Μέση Ανατολή: Ομπάμα και Πούτιν μετρούν δυνάμεις
Με φόντο το Ισλαμικό τέρας οι ισχυρότεροι του πλανήτη…
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Το κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί όλους όσους ανησυχούν για τον κίνδυνο ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου με αφορμή τη Συρία, είναι αν θα αντιδράσουν δυναμικά οι ΗΠΑ στη ρωσική παρέμβαση. Είναι πολύ θετικό ότι Πούτιν και Ομπάμα συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν χωρίς ενδιάμεσους τις σχέσεις μεταξύ των χωρών τους και τις αμοιβαίες «κόκκινες γραμμές».
Ο Ομπάμα κατέστησε σαφές με δηλώσεις του ότι δεν θα επιτρέψει η κρίση στη Συρία να εξελιχθεί σε σύγκρουση Μόσχας – Ουάσιγκτον. «Ορκίζομαι», είπε συγκεκριμένα, «ότι η κρίση στη Συρία δεν θα γίνει σύγκρουση Ρωσίας και ΗΠΑ». Η δήλωση αυτή εκφράζει μία λογική στάση του αμερικανού προέδρου, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι, υπό τις σημερινές περιστάσεις, μία μετωπική αμερικανική αντίδραση στη ρωσική παρέμβαση θα είχε, πρώτα από όλα, πρόβλημα ηθικής νομιμοποίησης και, κατά δεύτερο λόγο, δεν θα ήταν πρακτικά καθόλου εύκολη, πέρα από τον κίνδυνο πυροδοτήσεως ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ρωσική παρέμβαση στη Συρία προβάλλει ως στόχο τον πόλεμο κατά των ακραίων ισλαμιστών του ISIS, της Αλ Νούσρα (τοπικής παραφυάδας της Αλ Κάιντα) και άλλων παρόμοιων ισλαμικών οργανώσεων. Εναντίον των οργανώσεων αυτών και γενικά κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας, οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν συστήσει συνασπισμό σαράντα κρατών με επικεφαλής τις ίδιες. Γιατί δεν απέδωσε ο συνασπισμός αυτός και γιατί δεν απέδωσαν, ειδικότερα, οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί εναντίον του Ισλαμικού Κράτους;
Η απάντηση στο ερώτημα παραπέμπει σε άλλα ερωτήματα που έθεσε ευθέως ο ρώσος πρόεδρος Πούτιν από του βήματος της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ: Ποιος εξόπλισε και ποιος χρηματοδοτεί τους ισλαμιστές αντάρτες στη Συρία, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους ξένοι μισθοφόροι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι, δυστυχώς, μεγάλο μυστικό. Οι ίδιες οι ΗΠΑ εξέθρεψαν, σε πρώτη φάση, το τέρας του Ισλαμικού Κράτους, όπως εξέθρεψαν στο παρελθόν την Αλ Κάιντα. Στην πρώτη περίπτωση, ο στόχος ήταν ο πόλεμος κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, με όπλο τον φανατικό Ισλαμισμό. Στη δεύτερη περίπτωση, ο στόχος ήταν η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, η έξωση των ρώσων από τη Μεσόγειο και η δημιουργία ενός ισλαμικού όπλου υβριδικού πολέμου κατά της Ρωσίας, στο πλαίσιο ενός γενικότερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, που περιλαμβάνει προφανώς, σε κύρια θέση και την κρίση στην Ουκρανία.
Η τροπή, όμως, που πήραν τα γεγονότα, με τις πρωτοφανείς αγριότητες και τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες του Ισλαμικού Κράτους, ανησύχησαν τις ΗΠΑ. Σε ένα μέτρο γιατί πραγματικά φοβήθηκαν μήπως και το Ισλαμικό Κράτος, με την απήχηση που βρήκε ως ακραία εκδοχή του Ισλάμ, καταστεί ανεξέλεγκτος παράγων και απειλήσει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Σε ένα άλλο μέτρο, για λόγους διαφυλάξεως της εικόνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν είναι δυνατόν να προβάλλονται οι ΗΠΑ ως συνοδοιπόροι αποκεφαλιστών και σταυρωτών…
Οι αποστάσεις όμως που επεδίωξαν να πάρουν οι ΗΑ από το Ισλαμικό Κράτος ήταν σε αντίφαση με τον στρατηγικό τους στόχο, τον οποίο δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν και για τον οποίο πιέζονταν έντονα από τους τοπικούς συμμάχους. Την ανατροπή, δηλαδή, του καθεστώτος Άσαντ. Η αντιφατική αυτή εμμονή στον στόχο της ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ κατέστησε αναποτελεσματικούς και τους βομβαρδισμούς κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ο λόγος είναι προφανής. Δεν έπρεπε να αποδυναμωθεί το μέτωπο κατά του Άσαντ και οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί να καταλήξουν σε ενίσχυση του καθεστώτος του.
Τουρκία – Κατάρ – Σαουδική Αραβία παγίδευσαν την αμερικανική πολιτική
Η αμερικανική πολιτική παγιδεύτηκε όμως επιπλέον από τις πιέσεις των τοπικών συμμάχων: του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας, Οι τρεις αυτές χώρες είχαν ασκήσει μεγάλες πιέσεις για αμερικανική και γενικότερα δυτική επέμβαση στη Συρία, κατά το πρότυπο της Λιβύης. Οι μυστικές υπηρεσίες τους είχαν ενορχηστρώσει την προβοκάτσια των χημικών όπλων, τα οποία είχε δήθεν χρησιμοποιήσει το καθεστώς Άσαντ κατά αμάχων. Με παρέμβαση της ρωσικής διπλωματίας απεσοβήθη τότε η αμερικανική επέμβαση. Το καθεστώς Άσαντ συμφώνησε να παραδώσει για καταστροφή όλα τα χημικά του όπλα.
Οι τρεις παραπάνω χώρες δεν εγκατέλειψαν όμως τον απόηχο της ανατροπής Άσαντ και της ρυμουλκήσεως της αμερικανικής πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση. Για κοινούς, αλλά η καθεμία και για τους δικούς της λόγους. Το Κατάρ για να κατασκευάσει αγωγό που θα έφερνε το φυσικό αέριο μέχρι τις συριακές ακτές και από εκεί στα ευρωπαϊκές αγορές. Η Σαουδική Αραβία για να αντιταχθεί στο ανταγωνιστικό σιιτικό Ιράν και για να επιβάλει σουνιτικά καθεστώτα στο Ιράκ και την Συρία. Η Τουρκία για να αρπάξει τη βορειοδυτική Συρία, χρησιμοποιώντας τη μικρή μειονότητα των Τουρκομάνων σε ρόλο Τουρκοκυπρίων, και για να επεκτείνει τη γεωπολιτική της επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και στα ενεργειακά κοιτάσματα αλλά και σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Οι τρεις αυτές χώρες, με προεξάρχουσες την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία, έπεισαν την αμερικανική πολιτική, με τη συνεργασία ακραίων αμερικανών παραγόντων τύπου γερουσιαστή Μακ Κέιν και ομοϊδεατών του στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας των ΗΠΑ, ότι ήταν δυνατό να ανατραπεί το καθεστώς Άσαντ από «μετριοπαθείς» αντάρτες, που θα έθεταν στο περιθώριο τους αποκρουστικούς διεθνώς και επικίνδυνους ακραίους ισλαμιστές. Προσφέρθηκαν για τον λόγο αυτό να βοηθήσουν ενεργά.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τρεις χώρες ανέλαβαν να στρατολογήσουν και να συσπειρώσουν δυνάμεις. Μεταξύ αυτών, όπως αποκαλύφθηκε μετά τη ρωσική παρέμβαση, υπάρχουν σώματα Τσετσένων και άλλων μουσουλμάνων του Καυκάσου αλλά και 3.500 Ουιγούροι από το Σινκιάνγκ της Κίνας. Το τελευταίο οι τούρκοι το θεωρούν ως κοιτίδα όλων των τούρκων και περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοχών που οι ισλαμιστές επιδιώκουν να «απελευθερώσουν». Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Κίνα είναι έξαλλη με την Τουρκία, που φαίνεται να είναι ο εκπαιδευτής, ο «προστάτης» και ο χειραγωγός των Ουιγούρων στη Συρία. Οι τελευταίοι είναι αναπτυγμένοι κοντά στα τουρκικά σύνορα, στην περιοχή που εποφθαλμιά η Άγκυρα.
Επίσης, στο πλαίσιο αυτό υπεγράφη, πριν από λίγους μήνες, συμφωνία συνεργασίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας για την εκπαίδευση στην Τουρκία «μετριοπαθών» ανταρτών και τη δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από το συριακό έδαφος, για την προστασία των «μετριοπαθών» αναρτών, και ζώνης ασφαλείας μέσα στο συριακό έδαφος. Είναι αυτή η συμφωνία που πυροδότησε την ρωσική αντίδραση και παρέμβαση γιατί είχε στόχο να καταφέρει το τελευταίο πλήγμα στο καθεστώς Άσαντ με τουρκική χερσαία εισβολή.
Ανατροπή στα τουρκικά σχέδια
Το μυστικό της ρωσικής παρεμβάσεως στη Συρία διαφυλάχθηκε καλά και επέτρεψε στη Μόσχα να παρέμβει αιφνιδιαστικά και μαζικά ώστε να είναι σε θέση να προστατεύσει την παρέμβασή της από εξωτερική επέμβαση και να επιτύχει γρήγορα τους στόχος της ώστε να μην υπάρξει χρόνος για αντιδράσεις, που θα είχαν δικό τους στόχο την αποτελμάτωση της ρωσικής επιχειρήσεως στη Συρία.
Η Ρωσία συγκέντρωσε για τον λόγο αυτό ισχυρότατες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και επέβαλε εκ των πραγμάτων ναυτικό αποκλεισμό των συριακών ακτών και ζώνη απαγορεύσεως πτήσεων στη δυτική, τουλάχιστον, Συρία, που ελέγχεται από την Συριακή κυβέρνηση. Μετέφερε επίσης τις αναγκαίες επίλεκτες δυνάμεις και τους στρατιωτικούς συμβούλους που χρειάζεται για να πλαισιώσει, να εκπαιδεύσει στα νέα όπλα και να στηρίξει τον συριακό στρατό. Διαμόρφωσε επιπλέον τις αναγκαίες συμμαχίες στο διπλωματικό επίπεδο, με την Κίνα κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο λόγο με την Αίγυπτο, και συμφωνία με το Ιράν για σύμπραξη με σημαντικές, επίλεκτες χερσαίες δυνάμεις.
Προφανής πολιτική της Ρωσίας είναι να εμπλακεί όσο το δυνατόν λιγότερο στις χερσαίες επιχειρήσεις και να αφήσει το έργο αυτό στο συριακό καθεστώς και στους τοπικούς συμμάχους του, Ιράν και Χεζμπολάχ. Έχει όμως στη διάθεσή της επίλεκτες δυνάμεις για την προστασία των βάσεών της αλλά και για τη συνδρομή σε απαιτητικές επιχειρήσεις κατά των ισλαμιστών. Κάλεσε επίσης στα όπλα 150.000 εφέδρους για να είναι σε ετοιμότητα ως στρατηγική εφεδρεία. Θα αναπτυχθούν στη Συρία εάν αυτό απαιτηθεί από τις αντιδράσεις στις οποίες θα προβούν οι χώρες εκείνες που κρυφά ή φανερά υποστηρίζουν τους ισλαμιστές και αντιτίθενται στη ρωσική παρέμβαση. Η τελευταία είναι φανερό ότι, πέραν των ισλαμιστών, έχει επίσης μεγάλες γεωπολιτικές και στρατηγικές συνέπειες σε ολόκληρη την περιοχή αλλά και στις παγκόσμιες ισορροπίες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία έχει κάθε συμφέρον να διεξαγάγει έναν εντατικό πόλεμο κατά των ισλαμιστών ώστε να προλάβει να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός σε ολόκληρο το έδαφος της Συρίας, πριν προλάβουν άλλες ανταγωνιστικές χώρες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, να αντιδράσουν είτε με απευθείας παρέμβαση, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους ή την προστασία των περίφημων «μετριοπαθών ανταρτών», είτε με παροχή στους βαλλόμενους ισλαμιστές αντιαεροπορικών πυραύλων και άλλων σύγχρονων όπλων, όπως ζητούν οι τοπικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, οι τρεις γνωστές χώρες και οι ακραίοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ.
Η Τουρκία ειδικότερα, που πρωτοστάτησε στην υποστήριξη των ισλαμιστών σε άγνωστο μέχρι τώρα σκανδαλώδη βαθμό, βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση. Τα σχέδιά της για τη βόρεια Συρία και για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας ακυρώθηκαν από τη ρωσική παρέμβαση. Είναι συμβολική η καταδίωξη από ρωσικά αεροσκάφη μέσα στο τουρκικό έδαφος φάλαγγας ισλαμιστών που διέφυγε σε αυτό έπειτα από σφοδρότατους ρωσικούς βομβαρδισμούς.
Η αναμενόμενη στρατιωτική παρέμβαση της Κίνας που πνέει μένεα για τους Ουιγούρους ισλαμιστές, θα θέσει επίσης σε μεγάλη δοκιμασία τις σχέσεις Άγκυρας – Πεκίνου. Η Τουρκία όμως του Ερντογάν, μετά τις μεγαλεπήβολες ισλαμικές φιλοδοξίες προς κάθε κατεύθυνση διαμαρτύρεται τώρα προς κάθε κατεύθυνση, ακόμη και έναντι των ΗΠΑ. Οι τελευταίες μετά τον περιβόητο μύθο των «μετριοπαθών ανταρτών» για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των οποίων συνεργαζόταν με την Άγκυρα, αισθάνονται πολύ εκτεθειμένες διεθνώς και αμήχανες μπροστά στη ρωσική παρέμβαση, που έχει ως σημαία τον πόλεμο κατά των ισλαμιστών. Στρέφονται πάλι προς τους Κούρδους, δοκιμασμένους συμμάχους τους στο Βόρειο Ιράκ και προσπαθούν να θέσουν και τους Κούρδους της Συρίας υπό την σκέπη των ανταρτών Πεσμεργκά του Μασούντ Μπαρζανί.
Στο πλαίσιο αυτό αρνούνται να χαρακτηρίσουν «τρομοκράτες» τους Κούρδους της Συρίας. Αντιθέτως συνεργάζονται μαζί τους κατά του Ισλαμικού Κράτους, παρέχοντας σε αυτούς σύγχρονο εξοπλισμό. Οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας είναι ουσιαστικά οι μόνες χερσαίες δυνάμεις στην περιοχή στις οποίες μπορούν να στηριχθούν οι αμερικανοί για να διασφαλίσουν, μέσω αυτών, έναν λόγο και μία θέση στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Κυρίως, όμως, για τον έλεγχο των πολύτιμων πετρελαίων του Κιρκούκ και της Μοσούλης. Η τελευταία κατέχεται ακόμη από το καταρρέον Ισλαμικό Κράτος. Μία προέλαση των Κούρδων της Συρίας προς τη Ράκα, την πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους, πριν την ανακατάληψή της από το καθεστώς Άσαντ, και των Κούρδων του Βόρειου Ιράκ προς τη Μοσούλη, είναι ένα σενάριο που πολύ θα ήθελε η αμερικανική πολιτική να προλάβει να πραγματοποιήσει.
Ευρείες ανακατατάξεις
Στην τραγωδία «Ικέτιδες» του Ευρυπίδη, η μητέρα του Θησέως, συμβουλεύει τον γιό της να μην επιδείξει αδιαφορία στο δράμα των γυναικών, υπενθυμίζοντάς του ότι το μεγαλείο της πόλεως είναι συνυφασμένο με μεγάλες ιδέες, αρχές και έργα. Η αλήθεια αυτή είναι διαχρονική. Ακόμη και μεγάλες αυτοκρατορίες και μεγάλες δυνάμεις, όταν απογυμνωθούν από κάποιες στοιχειώδεις αρχές ηθικού δικαίου, διατρέχουν τον κίνδυνο να κατολισθήσουν στην ανυποληψία και την παρακμή. Είναι βέβαιο ότι αυτό διαλογίζεται ο αμερικανός πρόεδρος, πιεζόμενος από την κοινή γνώμη και τους ακραίους της αμερικανικής πολιτικής να επιδείξει σθένος και πυγμή έναντι της Ρωσίας στη Συρία. Σθένος και πυγμή υπέρ των ακραίων ισλαμιστών στη Συρία και των συμμάχων που τους υπεστήριξαν, πέρα ακόμη και από το μέτρο της αμερικανικής πολιτικής.
Οι ΗΠΑ αισθάνονται σίγουρα αμηχανία και δυσφορία μπροστά στη δυναμική ρωσική παρέμβαση, που κάνει, γρήγορα και αποτελεσματικά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν οι ίδιες, πριν από ένα χρόνο, ως επικεφαλής του συνασπισμού των σαράντα κρατών. Το γιατί δεν το έκαναν, το γνωρίζουν οι ίδιες. Πληρώνουν όμως σήμερα το τίμημα μιας ανεδαφικής, μυωπικής και αντιφατικής πολιτικής.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 309
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Το κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί όλους όσους ανησυχούν για τον κίνδυνο ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου με αφορμή τη Συρία, είναι αν θα αντιδράσουν δυναμικά οι ΗΠΑ στη ρωσική παρέμβαση. Είναι πολύ θετικό ότι Πούτιν και Ομπάμα συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν χωρίς ενδιάμεσους τις σχέσεις μεταξύ των χωρών τους και τις αμοιβαίες «κόκκινες γραμμές».
Ο Ομπάμα κατέστησε σαφές με δηλώσεις του ότι δεν θα επιτρέψει η κρίση στη Συρία να εξελιχθεί σε σύγκρουση Μόσχας – Ουάσιγκτον. «Ορκίζομαι», είπε συγκεκριμένα, «ότι η κρίση στη Συρία δεν θα γίνει σύγκρουση Ρωσίας και ΗΠΑ». Η δήλωση αυτή εκφράζει μία λογική στάση του αμερικανού προέδρου, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι, υπό τις σημερινές περιστάσεις, μία μετωπική αμερικανική αντίδραση στη ρωσική παρέμβαση θα είχε, πρώτα από όλα, πρόβλημα ηθικής νομιμοποίησης και, κατά δεύτερο λόγο, δεν θα ήταν πρακτικά καθόλου εύκολη, πέρα από τον κίνδυνο πυροδοτήσεως ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ρωσική παρέμβαση στη Συρία προβάλλει ως στόχο τον πόλεμο κατά των ακραίων ισλαμιστών του ISIS, της Αλ Νούσρα (τοπικής παραφυάδας της Αλ Κάιντα) και άλλων παρόμοιων ισλαμικών οργανώσεων. Εναντίον των οργανώσεων αυτών και γενικά κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας, οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν συστήσει συνασπισμό σαράντα κρατών με επικεφαλής τις ίδιες. Γιατί δεν απέδωσε ο συνασπισμός αυτός και γιατί δεν απέδωσαν, ειδικότερα, οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί εναντίον του Ισλαμικού Κράτους;
Η απάντηση στο ερώτημα παραπέμπει σε άλλα ερωτήματα που έθεσε ευθέως ο ρώσος πρόεδρος Πούτιν από του βήματος της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ: Ποιος εξόπλισε και ποιος χρηματοδοτεί τους ισλαμιστές αντάρτες στη Συρία, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους ξένοι μισθοφόροι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι, δυστυχώς, μεγάλο μυστικό. Οι ίδιες οι ΗΠΑ εξέθρεψαν, σε πρώτη φάση, το τέρας του Ισλαμικού Κράτους, όπως εξέθρεψαν στο παρελθόν την Αλ Κάιντα. Στην πρώτη περίπτωση, ο στόχος ήταν ο πόλεμος κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, με όπλο τον φανατικό Ισλαμισμό. Στη δεύτερη περίπτωση, ο στόχος ήταν η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, η έξωση των ρώσων από τη Μεσόγειο και η δημιουργία ενός ισλαμικού όπλου υβριδικού πολέμου κατά της Ρωσίας, στο πλαίσιο ενός γενικότερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, που περιλαμβάνει προφανώς, σε κύρια θέση και την κρίση στην Ουκρανία.
Η τροπή, όμως, που πήραν τα γεγονότα, με τις πρωτοφανείς αγριότητες και τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες του Ισλαμικού Κράτους, ανησύχησαν τις ΗΠΑ. Σε ένα μέτρο γιατί πραγματικά φοβήθηκαν μήπως και το Ισλαμικό Κράτος, με την απήχηση που βρήκε ως ακραία εκδοχή του Ισλάμ, καταστεί ανεξέλεγκτος παράγων και απειλήσει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Σε ένα άλλο μέτρο, για λόγους διαφυλάξεως της εικόνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν είναι δυνατόν να προβάλλονται οι ΗΠΑ ως συνοδοιπόροι αποκεφαλιστών και σταυρωτών…
Οι αποστάσεις όμως που επεδίωξαν να πάρουν οι ΗΑ από το Ισλαμικό Κράτος ήταν σε αντίφαση με τον στρατηγικό τους στόχο, τον οποίο δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν και για τον οποίο πιέζονταν έντονα από τους τοπικούς συμμάχους. Την ανατροπή, δηλαδή, του καθεστώτος Άσαντ. Η αντιφατική αυτή εμμονή στον στόχο της ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ κατέστησε αναποτελεσματικούς και τους βομβαρδισμούς κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ο λόγος είναι προφανής. Δεν έπρεπε να αποδυναμωθεί το μέτωπο κατά του Άσαντ και οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί να καταλήξουν σε ενίσχυση του καθεστώτος του.
Τουρκία – Κατάρ – Σαουδική Αραβία παγίδευσαν την αμερικανική πολιτική
Η αμερικανική πολιτική παγιδεύτηκε όμως επιπλέον από τις πιέσεις των τοπικών συμμάχων: του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας, Οι τρεις αυτές χώρες είχαν ασκήσει μεγάλες πιέσεις για αμερικανική και γενικότερα δυτική επέμβαση στη Συρία, κατά το πρότυπο της Λιβύης. Οι μυστικές υπηρεσίες τους είχαν ενορχηστρώσει την προβοκάτσια των χημικών όπλων, τα οποία είχε δήθεν χρησιμοποιήσει το καθεστώς Άσαντ κατά αμάχων. Με παρέμβαση της ρωσικής διπλωματίας απεσοβήθη τότε η αμερικανική επέμβαση. Το καθεστώς Άσαντ συμφώνησε να παραδώσει για καταστροφή όλα τα χημικά του όπλα.
Οι τρεις παραπάνω χώρες δεν εγκατέλειψαν όμως τον απόηχο της ανατροπής Άσαντ και της ρυμουλκήσεως της αμερικανικής πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση. Για κοινούς, αλλά η καθεμία και για τους δικούς της λόγους. Το Κατάρ για να κατασκευάσει αγωγό που θα έφερνε το φυσικό αέριο μέχρι τις συριακές ακτές και από εκεί στα ευρωπαϊκές αγορές. Η Σαουδική Αραβία για να αντιταχθεί στο ανταγωνιστικό σιιτικό Ιράν και για να επιβάλει σουνιτικά καθεστώτα στο Ιράκ και την Συρία. Η Τουρκία για να αρπάξει τη βορειοδυτική Συρία, χρησιμοποιώντας τη μικρή μειονότητα των Τουρκομάνων σε ρόλο Τουρκοκυπρίων, και για να επεκτείνει τη γεωπολιτική της επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και στα ενεργειακά κοιτάσματα αλλά και σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Οι τρεις αυτές χώρες, με προεξάρχουσες την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία, έπεισαν την αμερικανική πολιτική, με τη συνεργασία ακραίων αμερικανών παραγόντων τύπου γερουσιαστή Μακ Κέιν και ομοϊδεατών του στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας των ΗΠΑ, ότι ήταν δυνατό να ανατραπεί το καθεστώς Άσαντ από «μετριοπαθείς» αντάρτες, που θα έθεταν στο περιθώριο τους αποκρουστικούς διεθνώς και επικίνδυνους ακραίους ισλαμιστές. Προσφέρθηκαν για τον λόγο αυτό να βοηθήσουν ενεργά.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τρεις χώρες ανέλαβαν να στρατολογήσουν και να συσπειρώσουν δυνάμεις. Μεταξύ αυτών, όπως αποκαλύφθηκε μετά τη ρωσική παρέμβαση, υπάρχουν σώματα Τσετσένων και άλλων μουσουλμάνων του Καυκάσου αλλά και 3.500 Ουιγούροι από το Σινκιάνγκ της Κίνας. Το τελευταίο οι τούρκοι το θεωρούν ως κοιτίδα όλων των τούρκων και περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοχών που οι ισλαμιστές επιδιώκουν να «απελευθερώσουν». Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Κίνα είναι έξαλλη με την Τουρκία, που φαίνεται να είναι ο εκπαιδευτής, ο «προστάτης» και ο χειραγωγός των Ουιγούρων στη Συρία. Οι τελευταίοι είναι αναπτυγμένοι κοντά στα τουρκικά σύνορα, στην περιοχή που εποφθαλμιά η Άγκυρα.
Επίσης, στο πλαίσιο αυτό υπεγράφη, πριν από λίγους μήνες, συμφωνία συνεργασίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας για την εκπαίδευση στην Τουρκία «μετριοπαθών» ανταρτών και τη δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από το συριακό έδαφος, για την προστασία των «μετριοπαθών» αναρτών, και ζώνης ασφαλείας μέσα στο συριακό έδαφος. Είναι αυτή η συμφωνία που πυροδότησε την ρωσική αντίδραση και παρέμβαση γιατί είχε στόχο να καταφέρει το τελευταίο πλήγμα στο καθεστώς Άσαντ με τουρκική χερσαία εισβολή.
Ανατροπή στα τουρκικά σχέδια
Το μυστικό της ρωσικής παρεμβάσεως στη Συρία διαφυλάχθηκε καλά και επέτρεψε στη Μόσχα να παρέμβει αιφνιδιαστικά και μαζικά ώστε να είναι σε θέση να προστατεύσει την παρέμβασή της από εξωτερική επέμβαση και να επιτύχει γρήγορα τους στόχος της ώστε να μην υπάρξει χρόνος για αντιδράσεις, που θα είχαν δικό τους στόχο την αποτελμάτωση της ρωσικής επιχειρήσεως στη Συρία.
Η Ρωσία συγκέντρωσε για τον λόγο αυτό ισχυρότατες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και επέβαλε εκ των πραγμάτων ναυτικό αποκλεισμό των συριακών ακτών και ζώνη απαγορεύσεως πτήσεων στη δυτική, τουλάχιστον, Συρία, που ελέγχεται από την Συριακή κυβέρνηση. Μετέφερε επίσης τις αναγκαίες επίλεκτες δυνάμεις και τους στρατιωτικούς συμβούλους που χρειάζεται για να πλαισιώσει, να εκπαιδεύσει στα νέα όπλα και να στηρίξει τον συριακό στρατό. Διαμόρφωσε επιπλέον τις αναγκαίες συμμαχίες στο διπλωματικό επίπεδο, με την Κίνα κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο λόγο με την Αίγυπτο, και συμφωνία με το Ιράν για σύμπραξη με σημαντικές, επίλεκτες χερσαίες δυνάμεις.
Προφανής πολιτική της Ρωσίας είναι να εμπλακεί όσο το δυνατόν λιγότερο στις χερσαίες επιχειρήσεις και να αφήσει το έργο αυτό στο συριακό καθεστώς και στους τοπικούς συμμάχους του, Ιράν και Χεζμπολάχ. Έχει όμως στη διάθεσή της επίλεκτες δυνάμεις για την προστασία των βάσεών της αλλά και για τη συνδρομή σε απαιτητικές επιχειρήσεις κατά των ισλαμιστών. Κάλεσε επίσης στα όπλα 150.000 εφέδρους για να είναι σε ετοιμότητα ως στρατηγική εφεδρεία. Θα αναπτυχθούν στη Συρία εάν αυτό απαιτηθεί από τις αντιδράσεις στις οποίες θα προβούν οι χώρες εκείνες που κρυφά ή φανερά υποστηρίζουν τους ισλαμιστές και αντιτίθενται στη ρωσική παρέμβαση. Η τελευταία είναι φανερό ότι, πέραν των ισλαμιστών, έχει επίσης μεγάλες γεωπολιτικές και στρατηγικές συνέπειες σε ολόκληρη την περιοχή αλλά και στις παγκόσμιες ισορροπίες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία έχει κάθε συμφέρον να διεξαγάγει έναν εντατικό πόλεμο κατά των ισλαμιστών ώστε να προλάβει να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός σε ολόκληρο το έδαφος της Συρίας, πριν προλάβουν άλλες ανταγωνιστικές χώρες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, να αντιδράσουν είτε με απευθείας παρέμβαση, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους ή την προστασία των περίφημων «μετριοπαθών ανταρτών», είτε με παροχή στους βαλλόμενους ισλαμιστές αντιαεροπορικών πυραύλων και άλλων σύγχρονων όπλων, όπως ζητούν οι τοπικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, οι τρεις γνωστές χώρες και οι ακραίοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ.
Η Τουρκία ειδικότερα, που πρωτοστάτησε στην υποστήριξη των ισλαμιστών σε άγνωστο μέχρι τώρα σκανδαλώδη βαθμό, βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση. Τα σχέδιά της για τη βόρεια Συρία και για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας ακυρώθηκαν από τη ρωσική παρέμβαση. Είναι συμβολική η καταδίωξη από ρωσικά αεροσκάφη μέσα στο τουρκικό έδαφος φάλαγγας ισλαμιστών που διέφυγε σε αυτό έπειτα από σφοδρότατους ρωσικούς βομβαρδισμούς.
Η αναμενόμενη στρατιωτική παρέμβαση της Κίνας που πνέει μένεα για τους Ουιγούρους ισλαμιστές, θα θέσει επίσης σε μεγάλη δοκιμασία τις σχέσεις Άγκυρας – Πεκίνου. Η Τουρκία όμως του Ερντογάν, μετά τις μεγαλεπήβολες ισλαμικές φιλοδοξίες προς κάθε κατεύθυνση διαμαρτύρεται τώρα προς κάθε κατεύθυνση, ακόμη και έναντι των ΗΠΑ. Οι τελευταίες μετά τον περιβόητο μύθο των «μετριοπαθών ανταρτών» για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των οποίων συνεργαζόταν με την Άγκυρα, αισθάνονται πολύ εκτεθειμένες διεθνώς και αμήχανες μπροστά στη ρωσική παρέμβαση, που έχει ως σημαία τον πόλεμο κατά των ισλαμιστών. Στρέφονται πάλι προς τους Κούρδους, δοκιμασμένους συμμάχους τους στο Βόρειο Ιράκ και προσπαθούν να θέσουν και τους Κούρδους της Συρίας υπό την σκέπη των ανταρτών Πεσμεργκά του Μασούντ Μπαρζανί.
Στο πλαίσιο αυτό αρνούνται να χαρακτηρίσουν «τρομοκράτες» τους Κούρδους της Συρίας. Αντιθέτως συνεργάζονται μαζί τους κατά του Ισλαμικού Κράτους, παρέχοντας σε αυτούς σύγχρονο εξοπλισμό. Οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας είναι ουσιαστικά οι μόνες χερσαίες δυνάμεις στην περιοχή στις οποίες μπορούν να στηριχθούν οι αμερικανοί για να διασφαλίσουν, μέσω αυτών, έναν λόγο και μία θέση στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Κυρίως, όμως, για τον έλεγχο των πολύτιμων πετρελαίων του Κιρκούκ και της Μοσούλης. Η τελευταία κατέχεται ακόμη από το καταρρέον Ισλαμικό Κράτος. Μία προέλαση των Κούρδων της Συρίας προς τη Ράκα, την πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους, πριν την ανακατάληψή της από το καθεστώς Άσαντ, και των Κούρδων του Βόρειου Ιράκ προς τη Μοσούλη, είναι ένα σενάριο που πολύ θα ήθελε η αμερικανική πολιτική να προλάβει να πραγματοποιήσει.
Ευρείες ανακατατάξεις
Στην τραγωδία «Ικέτιδες» του Ευρυπίδη, η μητέρα του Θησέως, συμβουλεύει τον γιό της να μην επιδείξει αδιαφορία στο δράμα των γυναικών, υπενθυμίζοντάς του ότι το μεγαλείο της πόλεως είναι συνυφασμένο με μεγάλες ιδέες, αρχές και έργα. Η αλήθεια αυτή είναι διαχρονική. Ακόμη και μεγάλες αυτοκρατορίες και μεγάλες δυνάμεις, όταν απογυμνωθούν από κάποιες στοιχειώδεις αρχές ηθικού δικαίου, διατρέχουν τον κίνδυνο να κατολισθήσουν στην ανυποληψία και την παρακμή. Είναι βέβαιο ότι αυτό διαλογίζεται ο αμερικανός πρόεδρος, πιεζόμενος από την κοινή γνώμη και τους ακραίους της αμερικανικής πολιτικής να επιδείξει σθένος και πυγμή έναντι της Ρωσίας στη Συρία. Σθένος και πυγμή υπέρ των ακραίων ισλαμιστών στη Συρία και των συμμάχων που τους υπεστήριξαν, πέρα ακόμη και από το μέτρο της αμερικανικής πολιτικής.
Οι ΗΠΑ αισθάνονται σίγουρα αμηχανία και δυσφορία μπροστά στη δυναμική ρωσική παρέμβαση, που κάνει, γρήγορα και αποτελεσματικά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν οι ίδιες, πριν από ένα χρόνο, ως επικεφαλής του συνασπισμού των σαράντα κρατών. Το γιατί δεν το έκαναν, το γνωρίζουν οι ίδιες. Πληρώνουν όμως σήμερα το τίμημα μιας ανεδαφικής, μυωπικής και αντιφατικής πολιτικής.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 309
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Ευστοχη αναλυση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΜ