Η Ελληνικότητα της Μακεδονίας - Ιστορικές αποδείξεις
Μια πολύ κατατοπιστική μελέτη, για όλες τις πτυχές των Μακεδόνων με απτές αποδείξεις για την Ελληνική τους καταγωγή. Από το βιβλίο του Δ. Δημόπουλου “Η καταγωγή των Ελλήνων”, κεφ. “Η Βόρειος Μακεδονία”, σελ. 232-249.
Η Βόρειος Μακεδονία
Η κάθοδος των Σλάβων στην διάρκεια τής βυζαντινής εποχής εξεσλάβισε γλωσσικά, όπως ελέχθη, τούς διναρικούς πληθυσμούς τής τέως Γιουγκοσλαβίας όχι όμως και τον μεσογειακό πληθυσμό τής Ελλάδος. Ο διαχωρισμός των πληθυσμών πού μιλούσε σλαβικά και εκείνων πού παρέμειναν ελληνόφωνοι δεν υπήρξε βεβαίως απόλυτος. Κάπου ανάμεσα δημιουργήθηκε μία στενή μεταβατική ζώνη, η περιοχή δηλαδή των αποκαλουμένων «Σλαβομακεδόνων». Και ήταν φυσικό να μην ήταν απόλυτος ο διαχωρισμός των γλωσσών, αφού αυτός έλαβε χώρα χωρίς οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση ή κρατική Παιδεία, σε μία εποχή δηλαδή πολυεθνική μέσα στα πλαίσια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Παρά τις κάποιες εξαιρέσεις, «τo Βυζάντιον ούτε εσκέφθη ούτε επεδίωξε την εξελλήνισιν τών Σλάβων, τουναντίον η ομοθρησκεία επέτεινε τήν εκσλάβισιν και πολλών Έλλήνων ή ελληνικών κοινοτήτων κειμένων μεταξύ σλαβογλώσσων πληθυσμών εν τε τή Θράκη καί τη Μακεδονία» (Κεραμόπουλος Α. Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες 1945). Εκεί λοιπόν, στην μεταβατική ζώνη, εδημιουργήθη ένα ανάμεικτο γλωσσικό ιδίωμα, πού είναι κράμα λέξεων ελληνικών, σλαβικών, βλαχικών και τουρκικών. Το ποσοστό μάλιστα κάθε μιας γλώσσης μέσα στο Ανάμεικτο ‘Ιδίωμα είναι διαφορετικό σε κάθε περιοχή.
Όπως παρατηρεί ο Σινόπουλος, «στην ελληνική Μακεδονία πλεονάζουν οι ελληνικές λέξεις, στις βορειότερες περιοχές οι σλαβικές και στις περιοχές ‘Αλμωπίας Γιαννιτσών, όπου είχε εγκατασταθεί συμπαγής τουρκικός πληθυσμός, οι τουρκικές λέξεις» (Σινόπουλος Ν. Πέλλα, 1948). Οι σλαβικές λέξεις είναι βουλγαρικής μάλλον υφής. ‘O Νικ. Μάρτης εξηγεί: «0ί σπουδαιότεροι λόγοι πού συντέλεσαν στη διαμόρφωση του σλαβικού αυτού ιδιώματος ανάγονται στη Βυζαντινή περίοδο, όταν αριθμός βουλγάρων αιχμαλώτων μεταφέρθηκε για δουλειά στα μεγάλα αγροκτήματα των βυζαντινών τιμαριούχων. Με την επακολουθήσασα τουρκοκρατία πολλοί άποροι σλάβοι λόγω ελλείψεως ουσιαστικών συνόρων στην ελληνική χερσόνησο μετακινήθηκαν για δουλειά στις βόρειες περιοχές του ελληνικού χώρου. Το πρόβλημα της συνεννόησής τους λύθηκε με τη χρησιμοποίηση λέξεων ελληνικών, βουλγαρικών, τουρκικών, αλβανικών και βλαχικών. Αποτέλεσε αυτό κοινό μέσο συνεννόησης όλων. Ο ελληνικός δε πληθυσμός αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει το ιδίωμα αυτό και για συνεννόηση, αλλά και για να αποφεύγει το μίσος των Τούρκων, καθώς και το παιδομάζωμα από τούς Τούρκους, πού γινόταν κυρίως για ‘Ελληνόπουλα» (Μάρτης Ν. Η Πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας, 1983). Πίσω εv τούτοις από την βουλγαροφανή μορφή χιλιάδων λέξεων αυτού του γλωσσικού ιδιώματος υποκρύπτεται ελληνική γλωσσική καταβολή, ακόμη δε και ομηρική, όπως απεκάλυψε ή έρευνα του Κ. Τσιούλκα (Συμβολαί εις την διγλωσσία των Μακεδόνων, 1907).
Πρόβλημα έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή, το όποίο τείνει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, με την δημιουργία Μακεδονικής πολιτείας πρώτα μέσα στο ομόσπονδο Γιουγκοσλαβικό κράτος, την καθιέρωση εκεί σαν επίσημης γλώσσας αυτού του ‘Ανάμεικτου ‘Ιδιώματος και, το κυριότερο, με την ανακήρυξη τελευταίως αυτονόμου Κράτους «Μακεδονίας», το οποίο οραματίζεται μάλιστα να περιλάβει επί πλέον και την ‘Ελληνική Μακεδονία και την Βουλγαρική περιοχή του Πιρίν. Γι’ αυτό επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε το θέμα από πλευράς εθνολογικής.
Μακεδονία γνωρίζουμε ότι είναι ή βορείως του ‘Ολύμπου και δυτικώς του Αίμου περιοχή τής ελλαδικής χερσονήσου. Μέχρι που, όμως, φθάνει αυτή προς βορράν; Γεωγραφικά σύνορα δεν υπάρχουν προς βορρά, αλλά μόνον εθνολογικά. Μακεδονία είναι ή περιοχή, ή οποία κατοικείται από Έλληνες στο γένος και στην συνείδηση. Ιδιαίτερη «μακεδονική» εθνότης δεν υπήρξε ποτέ και ούτε είναι δυνατόν να γεννηθεί τώρα. Τα κράτη είναι γεννήματα των ιστορικών συνθηκών και μπορούν να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Τα έθνη όμως όχι. Τα έθνη είναι διαχρονικές οντότητες, δεν δημιουργούνται όποτε θέλουν. Μακεδονικό έθνος δεν υπήρξε ποτέ. Μακεδονικό κράτος υπήρξε βεβαίως στην αρχαιότητα, αλλά το κυριότερο χαρακτηριστικό τού Μακεδονικού εκείνου κράτους ήταν ο Πανελλήνιος Ενωτισμός του και κατά τούτο υπήρξε ελληνικότερο από τα αλλά ελληνικά κράτη. Οι Μακεδόνες ένιωσαν τόσο Έλληνες, πού κατάφεραν τότε να ενώσουν όλον τον ‘Ελληνισμό. ‘Η ελληνικότης των αρχαίων Μακεδόνων διαφαίνεται ήδη από την προϊστορία μέσω των μύθων. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι κατά την Ελληνική Μυθολογία ο Μακεδών ήταν υιός τής Πανδώρας, και άρα εγγονός τού πρώτου ανδρός των Πελασγών, τού Δευκαλίωνος. Ο Παίων εξ άλλου, μυθικός βασιλεύς τής Μακεδονίας, εθεωρείτο υιός τού Ενδυμίωνος, τού Δωριέως βασιλέως τής Ηλείας. Με τούς μύθους αυτούς απεδίδετο συμβολικά ή συγγένεια Πελασγών, Δωριέων και Μακεδόνων, την οποία και ο Ηρόδοτος(Α.56) επισημαίνει και ο Αισχύλος υμνεί (Ικέτιδες 250-259).
Οι Μακεδόνες υπήρξαν το ελληνικό φύλο, πού έμεινε τελευταίο στην προς το νότο πίεση των Διναρικών και απετέλεσε την οπισθοφυλακή, ούτως ειπείν, τού ελληνισμού στην φοβερή Διναρική πίεση. Ακόμη κι ο Γκύντερ το πιστοποιεί: «0ι Μακεδόνες μπορούν να θεωρηθούν ως ένα ελληνικό φύλο, πού παρέμεινε πίσω κατά την διαδρομή μετακινήσεως από τον Δούναβη. Αυτό έχει πια καταστεί βέβαιο στην σύγχρονη έρευνα τής Προϊστορίας και‘Ιστορίας» (Guenther H.F Lebensgeschichte des hellenischen Volkes, 1965).
Γι’ αυτό και ο Απ. Δασκαλάκης γράφει: «Μπορεί να θεωρηθεί σήμερα αναμφισβήτητο ότι, αν οι Μακεδόνες δεν χρησίμευαν πράγματι σαν πρόφραγμα κατά των πάσης φύσεως νοτίως τού ‘Ολύμπου επιδρομών των βαρβάρων, ο ελληνισμός δεν θα έμενε επί τόσους αιώνες απερίσπαστος να θεμελιώσει τα δόγματα τής ελευθερίας και να φθάσει στα περίλαμπρα δημιουργήματα τής σκέψεως και τής τέχνης» (Δασκαλάκης Απ. Ο Έλληνισμός της Αρχαίας Μακεδονίας, 1960). Είναι ακριβώς αυτό, πού είχε τονίσει o ιστορικός Πολύβιος (Θ.35).
Βεβαίως οι γεωγραφικές αποστάσεις τότε και τα φυσικά εμπόδια εδυσχέραιναν την στενή επικοινωνία μεταξύ Νοτιοελλαδιτών, Μακεδόνων και Θρακών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν και κάποιες γλωσσικές διαφορές, όπως και διαφορές συνειδήσεως. Τέτοιες άλλωστε διαφορές υπήρχαν, ως γνωστόν, ακόμη και μεταξύ των άλλων περιοχών τής Νοτίου ‘Ελλάδος.
Διετηρείτο όμως άσβεστη σ’ ολόκληρο τον ελληνισμό μέσα από τούς μύθους η μνήμη τής κοινής καταγωγής και συγγενείας, όπως και η κοινή ελληνική γλώσσα μάρτυς αυτής τής εθνικής συγγενείας. Γι’ αυτό, και όταν ωρίμασαν οι ιστορικές συνθήκες, ολόκληρος ο ελληνισμός ενοποιήθηκε υπό τούς Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππο και Μέγα Αλέξανδρο.
«Εστι μέν ουν Ελλάς καί Μακεδονία», δέχεται επιγραμματικά ο Στράβων.
Η κοινότης των ηθών μεταξύ Μακεδόνων και Νοτιοελλαδιτών κατεφάνη προσφάτως και με τα ευρήματα τής Βεργίνας, όπου οι μέθοδοι ταφής απεδείχθησαν γνήσια ελληνικές, και μάλιστα με αρχαϊκή συντηρητικότητα, τύπου ομηρικού (Ανδρόνικος Μ. Βεργίνα 1984). Επί πλέον, οι χρυσές νεκρικές μάσκες των τάφων Σίνδου και Τρεμπένιστε δείχνουν άμεσο επηρεασμό από τις Μυκήνες. «Αχαϊκό φύλο» θεωρούσε ο Χόφμαν τούς Μακεδόνες (Hoffmann O. Geschichte der griechischen Sprache, 1911), πράγμα πού επαναλαμβάνει κι ο Καλλέργης συγκρίνοντας τις γλωσσικές ιδιομορφίες Μακεδόνων και Αχαιών (Καλλέργης Ι.Ν. Les Anciens Macedoniens, 1954). Μετά την αποκρυπτογράφηση μάλιστα τής Μυκηναϊκής γραμμικής γραφής Β απεκαλύφθη ότι σε μυκηναϊκά κείμενα υπήρχαν λέξεις, πού μέχρι πρότινος εθεωρούντο μακεδονικοί ιδιωματισμοί.
‘Ακόμη, η πρόσφατη ανακάλυψη της πινακίδας του Δισπηλιού (Καστοριά), με γραμμική γραφή Α τού έτους -5250, αποδεικνύει πως η ελληνική ήταν η γλώσσα και τής πελασγικής Μακεδονίας.
Παρά την κάποια ιδιαιτερότητά της, η γλώσσα στην Μακεδονία ήταν διάλεκτος ελληνική, πιθανόν δε πλησιέστερη προς την αρχική πελασγική. (Ο Φίλιππος λεγόταν «Βίλιππος», οι γνάθοι «κάναδοι» κ.λπ. Αλλά μακεδονική ήταν και ή λέξη «πέληος» κατά τον Στράβωνα (C. 329, Βατικανού), πού σήμαινε «παλαιός», άπ’ οπου προήλθε και το όνομα των Πελασγών).
Κατά τον Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο Τίτο, οι Μακεδόνες ήσαν όντως ομόγλωσσοι με τούς άλλους Έλληνες. Κατά δε τον ιστορικό τού -5ου αιώνος `Ελλάνικο, τόσο οι ΜΜακεδόνες όσο και οι Θεσσαλοί μιλούσαν διάλεκτο αιολική. Οι αναθηματικές στήλες των τάφων τής Βεργίνας αναφέρουν 75 ονόματα Μακεδόνων πολιτών, όλα ελληνικά . `Ο Ανδρόνικος τονίζει σχετικά: «Στα τέλη τού 5ου π.Χ. αιώνα οι μακεδόνες πού ζούσαν στην πρώτη πρωτεύουσα τού μακεδονικού βασιλείου, στην κοιτίδα δηλαδή τού κράτους των μακεδόνων, είχαν ελληνικά ονόματα. Μια τέτοια μαρτυρία επιβεβαιώνει με τοv πιο αναμφίβολο τρόπο τη γνώμη των ιστορικών, πού υποστηρίζουν πώς οι μακεδόνες ήταν ένα ελληνικό φύλο, όπως όλα τα υπόλοιπα πού ζούσαν στον ελληνικό χώρο» (Ανδρόνικος Μ. Βεργίνα 1984). Μπορεί βεβαίως να είχαν παρεισφρήσει στην μακεδονική διάλεκτο και λέξεις ιλλυρικές, αλλά «οι Μακεδόνες ήσαν Έλληνες, κι όχι Ιλλυριοί» αποφαίνεται ο Αμπελ (Abel O.Geschichte der Mazedonischen Reichew bis Philipp, 1847). Ο δε Γερμανός γλωσσολόγος Κρέτσμερ τονίζει, πώς ή μακεδονική ήταν διάλεκτος ελληνική, ή οποία διέφερε από τις άλλες «όπως ή τευτονική από ‘ την γερμανική». Και προσθέτει: «`Η μακεδονική γλώσσα παρέμεινε στάσιμη σε μία βαθμίδα, την οποία είχε εγκαταλείψει ή ελληνική πριν λίγο χρόνο. Είναι λοιπόν βέβαιο, ότι οι Μακεδόνες ήταν ένας λαός στενά συγγενής των Ελλήνων, ο οποίος, αν μετανάστευε προς νότον, θα γινόταν τόσο ελληνικός, όσο και οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί και οι Βοιωτοί» (Kretschmer P. Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache, 1970)
Αν σημειώσαμε ορισμένα στοιχεία για την ελληνικότητα τής αρχαίας Μακεδονίας, επειδή ίσως δεν είναι σε μερικούς γνωστά, θα αποτελούσε περιττολογία να ασχοληθούμε με την ελληνική συνείδηση των νεωτέρων και συγχρόνων Μακεδόνων. Σ’ όλη την διάρκεια τής μεσαιωνικής ιστορίας ή Μακεδονία ακολούθησε τις τύχες τής λοιπής Ελλάδος, και μέσα στα πλαίσια τής Ελληνικής Αυτοκρατορίας τού Βυζαντίου με τον Χριστιανισμό και στην νεώτερη εποχή με την τουρκοκρατία και την εθνική παλιγγενεσία. Μακεδονία και Ελληνισμός είναι έννοιες αξεχώριστες.
Αλλά και στην Βόρειο Μακεδονία η δημιουργία εκεί αυτού του Ανάμεικτου Γλωσσικού ‘Ιδιώματος δεν μπορεί να θεμελιώσει ποτέ αιτία χαλκεύσεως νέου έθνους. Για την ύπαρξη έθνους απαιτείται κοινή καταγωγή και κοινή συνείδηση ενός πληθυσμού, οι οποίες να διαφοροποιούνται από την καταγωγή και την συνείδηση άλλων λαών. `Η γλώσσα μπορεί μεν ως παράγων να επηρεάζει την συνείδηση ενός πληθυσμού, ποτέ όμως δεν αποτελεί μόνη της αιτία συμπήξεως Έθνους. Πολύ περισσότερο ένα ‘Ανάμεικτο Γλωσσικό ‘Ιδίωμα δεν μπορεί, ως περιστασιακό γλωσσικό μείγμα, να αποτελέσει ούτε καν παράγοντα επηρεασμού τής συνειδήσεως ενός πληθυσμού. Στην περίπτωση λοιπόν τής Βορείου Μακεδονίας αλλού πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία των διακηρύξεων περί «μακεδονικής εθνότητας».
Στον τομέα εν πρώτοις τής Καταγωγής, δεν παρατηρείται καμία φυλετική ιδιαιτερότης στην Μακεδονία, η οποία υπαγόταν ανέκαθεν και υπάγεται και σήμερα στο Μεσογειακό φύλο. `Η διαφοροποίηση των Μακεδόνων από τούς βορείους γείτονες, τούς Διναρικούς, ήταν πάντοτε σαφής. Ελάχιστη επιμειξία με Διναρικούς υπάρχει βέβαια σ’ ολόκληρη την `Ελλάδα, αυτή όμως δεν είναι μεγαλύτερη στην Μακεδονία όπως είναι στην Ήπειρο. Παραδείγματος χάριν, ο κεφαλικός δείκτης Π/Μ, πού στην Σερβία και το Μαυροβούνιο υπερβαίνει το 85,6 (υπερβραχυκεφαλία), στην `Ελληνική Μακεδονία είναι μόλις 83, ενώ η πλατυϊνία, πού αποτελεί καθολικό διναρικό γνώρισμα, στην Μακεδονία ανευρίσκεται σε ποσοστό 9%. «Ούτε ανάμειξη Ανατολικοευρωπιδών υπάρχει στην Βόρεια Ελλάδα», γράφει ο ανθρωπολόγος Ξηροτύρης, «κι ο,τι σχετικώς λέγεται, είναι ανακριβές ή ανεπαρκές» (Ξηροτύρης Ν. Rassengeschichte von Griechenland εις Rassengesch der Menschheit VI, 1979).
Θέμα δημιουργήθηκε για το τρίγωνο τής Δυτικής Μακεδονίας, όπου ο Πουλιανός είχε επισημάνει: «Τα πιο ανοιχτά χρώματα (στην Έλλάδα) παρουσιάζουν οι ομάδες Έλληνοφώνων τής Δυτικής Μακεδονίας κι ως ένα βαθμό τής βόρειας Θεσσαλίας και οι Βλαχόφωνοι και Σλαβόφωνοι τής Μακεδονίας. Γενικά, ο χρωματισμός επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιμειξίας στις ομάδες αυτές» (Πουλιανός Αρ. Η προέλευση των Έλληνων, 1968).
H ανοιχτοχρωμία όμως μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο επιμειξίας με ξένο φύλο.
(Ο Ξηροτύρης, με βάση δική του έρευνα, αρνείται τέτοια ιδιαιτερότητα στην Δυτ. Μακεδονία.)
Ανεφέρθη άλλωστε ότι το Βορειομεσογειακό φύλο, πού εκινήθη προς νότον (σλαβική κάθοδος), είχε διατηρήσει κάποια παλιά Μεσογειακά γνωρίσματα (δολιχοκεφαλία, λεπτοπροσωπία) και ήταν φυσικά πιο ανοιχτόχρωμο, αλλά πάντως υπήρξε ανθρωπομετρικός Μεσογειακό. Τούτο επιβεβαιώθηκε τελευταία και από το μοναδικό σλαβικό μεσαιωνικό νεκροταφείο, πού βρέθηκε στην ‘Ελλάδα (σε νησίδα των Πρεσπών): Τα σχετικά κρανία είχαν μικρό πλάτος ζυγωματικών και μικρό σχετικά ύψος κρανίου, ο δε Πουλιανός τα θεώρησε Μεσογειακά (Πουλιανός Αρ. Βυζαντινά κρανία της Πρέσπας εις Επιστ. Επετηρίδα Πολυτεχν. Σχόλης Θεσσαλονίκης, 1972) . Σ’ αυτό λοιπόν το γεωγραφικό τρίγωνο τής Δύτ. Μακεδονίας, πέραν τής σχετικής ανοιχτοχρωμίας, παρατηρείται(Πουλιανός Αρ. Η προέλευση των Έλληνων, 1968) και μεγαλύτερη λεπτοπροσωπία και στενότερο κρανίο (ύποβραχυκεφαλία), στοιχεία πού αποκλείουν βαλτική ή διναρική επιμειξία και συνηγορούν σε μία μείξη με τον βόρειο κλάδο τής Μεσογειακής φυλής. `Η ίδια εικόνα, όπως είδαμε (σελ. 226), υπάρχει και στον ορεινό Ταΰγετο. Αυτό όμως δεν λέγεται «επιμειξία», αφού δεν πρόκειται για μείξη με ξένο φύλο. Οι Πρωτοσλάβοι ήσαν Μεσογειακοί. Άρα «επιμειξία» δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε στην Μακεδονία ούτε σ’ άλλο μέρος τής Ελλάδος.
Ειδικότερα επίσης για τούς Σλαβομακεδόνες, δηλαδή για τούς Έλληνες πού ομιλούν το Ανάμεικτο ‘Ιδίωμα, ο Πουλιανός δεν βρήκε να διαφοροποιούνται φυλετικώς από τούς υπόλοιπους Έλληνες. ‘Αντιθέτως μάλιστα, «ο μέσος συνολικός τύπος των Σλαβόφωνων τής Ελληνικής Μακεδονίας ξεχωρίζει έντονα από τούς ανθρωπολογικούς τύπους, πού διέκριναν στους άλλους σλαβικούς λαούς οι Σοβιετικοί επιστήμονες» (Πουλιανός Αρ. Η προέλευση των Έλληνων, 1968), δηλαδή τούς Βαλτικούς και Ανατολικοευρωπαϊκούς.
Δεν υπάρχει επομένως ούτε ανθρωπολογική ιδιαιτερότης στην Μακεδονία ή τμήμα της Μακεδονίας τέτοιο, πού να στοιχειοθετείται ισχυρισμός για «μακεδονική εθνότητα» σαν κι αυτήν πού διατείνονται στα Σκόπια.
Μήπως όμως υπάρχει τέτοια αφορμή στην Βόρειο Μακεδονία, σ’ αυτήν πού κατείχε η Γιουγκοσλαβία; ‘Από ανθρωπολογικής απόψεως είδαμε το συμπέρασμα τού Γιουγκοσλάβου ανθρωπολόγου Ζ. Γαβρίλοβιτς, ότι οι εκεί κάτοικοι «έχουν μεταξύ τους ορισμένες ομοιότητες, διαφοροποιούνται δε από τούς γειτονικούς πληθυσμούς τής Γιουγκοσλαβίας και τής Βουλγαρίας κατά το ότι έχουν μεγαλύτερο ποσοστό Μεσογειακών χαρακτηριστικών» (Gavrilovic Z.Schwidetzky I. Jugoslawien εις Rassengeschichte der Menschheit, VI, 1979). ‘Επί παραδείγματι, ενώ στο Διναρικό επίκεντρο (Μαυροβούνιο, Βοσνία και Ερζεγοβίνη) το σωματικό ανάστημα είναι τυπικά υψηλό (μέσος όρος 1,73), στην πολιτεία της Μακεδονίας είναι 1,66 περίπου. Ενώ επίσης στην ίδια Διναρική περιοχή ο κεφαλικός δείκτης είναι της τάξεως τού 86, στην πολιτεία της Μακεδονίας κυμαίνεται στο 81-83,5. Και στο χρώμα των ματιών οι Μακεδόνες των Σκοπίων διαφοροποιούνται, κατά το ότι έχουν μικρότερο ποσοστό ανοιχτόχρωμης ίριδας από όλους τούς άλλους πληθυσμούς της τέως Γιουγκοσλαβίας πράγμα πού αποδεικνύει πλήρη σχεδόν έλλειψη σλαβικότητος. Στα ίδια συμπεράσματα, ότι οι Μακεδόνες των Σκοπίων είναι κατά βάσιν Μεσογειακοί, άλλά και με Διναρική επιμειξία, έχουν καταλήξει και ο Γερμανός ανθρωπολόγος Χ. Σάντε (Schade H. Anthropologische Untersuchungenin Ostmazedonien und Krusevo εις Anthrop. Anzeiger, 1957-58) και ο Βούλγαρος Μεθ. Ποπώφ (Popov M. Anthopologoja na b’ Igarskija narod,1959).
Εδώ θα πρέπει όμως να τονισθεί ένα σοβαρό στοιχείο. ‘Η ονομασθείσα «Μακεδονία» στην Γιουγκοσλαβία αποτελεί μία ευρεία περιοχή, διπλάσια σχεδόν σε μέγεθος από την πραγματική Βόρειο Μακεδονία την κατοικούμενη από Μακεδόνες. Όλη η ζώνη Σκοπίων Κουμάνοβου δεν αποτελούσε στο ιστορικό παρελθόν τμήμα της ελληνικής Μακεδονίας και ασφαλώς δεν κατοικείται μόνον από Μεσογειακούς ανθρώπους. Τελευταία μάλιστα έχουν διεισδύσει και χιλιάδες Αλβανοί, οι οποίοι ξεπερνούν σήμερα το ήμισυ τού εκεί πληθυσμού. Έτσι, κάθε ανθρωπολογική έρευνα σ’ αυτήν την γιουγκοσλαβική «Μακεδονία» περιλαμβάνει κατ ανάγκην και πραγματικούς Διναρικούς, οι οποίοι αλλοιώνουν τα αποτελέσματα.
Αντιθέτως, η ζώνη Μοναστηρίου Γευγελής Στρώμνιτσας, η πραγματικη δηλαδή Βόρειος Μακεδονία, κατοικείται σέ μέγιστο ποσοστό από Μεσογειακούς, από ανθρώπους άρα ελληνικής καταγωγής.
Αυτή δέ η Βόρειος Μακεδονία, η αρχαία Πελαγονία,( Η μακεδονική Πελαγονία ετυμολογείται, όπως και οι Πελασγοί (δηλ. ή χώρα των παλαιών γόνων, των προγόνων. Σ’ αυτήν διέπρεπαν ελληνικές πόλεις, όπως ή Ειδομένη, ή Ηράκλεια (Λυγκήστιδος), οι Στόβοι κ.ά.)
Επεκτείνεται και ανατολικότερα, μέσα στην Βουλγαρία: Είναι η λεγομένη σήμερα «Μακεδονία τού Πιρίν» (περιοχή Πετριτσίου, Τζουμαγιάς, Νευροκοπίου), μέχρι τού όρους της Ροδόπης.
Ας έλθουμε τώρα στον άλλο βασικό κίονα της εθνικότητος, την Συνείδηση. Κατ’ αρχήν πρέπει να θυμίσουμε ότι οι ‘Οθωμανοί, όταν διοικούσαν την περιοχή, την είχαν χωρίσει σε τρία «βιλαέτια», της Θεσσαλονίκης, τού Μοναστηρίου και των Σκοπίων. Το άλλοτε «βιλαετι Θεσσαλονίκης» υπάγεται εν μέρει σήμερα στην `Ελλάδα, ενώ οι περιοχές της Στρωμνίτσης καί Νευροκοπίου κατέχονται αντιστοίχως από το κρατίδιο των Σκοπίων και την Βουλγαρία. Το άλλοτε «βιλαέτι Μοναστηρίου» κατέχεται σχεδόν ολόκληρο από το κρατίδιο των Σκοπίων με εξαίρεση την Φλώρινα.
Και όμως, ο λαμπρός Μακεδονικός ‘Αγών έλαβε χώρα σ’ ολόκληρο τον χώρο αυτών των δύο «βιλαετίων».
Σύμφωνα με τα τελευταία οθωμανικά στοιχεία (του 1904), στο «βιλαέτι Μοναστηρίου» κατοικούσαν 261.000 Έλληνες, 178.000 Βούλγαροι και μερικές μικρομειονότητες (Κυριακίδης Στ. Τα βόρεια Εθνολογικά όρια του Έλληνισμού, 1946).
Λέγοντας όμως «Βούλγαρους», οι Τούρκοι εννοούσαν τούς ομιλούντες το ‘Ανάμεικτο Γλωσσικό ‘Ιδίωμα (το «σλαβομακεδονικό»). Το έτος 1903 φοιτούσαν 27.000 μαθητές στα ελληνικά σχολεία αυτού τού «βιλαετίου» και μόνον 8.000 σε βουλγαρικά. Προοδευτικά όμως, με την επικράτηση τού Μακεδονικού ‘Αγώνος, η διαφορά αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. `Η πόλη τού Μοναστηρίου, μάλιστα, είχε ακόμη και Διδασκαλείο, όπως και η Θεσσαλονίκη. Αυτές οι δύο πόλεις,Θεσσαλονίκη και Μοναστήρι, υπήρξαν οι μεγάλες επάλξεις του`Ελληνισμού της Μακεδονίας, στις οποίες στηρίχθηκε ο Μακεδονικός ‘Αγώνας. Στο Μοναστήρι δεν ομιλείτο καθόλου η «σλαβομακεδονική» μόνον η ελληνική και λιγότερο η βλαχική. (Στην πόλη του Μοναστηρίου φοιτούσαν 1.696 μαθηταί σε ελληνικά σχολεία το έτος 1913, στην Στρώμνιτσα 1.200 και στο Κρούσοβο 557 (Μουσταίρας Γ. Γιουκοσλαβία και Μακεδονικό, 1986). Οι βλαχόφωνοι όλοι ανεξαιρέτως είχαν ακμαία ελληνική συνείδηση, όπως και μέχρι σήμερα.)
Όταν αναφερόμαστε στον Μακεδονικό αγώνα, αυτόν πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε σωστά, όχι τόσο σαν ένοπλο αγώνα, όσο σαν Εθναποστολή. Οι Μακεδονομάχοι είχαν μεν να αντιμετωπίσουν τούς κομιτατζήδες, τούς αιμοσταγείς πράκτορες της Σόφιας, προστατεύοντας τούς ελληνόφωνους της περιοχής, κυρίως όμως απόσκοπούσαν στο να κερδίσουν εθνικά τις ψυχές των ομιλούντων το Ανάμεικτο Γλωσσικό ‘Ιδίωμα. Μετά από τόσους αιώνες σκλαβιάς οι πληθυσμοί εκείνης τής περιοχής, ιδίως δε όσοι ομιλούσαν το ‘Ανάμεικτο ‘Ιδίωμα, δεν είχαν ξεκαθαρισμένη εθνική συνείδηση. ‘Ο 19ος αιώνας, ο αιώνας πού σάρωσε με τούς εθνικισμούς την Ευρώπη, βρήκε τούς λεγόμενους σλαβομακεδόνες με εσωτερική ανασφάλεια και εθνική ανωριμότητα. Το ‘Ιδίωμα πού μιλούσαν δεν μπορούσε να τούς κατατάξει νόμιζαν σε κάποιο Έθνος και έμεναν εθνικά αδιάπλαστοι. Έτσι τούς βρήκε ο βουλγαρικός πρακτορισμός, πού προσπάθησε να τούς κερδίσει υπέρ τής Σόφιας.
`Ο Μακεδονικός ‘Αγώνας, ή αντίδραση δηλαδή τού `Ελληνισμού, αυτόν είχε σαν κύριο στόχο: Να βεβαιώσει τούς ομιλούντες αυτό το γλωσσικό ‘Ιδίωμα ότι έχουν Ελληνική καταγωγή και ότι ή γλώσσα δεν αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο τής εθνικότητος. Και ο Μακεδονικός ‘Αγώνας στέφθηκε από επιτυχία. ‘Οχι μόνον διακεκριμένα στελέχη των «Σλαβομακεδόνων» έγιναν πρωταγωνισταί τού Μακεδονικού ‘Αγώνος, ( Κώτας, Γκέλεφ, Γκογκολάκης, Κύρου, Νικοτσάρας κ.ά.) αλλά ολόκληρα χωριά προσχωρούσαν το ένα μετά το άλλο στον ενσυνείδητο ελληνισμό. «Γραικομάνους» αποκαλούσαν από τότε οι Βούλγαροι αυτούς τούς πληθυσμούς, τούς οποίους μισούν περισσότερο των ελληνοφώνων.
Όταν λέγουμε ότι ο Μακεδονικός ‘Αγώνας τελικά πέτυχε, αυτό εννοούμε, ότι εξελληνίσθηκε στην συνείδηση του ο πληθυσμός πού μιλάει το ‘Ανάμεικτο ‘Ιδίωμα. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι κανένα αντάρτικο δεν έχει ελπίδα επιτυχίας, αν δεν στηρίζεται στον λαό. ‘Ο Μακεδονικός ‘Αγώνας πέτυχε, διότι στηρίχθηκε σ’ ολόκληρο τον λαό, ελληνόφωνο και μη.
Το περίεργο στον Βαλκανικό Πόλεμο, πού ακολούθησε, ήταν ότι ή ‘Ελλάς αναγκάσθηκε να συμμαχήσει με την Σερβία και την Βουλγαρία, για να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό εδάφη, όλα σχεδόν αποκλειστικά ελληνικά. Και το αποτέλεσμα υπήρξε, οι τρεις σύμμαχοι χώρες να διαμοιράσουν στα τρία αυτά τα ελληνικά εδάφη. “Έτσι κατακυρώθηκε ή Βόρειος Μακεδονία (με το Μοναστήρι, την Γευγελή και την Στρώμνιτσα) στην Σερβία. Κάθε σύμμαχος χώρα κατακράτησε, όσα εδάφη πρόφθασε ο στρατός της να κυριεύσει. Και τα μεν εδάφη, πού κυρίευσε ή Βουλγαρία, σε μεγαλο βαθμό ανακατέλαβε αργότερα ή ‘Ελλάς μέ τόν Β’ Βαλκανικό καί τόν Α’ Παyκόσμιο Πόλεμο. ‘Αλλά το Μοναστήρι και ή Βόρειος Μακεδονία έμειναν στην Σερβία και την κατοπινή Γιουγκοσλαβία. (Είναι λυπηρό να σκέπτεται κανείς ότι η τύχη του Μοναστηρίου κρίθηκε για δύο μόνον ήμέρες, πού άργησε να φθάσει εκεί ο ελληνικός στρατός. Είναι δε λυπηρό, διότι τότε ή Σερβία δεν ενδιαφερόταν για το Μοναστήρι, στρέφοντας όλη της την προσπάθεια στην έξοδό της στην ‘Αδριατική. ‘Αλλά και ή ‘Ελλάς, κινδυνεύοντας να χάσει την Θεσσαλονίκη από τον προελαύνοντας βουλγαρικό στρατό, έριξε όλο το βάρος της προς τα εκεί, αφήνοντας μία μόνον μεραρχία να κατευθυνθεί στο αφύλακτο Μοναστήρι.Έτσι, σχεδόν τυχαία, χάθηκε ή Βόρειος Μακεδονία. Όταν δε οι Μεγάλες Δυνάμεις επέμειναν στην ίδρυση τής ‘Αλβανίας, αποκλείοντας πάλι την Σερβία από τήν ‘Αδριατική, αναγκάσθηκε ή τελευταία να επιμείνει στην κυριότητα τής Βορείου Μακεδονίας για να έχει κερδίσει κι αυτή κάτι από τον πόλεμο.
Η ‘Ελλάς, ευρισκόμενη τότε εν όψει τού Β’ Βαλκ. Πολέμου με την Βουλγαρία, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τις αγαθές της σχέσεις με την Σερβία και το Μοναστήρι θυσιάστηκε…)
Έτσι, από το σύνολο τής μακεδονικής γης το 20% έμεινε στήν Γτουγκοσλαβία, τό 13% στήν Βουλγαρία καί μόνον τό 67% υπήχθη στήν έλληνική κυριαρχία.
Η πρώτη ιδέα γιά ίδιαίτερη δήθεν «μακεδονική έθνότητα» γεννήθηκε στά πρακτορεία τής Σόφιας γύρω στό 1890. Είχε προηγηΘή τό έπιτυχημένο γιά τήν Σόφια εγχείρημα τής ‘Ανατολικής Ρωμυλίας, τής άλλης αυτής ελληνικώτατης περιοχής, ή οποία τό 1878 είχε κατ’ αρχήν αύτονομηθή, για νά απορροφηθή κατόπιν ευχερώς από τό Βουλγαρικό Κράτος. Σκέφθηκαν λοιπόν νά κάνουν κατι παρόμοιο καί γιά τήν Μακεδονία, παρέχοντας σ’ αϋτήν πρώτα «αύτόνομη» ϋπαρξι, για νά τήν απορροφήσουν αργότερα. “Ετσι, ξεκίνησε τότε ή βουλγαρική προπαγάνδα περί «μακεδονικής έθνότητος», μολονότι αύτή σύντομα συνεθλίβη ύπό τήν πίεσι καί τής έλληνικήςαντιδράσεως και του βουλγαρικού μαξιμαλισμού.
Η επιτυχία του ελληνικού Μακεδονικού ‘Αγώνα στηρίχθηκε στην απομόνωση των βουλγαριζόντων και «μακεδονιζόντων» κατοίκων. Η μεγάλη μάζα τον έλληνόφωνου και μη πληθυσμού τής Μακεδονίας στήριξε και κάλυψε τους αγωνιστές τού Παύλου Μελά και των διαδόχων του. ‘Η ανταρσία ήδη τού 1903 των «μακεδονιζόντων», ή λεγομένη ανταρσία τού ‘Ιλιντεν, απέτυχε, διότι δεν υπεστηρίχθη από τούς πληθυσμούς τής περιοχής. Πολύ περισσότερο αργότερα, μετά το εθναποστολικό έργο των αγωνιστών τού Παύλου Μελά, οι πληθυσμοί τής Βορείου Μακεδονίας, με ενσυνείδητη πια ελληνικότητα, περίμεναν την απελευθέρωση τους από τον οθωμανικό ζυγό και την ένταξη τους στην ελεύθερη `Ελλάδα. Κι όμως, ή ένταξη αυτή από άτυχα ιστορικά γεγονότα δεν πραγματοποιήθηκε το 1912. Το χειρότερο δε ήταν ότι ή επίσημη `Ελλάς έκτοτε ξέχασε τον ελληνισμό τής Βορείου Μακεδονίας, τον απηρνήθη και τον έσπρωξε έτσι έμμεσα στον σλαβισμό. Στους κατοίκους τής Βορείου Μακεδονίας έμεινε ή αίσθηση, ότι ή ‘Ελλάς τούς χρησιμοποίησε απλώς στον Μακεδονικό ‘Αγώνα, για να επιτύχει την προσάρτηση τής Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι δε, ξέροντας πώς δεν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, υποχρεώθηκαν να πιστεύουν σε «μακεδονική» εθνότητα. Τι άλλο τούς έμενε να είναι;
Η Βουλγαρία ποτέ δεν απηρνήθη τις βλέψεις της στην Βόρειο Μακεδονία, είτε άμεσα είτε με το προστάδιο τού «μακεδονισμού». Είναι χαρακτηριστικό, ότι και το 1912 είχε προτείνει στον Βενιζέλο την αυτονόμηση τής Μακεδονίας, αλλά και το 1941 επετέθη κατά τής ‘Ελλάδος «χάριν των αδελφών Μακεδόνων», όπως διακήρυξε. Διοικώντας δε την περιοχή των Σκοπίων το 1941-4 είχε την ευκαιρία να εμπεδώσει στον λαό την «μακεδονική» ιδέα και να ενδυναμώσει τα φιλοβουλγαρικά του αισθήματα. Φαίνεται έτσι, πώς το πρόβλημα τής Βορείου Μακεδονίας δεν θα είναι στο μέλλον πρόβλημα `Ελληνοσκοπιανό, αλλά ‘Ελληνοβουλγαρικό. ‘Η Σερβία ποτέ δεν προσπάθησε στο παρελθόν να «εκσερβίσει» την περιοχή.
(Η Σερβία κατ’ ουσία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ζωηρά για την Βόρειο Μακεδονία. Στην διάρκεια μόνον τής κομμουνιστικής περιόδου δέχθηκε ευχαρίστως και προώθησε την ιδέα τής «αυτόνομης Μακεδονίας», για να αποσταθεροποιήσει την ‘Ελλάδα. ‘Αλλά το 1991 ή ίδια ήταν πού πρότεινε στην Ελλάδα τον διαμελισμό τής σκοπιανής πολιτείας μεταξύ τους, πρόταση πού παραδόξως αρνήθηκε ή Ελλάς.)
Μετά το 1922 ή Ελλάς, με κομμένα τα φτερά, έπαψε να έχει εξωτερικές διεκδικήσεις. Εγκατέλειψε όχι μόνον την Ιωνία, αλλά και την Ανατολική Ρωμυλία και την Βόρειο Ήπειρο και την Βόρειο Μακεδονία. Ξέγραψε τούς ελληνόγλωσσους ή αλλόγλωσσους Έλληνες, πού ζουν πέραν των συνόρων μας. Τούς ομιλούντες δε το ‘Ανάμεικτο ‘Ιδίωμα, εντεύθεν ή εκείθεν των συνόρων, τούς αναγνώριζε άλλοτε σαν «βουλγαρική μειονότητα» (πρωτόκολλο Καλφώφ Πολίτη, 1924), άλλοτε σαν «σερβική» (Πάγκαλος, 1926), τούς δε κατοίκους τής Βορείου Μακεδονίας σαν «σλάβους»: 0ί κάτοικοί της δεν είχαν καμία σχέση με τούς Μακεδόνες, αφού ήταν Σλάβοι» (Μάρτης Ν. Η Πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας, 1983).
Αυτή ή ενδοστρέφεια τής `Ελλάδος μετά το 1922 για να μην πούμε, ή αποστροφή της προς τα προβλήματα των αλύτρωτων πατρίδων μας ανάγκασε πολλούς ελληνόφωνους από την περιοχή τού Μοναστηρίου να μετοικήσουν στην ελεύθερη `Ελλάδα, (Με την ανταλλαγή πληθυσμών τής συνθήκης τού Νεϊγύ, μόνον 10.000 Έλληνες δέχθηκαν να εγκαταλείψουν τα προγονικά τους εδάφη - Βογιατζίδης Ι. Τα προς βορράν σύνορα του Έλληνισμου, 1946) πολλούς δε «σλαβόφωνους» τούς ώθησε και πάλι στον αφελληνισμό. Είναι γνωστό, ότι χιλιάδες «σλαβόφωνων» `Ελλήνων, απατρίδων πια στην συνείδηση, επάνδρωσαν τον ανταρτικό κομμουνιστικό στρατό τής περιόδου 1946-49. Πώς όμως κατήντησαν όλοι αυτοί τότε να γίνουν απάτριδες ανθέλληνες ή να πιστέψουν στην τεχνητή «μακεδονική εθνότητα»; `Ο κομμουνισμός τούς έκανε απάτριδες και εθνοκτόνους ή μάλλον ή εθνική ορφάνια τούς έκανε κομμουνιστές; (Μήπως δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο και με τους πρόσφυγες τής ‘Ιωνίας, όταν ή αναλγησία τού ‘Ελληνικού Κράτους στα τεράστια προβλήματά τους ωθούσε πολλούς απ’ αυτούς στον κομμουνισμό;)
Το Ελληνικό Κράτος έχει σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση, πού είχε δημιουργηθεί τότε στους «σλαβόφωνους». `Η ομιλία στο ‘Ανάμεικτο ‘Ιδίωμα εθεωρείτο αμάρτημα σαν δείγμα «σλαβισμού». Κι αυτοί πού το μιλούσαν, κάτοικοι κυρίως τής Βορείου Μακεδονίας, αυτοί πού παλαιότερα είχαν πιστέψει πώς είναι πράγματι “Έλληνες Μακεδόνες, ένιωθαν παραγκωνισμένοι, αποκομμένοι από την ίδια τους την πατρίδα. Ψυχολογική διέξοδος δεν υπήρχε πια γι’ αυτούς άλλη μία και δεν έβλεπαν τούς εαυτούς τους σαν επήλυδες , από το να πιστέψουν στην τεχνητή «μακεδονική» εθνότητα: Μία έννοια πού τούς συνδέει, αν μη με το έθνος τους, τουλάχιστον με τον τόπο!
Αυτή είναι ή ουσία τού προβλήματος. Δεν είναι άμοιρο ευθυνών το ‘Ελληνικό κράτος για την κατάσταση πού έχει δημιουργηθεί σήμερα εκεί. `Η ευθύνη του έγκειται στο ότι δεν εκδηλώνει ενδιαφέρον γι’ αυτήν την ελληνική περιοχή και τούς κατοίκους της. ‘Απέστρεψε το πρόσωπό του από αυτούς. Τούς ξέχασε τελείως. Κι αυτοί έμειναν χωρίς εθνικό προσανατολισμό. Τι ήταν λοιπόν; Λαός χωρίς εθνική καταγωγή; Κάτι έπρεπε να είναι. Κι έτσι δέχθηκαν τον μύθο τού «μακεδονικού έθνους». `Η ανάγκη για ‘Εθνισμό είναι ή ισχυρότερη ανάγκη τής ζωής. Δεχόμενοι δε τον «μακεδονισμό», και όχι τον βουλγαρισμό, έδειξαν ότι ακόμη ελπίζουν κατά βάθος στην Ελλάδα!
«Το ελληνικόν πνεύμα και ο ελληνικός βυζαντινός πολιτισμός», γράφει ο Στίλπ. Κυριακίδης, «εξακολουθεi να πνέει ακόμη εις την, την οποίαν οι Έλληνες εξημέρωσαν και εξεπολίτισαν, άφθονων δ’ ελληνικών αίμα ρέει εις φλέβας των σήμερον αλλόγλωσσων και εθνικώς εν πολλοiς απλάστων κατοίκων» (Κυριακίδης Στ. Τα βόρεια Εθνολογικά όρια του Έλληνισμού, 1946).
Από ελληνική αβελτηρία τείνει πάντως να παγιωθεί μία νέα πράγματι «μακεδονική εθνότης» στην πολιτεία των Σκοπίων. Αν για την δημιουργία τής «βουλγαρικής συνειδήσεως» τον περασμένο αιώνα ή `Ελλάς ίσως δεν είχε ευχέρεια αποτροπής της, για την τώρα χαλκευομένη «μακεδονική» έχει. ‘Οφείλει να την αποτρέψει με επί τόπου επέμβαση της - επέμβαση όχι κατακτητική, αλλά απελευθερωτική.
Βλέποντας λοιπόν από σκοπιάς εθνολογικής το Μακεδονικό πρόβλημα αντιλαμβανόμαστε την ουσία του. Όχι μόνον δεν τίθεται θέμα «μακεδονικής εθνότητας», όπως υποστηρίζουν οι Σκοπιανοί, αλλ’ αντιθέτως τίθεται πελώριο θέμα επανελληνισμού τής Βορείου Μακεδονίας.
`Η προβολή τής «μακεδονικής εθνότητας» από την σκοπιανή «νομενκλατούρα» αποτελεί μία ενέργεια θρασεία. «Εδώ δεν έχουμε απλά ένα πογκρόμ σε βάρος μίας εθνολογικής ομάδας, πού στο κάτω είναι ορατό και μπορεί να αντιδράσει κανείς», γράφει για την Βόρειο Μακεδονία ο Μουσταϊρας.
«Εδώ έχουμε μπροστά μας την με μανδύα “επιστημονικής κάλυψης” απεθνοποίηση ατόμων και την παρουσία μίας νέας “εθνότητας “, πού όχι μόνο δια των εφευρετών της έχει απαιτήσεις αποδοχής και ύπαρξης, αλλά και με περισσό θράσος εμφανίζεται και με εδαφικές διεκδικήσεις σε εκτός τής Γιουγκοσλαβίας περιοχές» (Μουσταίρας Γ. Γιουκοσλαβία και Μακεδονικό, 1986).
Καί ο Παν. Γυιόκας τονίζει: «Μεγαλύτερα και θρασυτέρα κακοποίησις τής ιστορίας δεν είναι δυνατόν να νοηθεί. Ότι τα πλείστα των εδαφών, εις τα οποία εκτείνεται το κρατίδιο τούτο, ήσαν Μακεδονικά, ήτοι από καταβολής κόσμου ελληνικά, ουδεμία γεννάται αμφιβολία. Αλλά επειδή παραδέχονται και oι οψιγενείς ούτοι Μακεδόνες ότι κατοικούν μέρος τής αρχαίας Παιονίας, τής αρχαίας Πελαγονίας, τής αρχαίας Λυγκήστιδος και τής αρχαίας Δασαρτίας, οφείλουν νά διδαχθούν οτι οί αρχαίοι κάτοικοι τών περιοχών αυτών ήσαν ‘Ελληνες καί ήγωνίσθησαν ανέκαθεν εναντίον παντός βαρβάρου χάριν τής ασφαλείας καί τής ελευθερίας τών ‘Ελλήνων. ‘Επομένως αυτοί, εάν μεν θεωρούν τον εαυτόν των Μακεδόνα, οφείλουν ως Μακεδόνες νά διδαχθούν την ελληνική ιστορία τών προγόνων των»
(Γυιόκας Π. Η καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων, 1977).
Πώς όμως θα μπορούσαν νά εκφράσουν την ελληνικότητά τους οι κάτοικοι της Βορείου Μακεδονίας, όταν η ίδια η Ελλάς τούς αρνείται την ελληνικότητα; «Πρόκειται περί καθαροαίμων Ελληνομακεδόνων», τονίζει ο Λίβας. «Δεν είναι ουδεμία υπερβολή εάν λεχθεί, οτι όσοι ομίλησαν ποτέ ή ομιλούν ακόμη το Μακεδονικών ιδίωμα καί συμβαίνει τούτο εις μεγάλη έκτασιν προς βορρά, μέχρι τών πηγών τού Αξιού καί τού Στρυμόνος καί πέραν αυτών όλοι αυτοί υπήρξαν αναμφισβητήτως καί αναντιρρήτως “Ελληνες, μετά πολύ μεγαλυτέρας μάλιστα βεβαιότητος, παρ οτι δι’ οιονδήποτε άλλον σημερινό ‘Έλληνα» ( Λίβας Ξ. Η Αιγηίς κοιτίς των Αρίων και του Ελληνισμού, 1963).
Η στρατηγική της ‘Ελλάδος στο Μακεδονικό πρόβλημα δεν έπρεπε νά εστιασθεί στο όνομα τού νεοπαγούς κρατιδίου, αλλά στο νά μην παγιωθεί η συνείδηση της «μακεδονικής εθνότητας», επομένως στο νά μην δημιουργηθεί εκεί κανένα αυτόνομο κρατίδιο. `H ονομασία «Μακεδονία» πάντως, την οποία θέλουν τώρα οί γείτονές μας στην πολιτεία τών Σκοπίων, μπορεί νά ενοχλεί το επίσημο `Ελληνικό κράτος, διότι τού υπενθυμίζει οτι δεν έχει κάνει το καθήκον του απέναντι μιας ιστορικά ελληνικής περιοχής. `Η ονομασία όμως αυτή, αντί νά λειτουργήσει επεκτατικά εις βάρος της `Ελλάδος, μπορεί νά μετατραπεί σε «μπούμερανγκ» εναντίον των εμπνευστών της.
Αρκεί η Ελλάς νά ξεφύγει από την κακομοιριά της, νά διακηρύξει την ελληνικότητα τών εδαφών καί των πληθυσμών της Βορείου Μακεδονίας καί να απαιτήσει την προσάρτηση τους.
Μαζεφτε τους: http://www.bulgarmak.org/makedonia.htm
ΑπάντησηΔιαγραφήεχουν ξεφυγει!