Το τέλος της κυριαρχίας της Δύσης σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο
Σύγχυση των αμερικανών, ανυπαρξία των ευρωπαίων
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε υποστηρίξει ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μία, κατά κάποιο τρόπο, μετα-αμερικανική και μετά ευρωπαϊκή εποχή, όπου Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη δεν έχουν τις δυνατότητες επιρροής στα διεθνή δρώμενα που είχαν –ή νόμιζαν ότι είχαν- μέχρι πριν από μερικά χρόνια.
Έτσι, η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα κατάσταση για να επιβιώσει, αφήνοντας πίσω της εμμονές και αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Αν θεωρήσουμε τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως τα δύο βασικά συστατικά του λεγόμενου «δυτικού κόσμου», θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την εποχή που εισερχόμαστε ως «μεταδυτική». Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα διεθνές σύστημα εν συνόλω, αλλά και για το σπονδυλωτό γεωσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, στο οποίο λειτουργεί και επιδιώκει να παίξει ρόλο και η Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, οι περισσότερες εκ των χωρών της περιοχής έχουν πλέον ασαφείς σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, ενώ δύσκολα μπορεί πια να πει κανείς ποιες είναι οι δυνατότητες των δυτικών δυνάμεων να παρέμβουν ουσιαστικά στις εξελίξεις. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Τουρκίας και της Αιγύπτου, δύο χώρες που αποτελούσαν σημαντικούς και σταθερούς συμμάχους και προπύργια των ΗΠΑ και της Ευρώπης μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Επισήμως, βέβαια, αυτό ισχύει και σήμερα. Όμως μόνο επισήμως. Στην πραγματικότητα οι δύο χώρες ακολουθούν η καθεμία τη δική της πορεία, η οποία, εν πολλοίς, τις φέρνει σε δύσκολη θέση αντιπαράθεσης με τη Δύση για μία σειρά από ζητήματα.
Η Αίγυπτος μετά την πτώση του καθεστώτος Μουμπάρακ (η οποία, απ’ ‘ότι φαίνεται προέκυψε και με τη διακριτική στήριξη των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη γεωπολιτική τυφλότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής) φλέρταρε λίγο με την πιθανότητα να μετατραπεί σε ισλαμιστικό κράτος υπό την εποπτεία των Αδελφών Μουσουλμάνων, για να καταλήξει να τεθεί υπό την κυριαρχία του στρατεύματος έπειτα από ένα φαντασμαγορικό πραξικόπημα, το οποίο διεξήχθη εν μέσω πανηγυρισμών μεγάλου μέρους του αιγυπτιακού λαού. Σήμερα όμως η Αίγυπτος διεκδικεί θέση περιφερειακής δύναμης στο διαφαινόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπου υπάρχει χώρος και για μεσαίες δυνάμεις, εκτός από αυτές που επιμένουμε να αποκαλούμε «μεγάλες», αν και πολλές εξ αυτών έχουν πάψει προ πολλού να αξίζουν αυτόν τον τίτλο.
Εξ αντικειμένου, αυτή της η στοχοθέτηση καθιστά απρόβλεπτη την συμπεριφορά της και τη θέτει τουλάχιστον εν μέρει, σε τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ.
Για να ενισχύσει τον ρόλο της η Αίγυπτος αγοράζει προηγμένα οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας, κυρίως από τη Ρωσία και τη Γαλλία, και επιδιώκει να εισέλθει δυναμικά στην αγορά της ενέργειας μετά και την πιθανολογούμενη πρόσφατη ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου έξω από τις ακτές της, τα οποία θα προστεθούν στο ήδη σημαντικό ενεργειακό της δυναμικό, εφόσον φυσικά, επιβεβαιωθούν οι αρχικές προβλέψεις.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η Αίγυπτος λειτουργεί πλέον ως αυτόνομος δρων στην περιοχή και δεν δεσμεύεται με κανέναν. Απ’ ότι φαίνεται, και για την Αίγυπτο έχει ξεκινήσει η εποχή του πολυπολικού κόσμου, στον οποίο θέλει να πρωταγωνιστήσει. Και για να πράξει κάτι τέτοιο πρέπει να αφήσει πίσω της την αντίληψη της δυτικής παντοδυναμίας. Η κυριαρχία της Δύσης, λοιπόν, για την Αίγυπτο, αποτελεί παρελθόν.
Το ίδιο, αν και σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και για την Τουρκία. Κι αυτό συμβαίνει εδώ και χρόνια επισήμως και διακηρυγμένα δια του δόγματος του νέο-οθωμανισμού. Αν και η τουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την εσωτερική λόγω του ζητήματος των Κούρδων, κινδυνεύει να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, εντούτοις η Άγκυρα συνεχίζει να προωθεί μία μακρόπνοη στρατηγική που δίνει έμφαση στην αυτόνομη πορεία της στο διεθνές σύστημα και όχι στην λειτουργία της ως εξαρτήματος (έστω και πολύτιμου) της Δύσης.
«Μετα-αμερικανικό» Ισραήλ και "φιλο-αμερικανικό" Ιράν;
Ακόμη και το Ισραήλ δεν ταυτίζεται πια με τις ΗΠΑ και τις γεωστρατηγικές τους επιλογές, όπως φάνηκε και με την περίπτωση της εντονότατης δυσαρέσκειας του Τελ Αβίβ όσον αφορά στη συμφωνία των αμερικανών με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη σε μία πορεία συνεχούς απομάκρυνσης μεταξύ των δύο χωρών, η οποία έλαβε διαστάσεις κυρίως στα χρόνια της προεδρίας του Ομπάμα, αλλά έχει πιο βαθιές ρίζες. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι το Ισραήλ ανοίγεται και προς άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, προεξάρχουσας της Κίνας, με προσεκτικά αλλά ουσιαστικά βήματα, ενώ εξετάζει έναν ολοένα και πιο ανεξάρτητο και διαφοροποιημένο από τις ΗΠΑ γεωστρατηγικό ρόλο.
Όσον αφορά στους υπόλοιπους δρώντες στην περιοχή, η Ουάσιγκτον δείχνει να τα έχει χαμένα και δεν ξέρει πώς να τους φερθεί. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο τι ακριβώς θέλει να επιτύχει με τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ. Επιδιώκει να τους καταπολεμήσει ή να τους ενισχύσει; Μήπως και τα δύο; Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράλογο, δεν είναι αδύνατον να συμβαίνει, μια και επιμέρους ομάδες και μηχανισμοί στο σύστημα εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν εντελώς διαφορετικές αναγνώσεις των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων και, κατά συνέπεια, διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τον ρόλο των τζιχαντιστών στην περιοχή.
Όσον αφορά στο Ιράν, συνεχίζει να αποτελεί εχθρό των ΗΠΑ ή μήπως οι τελευταίες έχουν βρει ένα modus vivendi μαζί του, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί ακόμη και σε κάποια άτυπη συμμαχία έτσι ώστε να χτυπηθούν οι τζιχαντιστές;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που μέχρι πριν από λίγο καιρό θα ανήκε στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, σήμερα όμως καθίσταται όλο και πιο ρεαλιστικό.
Επίσης, τι ακριβώς θέλουν να κάνουν οι αμερικανοί με το καθεστώς Άσαντ; Μήπως πλέον εξετάζουν ακόμη και το ενδεχόμενο να το ενισχύσουν ώστε να νικήσει τους τζιχαντιστές ή απλώς να μπορέσει να επιβιώσει για να μην μετατραπεί η Συρία σε μαύρη τρύπα στην περιοχή που μόνο κακά μπορεί να φέρει στη Δύση, όπως συνέβη και με τη Λιβύη μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι;
Θα αφήσουν οι αμερικανοί τη Ρωσία να συνεχίσει να ενισχύει τον ρόλο της στον εμφύλιο της Συρίας; Κι αν δεν θέλουν να την αφήσουν, έχουν άραγε τη δυνατότητα να κάνουν κάτι γι αυτό; Και τι σκοπεύουν να κάνουν με τους Κούρδους, οι οποίοι είναι και από τους πλέον φιλικούς προς αυτούς δρώντες στην περιοχή; Θα τους βοηθήσουν έναντι των τζιχαντιστών αλλά και των Τούρκων ή θα τους αφήσουν στη μοίρα τους, με κίνδυνο να περάσουν υπό την επιρροή άλλων δυνάμεων, προεξάρχουσας της Ρωσίας;
Πώς θα εξελιχθεί, άραγε, σε βάθος χρόνου η σχέση των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες σουνιτικές πετρομοναρχίες του Κόλπου; Θα είναι εχθροί, φίλοι ή ένα μείγμα των δύο; Οι χώρες αυτές θα παραμείνουν στο δυτικό στρατόπεδο ή μετά τη συμφωνία της Δύσης με το Ιράν θα αναζητήσουν προσβάσεις στη Ρωσία, έτσι ώστε να αντισταθμίσουν μία πολύ επικίνδυνη γι αυτές πιθανή συμμαχία Μόσχας – Τεχεράνης; Μία συμμαχία, μάλιστα, η οποία θα είχε πλέον και την ανοχή –αν όχι τη διακριτική στήριξη- της Ευρώπης, έτσι ώστε η τελευταία να προωθήσει μεγάλα οικονομικά της συμφέροντα… Η Σαουδική Αραβία ήδη δείχνει να εξετάζει σοβαρά την πιθανότητα ανοίγματος προς τη Ρωσία και το μέλλον θα δείξει αν όντως είναι έτοιμη να κάνει αυτό το μεγάλο βήμα.
Χωρίς βεβαιότητας και εύκολες επιλογές
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, έχει προκύψει μεγάλη γεωπολιτική ασάφεια. Μία ασάφεια που προέρχεται από δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν από τις χώρες της περιοχής, οι οποίες πλέον έχουν μία ρευστή γεωπολιτική στρατηγική, αφετέρου δε από τις Ηνωμένες Πολιτείες που δείχνουν να τα έχουν χαμένα και να μην ξέρουν όχι μόνο τι μπορούν, αλλά και τι θέλουν να κάνουν στην περιοχή, με ποιόν να συμμαχήσουν, ποιόν να στηρίξουν και ποιόν να αντιπαλέψουν, ποιόν θέλουν για φίλο και ποιόν για αντίπαλο.
Δεν αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε στην ανύπαρκτη Ευρώπη. Κατά μόνας, τα ευρωπαϊκά κράτη απλώς προσπαθούν να εισέλθουν σε νέες αγορές, με σημαντικότερη αυτή του Ιράν, μόλις οι πραγματικά ισχυροί προσφέρουν το κατάλληλο γεωπολιτικό πλαίσιο έτσι ώστε να βρουν κι αυτά μερικές δουλειές και να στηρίξουν τις παραπαίουσες οικονομίες τους…
Ακριβώς αυτή η κατάσταση της Ευρωπαϊκής ανυπαρξίας και της αμερικανικής σύγχυσης, εν παραλλήλω με τη διαφαινόμενη τάση των σημαντικότερων χωρών της Μέσης Ανατολής να ακολουθήσουν μοναχικές πορείες ανοιχτές προς όλα τα ενδεχόμενα και τις υποψήφιες συμμαχίες, χωρίς να δεσμεύονται από το πρόσφατο παρελθόν και χωρίς να θεωρούν αξιωματικά ότι οι ΗΠΑ είναι ο ισχυρότερος παράγοντας διαμόρφωσης των εξελίξεων, είναι που σηματοδοτεί την είσοδο στην μεταδυτική εποχή σε αυτή την κρίσιμης σημασίας περιοχή του κόσμου.
Δεν θα πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι σε αυτή την περιοχή βρίσκεται και η Ελλάδα, η οποία αν σε μία εποχή ακραίας και έντονης ασάφειας και ρευστότητας επιλέξει να συνεχίσει να παριστάνει το «καλό και πειθαρχικό παιδί», όχι γιατί έτσι έκρινε κατόπιν μελέτης ότι βολεύει τα εθνικά της συμφέροντα, αλλά επειδή «έτσι τα βρήκε», τότε θα είναι άξια της μοίρας της. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει σώνει και καλά να ακολουθήσει πορείες και πολιτικές που θα τη φέρουν σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Απλώς, σε ένα νέο και υπό διαμόρφωση κόσμο οφείλει κι αυτή να διαμορφώσει εκ νέου της σχέσεις και τις συμμαχίες της. Και για να το κάνει αυτό θα πρέπει και η ίδια, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να καταστεί απρόβλεπτη και ρευστή.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 305
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε υποστηρίξει ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μία, κατά κάποιο τρόπο, μετα-αμερικανική και μετά ευρωπαϊκή εποχή, όπου Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη δεν έχουν τις δυνατότητες επιρροής στα διεθνή δρώμενα που είχαν –ή νόμιζαν ότι είχαν- μέχρι πριν από μερικά χρόνια.
Έτσι, η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα κατάσταση για να επιβιώσει, αφήνοντας πίσω της εμμονές και αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Αν θεωρήσουμε τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως τα δύο βασικά συστατικά του λεγόμενου «δυτικού κόσμου», θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την εποχή που εισερχόμαστε ως «μεταδυτική». Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα διεθνές σύστημα εν συνόλω, αλλά και για το σπονδυλωτό γεωσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, στο οποίο λειτουργεί και επιδιώκει να παίξει ρόλο και η Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, οι περισσότερες εκ των χωρών της περιοχής έχουν πλέον ασαφείς σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, ενώ δύσκολα μπορεί πια να πει κανείς ποιες είναι οι δυνατότητες των δυτικών δυνάμεων να παρέμβουν ουσιαστικά στις εξελίξεις. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Τουρκίας και της Αιγύπτου, δύο χώρες που αποτελούσαν σημαντικούς και σταθερούς συμμάχους και προπύργια των ΗΠΑ και της Ευρώπης μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Επισήμως, βέβαια, αυτό ισχύει και σήμερα. Όμως μόνο επισήμως. Στην πραγματικότητα οι δύο χώρες ακολουθούν η καθεμία τη δική της πορεία, η οποία, εν πολλοίς, τις φέρνει σε δύσκολη θέση αντιπαράθεσης με τη Δύση για μία σειρά από ζητήματα.
Η Αίγυπτος μετά την πτώση του καθεστώτος Μουμπάρακ (η οποία, απ’ ‘ότι φαίνεται προέκυψε και με τη διακριτική στήριξη των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη γεωπολιτική τυφλότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής) φλέρταρε λίγο με την πιθανότητα να μετατραπεί σε ισλαμιστικό κράτος υπό την εποπτεία των Αδελφών Μουσουλμάνων, για να καταλήξει να τεθεί υπό την κυριαρχία του στρατεύματος έπειτα από ένα φαντασμαγορικό πραξικόπημα, το οποίο διεξήχθη εν μέσω πανηγυρισμών μεγάλου μέρους του αιγυπτιακού λαού. Σήμερα όμως η Αίγυπτος διεκδικεί θέση περιφερειακής δύναμης στο διαφαινόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπου υπάρχει χώρος και για μεσαίες δυνάμεις, εκτός από αυτές που επιμένουμε να αποκαλούμε «μεγάλες», αν και πολλές εξ αυτών έχουν πάψει προ πολλού να αξίζουν αυτόν τον τίτλο.
Εξ αντικειμένου, αυτή της η στοχοθέτηση καθιστά απρόβλεπτη την συμπεριφορά της και τη θέτει τουλάχιστον εν μέρει, σε τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ.
Για να ενισχύσει τον ρόλο της η Αίγυπτος αγοράζει προηγμένα οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας, κυρίως από τη Ρωσία και τη Γαλλία, και επιδιώκει να εισέλθει δυναμικά στην αγορά της ενέργειας μετά και την πιθανολογούμενη πρόσφατη ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου έξω από τις ακτές της, τα οποία θα προστεθούν στο ήδη σημαντικό ενεργειακό της δυναμικό, εφόσον φυσικά, επιβεβαιωθούν οι αρχικές προβλέψεις.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η Αίγυπτος λειτουργεί πλέον ως αυτόνομος δρων στην περιοχή και δεν δεσμεύεται με κανέναν. Απ’ ότι φαίνεται, και για την Αίγυπτο έχει ξεκινήσει η εποχή του πολυπολικού κόσμου, στον οποίο θέλει να πρωταγωνιστήσει. Και για να πράξει κάτι τέτοιο πρέπει να αφήσει πίσω της την αντίληψη της δυτικής παντοδυναμίας. Η κυριαρχία της Δύσης, λοιπόν, για την Αίγυπτο, αποτελεί παρελθόν.
Το ίδιο, αν και σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και για την Τουρκία. Κι αυτό συμβαίνει εδώ και χρόνια επισήμως και διακηρυγμένα δια του δόγματος του νέο-οθωμανισμού. Αν και η τουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την εσωτερική λόγω του ζητήματος των Κούρδων, κινδυνεύει να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, εντούτοις η Άγκυρα συνεχίζει να προωθεί μία μακρόπνοη στρατηγική που δίνει έμφαση στην αυτόνομη πορεία της στο διεθνές σύστημα και όχι στην λειτουργία της ως εξαρτήματος (έστω και πολύτιμου) της Δύσης.
«Μετα-αμερικανικό» Ισραήλ και "φιλο-αμερικανικό" Ιράν;
Ακόμη και το Ισραήλ δεν ταυτίζεται πια με τις ΗΠΑ και τις γεωστρατηγικές τους επιλογές, όπως φάνηκε και με την περίπτωση της εντονότατης δυσαρέσκειας του Τελ Αβίβ όσον αφορά στη συμφωνία των αμερικανών με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη σε μία πορεία συνεχούς απομάκρυνσης μεταξύ των δύο χωρών, η οποία έλαβε διαστάσεις κυρίως στα χρόνια της προεδρίας του Ομπάμα, αλλά έχει πιο βαθιές ρίζες. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι το Ισραήλ ανοίγεται και προς άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, προεξάρχουσας της Κίνας, με προσεκτικά αλλά ουσιαστικά βήματα, ενώ εξετάζει έναν ολοένα και πιο ανεξάρτητο και διαφοροποιημένο από τις ΗΠΑ γεωστρατηγικό ρόλο.
Όσον αφορά στους υπόλοιπους δρώντες στην περιοχή, η Ουάσιγκτον δείχνει να τα έχει χαμένα και δεν ξέρει πώς να τους φερθεί. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο τι ακριβώς θέλει να επιτύχει με τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ. Επιδιώκει να τους καταπολεμήσει ή να τους ενισχύσει; Μήπως και τα δύο; Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράλογο, δεν είναι αδύνατον να συμβαίνει, μια και επιμέρους ομάδες και μηχανισμοί στο σύστημα εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν εντελώς διαφορετικές αναγνώσεις των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων και, κατά συνέπεια, διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τον ρόλο των τζιχαντιστών στην περιοχή.
Όσον αφορά στο Ιράν, συνεχίζει να αποτελεί εχθρό των ΗΠΑ ή μήπως οι τελευταίες έχουν βρει ένα modus vivendi μαζί του, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί ακόμη και σε κάποια άτυπη συμμαχία έτσι ώστε να χτυπηθούν οι τζιχαντιστές;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που μέχρι πριν από λίγο καιρό θα ανήκε στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, σήμερα όμως καθίσταται όλο και πιο ρεαλιστικό.
Επίσης, τι ακριβώς θέλουν να κάνουν οι αμερικανοί με το καθεστώς Άσαντ; Μήπως πλέον εξετάζουν ακόμη και το ενδεχόμενο να το ενισχύσουν ώστε να νικήσει τους τζιχαντιστές ή απλώς να μπορέσει να επιβιώσει για να μην μετατραπεί η Συρία σε μαύρη τρύπα στην περιοχή που μόνο κακά μπορεί να φέρει στη Δύση, όπως συνέβη και με τη Λιβύη μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι;
Θα αφήσουν οι αμερικανοί τη Ρωσία να συνεχίσει να ενισχύει τον ρόλο της στον εμφύλιο της Συρίας; Κι αν δεν θέλουν να την αφήσουν, έχουν άραγε τη δυνατότητα να κάνουν κάτι γι αυτό; Και τι σκοπεύουν να κάνουν με τους Κούρδους, οι οποίοι είναι και από τους πλέον φιλικούς προς αυτούς δρώντες στην περιοχή; Θα τους βοηθήσουν έναντι των τζιχαντιστών αλλά και των Τούρκων ή θα τους αφήσουν στη μοίρα τους, με κίνδυνο να περάσουν υπό την επιρροή άλλων δυνάμεων, προεξάρχουσας της Ρωσίας;
Πώς θα εξελιχθεί, άραγε, σε βάθος χρόνου η σχέση των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες σουνιτικές πετρομοναρχίες του Κόλπου; Θα είναι εχθροί, φίλοι ή ένα μείγμα των δύο; Οι χώρες αυτές θα παραμείνουν στο δυτικό στρατόπεδο ή μετά τη συμφωνία της Δύσης με το Ιράν θα αναζητήσουν προσβάσεις στη Ρωσία, έτσι ώστε να αντισταθμίσουν μία πολύ επικίνδυνη γι αυτές πιθανή συμμαχία Μόσχας – Τεχεράνης; Μία συμμαχία, μάλιστα, η οποία θα είχε πλέον και την ανοχή –αν όχι τη διακριτική στήριξη- της Ευρώπης, έτσι ώστε η τελευταία να προωθήσει μεγάλα οικονομικά της συμφέροντα… Η Σαουδική Αραβία ήδη δείχνει να εξετάζει σοβαρά την πιθανότητα ανοίγματος προς τη Ρωσία και το μέλλον θα δείξει αν όντως είναι έτοιμη να κάνει αυτό το μεγάλο βήμα.
Χωρίς βεβαιότητας και εύκολες επιλογές
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, έχει προκύψει μεγάλη γεωπολιτική ασάφεια. Μία ασάφεια που προέρχεται από δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν από τις χώρες της περιοχής, οι οποίες πλέον έχουν μία ρευστή γεωπολιτική στρατηγική, αφετέρου δε από τις Ηνωμένες Πολιτείες που δείχνουν να τα έχουν χαμένα και να μην ξέρουν όχι μόνο τι μπορούν, αλλά και τι θέλουν να κάνουν στην περιοχή, με ποιόν να συμμαχήσουν, ποιόν να στηρίξουν και ποιόν να αντιπαλέψουν, ποιόν θέλουν για φίλο και ποιόν για αντίπαλο.
Δεν αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε στην ανύπαρκτη Ευρώπη. Κατά μόνας, τα ευρωπαϊκά κράτη απλώς προσπαθούν να εισέλθουν σε νέες αγορές, με σημαντικότερη αυτή του Ιράν, μόλις οι πραγματικά ισχυροί προσφέρουν το κατάλληλο γεωπολιτικό πλαίσιο έτσι ώστε να βρουν κι αυτά μερικές δουλειές και να στηρίξουν τις παραπαίουσες οικονομίες τους…
Ακριβώς αυτή η κατάσταση της Ευρωπαϊκής ανυπαρξίας και της αμερικανικής σύγχυσης, εν παραλλήλω με τη διαφαινόμενη τάση των σημαντικότερων χωρών της Μέσης Ανατολής να ακολουθήσουν μοναχικές πορείες ανοιχτές προς όλα τα ενδεχόμενα και τις υποψήφιες συμμαχίες, χωρίς να δεσμεύονται από το πρόσφατο παρελθόν και χωρίς να θεωρούν αξιωματικά ότι οι ΗΠΑ είναι ο ισχυρότερος παράγοντας διαμόρφωσης των εξελίξεων, είναι που σηματοδοτεί την είσοδο στην μεταδυτική εποχή σε αυτή την κρίσιμης σημασίας περιοχή του κόσμου.
Δεν θα πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι σε αυτή την περιοχή βρίσκεται και η Ελλάδα, η οποία αν σε μία εποχή ακραίας και έντονης ασάφειας και ρευστότητας επιλέξει να συνεχίσει να παριστάνει το «καλό και πειθαρχικό παιδί», όχι γιατί έτσι έκρινε κατόπιν μελέτης ότι βολεύει τα εθνικά της συμφέροντα, αλλά επειδή «έτσι τα βρήκε», τότε θα είναι άξια της μοίρας της. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει σώνει και καλά να ακολουθήσει πορείες και πολιτικές που θα τη φέρουν σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Απλώς, σε ένα νέο και υπό διαμόρφωση κόσμο οφείλει κι αυτή να διαμορφώσει εκ νέου της σχέσεις και τις συμμαχίες της. Και για να το κάνει αυτό θα πρέπει και η ίδια, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να καταστεί απρόβλεπτη και ρευστή.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 305
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Η Ελλαδα πρπει να ξεκινησει να αλλαζει το τροπαριο και να διεκδικει,να απαιτει ολο και περισσοτερα.Η κατασταση της σημερα εχει προκυψει απο τις πολιτικες των μεγαλων δυναμεων και αυτο θα πρεπει να επιρηπτετε σαυτες καταστονταστες και υποχρεομενες να επανορθωσουν ως προς την επαναφορα στην ομαλοτητα στην οικονομια και στην κυριαρχια της στην περιοχη.Αν εξετασουμε το που οφειλεται η απο ετων πολλων η κακοδαιμονια της Ελλαδας στα πολιτικοοικονομικα της ειναι καθαρα απο γεοπολιτικης αποψης,οπου η Δυση,Αγγλοι,Γερμανοι,Αμερικανοι,Γαλλοι θελουν την Ελλαδα αιχμαλωτη να συρετε στο αρμα της για τον μονο λογο μη τυχον και λοξοκοιταξει προς Ρωσια μερια και Μπρικς και επιτρεψει σαυτην την ανετη καθοδο της στην ανατολικη μεσογειο.Το κλιμα που τεινει να επικρατησει γενικοτερα οπως περιγραφει το αρθρο ευνοει αυτη την συγκυρια την Ρωσια να επιβαλλει τα σχεδια της.Εμας ομως δεν θα πρεπει ποτε να ειναι μια διεκδικηση αλυτρωτικη στην συμμαχια που ως τωρα ανηκουμε οτι το συμφερον μας θα ηταν μεγαλυτερο με την Ρωσια και τον νεοαυτον αναπτυσσομενο πολο.Αυτο θα κανει την θεση μας ακομα πιο ρευστη ετσι ωστε να παταμε και απο δωθε και αποκειθε με ασφαλεια αλλα και δυναμικη διεκδικηση για οφελη.Δηλαδη απο την μια πρπει να διεκδικουμε γιατι μας κρατουν αιχμαλωτους και απο την αλλη γιατι αυτοι ειναι η αιτια που εμεις δεν μπορουμε να προοδευσουμε,και δεν κανει τιποτα.Ετσι το καταδυναμη και σχεδιασμο θα μπορουσαμε να αποκομησουμε στρατηγικα οφελη.
ΑπάντησηΔιαγραφή