Ζώντας στην εποχή της λατρείας ανίκανων τραπεζιτών
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα πέρασε άλλη μια μεγάλη λαχτάρα την περασμένη εβδομάδα. Το επείγον ζήτημα ήταν η πιθανότητα διάλυσης της ευρωζώνης. Με την εξάπλωση της κρίσης του χρέους από τις μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, σε γίγαντες της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ο πανικός ξαναχτύπησε κόκκινο.
Η χρεωκοπία μιας από τις μικρότερες χώρες θα δημιουργούσε, φυσικά, σοβαρές επιπλοκές σε όλη την ευρωζώνη και την ευρύτερη παγκόσμια οικονομία, αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΕΤΔΣ) είναι αρκετά μεγάλο για να "μαζέψει" τις όποιες ζημιές από το χάος που θα δημιουργηθεί από την χρεωκοπία της Ελλάδας και της Ιρλανδίας.
Αντίθετα, η χρεωκοπία της Ισπανίας ή της Ιταλίας είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Εάν μια από τις δύο αυτές χώρες χρεωκοπήσει, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες, αφού το χρέος τους θα ξεπεράσει κατά πολύ τους πόρους του ΕΤΔΣ. Μια τέτοια χρεωκοπία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες σε πτώχευση και θα έχει ως αποτέλεσμα το απόλυτο "πάγωμα" του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είδαμε μετά την πτώχευση της Lehman το Σεπτέμβριο του 2008. Με τα επιτόκια του χρέους της Ιταλίας και της Ισπανίας στα ύψη, οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναγκάστηκαν να λάβουν σοβαρά υπόψη αυτό τον κίνδυνο.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανταποκρίθηκε στην άμεση πρόκληση, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες του δημόσιου χρέους αυτών των χωρών και αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να αγοράσει περισσότερο, αν υπάρξει ανάγκη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις αγορές και, προς το παρόν τουλάχιστον, φαίνεται να έχει φέρει την κρίση υπό έλεγχο. Παρόλα αυτά, είναι μάλλον αδύνατο να πει κανείς με βεβαιότητα ότι η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος έχουν ξεπεράσει τα συγκεκριμένα προβλήματα και για την αβεβαιότητα αυτή η ΕΚΤ φέρει ένα τεράστιο ποσοστό ευθύνης.
Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, όλη αυτή η κρίση προέκυψε επειδή οι κεντρικές τράπεζες δεν ανέλαβαν με σοβαρότητα τις ευθύνες τους για τη διατήρηση της σταθερότητας της οικονομίας συνολικά. Υιοθέτησαν την άποψη ότι, για όσο διάστημα ο πληθωρισμός θα είναι χαμηλός και σταθερός, οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε θα λυνόταν από μόνο του.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό σήμαινε την άγνοια της ανάπτυξης μιας "φούσκας" 8 τρισ. δολαρίων στην αγορά ακινήτων, έστω και αν αυτή η "φούσκα" είχε σαφώς γίνει η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, με τα ποσοστά της οικοδομικής δραστηριότητας να αγγίζουν προηγούμενα ρεκόρ και την κίνηση στις αγορές των ακινήτων να σημειώνει έκρηξη. Στην Ευρώπη, η ΕΚΤ δεν φρόντισε να δώσει την πρέπουσα σημασία σε ανάλογη "φούσκα" σε μεγάλο μέρος της ευρωζώνης, κυρίως σε εκείνη που παρατηρήθηκε στην Ισπανία και την Ιρλανδία και οδήγησε σε μαζικό δανεισμό και μη βιώσιμα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.
Ωστόσο, η διοίκηση της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) τήρησε τουλάχιστον σχετικά επιθετική στάση στην αντιμετώπιση εκείνης της κρίσης, κατορθώνοντας να ρίξει έγκαιρα τα επιτόκια δανεισμού στο μηδέν και αγοράζοντας μακροπρόθεσμα ομόλογα αξίας σχεδόν 3 τρισ. δολαρίων, με επαναλαμβανόμενους γύρους ποσοτικής χαλάρωσης. Την περασμένη εβδομάδα δεσμεύτηκε σε μια διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού της σε μηδενικό επίπεδο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Αντίθετα, η ΕΚΤ φαίνεται αποφασισμένη να μην μάθει από τα παθήματά της. Ποτέ δεν μείωσε το επιτόκιο δανεισμού της κάτω από 1% και ποτέ δεν επεδίωξε την ποσοτική χαλάρωση με αποφασιστικότητα, όπως έκανε η Fed. Το χειρότερο από όλα είναι ότι παραμένει προσηλωμένη στο 2% ως στόχο για τον πληθωρισμό, σαν να μην άλλαξε τίποτε στον κόσμο με την κατάρρευση των αγορών λόγω της "φούσκας". Ως αποτέλεσμα αυτής της δέσμευσης, έχει αυξήσει τα επιτόκια σε μια σκόπιμη προσπάθεια να επιβραδύνει την οικονομία της ευρωζώνης και να περιορίσει τον πληθωρισμό.
Την πολιτική αυτή, προσωπικά, την θεωρώ παράλογη για τρεις λόγους. Πρώτον, η Ευρώπη δεν έχει πραγματικό πρόβλημα πληθωρισμού. Η αύξηση του ποσοστού του πληθωρισμού που θέτει ως στόχο της η ΕΚΤ προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων. Αυτές οι αυξήσεις τιμών είναι αποτέλεσμα της αύξησης της ζήτησης σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Δεν έχουν σχεδόν καμμία σχέση με την ανάπτυξη στην Ευρώπη και δεν θα αντιστραφούν από μια αυστηρότερη πολιτική της ΕΚΤ.
Ο δεύτερος λόγος που καθιστά αυτή την πολιτική παράλογη είναι το γεγονός ότι οι χώρες της ευρωζώνης χρειάζονται απεγνωσμένα μια ώθηση που θα προέλθει από χαμηλότερα επιτόκια. Όλες οι υπερχρεωμένες χώρες καλούνται να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας, με μεγάλες μειώσεις των δημοσίων δαπανών και φορολογικές αυξήσεις. Αυτό θα αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση σε ήδη υποβαθμισμένες οικονομίες. Τα χαμηλότερα επιτόκια μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος για την τόνωση της ζήτησης, αλλά είναι καλύτερος από το τίποτα. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η ΕΚΤ επιθυμεί πραγματικά να αυξήσει τη συσταλτική επίδραση της δημοσιονομικής λιτότητας, αλλά αυτό ακριβώς επιτυγχάνει με την πολιτική της.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι η πολιτική αυτή στερείται λογικής είναι ότι είναι πιθανό να αυξήσει ακόμη περισσότερο το δυσβάσταχτο βάρος των τόκων που οι υπερχρεωμένες χώρες ήδη αντιμετωπίζουν. Εάν κληθούν να πληρώσουν υψηλότερους τόκους για το χρέος τους, τότε το πρόβλημα της διατήρησης του χρέους σε βιώσιμο επίπεδο θα γίνει πολύ πιο κρίσιμο. Φυσικά, η αύξηση της ανεργίας που προκύπτει ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας, σε συνδυασμό με τη νομισματική συστολή, θα καταστήσει την εκπλήρωση των στόχων αυτών των κυβερνήσεων για το έλλειμμα των χωρών τους ακόμα δυσκολότερη.
Μια κεντρική τράπεζα που έχει δεσμευτεί να διατηρήσει μια οικονομική σταθερότητα και να θέσει τις βάσεις για μια μελλοντική ανάπτυξη θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να προωθήσει την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ αυτή τη στιγμή. Αυτό θα είχε ως προϋπόθεση, τουλάχιστον, τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού στο μηδέν. Θα σήμαινε, επίσης, ευρείας κλίμακας ποσοτική χαλάρωση προκειμένου να μειωθούν άμεσα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Θα μπορούσε, τέλος, ακόμη και εσκεμμένα, να στοχεύσει σε ένα υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού (π.χ. 3-4 %), με σκοπό τη μείωση των πραγματικών επιτοκίων σε σημείο ώστε να δώσει ώθηση στην οικονομία. Αυτά ακριβώς θα έπραττε μια κεντρική τράπεζα αν είχε δεσμευτεί για την οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα και όχι μια θρησκευτική προσκόλληση σε ένα ποσοστό του 2% για τον πληθωρισμό.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός που θα αναγκάσει την ΕΚΤ να εγκαταλείψει την εμμονή της στον αναχρονιστικό κανόνα του πληθωρισμού του 2%. Πρόκειται για ένα σύστημα αυτοελεγχόμενης γραφειοκρατίας, παρόμοιου με αυτό που διατηρούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα τις ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ένα τέτοιο σύστημα, οι μόνοι άνθρωποι των οποίων οι απόψεις έχουν βάρος είναι αυτοί που έχουν ήδη ταχθεί με τη συγκεκριμένη ιδεολογία, δηλαδή με τον κομμουνισμό στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, και με τον πληθωρισμό του 2% στην περίπτωση της ΕΚΤ. Όσο για τους πολίτες των χωρών της ευρωζώνης, όπως και αυτούς του υπόλοιπου κόσμου, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να περιμένουν να πέσει το τείχος.
*Ο Dean Baker, καθηγητής μακροοικονομικής θεωρίας, συνδιευθύνει το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας (Center for Economic and Policy Research, CEPR) στην Ουάσιγκτον. Είναι ο συγγραφέας του μπεστ σέλερ "Plunder and Blunder: The Rise and Fall of the Bubble Economy" («Λεηλασία και γκάφα: Ανοδος και πτώση της οικονομίας της φούσκας») και του "False Profits: Recoverying From the Bubble Economy" («Πλαστά Κέρδη: Η ανάκαμψη μετά την οικονομική φούσκα»).
Η χρεωκοπία μιας από τις μικρότερες χώρες θα δημιουργούσε, φυσικά, σοβαρές επιπλοκές σε όλη την ευρωζώνη και την ευρύτερη παγκόσμια οικονομία, αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΕΤΔΣ) είναι αρκετά μεγάλο για να "μαζέψει" τις όποιες ζημιές από το χάος που θα δημιουργηθεί από την χρεωκοπία της Ελλάδας και της Ιρλανδίας.
Αντίθετα, η χρεωκοπία της Ισπανίας ή της Ιταλίας είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Εάν μια από τις δύο αυτές χώρες χρεωκοπήσει, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες, αφού το χρέος τους θα ξεπεράσει κατά πολύ τους πόρους του ΕΤΔΣ. Μια τέτοια χρεωκοπία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες σε πτώχευση και θα έχει ως αποτέλεσμα το απόλυτο "πάγωμα" του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είδαμε μετά την πτώχευση της Lehman το Σεπτέμβριο του 2008. Με τα επιτόκια του χρέους της Ιταλίας και της Ισπανίας στα ύψη, οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναγκάστηκαν να λάβουν σοβαρά υπόψη αυτό τον κίνδυνο.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανταποκρίθηκε στην άμεση πρόκληση, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες του δημόσιου χρέους αυτών των χωρών και αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να αγοράσει περισσότερο, αν υπάρξει ανάγκη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις αγορές και, προς το παρόν τουλάχιστον, φαίνεται να έχει φέρει την κρίση υπό έλεγχο. Παρόλα αυτά, είναι μάλλον αδύνατο να πει κανείς με βεβαιότητα ότι η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος έχουν ξεπεράσει τα συγκεκριμένα προβλήματα και για την αβεβαιότητα αυτή η ΕΚΤ φέρει ένα τεράστιο ποσοστό ευθύνης.
Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, όλη αυτή η κρίση προέκυψε επειδή οι κεντρικές τράπεζες δεν ανέλαβαν με σοβαρότητα τις ευθύνες τους για τη διατήρηση της σταθερότητας της οικονομίας συνολικά. Υιοθέτησαν την άποψη ότι, για όσο διάστημα ο πληθωρισμός θα είναι χαμηλός και σταθερός, οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε θα λυνόταν από μόνο του.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό σήμαινε την άγνοια της ανάπτυξης μιας "φούσκας" 8 τρισ. δολαρίων στην αγορά ακινήτων, έστω και αν αυτή η "φούσκα" είχε σαφώς γίνει η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, με τα ποσοστά της οικοδομικής δραστηριότητας να αγγίζουν προηγούμενα ρεκόρ και την κίνηση στις αγορές των ακινήτων να σημειώνει έκρηξη. Στην Ευρώπη, η ΕΚΤ δεν φρόντισε να δώσει την πρέπουσα σημασία σε ανάλογη "φούσκα" σε μεγάλο μέρος της ευρωζώνης, κυρίως σε εκείνη που παρατηρήθηκε στην Ισπανία και την Ιρλανδία και οδήγησε σε μαζικό δανεισμό και μη βιώσιμα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.
Ωστόσο, η διοίκηση της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) τήρησε τουλάχιστον σχετικά επιθετική στάση στην αντιμετώπιση εκείνης της κρίσης, κατορθώνοντας να ρίξει έγκαιρα τα επιτόκια δανεισμού στο μηδέν και αγοράζοντας μακροπρόθεσμα ομόλογα αξίας σχεδόν 3 τρισ. δολαρίων, με επαναλαμβανόμενους γύρους ποσοτικής χαλάρωσης. Την περασμένη εβδομάδα δεσμεύτηκε σε μια διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού της σε μηδενικό επίπεδο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Αντίθετα, η ΕΚΤ φαίνεται αποφασισμένη να μην μάθει από τα παθήματά της. Ποτέ δεν μείωσε το επιτόκιο δανεισμού της κάτω από 1% και ποτέ δεν επεδίωξε την ποσοτική χαλάρωση με αποφασιστικότητα, όπως έκανε η Fed. Το χειρότερο από όλα είναι ότι παραμένει προσηλωμένη στο 2% ως στόχο για τον πληθωρισμό, σαν να μην άλλαξε τίποτε στον κόσμο με την κατάρρευση των αγορών λόγω της "φούσκας". Ως αποτέλεσμα αυτής της δέσμευσης, έχει αυξήσει τα επιτόκια σε μια σκόπιμη προσπάθεια να επιβραδύνει την οικονομία της ευρωζώνης και να περιορίσει τον πληθωρισμό.
Την πολιτική αυτή, προσωπικά, την θεωρώ παράλογη για τρεις λόγους. Πρώτον, η Ευρώπη δεν έχει πραγματικό πρόβλημα πληθωρισμού. Η αύξηση του ποσοστού του πληθωρισμού που θέτει ως στόχο της η ΕΚΤ προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων. Αυτές οι αυξήσεις τιμών είναι αποτέλεσμα της αύξησης της ζήτησης σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Δεν έχουν σχεδόν καμμία σχέση με την ανάπτυξη στην Ευρώπη και δεν θα αντιστραφούν από μια αυστηρότερη πολιτική της ΕΚΤ.
Ο δεύτερος λόγος που καθιστά αυτή την πολιτική παράλογη είναι το γεγονός ότι οι χώρες της ευρωζώνης χρειάζονται απεγνωσμένα μια ώθηση που θα προέλθει από χαμηλότερα επιτόκια. Όλες οι υπερχρεωμένες χώρες καλούνται να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας, με μεγάλες μειώσεις των δημοσίων δαπανών και φορολογικές αυξήσεις. Αυτό θα αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση σε ήδη υποβαθμισμένες οικονομίες. Τα χαμηλότερα επιτόκια μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος για την τόνωση της ζήτησης, αλλά είναι καλύτερος από το τίποτα. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η ΕΚΤ επιθυμεί πραγματικά να αυξήσει τη συσταλτική επίδραση της δημοσιονομικής λιτότητας, αλλά αυτό ακριβώς επιτυγχάνει με την πολιτική της.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι η πολιτική αυτή στερείται λογικής είναι ότι είναι πιθανό να αυξήσει ακόμη περισσότερο το δυσβάσταχτο βάρος των τόκων που οι υπερχρεωμένες χώρες ήδη αντιμετωπίζουν. Εάν κληθούν να πληρώσουν υψηλότερους τόκους για το χρέος τους, τότε το πρόβλημα της διατήρησης του χρέους σε βιώσιμο επίπεδο θα γίνει πολύ πιο κρίσιμο. Φυσικά, η αύξηση της ανεργίας που προκύπτει ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας, σε συνδυασμό με τη νομισματική συστολή, θα καταστήσει την εκπλήρωση των στόχων αυτών των κυβερνήσεων για το έλλειμμα των χωρών τους ακόμα δυσκολότερη.
Μια κεντρική τράπεζα που έχει δεσμευτεί να διατηρήσει μια οικονομική σταθερότητα και να θέσει τις βάσεις για μια μελλοντική ανάπτυξη θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να προωθήσει την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ αυτή τη στιγμή. Αυτό θα είχε ως προϋπόθεση, τουλάχιστον, τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού στο μηδέν. Θα σήμαινε, επίσης, ευρείας κλίμακας ποσοτική χαλάρωση προκειμένου να μειωθούν άμεσα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Θα μπορούσε, τέλος, ακόμη και εσκεμμένα, να στοχεύσει σε ένα υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού (π.χ. 3-4 %), με σκοπό τη μείωση των πραγματικών επιτοκίων σε σημείο ώστε να δώσει ώθηση στην οικονομία. Αυτά ακριβώς θα έπραττε μια κεντρική τράπεζα αν είχε δεσμευτεί για την οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα και όχι μια θρησκευτική προσκόλληση σε ένα ποσοστό του 2% για τον πληθωρισμό.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός που θα αναγκάσει την ΕΚΤ να εγκαταλείψει την εμμονή της στον αναχρονιστικό κανόνα του πληθωρισμού του 2%. Πρόκειται για ένα σύστημα αυτοελεγχόμενης γραφειοκρατίας, παρόμοιου με αυτό που διατηρούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα τις ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ένα τέτοιο σύστημα, οι μόνοι άνθρωποι των οποίων οι απόψεις έχουν βάρος είναι αυτοί που έχουν ήδη ταχθεί με τη συγκεκριμένη ιδεολογία, δηλαδή με τον κομμουνισμό στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, και με τον πληθωρισμό του 2% στην περίπτωση της ΕΚΤ. Όσο για τους πολίτες των χωρών της ευρωζώνης, όπως και αυτούς του υπόλοιπου κόσμου, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να περιμένουν να πέσει το τείχος.
*Ο Dean Baker, καθηγητής μακροοικονομικής θεωρίας, συνδιευθύνει το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας (Center for Economic and Policy Research, CEPR) στην Ουάσιγκτον. Είναι ο συγγραφέας του μπεστ σέλερ "Plunder and Blunder: The Rise and Fall of the Bubble Economy" («Λεηλασία και γκάφα: Ανοδος και πτώση της οικονομίας της φούσκας») και του "False Profits: Recoverying From the Bubble Economy" («Πλαστά Κέρδη: Η ανάκαμψη μετά την οικονομική φούσκα»).
Δίχως αμφιβολία, ο κύριος Μπέικερ γνωρίζει αν οι τραπεζίτες της ΕΚΤ είναι ανίκανοι ή επιτήδειοι. Είναι τόσο ανεπίδεκτοι; Έχουν τόση άγνοια της πορείας τους ή κάτι έχουν σχεδιάσει από κοινού με την Fed;
ΑπάντησηΔιαγραφή"Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η ΕΚΤ επιθυμεί πραγματικά να αυξήσει τη συσταλτική επίδραση της δημοσιονομικής λιτότητας, αλλά αυτό ακριβώς επιτυγχάνει με την πολιτική της".
ΑπάντησηΔιαγραφήMα δεν είναι ξεκάθαρο ότι από κοινού προσπαθούν να εξαθλιώσουν την μεσαία τάξη της Ευρώπης; Όταν καταρρεύσει εντελώς το κράτος πρόνοιας θα είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε αυτό που έχουν σχεδιάσει.
Δεν μας είπε όμως... Αν η χρεοκοπία μιας από τις μικρότερες χώρες είναι από τα προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν τότε γιατί δεν το αντιμετώπισαν;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνθέτης,στιχουργός,ενορχηστρωτής,σολίστας και ερμηνευτής η Γερμανία και οι απανταχού τραπεζίτες. Οι άλλοι να φάνε παντεσπάνι.
ΑπάντησηΔιαγραφή