Οι Πόντιοι εκπληρώνουν το χρέος τους
Φέρνουν άμμο από τις αλησμόνητες πατρίδες για τους τάφους των προγόνων τους
Άμμο, χώμα, πέτρες, ακόμα και φρούτα από τη γενέθλια γη των προγόνων τους φέρνουν Έλληνες με καταγωγή από τον Πόντο, για να τα βάλουν στους τάφους των προγόνων τους, εκπληρώνοντας, όπως τονίζουν, ένα ηθικό χρέος απέναντί τους.
Οι Πόντιοι, όπως εξομολογούνται, έχουν ανάγκη να φέρουν ένα κομμάτι γης για τους προγόνους τους, είτε επειδή το είχαν ζητήσει είτε επειδή ο Πόντος είναι κομμάτι του συναισθηματικού «γενετικού κώδικά» τους.
Όταν μιλούν για την «χαμένη» πατρίδα, βουρκώνουν και η νοσταλγία φαίνεται στο βλέμμα τους.
Αυτό το ταξίδι έκανε και ο Μιχάλης Καραβέλας, κρητικής καταγωγής που διανύει την 6η δεκαετία της ζωής του. Γεωπόνος και διοικητικό μέλος της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, ο κ. Καραβέλας μας λέει ότι «ο Πόντος είναι η ονειρική πατρίδα», ανασύροντας από τη μνήμη του ταξίδι στην περιοχή, το 1986, με μία παρέα 11 ατόμων.
Σε αυτό το ταξίδι συνάντησε, όπως είπε «το δικό του πεπρωμένο».
Περνώντας η παρέα από τη Σινώπη, την Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα και άλλες πόλεις, έφτασε στις 21 Ιουλίου στα παρχάρια της Τόνιας (θερινά βοσκοτόπια σε υψόμετρο άνω των 2.000 μέτρων) για το πανηγύρι στις 22 Ιουλίου. Είχαν την πολύτιμη βοήθεια του Χουσνή, εμπόρου από την Κωνσταντινούπολη, που μιλά μαζί τους στην ποντιακή διάλεκτο και τους φιλοξενεί.
Ο κ. Καραβέλας γνώρισε τον 96χρονο –τότε- πατέρα του Χουσνή και βρέθηκε προ εκπλήξεως, όταν ο παππούς ζήτησε από την παρέα που ήρθε από την Ελλάδα να ακούσει έναν σκοπό με κεμεντζέ (ποντιακή λύρα).
«Η συγκίνηση ήταν έκδηλη και παράλληλα η έκπληξη για την «παραγγελιά» του υπέργηρου Μαράζ (ο πατέρας του Χουσνή). Τραγουδούσαμε όλοι μαζί και κλαίγαμε», θυμάται ο κ. Καραβέλας.
Ολοκληρώνοντας το ταξίδι του, πήρε μαζί του ψιλή, μαύρη άμμο, από τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Αυτή τη μαύρη άμμο έβαλε στον τάφο των πεθερικών του, εκπληρώνοντας ένα ηθικό χρέος απέναντί τους, όπως σημείωσε.
Σεβασμό στη γη μας
Με τον ίδιο σεβασμό για τη γη των προγόνων της, η Βικτωρία Σαββίδου, 62 ετών, οικονομολόγος, έκανε και αυτή το χρέος της απέναντι στον πατέρα της, φέρνοντας από τη Σάντα του Πόντου (σημερινό Dumanli), μία πέτρα από ένα ερειπωμένο κτίριο, που ήταν ο Ναός του Αγίου Χριστοφόρου της ενορίας Πιστοφάντων (σ.σ. η Σάντα αποτελούνταν από επτά ενορίες και δύο μικρότερους οικισμούς).
«Ασυναίσθητα, ίσως, όταν μπήκαμε μέσα στον χώρο, άπλωσα το χέρι μου και πήρα μία πέτρα, την ώρα που πήγαμε να ανάψουμε κερί (…) Σκέφτηκα ότι εδώ βαφτίστηκε ο παππούς μου και παντρεύτηκε (…) Είπα ‘θα πάρω μία πέτρα και θα την βάλω στον τάφο του πατέρα μου όταν πεθάνει’, όπως και έκανα», σημείωσε.
«Είναι ηθικό χρέος προς τους παππούδες μας»
Πέτρες και χώμα από το σπίτι των προγόνων του έφερε και ο 45χρονος Θανάσης Στυλίδης από τα Παλατίτσια Ημαθίας, όμως τελικά, άφησε πάνω στον τάφο της γιαγιάς του μόνο λεμόνια, τα οποία έφερε από το Βατούμ. Η γιαγιά του ήταν Σανταία που έμενε στο Βατούμ και του μιλούσε όλο για τα λεμόνια και τα φρούτα που είχε στην αυλή της.
Ο κ. Στυλίδης έκανε αυτό το ταξίδι επειδή, όπως είπε, «κατ’ αρχάς ήταν αυτό που μας έλεγαν οι παππούδες μας, ήταν απαίτηση, ένα ηθικό χρέος».
Πέρα όμως από την απαίτηση των παππούδων, ο ίδιος αισθάνθηκε την ανάγκη να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της γιαγιάς του, έχοντας «οδηγό» την αγάπη του για τους προγόνους του.
«Είναι το ‘δέσιμο’ με αυτή την γενιά (των παππούδων). Μεγαλώσαμε με παππούδες και γιαγιάδες και άλλους γέροντες και γερόντισσες που κάναμε μαζί τους «παρακάθ» (συγκέντρωση φίλων και συγγενών) και μας έλεγαν τις ιστορίες τους. Με αυτές τις ιστορίες ποτιστήκαμε και έγιναν μνήμη», πρόσθεσε.
«Όταν φέρνουμε μία πέτρα (ή ό,τι άλλο) και τη βάζουμε στους τάφους των προγόνων μας, νιώθουμε ότι τότε θάφτηκε πραγματικά ο νεκρός και είναι στη γη του. Είναι αυτό που κάνει και η Αντιγόνη» (αναφέρεται στην αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή). Και, όπως είπα, οι θυμόσοφοι Πόντιοι λένε «σα ξένα το ταφίν τρία φοράς βαθύν εν». Γι αυτό, μας εξήγησε ο κ. Στυλίδης, υπάρχει η ανάγκη να φέρουν χώμα ή οτιδήποτε άλλο από τον Πόντο, για να το βάλουν στους τάφους των προγόνων τους.
Την τελευταία επιθυμία του παππού του, που έφυγε από τον Πόντο σε νηπιακή ηλικία, σεβάστηκε και εκπλήρωσε ο 28χρονος σήμερα Θεόφιλος Ασλανίδης: «Μου είπε (ο παππούς του) ‘Θέλω εσύ να πας. Όταν θα πας, θα φέρτς χώμα και θα βαλτς ατό σο ταφί’μ».
Ο Θεόφιλος πήγε, το 2011, στη Σάντα του Πόντου (το σημερινό Dumanli), βρήκε το σπίτι του προπάππου του, πήρε χώμα, και, όταν ο παππούς του πέθανε, τήρησε την υπόσχεση που του έδωσε, επειδή, όπως λέει «έτσι αναπαύεται η ψυχή τους».
Πηγή εφημ. “Star Press”
Άμμο, χώμα, πέτρες, ακόμα και φρούτα από τη γενέθλια γη των προγόνων τους φέρνουν Έλληνες με καταγωγή από τον Πόντο, για να τα βάλουν στους τάφους των προγόνων τους, εκπληρώνοντας, όπως τονίζουν, ένα ηθικό χρέος απέναντί τους.
Οι Πόντιοι, όπως εξομολογούνται, έχουν ανάγκη να φέρουν ένα κομμάτι γης για τους προγόνους τους, είτε επειδή το είχαν ζητήσει είτε επειδή ο Πόντος είναι κομμάτι του συναισθηματικού «γενετικού κώδικά» τους.
Όταν μιλούν για την «χαμένη» πατρίδα, βουρκώνουν και η νοσταλγία φαίνεται στο βλέμμα τους.
Αυτό το ταξίδι έκανε και ο Μιχάλης Καραβέλας, κρητικής καταγωγής που διανύει την 6η δεκαετία της ζωής του. Γεωπόνος και διοικητικό μέλος της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, ο κ. Καραβέλας μας λέει ότι «ο Πόντος είναι η ονειρική πατρίδα», ανασύροντας από τη μνήμη του ταξίδι στην περιοχή, το 1986, με μία παρέα 11 ατόμων.
Σε αυτό το ταξίδι συνάντησε, όπως είπε «το δικό του πεπρωμένο».
Περνώντας η παρέα από τη Σινώπη, την Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα και άλλες πόλεις, έφτασε στις 21 Ιουλίου στα παρχάρια της Τόνιας (θερινά βοσκοτόπια σε υψόμετρο άνω των 2.000 μέτρων) για το πανηγύρι στις 22 Ιουλίου. Είχαν την πολύτιμη βοήθεια του Χουσνή, εμπόρου από την Κωνσταντινούπολη, που μιλά μαζί τους στην ποντιακή διάλεκτο και τους φιλοξενεί.
Ο κ. Καραβέλας γνώρισε τον 96χρονο –τότε- πατέρα του Χουσνή και βρέθηκε προ εκπλήξεως, όταν ο παππούς ζήτησε από την παρέα που ήρθε από την Ελλάδα να ακούσει έναν σκοπό με κεμεντζέ (ποντιακή λύρα).
«Η συγκίνηση ήταν έκδηλη και παράλληλα η έκπληξη για την «παραγγελιά» του υπέργηρου Μαράζ (ο πατέρας του Χουσνή). Τραγουδούσαμε όλοι μαζί και κλαίγαμε», θυμάται ο κ. Καραβέλας.
Ολοκληρώνοντας το ταξίδι του, πήρε μαζί του ψιλή, μαύρη άμμο, από τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Αυτή τη μαύρη άμμο έβαλε στον τάφο των πεθερικών του, εκπληρώνοντας ένα ηθικό χρέος απέναντί τους, όπως σημείωσε.
Σεβασμό στη γη μας
Με τον ίδιο σεβασμό για τη γη των προγόνων της, η Βικτωρία Σαββίδου, 62 ετών, οικονομολόγος, έκανε και αυτή το χρέος της απέναντι στον πατέρα της, φέρνοντας από τη Σάντα του Πόντου (σημερινό Dumanli), μία πέτρα από ένα ερειπωμένο κτίριο, που ήταν ο Ναός του Αγίου Χριστοφόρου της ενορίας Πιστοφάντων (σ.σ. η Σάντα αποτελούνταν από επτά ενορίες και δύο μικρότερους οικισμούς).
«Ασυναίσθητα, ίσως, όταν μπήκαμε μέσα στον χώρο, άπλωσα το χέρι μου και πήρα μία πέτρα, την ώρα που πήγαμε να ανάψουμε κερί (…) Σκέφτηκα ότι εδώ βαφτίστηκε ο παππούς μου και παντρεύτηκε (…) Είπα ‘θα πάρω μία πέτρα και θα την βάλω στον τάφο του πατέρα μου όταν πεθάνει’, όπως και έκανα», σημείωσε.
«Είναι ηθικό χρέος προς τους παππούδες μας»
Πέτρες και χώμα από το σπίτι των προγόνων του έφερε και ο 45χρονος Θανάσης Στυλίδης από τα Παλατίτσια Ημαθίας, όμως τελικά, άφησε πάνω στον τάφο της γιαγιάς του μόνο λεμόνια, τα οποία έφερε από το Βατούμ. Η γιαγιά του ήταν Σανταία που έμενε στο Βατούμ και του μιλούσε όλο για τα λεμόνια και τα φρούτα που είχε στην αυλή της.
Ο κ. Στυλίδης έκανε αυτό το ταξίδι επειδή, όπως είπε, «κατ’ αρχάς ήταν αυτό που μας έλεγαν οι παππούδες μας, ήταν απαίτηση, ένα ηθικό χρέος».
Πέρα όμως από την απαίτηση των παππούδων, ο ίδιος αισθάνθηκε την ανάγκη να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της γιαγιάς του, έχοντας «οδηγό» την αγάπη του για τους προγόνους του.
«Είναι το ‘δέσιμο’ με αυτή την γενιά (των παππούδων). Μεγαλώσαμε με παππούδες και γιαγιάδες και άλλους γέροντες και γερόντισσες που κάναμε μαζί τους «παρακάθ» (συγκέντρωση φίλων και συγγενών) και μας έλεγαν τις ιστορίες τους. Με αυτές τις ιστορίες ποτιστήκαμε και έγιναν μνήμη», πρόσθεσε.
«Όταν φέρνουμε μία πέτρα (ή ό,τι άλλο) και τη βάζουμε στους τάφους των προγόνων μας, νιώθουμε ότι τότε θάφτηκε πραγματικά ο νεκρός και είναι στη γη του. Είναι αυτό που κάνει και η Αντιγόνη» (αναφέρεται στην αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή). Και, όπως είπα, οι θυμόσοφοι Πόντιοι λένε «σα ξένα το ταφίν τρία φοράς βαθύν εν». Γι αυτό, μας εξήγησε ο κ. Στυλίδης, υπάρχει η ανάγκη να φέρουν χώμα ή οτιδήποτε άλλο από τον Πόντο, για να το βάλουν στους τάφους των προγόνων τους.
Την τελευταία επιθυμία του παππού του, που έφυγε από τον Πόντο σε νηπιακή ηλικία, σεβάστηκε και εκπλήρωσε ο 28χρονος σήμερα Θεόφιλος Ασλανίδης: «Μου είπε (ο παππούς του) ‘Θέλω εσύ να πας. Όταν θα πας, θα φέρτς χώμα και θα βαλτς ατό σο ταφί’μ».
Ο Θεόφιλος πήγε, το 2011, στη Σάντα του Πόντου (το σημερινό Dumanli), βρήκε το σπίτι του προπάππου του, πήρε χώμα, και, όταν ο παππούς του πέθανε, τήρησε την υπόσχεση που του έδωσε, επειδή, όπως λέει «έτσι αναπαύεται η ψυχή τους».
Πηγή εφημ. “Star Press”
Συγκινητικό άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς και σήμερα γίνονται ανάλογες εκκαθαρίσεις, ο πολιτισμός και η θρησκεία μας ενοχλούν...