Ο Μεταξάς και το ΟΧΙ του 1940
Του Ανδρέα Ματζάκου*
Η προσωπικότητα, η πολιτική πορεία αλλά και η διακυβέρνηση της Ελλάδος από τον Ιωάννη Μεταξά, τα κρίσιμα χρόνια λίγο πριν και με την έναρξη του Β’ΠΠ, έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις όχι μόνον μεταξύ των εχόντων την απαραίτητη γνώση να το κάνουν, αλλά και μεταξύ ανθρώπων που κρίνουν ιστορικά γεγονότα με βάση την εξυπηρέτηση της πολιτικής τους ιδεολογίας, αδιαφορώντας για την ιστορική αλήθεια.
Στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου, γίνεται μια προσπάθεια να φωτιστούν τα γεγονότα προ της εποποιίας του 1940, με βάση τα ιστορικά στοιχεία.
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ 1937-1940
Στα προ του πολέμου χρόνια, ο Μεταξάς προσπάθησε να τηρήσει ουδετερότητα ώστε να μην προκαλέσει την Ιταλία. Οι ιταλικές προκλήσεις άρχισαν σταδιακά από το 1937 με κατασκοπεία των ναυτικών εγκαταστάσεων της χώρας, μέχρι και την εκδήλωση θερμών επεισοδίων με βομβαρδισμό από την ιταλική αεροπορία ελληνικών πλοίων που ευρίσκονταν σε διάφορες αποστολές, στις ελληνικές θάλασσες. Σε ένα τέτοιο σοβαρό επεισόδιο στις 12 Ιουλίου 1940, ιταλικά αεροσκάφη επιτίθενται με βόμβες κατά του βοηθητικού ναρκοβόλου-πλοίου φάρων «Ωρίων», το οποίο ανεφοδίαζε το φάρο της Γραμβούσας, ενός μικρού νησιού στο ΒΔ άκρο της Κρήτης.
Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου και ενώ ο Μεταξάς εγνώριζε από την πρώτη στιγμή ποιος κρυβόταν πίσω από τις τορπίλες μια και θραύσματα των τορπιλών που έφεραν τα διακριτικά RM (Regia Marina) είχαν βρεθεί αμέσως αφού δυο τορπίλες είχαν βρει τον λιμενοβραχίονα, έδωσε αυστηρές οδηγίες στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες της εποχής να μην γίνει αναφορά στη συγκεκριμένη χώρα, ώστε να φαίνεται ότι η Ελλάδα δεν εγνώριζε. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ο Μεταξάς, στην προσπάθεια του να αποφύγει την εμπλοκή της Ελλάδος σε πόλεμο, επεδίωξε ακόμα και την μεσολάβηση της Γερμανίας ώστε να ανατρέψει την διαφαινόμενη ενέργεια των Ιταλών έναντι της Ελλάδος.
Απαντώντας του όμως ο Χίτλερ, τον συμβούλευσε να εντάξει την Ελλάδα στην «Νέα Τάξη» αφού πρώτα ικανοποιούσε τις εδαφικές βλέψεις της Ιταλίας και της Βουλγαρίας σε βάρος της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Βουλγαρία εκείνη την εποχή όχι μόνο φλερτάριζε με την άξονα, αλλά ήταν και η μεγαλύτερη απειλή κατά της Ελλάδος, έχοντας κατά νουν την έξοδο στην Μεσόγειο, μέσω της Θράκης. Γι’ αυτό και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε δαπανήσει αρκετά χρήματα για να δημιουργήσει την περίφημη γραμμή των οχυρών Μεταξά κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου.
Η διπλωματική στάση της ουδετερότητας της Ελλάδας απέναντι στον άξονα, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια επίσημη κάλυψη της προετοιμασίας της Ελλάδος ενόψει της συμμετοχής στο πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων.
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς το Πάσχα του 1939, άρχισε η οχύρωση και των συνόρων με την Αλβανία, αφού πλέον η εξωτερική απειλή για την Ελλάδα είχε μεταφερθεί ανατολικότερα.
Καθοριστικός παράγοντας των επιλογών του Μεταξά σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ήταν ο συσχετισμός ισχύος στο Διεθνές Σύστημα και η σαφής εικόνα που είχε ο Μεταξάς για την αξία της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδος. Πίστευε απόλυτα ότι η ικανοποίηση της πρωταρχικής φροντίδας για την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας δεν ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ερήμην της σύμπραξης με την Μ. Βρετανία. Η Μ. Βρετανία είχε ανάγκη την Κρήτη κατά κύριο λόγο, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, προκειμένου να αισθάνεται ασφαλής από τις δυνάμεις του άξονα στην Βόρειο Αφρική.
ΤΟ ΟΧΙ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΞΑΣ
Το ποιος είπε το όχι έχει προκαλέσει τεράστιες δημόσιες συζητήσεις τα τελευταία χρόνια. Ας προσεγγίσουμε το θέμα λοιπόν με καθαρά ιστορικά στοιχεία.
Στις 22 Μαΐου του 1939, η Γερμανία και η Ιταλία υπογράφουν το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» με το οποίο στην ουσία θεμελίωσαν τον Άξονα. Στο άρθρο 3 του συμφώνου συμφωνήθηκε ότι ‘’ Τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται την πλήρη στρατιωτική υποστήριξη μεταξύ τους σε περίπτωση που εμπλακεί κάποιος εκ των δύο σε πόλεμο’’. Ενώ λοιπόν το Σύμφωνο ήταν για τα μάτια του κόσμου, μια απλή διπλωματική προσέγγιση, για όσους ηγέτες έβλεπαν μακρύτερα από τις σελίδες ενός διπλωματικού κειμένου, επρόκειτο για σαφή προετοιμασία ενός πολέμου στην Ευρώπη.
Με την υπογραφή του Συμφώνου, ο Μεταξάς καλεί τον πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι και του ανακοινώνει ότι «αν προσβληθούν τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα αντισταθούμε αντί πάσης θυσίας και δι΄ όλων των μέσων». Δεν είναι αυτό ένα πρώτο ΟΧΙ, το 1939; Δεν είναι μια σαφής δήλωση προθέσεων; Αν δεν έβλεπε ο Μεταξάς μακρύτερα από ότι οι απλοί διπλωμάτες, θα έκανε ποτέ τέτοια δήλωση;
Με την επίδοση του τελεσιγράφου του Γκράτσι στον Μεταξά, την νύκτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η φράση του Μεταξά στα γαλλικά ‘’Alors c’ est la guerre’’, ήταν το επίσημο ΟΧΙ της Ελλάδος προς την Ιταλία, η οποία ήθελε να χρησιμοποιήσει στρατηγικά σημεία της Ελλάδος για τα στρατεύματα της. Ο Μουσολίνι είχε κατά νουν την αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την επικράτηση της Ιταλίας στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου.
Την εξέλιξη την γνωρίζουμε λίγο πολύ όλοι. Ο ελληνικός στρατός, άρτια εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος για τις τότε δυνατότητες της Ελλάδος, μιας Ελλάδος που είχε κηρύξει την τετάρτη της πτώχευση λίγα χρόνια πριν, το 1936, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου μέχρι την 8η Δεκεμβρίου 1940. Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου από ελληνικά στρατεύματα.
ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Η λέξις εθνικό συμφέρον, άγνωστη εν πολλοίς όλα τα μεταπολιτευτικά χρόνια στη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή, για τον Μεταξά ήταν ο φάρος των αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής, όπως δηλαδή γίνεται σήμερα, σε κάθε σύγχρονη δυτική δημοκρατία.
Ενώ ο Μεταξάς είχε σπουδάσει στην ακαδημία πολέμου της Γερμανίας και συνεπώς είχε γερμανική παιδεία, σε καμία περίπτωση φοβήθηκε ή συμμάχησε με τον άξονα. Αντιθέτως, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία, χώρες που ασπάστηκαν τον ‘’ανύπαρκτο σοσιαλισμό’’, προσεχώρησαν στον άξονα, τον Μάρτιο του 1940 προσδοκώντας ανταλλάγματα από ελληνικά εδάφη (Θράκη και λιμάνι Θεσ/νικης).
Ενώ ο Μεταξάς προσέβλεπε σε βοήθεια της Αγγλίας πριν την εμπλοκή με την Ιταλία, προκειμένου να αποφύγει η Ελλάδα τον πόλεμο, τον Ιανουάριο του 1941, όταν τον πιέζει η Αγγλία, μέσω του στρατηγού Ουέιβελ και του πρεσβευτή της στην Αθήνα Πάλερετ, να δεχθούμε μικρό στρατιωτικό αγγλικό απόσπασμα στη Θεσ/νικη, απαντά ΟΧΙ. Ο Μεταξάς και πάλι διέβλεψε ότι αφ’ ενός μεν η Αγγλία ήθελε την συμβολική αυτή παρουσία στρατού της εντός ελληνικού εδάφους προκειμένου να αναγκάσει την Γερμανία να επιτεθεί κατά της Ελλάδος και συνεπώς να εμπλέξει δυνάμεις της στα Βαλκάνια προκειμένου να ελαττωθεί η πίεση που αισθάνονταν η μητροπολιτική Αγγλία, αφ’ ετέρου θα ανακατεύονταν στα εσωτερικά της Ελλάδος τουλάχιστον στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Για τον θάνατο του τον ίδιο μήνα του 1941, στις 29 Ιανουαρίου, υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να προήλθε και από αγγλικό δάκτυλο προκειμένου να υλοποιηθεί η στρατηγική της Αγγλίας στα Βαλκάνια, η οποία είχε να κάνει με την ίδια την επιβίωση της. Δεν έχω βρει στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το «ΟΧΙ» του 1940 ήταν ένα από τα πολλά όχι των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων, τα οποία κοσμούν ανεξίτηλα την ιστορία μας και αποτελούν αδιάσπαστη αλυσίδα της εθνικής μας πορείας.
Για να δούμε τι λέει για το ποιος είπε το ΟΧΙ, ένας εκ των πολιτικών αντιπάλων του Μεταξά, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Πολιτικός, Φιλόσοφος και Καθηγητής, Πρόεδρος του ΙΚΑ το 1934, εκτοπισθείς από την Αθήνα από το καθεστώς της 4 ης Αυγούστου, στο βιβλίο του ‘’Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου’’ όπου γράφει γι’ αυτόν:
«Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον Ιωάννην Μεταξά, διότι είπε ολομόναχος στο σκοτάδι της νύκτας, το μέγα ΟΧΙ. Λέγουν όσοι αντικρίζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της ιστορίας ότι το ΟΧΙ δεν το είπεν ο Μεταξάς, ότι το είπεν ο ελληνικός λαός. Ναι το είπεν ο ελληνικός λαός, αλλά αφού το είχε ειπεί ο Μεταξάς...»
Ο ίδιος ο Μεταξάς, δεν αμφισβήτησε το μερίδιο των απλών Ελλήνων στο ΟΧΙ. Μιλώντας ο ίδιος ο στο υπουργικό Συμβούλιο στις 7 Ιανουαρίου του 41, λέει: «Εμείς δεν δημιουργήσαμε τας ηθικάς δυνάμεις τας οποίας αναπτύσσει σήμερον ο Ελληνισμός. Αύται ήσαν μέσα του αλλά ήταν εν μέρει εις λήθαργον. Εμείς τας αφυπνίσαμε, τας συντονίσαμε και τας ωθήσαμε προς τα εμπρός. Το θαύμα που επιτελείται είναι έργο του ελληνικού λαού».
Και το θαύμα επιτελέστηκε από την ομόνοια και την ομοψυχία που έδειξαν οι Έλληνες προ της εξωτερικής απειλής κατά της χώρας. Γι’ αυτήν την ομοψυχία και ομόνοια πάλεψε ο Μεταξάς σε όλη του την πολιτική καριέρα, έστω και χωρίς επιτυχία πολλές φορές.
Αυτή η ομοψυχία που τόσο δύσκολα επιτυγχάνεται στην χώρα μας, απασχολούσε και τον Μεταξά όπως φαίνεται και σε μια σημείωση του, την 1 Σεπτεμβρίου 1921 στο Τετράδιο Σκέψεων του, γράφοντας για τις πιέσεις που δεχόταν προκειμένου να αναλάβει την ηγεσία του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία, μια εκστρατεία της οποίας την αποτυχία ο ίδιος είχε προδικάσει από το 1914:
‘’Πολλοί μικροί άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ μέγα σύνολον. Το μεγαλείο των εθνών δεν έγκειται εις τον αριθμόν των υπηκόων, αλλά εις την ποιότητα τούτων και ιδίως την ποιότητα και αξίαν της μεταξύ των αλληλεγγύης’’.
Ας αναλογιστούμε τις ιστορικές μας ευθύνες έναντι αυτών που έδωσαν τη ζωή τους στις κορυφές της Πίνδου το 1940, ώστε να ζούμε σήμερα ελεύθεροι και ας ομονοήσουμε τουλάχιστον στα θέματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων. Η ιστορία διδάσκει. Η διχόνοια ουδέποτε υπήρξε επωφελής για τον ελληνισμό.
*Ανδρέας Ματζάκος
Απόστρατος Αξκος ΣΞ
ΜΑ Διεθνείς Σχέσεις & Στρατηγικές Σπουδές
Η προσωπικότητα, η πολιτική πορεία αλλά και η διακυβέρνηση της Ελλάδος από τον Ιωάννη Μεταξά, τα κρίσιμα χρόνια λίγο πριν και με την έναρξη του Β’ΠΠ, έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις όχι μόνον μεταξύ των εχόντων την απαραίτητη γνώση να το κάνουν, αλλά και μεταξύ ανθρώπων που κρίνουν ιστορικά γεγονότα με βάση την εξυπηρέτηση της πολιτικής τους ιδεολογίας, αδιαφορώντας για την ιστορική αλήθεια.
Στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου, γίνεται μια προσπάθεια να φωτιστούν τα γεγονότα προ της εποποιίας του 1940, με βάση τα ιστορικά στοιχεία.
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ 1937-1940
Στα προ του πολέμου χρόνια, ο Μεταξάς προσπάθησε να τηρήσει ουδετερότητα ώστε να μην προκαλέσει την Ιταλία. Οι ιταλικές προκλήσεις άρχισαν σταδιακά από το 1937 με κατασκοπεία των ναυτικών εγκαταστάσεων της χώρας, μέχρι και την εκδήλωση θερμών επεισοδίων με βομβαρδισμό από την ιταλική αεροπορία ελληνικών πλοίων που ευρίσκονταν σε διάφορες αποστολές, στις ελληνικές θάλασσες. Σε ένα τέτοιο σοβαρό επεισόδιο στις 12 Ιουλίου 1940, ιταλικά αεροσκάφη επιτίθενται με βόμβες κατά του βοηθητικού ναρκοβόλου-πλοίου φάρων «Ωρίων», το οποίο ανεφοδίαζε το φάρο της Γραμβούσας, ενός μικρού νησιού στο ΒΔ άκρο της Κρήτης.
Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου και ενώ ο Μεταξάς εγνώριζε από την πρώτη στιγμή ποιος κρυβόταν πίσω από τις τορπίλες μια και θραύσματα των τορπιλών που έφεραν τα διακριτικά RM (Regia Marina) είχαν βρεθεί αμέσως αφού δυο τορπίλες είχαν βρει τον λιμενοβραχίονα, έδωσε αυστηρές οδηγίες στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες της εποχής να μην γίνει αναφορά στη συγκεκριμένη χώρα, ώστε να φαίνεται ότι η Ελλάδα δεν εγνώριζε. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ο Μεταξάς, στην προσπάθεια του να αποφύγει την εμπλοκή της Ελλάδος σε πόλεμο, επεδίωξε ακόμα και την μεσολάβηση της Γερμανίας ώστε να ανατρέψει την διαφαινόμενη ενέργεια των Ιταλών έναντι της Ελλάδος.
Απαντώντας του όμως ο Χίτλερ, τον συμβούλευσε να εντάξει την Ελλάδα στην «Νέα Τάξη» αφού πρώτα ικανοποιούσε τις εδαφικές βλέψεις της Ιταλίας και της Βουλγαρίας σε βάρος της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Βουλγαρία εκείνη την εποχή όχι μόνο φλερτάριζε με την άξονα, αλλά ήταν και η μεγαλύτερη απειλή κατά της Ελλάδος, έχοντας κατά νουν την έξοδο στην Μεσόγειο, μέσω της Θράκης. Γι’ αυτό και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε δαπανήσει αρκετά χρήματα για να δημιουργήσει την περίφημη γραμμή των οχυρών Μεταξά κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου.
Η διπλωματική στάση της ουδετερότητας της Ελλάδας απέναντι στον άξονα, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια επίσημη κάλυψη της προετοιμασίας της Ελλάδος ενόψει της συμμετοχής στο πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων.
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς το Πάσχα του 1939, άρχισε η οχύρωση και των συνόρων με την Αλβανία, αφού πλέον η εξωτερική απειλή για την Ελλάδα είχε μεταφερθεί ανατολικότερα.
Καθοριστικός παράγοντας των επιλογών του Μεταξά σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ήταν ο συσχετισμός ισχύος στο Διεθνές Σύστημα και η σαφής εικόνα που είχε ο Μεταξάς για την αξία της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδος. Πίστευε απόλυτα ότι η ικανοποίηση της πρωταρχικής φροντίδας για την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας δεν ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ερήμην της σύμπραξης με την Μ. Βρετανία. Η Μ. Βρετανία είχε ανάγκη την Κρήτη κατά κύριο λόγο, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, προκειμένου να αισθάνεται ασφαλής από τις δυνάμεις του άξονα στην Βόρειο Αφρική.
ΤΟ ΟΧΙ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΞΑΣ
Το ποιος είπε το όχι έχει προκαλέσει τεράστιες δημόσιες συζητήσεις τα τελευταία χρόνια. Ας προσεγγίσουμε το θέμα λοιπόν με καθαρά ιστορικά στοιχεία.
Στις 22 Μαΐου του 1939, η Γερμανία και η Ιταλία υπογράφουν το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» με το οποίο στην ουσία θεμελίωσαν τον Άξονα. Στο άρθρο 3 του συμφώνου συμφωνήθηκε ότι ‘’ Τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται την πλήρη στρατιωτική υποστήριξη μεταξύ τους σε περίπτωση που εμπλακεί κάποιος εκ των δύο σε πόλεμο’’. Ενώ λοιπόν το Σύμφωνο ήταν για τα μάτια του κόσμου, μια απλή διπλωματική προσέγγιση, για όσους ηγέτες έβλεπαν μακρύτερα από τις σελίδες ενός διπλωματικού κειμένου, επρόκειτο για σαφή προετοιμασία ενός πολέμου στην Ευρώπη.
Με την υπογραφή του Συμφώνου, ο Μεταξάς καλεί τον πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι και του ανακοινώνει ότι «αν προσβληθούν τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα αντισταθούμε αντί πάσης θυσίας και δι΄ όλων των μέσων». Δεν είναι αυτό ένα πρώτο ΟΧΙ, το 1939; Δεν είναι μια σαφής δήλωση προθέσεων; Αν δεν έβλεπε ο Μεταξάς μακρύτερα από ότι οι απλοί διπλωμάτες, θα έκανε ποτέ τέτοια δήλωση;
Με την επίδοση του τελεσιγράφου του Γκράτσι στον Μεταξά, την νύκτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η φράση του Μεταξά στα γαλλικά ‘’Alors c’ est la guerre’’, ήταν το επίσημο ΟΧΙ της Ελλάδος προς την Ιταλία, η οποία ήθελε να χρησιμοποιήσει στρατηγικά σημεία της Ελλάδος για τα στρατεύματα της. Ο Μουσολίνι είχε κατά νουν την αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την επικράτηση της Ιταλίας στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου.
Την εξέλιξη την γνωρίζουμε λίγο πολύ όλοι. Ο ελληνικός στρατός, άρτια εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος για τις τότε δυνατότητες της Ελλάδος, μιας Ελλάδος που είχε κηρύξει την τετάρτη της πτώχευση λίγα χρόνια πριν, το 1936, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου μέχρι την 8η Δεκεμβρίου 1940. Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου από ελληνικά στρατεύματα.
ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Η λέξις εθνικό συμφέρον, άγνωστη εν πολλοίς όλα τα μεταπολιτευτικά χρόνια στη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή, για τον Μεταξά ήταν ο φάρος των αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής, όπως δηλαδή γίνεται σήμερα, σε κάθε σύγχρονη δυτική δημοκρατία.
Ενώ ο Μεταξάς είχε σπουδάσει στην ακαδημία πολέμου της Γερμανίας και συνεπώς είχε γερμανική παιδεία, σε καμία περίπτωση φοβήθηκε ή συμμάχησε με τον άξονα. Αντιθέτως, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία, χώρες που ασπάστηκαν τον ‘’ανύπαρκτο σοσιαλισμό’’, προσεχώρησαν στον άξονα, τον Μάρτιο του 1940 προσδοκώντας ανταλλάγματα από ελληνικά εδάφη (Θράκη και λιμάνι Θεσ/νικης).
Ενώ ο Μεταξάς προσέβλεπε σε βοήθεια της Αγγλίας πριν την εμπλοκή με την Ιταλία, προκειμένου να αποφύγει η Ελλάδα τον πόλεμο, τον Ιανουάριο του 1941, όταν τον πιέζει η Αγγλία, μέσω του στρατηγού Ουέιβελ και του πρεσβευτή της στην Αθήνα Πάλερετ, να δεχθούμε μικρό στρατιωτικό αγγλικό απόσπασμα στη Θεσ/νικη, απαντά ΟΧΙ. Ο Μεταξάς και πάλι διέβλεψε ότι αφ’ ενός μεν η Αγγλία ήθελε την συμβολική αυτή παρουσία στρατού της εντός ελληνικού εδάφους προκειμένου να αναγκάσει την Γερμανία να επιτεθεί κατά της Ελλάδος και συνεπώς να εμπλέξει δυνάμεις της στα Βαλκάνια προκειμένου να ελαττωθεί η πίεση που αισθάνονταν η μητροπολιτική Αγγλία, αφ’ ετέρου θα ανακατεύονταν στα εσωτερικά της Ελλάδος τουλάχιστον στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Για τον θάνατο του τον ίδιο μήνα του 1941, στις 29 Ιανουαρίου, υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να προήλθε και από αγγλικό δάκτυλο προκειμένου να υλοποιηθεί η στρατηγική της Αγγλίας στα Βαλκάνια, η οποία είχε να κάνει με την ίδια την επιβίωση της. Δεν έχω βρει στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το «ΟΧΙ» του 1940 ήταν ένα από τα πολλά όχι των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων, τα οποία κοσμούν ανεξίτηλα την ιστορία μας και αποτελούν αδιάσπαστη αλυσίδα της εθνικής μας πορείας.
Για να δούμε τι λέει για το ποιος είπε το ΟΧΙ, ένας εκ των πολιτικών αντιπάλων του Μεταξά, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Πολιτικός, Φιλόσοφος και Καθηγητής, Πρόεδρος του ΙΚΑ το 1934, εκτοπισθείς από την Αθήνα από το καθεστώς της 4 ης Αυγούστου, στο βιβλίο του ‘’Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου’’ όπου γράφει γι’ αυτόν:
«Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον Ιωάννην Μεταξά, διότι είπε ολομόναχος στο σκοτάδι της νύκτας, το μέγα ΟΧΙ. Λέγουν όσοι αντικρίζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της ιστορίας ότι το ΟΧΙ δεν το είπεν ο Μεταξάς, ότι το είπεν ο ελληνικός λαός. Ναι το είπεν ο ελληνικός λαός, αλλά αφού το είχε ειπεί ο Μεταξάς...»
Ο ίδιος ο Μεταξάς, δεν αμφισβήτησε το μερίδιο των απλών Ελλήνων στο ΟΧΙ. Μιλώντας ο ίδιος ο στο υπουργικό Συμβούλιο στις 7 Ιανουαρίου του 41, λέει: «Εμείς δεν δημιουργήσαμε τας ηθικάς δυνάμεις τας οποίας αναπτύσσει σήμερον ο Ελληνισμός. Αύται ήσαν μέσα του αλλά ήταν εν μέρει εις λήθαργον. Εμείς τας αφυπνίσαμε, τας συντονίσαμε και τας ωθήσαμε προς τα εμπρός. Το θαύμα που επιτελείται είναι έργο του ελληνικού λαού».
Και το θαύμα επιτελέστηκε από την ομόνοια και την ομοψυχία που έδειξαν οι Έλληνες προ της εξωτερικής απειλής κατά της χώρας. Γι’ αυτήν την ομοψυχία και ομόνοια πάλεψε ο Μεταξάς σε όλη του την πολιτική καριέρα, έστω και χωρίς επιτυχία πολλές φορές.
Αυτή η ομοψυχία που τόσο δύσκολα επιτυγχάνεται στην χώρα μας, απασχολούσε και τον Μεταξά όπως φαίνεται και σε μια σημείωση του, την 1 Σεπτεμβρίου 1921 στο Τετράδιο Σκέψεων του, γράφοντας για τις πιέσεις που δεχόταν προκειμένου να αναλάβει την ηγεσία του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία, μια εκστρατεία της οποίας την αποτυχία ο ίδιος είχε προδικάσει από το 1914:
‘’Πολλοί μικροί άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ μέγα σύνολον. Το μεγαλείο των εθνών δεν έγκειται εις τον αριθμόν των υπηκόων, αλλά εις την ποιότητα τούτων και ιδίως την ποιότητα και αξίαν της μεταξύ των αλληλεγγύης’’.
Ας αναλογιστούμε τις ιστορικές μας ευθύνες έναντι αυτών που έδωσαν τη ζωή τους στις κορυφές της Πίνδου το 1940, ώστε να ζούμε σήμερα ελεύθεροι και ας ομονοήσουμε τουλάχιστον στα θέματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων. Η ιστορία διδάσκει. Η διχόνοια ουδέποτε υπήρξε επωφελής για τον ελληνισμό.
*Ανδρέας Ματζάκος
Απόστρατος Αξκος ΣΞ
ΜΑ Διεθνείς Σχέσεις & Στρατηγικές Σπουδές
Άψογο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή