάδων απο τον χορό να αφήση τεχνηέντωs να του πέση για να την μαζέψουν την νήσον οι τούρκοι.Μέ αυτόν τον τρόπο θα λυθεί το πρόβλημα τών μπέηδων .Θα λυθεί ενδεχομένωs και η παλινδρόμηση η ψυχολογική του Δημητρίου Δρούτσα .
ΑπάντησηΔιαγραφή