Οι μεγάλοι κίνδυνοι που φέρνει το δυτικό αδιέξοδο από την Ουκρανία
Η είσοδος του φθινοπώρου προσφέρεται για μια αποτίμηση της κατάστασης
που διαμορφώνεται στην ανατολική Ουκρανία, καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι
γεωπολιτικοί παίκτες αναδιατάσσουν τις δυνάμεις τους και επανεξετάζουν
τιςθέσεις τους. Προσφέρεται επίσης για τη διατύπωση προτάσεων
απεμπλοκής, πριν η σύγκρουση κλιμακωθεί σε ανεξέλεγκτα επίπεδα.
Όπως είχαμε εγκαίρως επισημάνει, η τυχόν επικράτηση των κυβερνητικών ουκρανικών δυνάμεων επί των ρωσόφιλων αυτονομιστών θα έφερνε πιο κοντά την πιθανότητα ευθείας ρωσικής ανάμειξης. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Ουκρανίας δικαιώνουν την πρόβλεψη αυτή. Μετά τις αρχικές επιτυχίες των κυβερνητικών δυνάμεων στη διάρκεια του καλοκαιριού, η ρωσική επέμβαση (την οποία η Μόσχα επισήμως διαψεύδει) άλλαξε εκ νέου τις ισορροπίες. Στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ οι ουκρανικές δυνάμεις κυκλώθηκαν αφήνοντας γύρω στους 700 αιχμαλώτους στα χέρια των ρωσόφιλων αυτονομιστών, ενώ ήδη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το αεροδρόμιο του Λουχάνσκ. Όλα αυτά την ώρα που στο Μινσκ διεξάγονταν συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών Ουκρανίας, Ρωσίας, ρωσόφιλων αυτονομιστών και διεθνών παρατηρητών…
Ως απάντηση σε αυτές τις εξελίξεις, η δυτική πλευρά σκληραίνει τη στάση της και τη ρητορική της. Ο πρόεδρος της Γερμανίας Γ. Γκάουκ μίλησε για “de facto τερματισμό” της συνεργασίας Ευρώπης – Ρωσίας, ενώ ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της ΕΕ D. Tusk μίλησε για κίνδυνο επέκτασης του πολέμουπέραν της ανατολικής Ουκρανίας. Το ΝΑΤΟ συγκαλεί αυτή την εβδομάδα σύνοδο στην Ουαλία, όπου προτείνεται η δημιουργία μιας νέας μορφής δύναμης ταχείας αντίδρασης με βελτιωμένη σύνθεση και χρόνο κινητοποίησης, προκειμένου να καθησυχαστούν οι ανησυχίες των νέων συμμάχων. Το ερώτημα που τίθεται είναι, κατά πόσον τέτοιες κινήσεις έχουν νόημα, όταν το ΝΑΤΟ δεν έχει πρακτικά τη δυνατότητα να διεξαγάγει ευρείας κλίμακας συμβατικό πόλεμο στην Κ. Ευρώπη, ενώ η πυρηνική επιλογή για την υπεράσπιση ενός κράτους – μη μέλους δε φαντάζει ρεαλιστική. Τυχόν εσπευσμένη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα έλυνε μεν αυτό το πρόβλημα, αλλά θα ανέβαζε σοβαρά το ρίσκο της πυρηνικής κλιμάκωσης, ή εναλλακτικά, της καταρράκωσης της αποτρεπτικής αξιοπιστίας του ΝΑΤΟ.
Ρεαλιστικότερη εμφανίζεται η επιλογή των (πρόσθετων) οικονομικών κυρώσεων, με τις οποίες απειλούν ήδη τη Ρωσία οι δυτικές ηγεσίες. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η Ρωσία, ανταποδίδοντας τις προηγούμενες κυρώσεις με εμπάργκο συγκεκριμένων κατηγοριών δυτικών προϊόντων, έδειξε ότι έχει τη δυνατότητα να κλιμακώσει και σε αυτό το επίπεδο, αποδεχόμενη το κόστος στη ρωσική οικονομία και στο βιοτικό επίπεδο των Ρώσων πολιτών. Ας σημειωθεί ότι με την επικείμενη έλευση του χειμώνα μπαίνει στο “κάδρο” των εκατέρωθεν κυρώσεων η ομαλή ροή του φυσικού αερίου – παρ’ ότι η διατάραξή της θα ζημίωνε τόσο τη Ρωσία όσο και την ΕΕ.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από πλευράς ΕΕ είναι και οι αλλαγές προσώπων στην ηγεσία της – αλλαγές ευπρόσδεκτες κατ’ αρχήν, καθώς ο J. – C. Juncker (ένας από τους τελευταίους Ευρωπαίους ηγέτες που δικαιούνται τον τίτλο «ευπατρίδης»), ο M. Schulz (ο αξιολογότερος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός στην Ευρώπη σήμερα) και η F. Mogherini (σε σύγκριση με τη βαρόνη Ashton) είναι πρόσωπα σαφώς υψηλότερου βεληνεκούς από τους προκατόχους τους. Μόνο ο νέος πρόεδρος της ΕΕ, πολωνός D. Tusk, θα χρειαστεί να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις που δημιουργεί η πολιτική του ιστορία, αλλά και η παραδοσιακή αντιπαλότητα της Πολωνίας έναντι της Ρωσίας. Το κύριο πρόβλημα όμως είναι ότι οι αλλαγές προσώπων μόνο οριακά μπορούν να θεραπεύσουν την έλλειψη κοινών εθνικών συμφερόντων, που είναι αναπόφευκτη σε μια ένωση 28 κρατών (βελτιωτικές προτάσεις πάντως αναφέρονται εδώ).
Όμως πέραν του προβλήματος της στοίχισης των διαφορετικών εθνικών συμφερόντων σε μια κοινή γραμμή, το δυτικό στρατόπεδο πάσχει από σοβαρή έλλειψη αναλυτικών εργαλείων για την κατανόηση της ρωσικής αντίδρασης, λόγω της εγκατάλειψης της ρεαλιστικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων και της επικράτησης αυτού που ο Ε. Τσακιρίδης προσφυώς αποκάλεσε “φιλελεύθερος αναθεωρητισμός περιορισμένης ευθύνης”. Από την αρχή της ουκρανικής κρίσης είχαμε επισημάνει ότι η πραγματικότητα εκδικείται όσους την αγνοούν . Ή αλλιώς, όπως το θέτει ο καθηγητής John J. Mearsheimer, “realpolitik remains relevant — and states that ignore it do so at their own peril”. Η φράση προέρχεται από ένα εξαιρετικό άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs με τον εύγλωττο τίτλο “Why the Ukraine crisis is the West’s fault”, με το οποίο ο επιφανής εκπρόσωπος της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων αποδίδει την ουκρανική κρίση σε εσφαλμένες δυτικές εκτιμήσεις και επιλογές.
Ο Mearsheimer εξηγεί ότι στην ουκρανική κρίση η Ρωσία, αντίθετα από την τρέχουσα δυτική αντίληψη, είναι στρατηγικά αμυνόμενη και όχι επιτιθέμενη. Από τη δεκαετία του 1990 και ως το 2009 (ένταξη Αλβανίας και Κροατίας) το ΝΑΤΟ και η ΕΕ επεκτείνονται ακάθεκτα στις πρώην ανατολικές χώρες, παρά τις έντονες ρωσικές διαφωνίες. Το 2008, όταν η επέκταση αυτή έφτασε στα ρωσικά σύνορα (Γεωργία), η Ρωσία κατέστησε απόλυτα σαφές ποιες ήταν οι κόκκινες γραμμές της, χρησιμοποιώντας την ισχύ των όπλων για να επιβάλει τη θέλησή της. Η Δύση θα έπρεπε να έχει λάβει το μήνυμα – αλλά προφανώς δεν το έλαβε.
Ο Mearsheimer αποφλοιώνει συστηματικά τις δυτικές αντιλήψεις περί διαρκούς ειρήνης που θα επέλθει με την επικράτηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης, του δικαίου και της δημοκρατίας δυτικού τύπου. Kατακρίνει την αντίληψη ότι η εξαγωγή των δυτικών αξιών είναι νομοτελειακή εξέλιξη ή/και υποχρέωση του δυτικού στρατοπέδου και ασκεί δριμεία κριτική στο δυτικό “social engineering” σε πρώην ανατολικές χώρες, και τις «πορτοκαλί επαναστάσεις» που αυτό προκάλεσε. Τεκμηριώνει με στοιχεία τη στρατηγική στόχευση πίσω από τα προγράμματα προαγωγής της «κοινωνίας πολιτών» του National Endowment for Democracy. Και επισημαίνει δηκτικά ότι, ασχέτως των δυτικών διαβεβαιώσεων περί καλών προθέσεων και “win-win” οικονομικής αλληλεξάρτησης, η τελική ιεράρχηση των συμφερόντων της Ρωσίας, όπως και κάθε σοβαρής χώρας, είναι προνόμιο της ίδιας. Πολύ περισσότερο όταν το ζήτημα αφορά τον έλεγχο της Ουκρανίας, δηλαδή της οδού από την οποία πέρασαν ιστορικά όλες οι εισβολές στην Ρωσία.
Επιπλέον ο Mearsheimer αντικρούει το “επιχείρημα του Μονάχου” και τον παραλληλισμό με τον Χίτλερ, που ήδη χρησιμοποιείται (πχ από τον Βρετανό πρωθυπουργό Κάμερον) και κατά του Β. Πούτιν. Πρόκειται για το γνωστό δίδαγμα της συμφωνίας του Μονάχου του 1938, όπου η Αγγλία και Γαλλία ενέδωσαν στις απαιτήσεις του Χίτλερ ενθαρρύνοντας τις επεκτατικές του βλέψεις. Η αρχή ότι ο κατευνασμός αποθρασύνει έναν επεκτατικό αντίπαλο είναι σωστή και διαχρονική. Όμως, παρατηρεί ο Mearsheimer, ο Πούτιν δεν είναι Χίτλερ και η Ρωσία δεν είναι επεκτατικός αντίπαλος. Ως την ανατροπή του (εκλεγμένου) ουκρανού προέδρου Γιανούκοβιτς τον Φεβρουάριο, η Ρωσία είχε παίξει το παιχνίδι “σύμφωνα με τους κανόνες” και χωρίς χρήση ένοπλης ισχύος. Όταν όμως η Δύση υποκίνησε “κινήματα πολιτών” για την ανατροπή Γιανούκοβιτς λόγω της σύμπλευσής του με τη Ρωσία, η τελευταία είχε κάθε λόγο να θεωρήσει τις κινήσεις αυτές ως αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, και να αντιδράσει αναλόγως.
O Mearsheimer παραλληλίζει τη στρατηγική πρόκληση που συνιστά για τη Ρωσία η δυτική παρουσία στην Ουκρανία με τη στρατηγική πρόκληση που συνιστούσε για τις ΗΠΑ η σοβιετική παρουσία στην Κούβα το 1962. Όσο για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και επιλογής συμμαχιών που είχαν η Κούβας και η Ουκρανία βάσει του διεθνούς δικαίου; Η πικρή αλήθεια, γράφει ο Mearsheimer, είναι ότι συχνά η ισχύς δημιουργεί δίκαιο όταν εμπλέκονται οι μεγάλες δυνάμεις (“might often makes right when great-power politics are at play”). Εμείς αντίστοιχα είχαμε παραπέμψει πριν λίγους μήνες στον διαχρονικό «Διάλογο Αθηναίων και Μηλίων» του Θουκυδίδη, τον οποίο ορισμένοι σχολιαστές από στήλες περιοδικών χαρακτήρισαν αναχρονιστικό – ας παραπονεθούν στο πανεπιστήμιο του Chicago για τους αναχρονισμούς που διδάσκει ο καθηγητής Mearsheimer…
Και δυστυχώς όσοι Έλληνες αναλυτές χαρακτήρισαν ξεπερασμένο τον Θουκυδίδη και τη ρεαλιστική ανάλυση δεν είναι μόνοι. Οι ενέργειες στο δυτικό στρατόπεδο, ήδη από την αρχή της ουκρανικής κρίσης, δείχνουν αδυναμία αντίληψης των θεμελιωδέστερων αρχών των διεθνών σχέσεων. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Kerry δήλωσε ότι «απλά δεν επιτρέπεται στον εικοστό πρώτο αιώνα να συμπεριφέρεται κανείς όπως στον δέκατο ένατο», ενώ η Α. Μέρκελ φέρεται να είπε στον πρόεδρο Ομπάμα ότι ο Β. Πούτιν «ζει σε άλλο κόσμο». Ίσως η καλύτερη καταγραφή των αντιδράσεων που προκαλεί η πολιτική του Β. Πούτιν στη Δύση βρίσκεται σε πρόσφατο άρθρο της Anne Applebaum στην Washington Post, όπου γίνεται λόγος για «Πλήγμα της Ρωσίας στην παγκοσμιοποίηση»: “μια μεγάλη χώρα όπου δραστηριοποιούνται διεθνείς εισηγμένες εταιρίες αποφάσισε ότι ένας περιφερειακός πόλεμος με τους γείτονές της είναι προτιμότερος από την πλήρη συμμετοχή στο διεθνές οικονομικό σύστημα. [...] αποφάσισε επίσης ότι μπορεί να αποδεχθεί αυξημένες τιμές στα τρόφιμα, στο όνομα της τιμής του έθνους. Όχι μόνο είναι εφικτή η απόρριψη της “win-win” λογικής της παγκοσμιοποίησης χάριν διαφορετικών αξιών και πολιτικών, αλλά συμβαίνει αυτή τη στιγμή”. Το άρθρο μεταδίδει την εικόνα μιας δυτικής ελίτ που “πέφτει από τα σύννεφα” επειδή κάποιοι στον κόσμο δεν ενστερνίζονται τις δυτικές προτεραιότητες.
Σε αντίθεση με όλους τους παραπάνω, ο καθηγητής Mearsheimer, ως συνεπής ρεαλιστής, ανατέμνει ψύχραιμα τα ρωσικά κίνητρα χωρίς να τα ενστερνίζεται, αναγνωρίζει τα θεμιτά ρωσικά συμφέροντα και εισηγείται την αναδίπλωση της Δύσης με στόχο την επίτευξη ενός συμβιβασμού: τα βασικότερα σημεία του θα ήταν η κατοχύρωση ενός καθεστώτος ουδέτερου “buffer state” μεταξύ Ρωσίας και Δύσης για την Ουκρανία, η αποκήρυξη κάθε πρόθεσης ένταξής της στο ΝΑΤΟ και η συνεργασία της Δύσης με τη Ρωσία στην προσπάθεια οικονομικής σταθεροποίησης του ουκρανικού κράτους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Mearsheimer, αντίθετα από όσους (ιδίως στην Ελλάδα) διαλαλούν την «ανίκητη» ρωσική ισχύ, καταλήγει στην πρότασή του από τον ακριβώς αντίθετο συλλογισμό. Η Ρωσία, λέει, είναι μια παρακμάζουσα δύναμη: αντιμετωπίζει σοβαρότατο δημογραφικό πρόβλημα και η οικονομία της, που δεν έχει αναπτύξει παραγωγικό ιστό ανταγωνιστικό διεθνώς, εξαρτάται μονοδιάστατα από την εξαγωγή πρώτων υλών. Συνεπώς, λέει ο Mearsheimer, η Δύση δεν έχει να φοβάται από τη Ρωσία. Αντιθέτως μπορεί να αξιοποιήσει τη συνεργασία της για την επίλυση των κρίσεων στο Αφγανιστάν, τη Συρία και το Ιράν και, σε βάθος χρόνου, προκειμένου να εξισορροπήσει την αναδυόμενη απειλή της Κίνας. Όμως η επιδεικτική προσβολή των ρωσικών στρατηγικών συμφερόντων στην Ουκρανία πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο: τη στρατηγική αποξένωση της Ρωσίας, χωρίς όφελος για καμία πλευρά και με ρίσκο μιας καταστροφικής σύγκρουσης.
Η θέση αυτή, δηλαδή η έμφαση στα κοινά συμφέροντα Ρωσίας και Δύσης, είναι άλλη μια σημαντική συνεισφορά της ανάλυσης του Mearsheimer. Και τούτο διότι η πνευματική νωθρότητα και τα ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά που αναβιώνει η ρωσική στάση στο δυτικό στρατόπεδο (ειδικά σε κάποιους γερουσιαστές στις ΗΠΑ) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη δαιμονοποίηση της Ρωσίας και την παγίωση μιας στείρας αντιρωσικής στάσης. Και σε αυτό δεν είναι άμοιρος ευθυνών ούτε ο ρώσος πρόεδρος Β. Πούτιν, που φέρεται να δήλωσε “αν θέλω παίρνω το Κίεβο σε δύο εβδομάδες“. Τα ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά δεν είναι προνόμιο μιας μόνο πλευράς…
Όπως είχαμε εξ αρχής επισημάνει, είναι βέβαιο ότι η κατάληξη της ουκρανικής κρίσης (αντίθετα με τις ενέργειες που την προκάλεσαν), θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τα ρωσικά συμφέροντα. Το διακύβευμα όμως είναι πλέον, πόσο αίμα θα χυθεί και πόσο θα κινδυνέψει η παγκόσμια ειρήνη. Όσοι παίρνουν αποφάσεις αυτή την εποχή στη διεθνή σκηνή (και ειδικά στο δυτικό στρατόπεδο), θα κάνουν καλά να διαβάσουν προσεκτικά το άρθρο του John J. Mearsheimer. Και αν κάποιες έννοιες όπως “ισχύς” και “κρατικό συμφέρον” τους φανούν ξένες, ας ανοίξουν επιτέλους κανένα βιβλίο. Θα διαπιστώσουν ότι είναι πανάρχαιες και διαχρονικές.
Πηγή e-amyna
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Όπως είχαμε εγκαίρως επισημάνει, η τυχόν επικράτηση των κυβερνητικών ουκρανικών δυνάμεων επί των ρωσόφιλων αυτονομιστών θα έφερνε πιο κοντά την πιθανότητα ευθείας ρωσικής ανάμειξης. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Ουκρανίας δικαιώνουν την πρόβλεψη αυτή. Μετά τις αρχικές επιτυχίες των κυβερνητικών δυνάμεων στη διάρκεια του καλοκαιριού, η ρωσική επέμβαση (την οποία η Μόσχα επισήμως διαψεύδει) άλλαξε εκ νέου τις ισορροπίες. Στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ οι ουκρανικές δυνάμεις κυκλώθηκαν αφήνοντας γύρω στους 700 αιχμαλώτους στα χέρια των ρωσόφιλων αυτονομιστών, ενώ ήδη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το αεροδρόμιο του Λουχάνσκ. Όλα αυτά την ώρα που στο Μινσκ διεξάγονταν συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών Ουκρανίας, Ρωσίας, ρωσόφιλων αυτονομιστών και διεθνών παρατηρητών…
Ως απάντηση σε αυτές τις εξελίξεις, η δυτική πλευρά σκληραίνει τη στάση της και τη ρητορική της. Ο πρόεδρος της Γερμανίας Γ. Γκάουκ μίλησε για “de facto τερματισμό” της συνεργασίας Ευρώπης – Ρωσίας, ενώ ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της ΕΕ D. Tusk μίλησε για κίνδυνο επέκτασης του πολέμουπέραν της ανατολικής Ουκρανίας. Το ΝΑΤΟ συγκαλεί αυτή την εβδομάδα σύνοδο στην Ουαλία, όπου προτείνεται η δημιουργία μιας νέας μορφής δύναμης ταχείας αντίδρασης με βελτιωμένη σύνθεση και χρόνο κινητοποίησης, προκειμένου να καθησυχαστούν οι ανησυχίες των νέων συμμάχων. Το ερώτημα που τίθεται είναι, κατά πόσον τέτοιες κινήσεις έχουν νόημα, όταν το ΝΑΤΟ δεν έχει πρακτικά τη δυνατότητα να διεξαγάγει ευρείας κλίμακας συμβατικό πόλεμο στην Κ. Ευρώπη, ενώ η πυρηνική επιλογή για την υπεράσπιση ενός κράτους – μη μέλους δε φαντάζει ρεαλιστική. Τυχόν εσπευσμένη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα έλυνε μεν αυτό το πρόβλημα, αλλά θα ανέβαζε σοβαρά το ρίσκο της πυρηνικής κλιμάκωσης, ή εναλλακτικά, της καταρράκωσης της αποτρεπτικής αξιοπιστίας του ΝΑΤΟ.
Ρεαλιστικότερη εμφανίζεται η επιλογή των (πρόσθετων) οικονομικών κυρώσεων, με τις οποίες απειλούν ήδη τη Ρωσία οι δυτικές ηγεσίες. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η Ρωσία, ανταποδίδοντας τις προηγούμενες κυρώσεις με εμπάργκο συγκεκριμένων κατηγοριών δυτικών προϊόντων, έδειξε ότι έχει τη δυνατότητα να κλιμακώσει και σε αυτό το επίπεδο, αποδεχόμενη το κόστος στη ρωσική οικονομία και στο βιοτικό επίπεδο των Ρώσων πολιτών. Ας σημειωθεί ότι με την επικείμενη έλευση του χειμώνα μπαίνει στο “κάδρο” των εκατέρωθεν κυρώσεων η ομαλή ροή του φυσικού αερίου – παρ’ ότι η διατάραξή της θα ζημίωνε τόσο τη Ρωσία όσο και την ΕΕ.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από πλευράς ΕΕ είναι και οι αλλαγές προσώπων στην ηγεσία της – αλλαγές ευπρόσδεκτες κατ’ αρχήν, καθώς ο J. – C. Juncker (ένας από τους τελευταίους Ευρωπαίους ηγέτες που δικαιούνται τον τίτλο «ευπατρίδης»), ο M. Schulz (ο αξιολογότερος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός στην Ευρώπη σήμερα) και η F. Mogherini (σε σύγκριση με τη βαρόνη Ashton) είναι πρόσωπα σαφώς υψηλότερου βεληνεκούς από τους προκατόχους τους. Μόνο ο νέος πρόεδρος της ΕΕ, πολωνός D. Tusk, θα χρειαστεί να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις που δημιουργεί η πολιτική του ιστορία, αλλά και η παραδοσιακή αντιπαλότητα της Πολωνίας έναντι της Ρωσίας. Το κύριο πρόβλημα όμως είναι ότι οι αλλαγές προσώπων μόνο οριακά μπορούν να θεραπεύσουν την έλλειψη κοινών εθνικών συμφερόντων, που είναι αναπόφευκτη σε μια ένωση 28 κρατών (βελτιωτικές προτάσεις πάντως αναφέρονται εδώ).
Όμως πέραν του προβλήματος της στοίχισης των διαφορετικών εθνικών συμφερόντων σε μια κοινή γραμμή, το δυτικό στρατόπεδο πάσχει από σοβαρή έλλειψη αναλυτικών εργαλείων για την κατανόηση της ρωσικής αντίδρασης, λόγω της εγκατάλειψης της ρεαλιστικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων και της επικράτησης αυτού που ο Ε. Τσακιρίδης προσφυώς αποκάλεσε “φιλελεύθερος αναθεωρητισμός περιορισμένης ευθύνης”. Από την αρχή της ουκρανικής κρίσης είχαμε επισημάνει ότι η πραγματικότητα εκδικείται όσους την αγνοούν . Ή αλλιώς, όπως το θέτει ο καθηγητής John J. Mearsheimer, “realpolitik remains relevant — and states that ignore it do so at their own peril”. Η φράση προέρχεται από ένα εξαιρετικό άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs με τον εύγλωττο τίτλο “Why the Ukraine crisis is the West’s fault”, με το οποίο ο επιφανής εκπρόσωπος της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων αποδίδει την ουκρανική κρίση σε εσφαλμένες δυτικές εκτιμήσεις και επιλογές.
Ο Mearsheimer εξηγεί ότι στην ουκρανική κρίση η Ρωσία, αντίθετα από την τρέχουσα δυτική αντίληψη, είναι στρατηγικά αμυνόμενη και όχι επιτιθέμενη. Από τη δεκαετία του 1990 και ως το 2009 (ένταξη Αλβανίας και Κροατίας) το ΝΑΤΟ και η ΕΕ επεκτείνονται ακάθεκτα στις πρώην ανατολικές χώρες, παρά τις έντονες ρωσικές διαφωνίες. Το 2008, όταν η επέκταση αυτή έφτασε στα ρωσικά σύνορα (Γεωργία), η Ρωσία κατέστησε απόλυτα σαφές ποιες ήταν οι κόκκινες γραμμές της, χρησιμοποιώντας την ισχύ των όπλων για να επιβάλει τη θέλησή της. Η Δύση θα έπρεπε να έχει λάβει το μήνυμα – αλλά προφανώς δεν το έλαβε.
Ο Mearsheimer αποφλοιώνει συστηματικά τις δυτικές αντιλήψεις περί διαρκούς ειρήνης που θα επέλθει με την επικράτηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης, του δικαίου και της δημοκρατίας δυτικού τύπου. Kατακρίνει την αντίληψη ότι η εξαγωγή των δυτικών αξιών είναι νομοτελειακή εξέλιξη ή/και υποχρέωση του δυτικού στρατοπέδου και ασκεί δριμεία κριτική στο δυτικό “social engineering” σε πρώην ανατολικές χώρες, και τις «πορτοκαλί επαναστάσεις» που αυτό προκάλεσε. Τεκμηριώνει με στοιχεία τη στρατηγική στόχευση πίσω από τα προγράμματα προαγωγής της «κοινωνίας πολιτών» του National Endowment for Democracy. Και επισημαίνει δηκτικά ότι, ασχέτως των δυτικών διαβεβαιώσεων περί καλών προθέσεων και “win-win” οικονομικής αλληλεξάρτησης, η τελική ιεράρχηση των συμφερόντων της Ρωσίας, όπως και κάθε σοβαρής χώρας, είναι προνόμιο της ίδιας. Πολύ περισσότερο όταν το ζήτημα αφορά τον έλεγχο της Ουκρανίας, δηλαδή της οδού από την οποία πέρασαν ιστορικά όλες οι εισβολές στην Ρωσία.
Επιπλέον ο Mearsheimer αντικρούει το “επιχείρημα του Μονάχου” και τον παραλληλισμό με τον Χίτλερ, που ήδη χρησιμοποιείται (πχ από τον Βρετανό πρωθυπουργό Κάμερον) και κατά του Β. Πούτιν. Πρόκειται για το γνωστό δίδαγμα της συμφωνίας του Μονάχου του 1938, όπου η Αγγλία και Γαλλία ενέδωσαν στις απαιτήσεις του Χίτλερ ενθαρρύνοντας τις επεκτατικές του βλέψεις. Η αρχή ότι ο κατευνασμός αποθρασύνει έναν επεκτατικό αντίπαλο είναι σωστή και διαχρονική. Όμως, παρατηρεί ο Mearsheimer, ο Πούτιν δεν είναι Χίτλερ και η Ρωσία δεν είναι επεκτατικός αντίπαλος. Ως την ανατροπή του (εκλεγμένου) ουκρανού προέδρου Γιανούκοβιτς τον Φεβρουάριο, η Ρωσία είχε παίξει το παιχνίδι “σύμφωνα με τους κανόνες” και χωρίς χρήση ένοπλης ισχύος. Όταν όμως η Δύση υποκίνησε “κινήματα πολιτών” για την ανατροπή Γιανούκοβιτς λόγω της σύμπλευσής του με τη Ρωσία, η τελευταία είχε κάθε λόγο να θεωρήσει τις κινήσεις αυτές ως αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, και να αντιδράσει αναλόγως.
O Mearsheimer παραλληλίζει τη στρατηγική πρόκληση που συνιστά για τη Ρωσία η δυτική παρουσία στην Ουκρανία με τη στρατηγική πρόκληση που συνιστούσε για τις ΗΠΑ η σοβιετική παρουσία στην Κούβα το 1962. Όσο για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και επιλογής συμμαχιών που είχαν η Κούβας και η Ουκρανία βάσει του διεθνούς δικαίου; Η πικρή αλήθεια, γράφει ο Mearsheimer, είναι ότι συχνά η ισχύς δημιουργεί δίκαιο όταν εμπλέκονται οι μεγάλες δυνάμεις (“might often makes right when great-power politics are at play”). Εμείς αντίστοιχα είχαμε παραπέμψει πριν λίγους μήνες στον διαχρονικό «Διάλογο Αθηναίων και Μηλίων» του Θουκυδίδη, τον οποίο ορισμένοι σχολιαστές από στήλες περιοδικών χαρακτήρισαν αναχρονιστικό – ας παραπονεθούν στο πανεπιστήμιο του Chicago για τους αναχρονισμούς που διδάσκει ο καθηγητής Mearsheimer…
Και δυστυχώς όσοι Έλληνες αναλυτές χαρακτήρισαν ξεπερασμένο τον Θουκυδίδη και τη ρεαλιστική ανάλυση δεν είναι μόνοι. Οι ενέργειες στο δυτικό στρατόπεδο, ήδη από την αρχή της ουκρανικής κρίσης, δείχνουν αδυναμία αντίληψης των θεμελιωδέστερων αρχών των διεθνών σχέσεων. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Kerry δήλωσε ότι «απλά δεν επιτρέπεται στον εικοστό πρώτο αιώνα να συμπεριφέρεται κανείς όπως στον δέκατο ένατο», ενώ η Α. Μέρκελ φέρεται να είπε στον πρόεδρο Ομπάμα ότι ο Β. Πούτιν «ζει σε άλλο κόσμο». Ίσως η καλύτερη καταγραφή των αντιδράσεων που προκαλεί η πολιτική του Β. Πούτιν στη Δύση βρίσκεται σε πρόσφατο άρθρο της Anne Applebaum στην Washington Post, όπου γίνεται λόγος για «Πλήγμα της Ρωσίας στην παγκοσμιοποίηση»: “μια μεγάλη χώρα όπου δραστηριοποιούνται διεθνείς εισηγμένες εταιρίες αποφάσισε ότι ένας περιφερειακός πόλεμος με τους γείτονές της είναι προτιμότερος από την πλήρη συμμετοχή στο διεθνές οικονομικό σύστημα. [...] αποφάσισε επίσης ότι μπορεί να αποδεχθεί αυξημένες τιμές στα τρόφιμα, στο όνομα της τιμής του έθνους. Όχι μόνο είναι εφικτή η απόρριψη της “win-win” λογικής της παγκοσμιοποίησης χάριν διαφορετικών αξιών και πολιτικών, αλλά συμβαίνει αυτή τη στιγμή”. Το άρθρο μεταδίδει την εικόνα μιας δυτικής ελίτ που “πέφτει από τα σύννεφα” επειδή κάποιοι στον κόσμο δεν ενστερνίζονται τις δυτικές προτεραιότητες.
Σε αντίθεση με όλους τους παραπάνω, ο καθηγητής Mearsheimer, ως συνεπής ρεαλιστής, ανατέμνει ψύχραιμα τα ρωσικά κίνητρα χωρίς να τα ενστερνίζεται, αναγνωρίζει τα θεμιτά ρωσικά συμφέροντα και εισηγείται την αναδίπλωση της Δύσης με στόχο την επίτευξη ενός συμβιβασμού: τα βασικότερα σημεία του θα ήταν η κατοχύρωση ενός καθεστώτος ουδέτερου “buffer state” μεταξύ Ρωσίας και Δύσης για την Ουκρανία, η αποκήρυξη κάθε πρόθεσης ένταξής της στο ΝΑΤΟ και η συνεργασία της Δύσης με τη Ρωσία στην προσπάθεια οικονομικής σταθεροποίησης του ουκρανικού κράτους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Mearsheimer, αντίθετα από όσους (ιδίως στην Ελλάδα) διαλαλούν την «ανίκητη» ρωσική ισχύ, καταλήγει στην πρότασή του από τον ακριβώς αντίθετο συλλογισμό. Η Ρωσία, λέει, είναι μια παρακμάζουσα δύναμη: αντιμετωπίζει σοβαρότατο δημογραφικό πρόβλημα και η οικονομία της, που δεν έχει αναπτύξει παραγωγικό ιστό ανταγωνιστικό διεθνώς, εξαρτάται μονοδιάστατα από την εξαγωγή πρώτων υλών. Συνεπώς, λέει ο Mearsheimer, η Δύση δεν έχει να φοβάται από τη Ρωσία. Αντιθέτως μπορεί να αξιοποιήσει τη συνεργασία της για την επίλυση των κρίσεων στο Αφγανιστάν, τη Συρία και το Ιράν και, σε βάθος χρόνου, προκειμένου να εξισορροπήσει την αναδυόμενη απειλή της Κίνας. Όμως η επιδεικτική προσβολή των ρωσικών στρατηγικών συμφερόντων στην Ουκρανία πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο: τη στρατηγική αποξένωση της Ρωσίας, χωρίς όφελος για καμία πλευρά και με ρίσκο μιας καταστροφικής σύγκρουσης.
Η θέση αυτή, δηλαδή η έμφαση στα κοινά συμφέροντα Ρωσίας και Δύσης, είναι άλλη μια σημαντική συνεισφορά της ανάλυσης του Mearsheimer. Και τούτο διότι η πνευματική νωθρότητα και τα ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά που αναβιώνει η ρωσική στάση στο δυτικό στρατόπεδο (ειδικά σε κάποιους γερουσιαστές στις ΗΠΑ) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη δαιμονοποίηση της Ρωσίας και την παγίωση μιας στείρας αντιρωσικής στάσης. Και σε αυτό δεν είναι άμοιρος ευθυνών ούτε ο ρώσος πρόεδρος Β. Πούτιν, που φέρεται να δήλωσε “αν θέλω παίρνω το Κίεβο σε δύο εβδομάδες“. Τα ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά δεν είναι προνόμιο μιας μόνο πλευράς…
Όπως είχαμε εξ αρχής επισημάνει, είναι βέβαιο ότι η κατάληξη της ουκρανικής κρίσης (αντίθετα με τις ενέργειες που την προκάλεσαν), θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τα ρωσικά συμφέροντα. Το διακύβευμα όμως είναι πλέον, πόσο αίμα θα χυθεί και πόσο θα κινδυνέψει η παγκόσμια ειρήνη. Όσοι παίρνουν αποφάσεις αυτή την εποχή στη διεθνή σκηνή (και ειδικά στο δυτικό στρατόπεδο), θα κάνουν καλά να διαβάσουν προσεκτικά το άρθρο του John J. Mearsheimer. Και αν κάποιες έννοιες όπως “ισχύς” και “κρατικό συμφέρον” τους φανούν ξένες, ας ανοίξουν επιτέλους κανένα βιβλίο. Θα διαπιστώσουν ότι είναι πανάρχαιες και διαχρονικές.
Πηγή e-amyna
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...