Πως το οικονομικό αδιέξοδο γίνεται διπλωματικό
Η διακυβέρνηση ενός ενιαίου νομίσματος χωρίς την αναγκαία δημοκρατική πολιτική βάση ενισχύει απροκάλυπτα την θέση των οικονομικά ισχυρών και νοθεύει την πολιτική ισοτιμία των χωρών – μελών
Του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυ ε.τ.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών βρίσκονται στο πιο κρίσιμο σημείο και οι επόμενες ημέρες θα δείξουν ποιες είναι τελικά οι προοπτικές για την κατάληξή τους. Προφανέστατα, ο γεωπολιτικός παράγων δεν απουσιάζει από τις διαπραγματεύσεις αυτές, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι εάν η Ελλάδα εξαναγκασθεί, με μία πλήρως αδιάλλακτη πολιτική, να βγει από το ευρώ και να αναζητήσει εναλλακτική λύση για τη χρηματοδότηση και τη στήριξή της, αυτό θα έχει αναπόφευκτα πολύ σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχουν κι άλλες χώρες – μέλη που δεν συμμετέχουν στην Ευρωζώνη και δεν τίθεται κανένα θέμα ή πρόβλημα. Η διαφορά βρίσκεται αφ’ ενός στο γεγονός ότι η ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας θα γινόταν υπό καθεστώς οξύτατης κρίσεως και υπερχρεώσεως και με δεσμά, μάλιστα, διακρατικού χρέους, που αφορά σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Στο γεγονός αφ’ ετέρου ότι γεωπολιτικά η Ελλάδα δεν είναι οποιαδήποτε χώρα. Κατέχει μία πολύ ευαίσθητη θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Στα τελευταία οι ΗΠΑ προσπαθούν να προωθούν ενεργά ένα είδος γεωπολιτικής αναδιάρθρωσης, με στόχο τη μετάλλαξη των παραγόντων που συνιστούν τη γεωπολιτική πραγματικότητα των Βαλκανίων. Επιχειρούν να εμποδίσουν, ειδικότερα, την επιστροφή της ρωσικής επιρροής, η οποία εκτοπίσθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με την αμερικανική και νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία και την επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Αλβανία.
Ο παράγων αυτός επιδεινώνεται από τη συγκυρία των κρίσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Οι τελευταίες έχουν ως κοινό παρονομαστή, πέρα από τις περιφερειακές και τζιχαντιστικές διαστάσεις που έχει η κρίση στη Μέση Ανατολή, τον έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό Ρωσίας – ΗΠΑ.
Η νεοψυχροπολεμική αυτή ένταση παροξύνει ακόμη περισσότερο μία βασική αντίφαση που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική και στρατηγική. Η Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και τον τερματισμό του ανταγωνισμού που βρισκόταν στα διαφορετικά οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα, δεν έχει κανέναν λόγο σήμερα να αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως δήθεν «εχθρό» και αντίπαλο. Αντιθέτως, είναι φυσικό να βλέπει στη χώρα αυτή έναν φιλικό και ομόδοξο λαό, μία μεγάλη αγορά για αμοιβαίως επωφελή οικονομική συνεργασία και ένα εν δυνάμει στρατηγικό στήριγμα απέναντι στην τουρκική απειλή.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί οι ΗΠΑ κινούμενες από τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα και υπολογισμούς, ακολουθούν πολιτική ανοχής έναντι της Τουρκίας και των διεκδικήσεών της, που στρέφονται εναντίον των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Η αμερικανική πολιτική, μέσα από το πρίσμα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία, αποδίδει μεγαλύτερη αξιοπιστία στον τουρκικό παράγοντα λόγω της θρησκευτικής ετεροδοξίας και του ανταγωνιστικού ιστορικού παρελθόντος της Τουρκίας με τη Ρωσία. Αντιθέτως, υποβλέπει την ελληνική ορθόδοξη ταυτότητα ως παράγοντα που ευνοεί τη φιλία με τη Ρωσία και τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια.
Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά ούτε μετά τις επιφυλάξεις και τα ερωτήματα που προκαλούν στις ΗΠΑ το καθεστώς και οι πολιτικές Ερντογάν.
Με βάση αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, είναι φυσικό οι ΗΠΑ να ασκούν έντονες πιέσεις στην Ευρώπη να δώσει λύση στο ελληνικό πρόβλημα και να μην επιτρέψει η ελληνική κρίση να προσλάβει επιπλέον χαρακτηριστικά γεωπολιτικής κρίσεως κα ανατροπής. Ο φόβος αυτός επαυξάνεται και από τους κινδύνους που εγκυμονεί μία έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ λόγω της αλληλεξαρτήσεως των αγορών μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Η χώρα ως έρμαιο υπερεθνικών Αρχών
Σε όλες τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος, παρά τις διεθνείς προεκτάσεις τους, το εθνικό κράτος ήταν εκείνο που εκαλείτο να τις χειρισθεί, καταφεύγοντας στα γνωστά διαθέσιμα μέτρα και διαπραγματευόμενο ξένη βοήθεια και δάνεια. Η διαφορά με τη σημερινή περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι, λόγω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να γίνει νομισματική υποτίμηση και η παροχή ρευστότητας ανήκει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με απλά λόγια, το εθνικό κράτος δεν έχει τα μέσα για να αντιμετωπίσει την κρίση με δικές του πολιτικές. Η κρίση πρέπει να αντιμετωπισθεί από υπερεθνικές αρχές.
Αυτό θα ήταν λογικό και αυτονόητο εάν οι υπερεθνικές αρχές αντιπροσώπευαν μία πραγματική πολιτική Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διεσφάλιζε για το σύνολο της Ενώσεως πάνω σε ισότιμη και δημοκρατική βάση, την ανάπτυξη, την ασφάλεια και την ευημερία. Εδώ όμως βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση που διέπει τη σημερινή πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η οικοδόμηση της Ευρώπης άρχισε με τη δημιουργία μίας κοινής αγοράς γιατί αυτό υπολαμβανόταν ως προϋπόθεση για την προώθηση της πολιτικής Ενώσεως. Στην πορεία όμως, με την επανένωση της Γερμανίας και της εσπευσμένη μεγάλη διεύρυνση, για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους, η πολιτική ενοποίηση κατέστη ακόμη πιο προβληματική και ουσιαστικά έμεινε μετέωρη. Η εισαγωγή του ενιαίου –αντί κοινού- νομίσματος προεβλήθη ως καταλύτης για την επιτάχυνση της πολιτικής Ενώσεως. Στην πραγματικότητα όμως επιδείνωσε τους όρους για την πολιτική ενοποίηση και επέβαλε ως προεξάρχουσα της πολιτικής ενοποιήσεως την κυριαρχία των αγορών.
Η διακυβέρνηση ενός ενιαίου νομίσματος, χωρίς την αναγκαία δημοκρατική πολιτική βάση, ενισχύει απροκάλυπτα τη θέση των οικονομικά ισχυρών και νοθεύει εκ των πραγμάτων την πολιτική ισοτιμία των χωρών – μελών, πάνω στην οποία οικοδομείται, υποτίθεται, η Ευρώπη. Το κέντρο βάρους των αποφάσεων μετατίθεται σιωπηρά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Eurogroup.
Ο νεοφιλελευθερισμός ως ευρωπαϊκή καθεστωτική πολιτική
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω από την επιβολή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού ως θεσμικής καθεστωτικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η πολιτική αυτή είναι αντιφατική σε σχέση με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, επιδεινώνει τη θέση των οικονομικά ασθενέστερων χωρών και επιβάλλει ως μονοδιάστατη πολιτική, που συγχέεται επιτηδείως με την ιδέα και την οικοδόμηση της Ευρώπης, τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Πώς είναι όμως δυνατό να επιδιώκει κανείς την πολιτική ενοποίηση μίας ομάδας χωρών και να ασκεί παραλλήλως πολιτική παγκοσμιοποίησης, ανοίγοντας τα σύνορα προς κάθε κατεύθυνση και καταργώντας ουσιαστικά την αρχή της κοινοτικής προτιμήσεως. Η τελευταία λειτουργούσε ως μία αρχή ελάχιστης και αναγκαίας προστασίας των ευρωπαϊκών προϊόντων και κατ’ επέκταση της εθνικής παραγωγής κάθε χώρας. Οι συνέπειες από την άσκηση της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης δεν είναι ίσες για όλες τις χώρες. Διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων και των οικονομικά ασθενέστερων χωρών και καταστρέφουν ιδιαίτερα την εθνική παραγωγή των τελευταίων. Εάν ήταν γεγονός η πολιτική ενοποίηση και υπήρχε ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική αναπτύξεως και αλληλεγγύης, οι δυσμενείς συνέπειες για τις ασθενέστερες χώρες θα αντισταθμίζονταν και θα αντιμετωπιζόταν ως ευρωπαϊκό πρόβλημα και όχι ως εθνικό πρόβλημα της κάθε χώρας μέλους.
Κατά τον ίδιο τρόπο, με ποια λογική επιβάλλεται μία συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, ο νεοφιλελευθερισμός, ως καθεστωτική πολιτική, ταυτιζόμενη με τις πρόνοιες των ευρωπαϊκών συνθηκών και με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση;
Στην πραγματικότητα οριοθετείται με τον τρόπο αυτό η κυρίαρχη δυνατότητα των ευρωπαϊκών λαών να επιλέγουν πολιτικές και επιβάλλονται σε αυτούς, ως αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό κεκτημένο, η κυριαρχία των αγορών πάνω από την πολιτική και οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Αψευδής ένδειξη του γεγονότος αυτού είναι η ουσιαστική πολιτική συναίρεση, υπό τη σημαία της Ευρώπης, της παραδοσιακής ευρωπαϊκής Δεξιάς και Αριστεράς και ιδιαίτερα ο πρωταγωνιστικός ρόλος που έπαιξαν στην Ευρώπη τα σοσιαλιστικά και σοδιαλδημοκρατικά κόμματα στην προώθηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών με άλλοθι την Ευρώπη. Οι ενδείξεις αυτές είναι καταφανείς και στη χώρα μας. Τόσο στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που ταυτίσθηκε με τις πολιτικές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, όσο και στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ που συνέπεσε πλήρως με τη ΝΔ.
Οι πολιτικές αυτές είναι φυσικό να διχάζουν την Ευρώπη και να θέτουν αδυσώπητα ερωτήματα για το που οδηγείται και που οδηγεί η ανισότητα που αναπτύσσεται μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων και οικονομικά ασθενέστερων χωρών – μελών, με αβέβαιη και μετέωρη την προοπτική της πολιτικής ενοποιήσεως. Η οικονομική κρίση παροξύνει αυτή την αντίφαση γιατί η προτεινόμενη αντιμετώπισή της από τους δανειστές θέτει θέμα κυριαρχίας, όπως και κατεδαφίσεως κάθε δομής εθνικής οικονομίας και οικονομικής αλώσεως. Θέτει επίσης εμμέσως θέμα γεωπολιτικής ως αποτέλεσμα του οικονομικού ελέγχου και της ιδιωτικοποιήσεως των στρατηγικών υποδομών και του δημόσιου πλούτου της χώρας.
Αναζητείται λύση
Η οικονομική αδυναμία στην οποία έχει εγκλωβισθεί η χώρα, με τη γνωστή ατελέσφορη και υστερόβουλη πολιτική των Μνημονίων, αυξάνει προφανώς και τους εθνικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελλάδα από την τουρκική κυρίως επιβουλή, αλλά όχι μόνον. Η πρόσφατη έξαρση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού δεν πρέπει να υποτιμάται..
Η χώρα έχει ανάγκη από μία γρήγορη λύση, που θα καλύπτει και τα τρία κύρια κεφάλαια: χρηματοδοτική ρευστότητα, μείωση χρέους και αναπτυξιακό πρόγραμμα. Επανεπιβολή και συνέχιση μίας χρεοκοπημένης πολιτικής Μνημονίων και λιτότητας, που διαιωνίζει το ελληνικό πρόβλημα και υποθηκεύει το ίδιο το εθνικό μέλλον της χώρας, δεν έχουν κανένα νόημα και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Η Ευρώπη ταυτίσθηκε με την ασφάλεια, την ανάπτυξη και την ευημερία Η διάψευση αυτών των προσδοκιών δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Η εξεύρεση λύσεως λογικού συμβιβασμού είναι για όλους προτιμότερη. Η Ελλάδα, όμως, πρέπει να διασφαλίσει τη σοβαρή μείωση του χρέους, τον τερματισμό μίας ανωφελούς λιτότητας και την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 292
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυ ε.τ.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών βρίσκονται στο πιο κρίσιμο σημείο και οι επόμενες ημέρες θα δείξουν ποιες είναι τελικά οι προοπτικές για την κατάληξή τους. Προφανέστατα, ο γεωπολιτικός παράγων δεν απουσιάζει από τις διαπραγματεύσεις αυτές, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι εάν η Ελλάδα εξαναγκασθεί, με μία πλήρως αδιάλλακτη πολιτική, να βγει από το ευρώ και να αναζητήσει εναλλακτική λύση για τη χρηματοδότηση και τη στήριξή της, αυτό θα έχει αναπόφευκτα πολύ σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχουν κι άλλες χώρες – μέλη που δεν συμμετέχουν στην Ευρωζώνη και δεν τίθεται κανένα θέμα ή πρόβλημα. Η διαφορά βρίσκεται αφ’ ενός στο γεγονός ότι η ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας θα γινόταν υπό καθεστώς οξύτατης κρίσεως και υπερχρεώσεως και με δεσμά, μάλιστα, διακρατικού χρέους, που αφορά σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Στο γεγονός αφ’ ετέρου ότι γεωπολιτικά η Ελλάδα δεν είναι οποιαδήποτε χώρα. Κατέχει μία πολύ ευαίσθητη θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Στα τελευταία οι ΗΠΑ προσπαθούν να προωθούν ενεργά ένα είδος γεωπολιτικής αναδιάρθρωσης, με στόχο τη μετάλλαξη των παραγόντων που συνιστούν τη γεωπολιτική πραγματικότητα των Βαλκανίων. Επιχειρούν να εμποδίσουν, ειδικότερα, την επιστροφή της ρωσικής επιρροής, η οποία εκτοπίσθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με την αμερικανική και νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία και την επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Αλβανία.
Ο παράγων αυτός επιδεινώνεται από τη συγκυρία των κρίσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Οι τελευταίες έχουν ως κοινό παρονομαστή, πέρα από τις περιφερειακές και τζιχαντιστικές διαστάσεις που έχει η κρίση στη Μέση Ανατολή, τον έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό Ρωσίας – ΗΠΑ.
Η νεοψυχροπολεμική αυτή ένταση παροξύνει ακόμη περισσότερο μία βασική αντίφαση που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική και στρατηγική. Η Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και τον τερματισμό του ανταγωνισμού που βρισκόταν στα διαφορετικά οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα, δεν έχει κανέναν λόγο σήμερα να αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως δήθεν «εχθρό» και αντίπαλο. Αντιθέτως, είναι φυσικό να βλέπει στη χώρα αυτή έναν φιλικό και ομόδοξο λαό, μία μεγάλη αγορά για αμοιβαίως επωφελή οικονομική συνεργασία και ένα εν δυνάμει στρατηγικό στήριγμα απέναντι στην τουρκική απειλή.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί οι ΗΠΑ κινούμενες από τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα και υπολογισμούς, ακολουθούν πολιτική ανοχής έναντι της Τουρκίας και των διεκδικήσεών της, που στρέφονται εναντίον των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Η αμερικανική πολιτική, μέσα από το πρίσμα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία, αποδίδει μεγαλύτερη αξιοπιστία στον τουρκικό παράγοντα λόγω της θρησκευτικής ετεροδοξίας και του ανταγωνιστικού ιστορικού παρελθόντος της Τουρκίας με τη Ρωσία. Αντιθέτως, υποβλέπει την ελληνική ορθόδοξη ταυτότητα ως παράγοντα που ευνοεί τη φιλία με τη Ρωσία και τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια.
Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά ούτε μετά τις επιφυλάξεις και τα ερωτήματα που προκαλούν στις ΗΠΑ το καθεστώς και οι πολιτικές Ερντογάν.
Με βάση αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, είναι φυσικό οι ΗΠΑ να ασκούν έντονες πιέσεις στην Ευρώπη να δώσει λύση στο ελληνικό πρόβλημα και να μην επιτρέψει η ελληνική κρίση να προσλάβει επιπλέον χαρακτηριστικά γεωπολιτικής κρίσεως κα ανατροπής. Ο φόβος αυτός επαυξάνεται και από τους κινδύνους που εγκυμονεί μία έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ λόγω της αλληλεξαρτήσεως των αγορών μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Η χώρα ως έρμαιο υπερεθνικών Αρχών
Σε όλες τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος, παρά τις διεθνείς προεκτάσεις τους, το εθνικό κράτος ήταν εκείνο που εκαλείτο να τις χειρισθεί, καταφεύγοντας στα γνωστά διαθέσιμα μέτρα και διαπραγματευόμενο ξένη βοήθεια και δάνεια. Η διαφορά με τη σημερινή περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι, λόγω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να γίνει νομισματική υποτίμηση και η παροχή ρευστότητας ανήκει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με απλά λόγια, το εθνικό κράτος δεν έχει τα μέσα για να αντιμετωπίσει την κρίση με δικές του πολιτικές. Η κρίση πρέπει να αντιμετωπισθεί από υπερεθνικές αρχές.
Αυτό θα ήταν λογικό και αυτονόητο εάν οι υπερεθνικές αρχές αντιπροσώπευαν μία πραγματική πολιτική Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διεσφάλιζε για το σύνολο της Ενώσεως πάνω σε ισότιμη και δημοκρατική βάση, την ανάπτυξη, την ασφάλεια και την ευημερία. Εδώ όμως βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση που διέπει τη σημερινή πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η οικοδόμηση της Ευρώπης άρχισε με τη δημιουργία μίας κοινής αγοράς γιατί αυτό υπολαμβανόταν ως προϋπόθεση για την προώθηση της πολιτικής Ενώσεως. Στην πορεία όμως, με την επανένωση της Γερμανίας και της εσπευσμένη μεγάλη διεύρυνση, για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους, η πολιτική ενοποίηση κατέστη ακόμη πιο προβληματική και ουσιαστικά έμεινε μετέωρη. Η εισαγωγή του ενιαίου –αντί κοινού- νομίσματος προεβλήθη ως καταλύτης για την επιτάχυνση της πολιτικής Ενώσεως. Στην πραγματικότητα όμως επιδείνωσε τους όρους για την πολιτική ενοποίηση και επέβαλε ως προεξάρχουσα της πολιτικής ενοποιήσεως την κυριαρχία των αγορών.
Η διακυβέρνηση ενός ενιαίου νομίσματος, χωρίς την αναγκαία δημοκρατική πολιτική βάση, ενισχύει απροκάλυπτα τη θέση των οικονομικά ισχυρών και νοθεύει εκ των πραγμάτων την πολιτική ισοτιμία των χωρών – μελών, πάνω στην οποία οικοδομείται, υποτίθεται, η Ευρώπη. Το κέντρο βάρους των αποφάσεων μετατίθεται σιωπηρά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Eurogroup.
Ο νεοφιλελευθερισμός ως ευρωπαϊκή καθεστωτική πολιτική
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω από την επιβολή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού ως θεσμικής καθεστωτικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η πολιτική αυτή είναι αντιφατική σε σχέση με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, επιδεινώνει τη θέση των οικονομικά ασθενέστερων χωρών και επιβάλλει ως μονοδιάστατη πολιτική, που συγχέεται επιτηδείως με την ιδέα και την οικοδόμηση της Ευρώπης, τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Πώς είναι όμως δυνατό να επιδιώκει κανείς την πολιτική ενοποίηση μίας ομάδας χωρών και να ασκεί παραλλήλως πολιτική παγκοσμιοποίησης, ανοίγοντας τα σύνορα προς κάθε κατεύθυνση και καταργώντας ουσιαστικά την αρχή της κοινοτικής προτιμήσεως. Η τελευταία λειτουργούσε ως μία αρχή ελάχιστης και αναγκαίας προστασίας των ευρωπαϊκών προϊόντων και κατ’ επέκταση της εθνικής παραγωγής κάθε χώρας. Οι συνέπειες από την άσκηση της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης δεν είναι ίσες για όλες τις χώρες. Διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων και των οικονομικά ασθενέστερων χωρών και καταστρέφουν ιδιαίτερα την εθνική παραγωγή των τελευταίων. Εάν ήταν γεγονός η πολιτική ενοποίηση και υπήρχε ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική αναπτύξεως και αλληλεγγύης, οι δυσμενείς συνέπειες για τις ασθενέστερες χώρες θα αντισταθμίζονταν και θα αντιμετωπιζόταν ως ευρωπαϊκό πρόβλημα και όχι ως εθνικό πρόβλημα της κάθε χώρας μέλους.
Κατά τον ίδιο τρόπο, με ποια λογική επιβάλλεται μία συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, ο νεοφιλελευθερισμός, ως καθεστωτική πολιτική, ταυτιζόμενη με τις πρόνοιες των ευρωπαϊκών συνθηκών και με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση;
Στην πραγματικότητα οριοθετείται με τον τρόπο αυτό η κυρίαρχη δυνατότητα των ευρωπαϊκών λαών να επιλέγουν πολιτικές και επιβάλλονται σε αυτούς, ως αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό κεκτημένο, η κυριαρχία των αγορών πάνω από την πολιτική και οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Αψευδής ένδειξη του γεγονότος αυτού είναι η ουσιαστική πολιτική συναίρεση, υπό τη σημαία της Ευρώπης, της παραδοσιακής ευρωπαϊκής Δεξιάς και Αριστεράς και ιδιαίτερα ο πρωταγωνιστικός ρόλος που έπαιξαν στην Ευρώπη τα σοσιαλιστικά και σοδιαλδημοκρατικά κόμματα στην προώθηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών με άλλοθι την Ευρώπη. Οι ενδείξεις αυτές είναι καταφανείς και στη χώρα μας. Τόσο στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που ταυτίσθηκε με τις πολιτικές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, όσο και στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ που συνέπεσε πλήρως με τη ΝΔ.
Οι πολιτικές αυτές είναι φυσικό να διχάζουν την Ευρώπη και να θέτουν αδυσώπητα ερωτήματα για το που οδηγείται και που οδηγεί η ανισότητα που αναπτύσσεται μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων και οικονομικά ασθενέστερων χωρών – μελών, με αβέβαιη και μετέωρη την προοπτική της πολιτικής ενοποιήσεως. Η οικονομική κρίση παροξύνει αυτή την αντίφαση γιατί η προτεινόμενη αντιμετώπισή της από τους δανειστές θέτει θέμα κυριαρχίας, όπως και κατεδαφίσεως κάθε δομής εθνικής οικονομίας και οικονομικής αλώσεως. Θέτει επίσης εμμέσως θέμα γεωπολιτικής ως αποτέλεσμα του οικονομικού ελέγχου και της ιδιωτικοποιήσεως των στρατηγικών υποδομών και του δημόσιου πλούτου της χώρας.
Αναζητείται λύση
Η οικονομική αδυναμία στην οποία έχει εγκλωβισθεί η χώρα, με τη γνωστή ατελέσφορη και υστερόβουλη πολιτική των Μνημονίων, αυξάνει προφανώς και τους εθνικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελλάδα από την τουρκική κυρίως επιβουλή, αλλά όχι μόνον. Η πρόσφατη έξαρση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού δεν πρέπει να υποτιμάται..
Η χώρα έχει ανάγκη από μία γρήγορη λύση, που θα καλύπτει και τα τρία κύρια κεφάλαια: χρηματοδοτική ρευστότητα, μείωση χρέους και αναπτυξιακό πρόγραμμα. Επανεπιβολή και συνέχιση μίας χρεοκοπημένης πολιτικής Μνημονίων και λιτότητας, που διαιωνίζει το ελληνικό πρόβλημα και υποθηκεύει το ίδιο το εθνικό μέλλον της χώρας, δεν έχουν κανένα νόημα και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Η Ευρώπη ταυτίσθηκε με την ασφάλεια, την ανάπτυξη και την ευημερία Η διάψευση αυτών των προσδοκιών δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Η εξεύρεση λύσεως λογικού συμβιβασμού είναι για όλους προτιμότερη. Η Ελλάδα, όμως, πρέπει να διασφαλίσει τη σοβαρή μείωση του χρέους, τον τερματισμό μίας ανωφελούς λιτότητας και την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 292
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...