Και καλόν πόλεμο…
Απ' όλες τις ευχές των ημερών, μαζεμένες και επιφυλακτικές για να μην ακουστούν ως ύβρις, πήρα και κράτησα μια. Την καταθέτω προς όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες ως γνήσια και πηγαία. Προσωπική και συλλογική. Προερχόμενη από εκείνη τη βάση του λαού που δεν υποψιαζόμαστε, καθώς παραμένει βουβή, αλλ' ίσως όχι άπραγη. Είναι οργισμένη, αλλά όχι φοβισμένη. Ανθρωποι χαμένοι στην ομοιογένεια κι όμως ξεχωριστοί. Που κι όταν δεν μπορούν να κάνουν το μεγάλο βήμα, το αναγνωρίζουν στους άλλους κι ίσως έχουν στην άκρη και μια γωνιά να εμπιστευτείς, να ξαποστάσεις κι ας μην τους δεις ξανά.
«Καλή χρονιά και καλό πόλεμο κυρά μου», μου είπε, σ' ένα κατάστημα φθηνών δώρων, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα. Με όψη καλοβαλμένης μικροαστής, που...
βγήκε να κάνει παρέα στη φιλενάδα της, την ιδιοκτήτρια. Μαγαζί παλιό, προσιτό, με δυο άτομα προσωπικό, που είχε άδεια κανονική και το δουλεύει μια γυναίκα που έστησε μονάχη της κοτζάμ οικογένεια.
«Το εννοείτε;», ρώτησα. Με πήγε ως την πόρτα κι επέμενε. «Καλό πόλεμο. Μόνον αυτός μας έμεινε». Ηταν απλή και ειλικρινής. Μια άγνωστη γυναίκα στο μαγκωμένο πλήθος των γιορτών, ικανή να εναποθέσει τις ελπίδες της σ' αυτό που αναγνωρίζει ως αναγκαίο. Τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα υπολογίζοντας το κόστος, όπως συμβαίνει πάντα στον πόλεμο.
Ηταν αυθόρμητη η εκλογή της λέξης. Ξεκάθαρη εκτίμηση της πραγματικότητας, που βιώνει η ίδια και γύρω της. Αντικομφορμιστική εκλογή. Εκεί που μπορείς να πεις «καλούς αγώνες», «καλές μάχες», «να τα λέτε χύμα» κι άλλα τέτοια πολλά κι εύκολα μεταξύ γνωστών - αγνώστων, μια φανερά αποκομμένη απ' το πολιτικό λεξιλόγιο κυρία τολμάει να ευχηθεί κατάμουτρα «καλόν πόλεμο». Στα 2010, δυο μέρες πριν το '11, σ' ένα προάστιο που δεν πεθαίνει της πείνας, την πήρα την ευχή με την πείρα που απέκτησα 38 χρόνια τώρα να δαγκώνω τα λόγια των ανθρώπων με το ένστικτο του εκτεθειμένου και να ζυγιάζω το χρυσάφι της γνησιότητάς τους ή τη γλύκα του κίβδηλου λόγου...
Αν λάθεψα, που μπορεί, είναι γιατί ήθελα να τ' ακούσω από κει που δεν το περιμένω. Απ' τους επιφανειακά βολεμένους, που, όμως, ο καθένας τους κρύβει ίσως ένα δύσκολο δρόμο ως τη σιωπή. Οχι την αφασική. Αλλά τη δεδομένα εύγλωττη, ικανή να γίνει, αντί κραυγής, ιαχή. Και, μάλιστα, συνειδητού πολέμου.
Πήρα τα «γούρια» μου για δώρα - κάτι εύθραυστα γυάλινα ρόδια και πέταλα, πήρα και την ευχή - εντολή και πορεύομαι, πορευόμαστε, σκαντζάροντας το ημερολόγιο κατά μία σελίδα.
Μια βαθιά ανάσα 48 ωρών αργίας κι ύστερα απέναντι από τον εχθρό. Με συμπαραστάτες ορατούς κι αόρατους συμπολεμιστές, που ξέρουν και τι έρχεται και τι πρέπει να γίνει.
Καλή αγωνιστική χρονιά σ' όσους αντέχουν να τη φτιάχνουν για όσους δεν αντέχουν ούτε να τη σκέφτονται.
«Καλή χρονιά και καλό πόλεμο κυρά μου», μου είπε, σ' ένα κατάστημα φθηνών δώρων, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα. Με όψη καλοβαλμένης μικροαστής, που...
βγήκε να κάνει παρέα στη φιλενάδα της, την ιδιοκτήτρια. Μαγαζί παλιό, προσιτό, με δυο άτομα προσωπικό, που είχε άδεια κανονική και το δουλεύει μια γυναίκα που έστησε μονάχη της κοτζάμ οικογένεια.
«Το εννοείτε;», ρώτησα. Με πήγε ως την πόρτα κι επέμενε. «Καλό πόλεμο. Μόνον αυτός μας έμεινε». Ηταν απλή και ειλικρινής. Μια άγνωστη γυναίκα στο μαγκωμένο πλήθος των γιορτών, ικανή να εναποθέσει τις ελπίδες της σ' αυτό που αναγνωρίζει ως αναγκαίο. Τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα υπολογίζοντας το κόστος, όπως συμβαίνει πάντα στον πόλεμο.
Ηταν αυθόρμητη η εκλογή της λέξης. Ξεκάθαρη εκτίμηση της πραγματικότητας, που βιώνει η ίδια και γύρω της. Αντικομφορμιστική εκλογή. Εκεί που μπορείς να πεις «καλούς αγώνες», «καλές μάχες», «να τα λέτε χύμα» κι άλλα τέτοια πολλά κι εύκολα μεταξύ γνωστών - αγνώστων, μια φανερά αποκομμένη απ' το πολιτικό λεξιλόγιο κυρία τολμάει να ευχηθεί κατάμουτρα «καλόν πόλεμο». Στα 2010, δυο μέρες πριν το '11, σ' ένα προάστιο που δεν πεθαίνει της πείνας, την πήρα την ευχή με την πείρα που απέκτησα 38 χρόνια τώρα να δαγκώνω τα λόγια των ανθρώπων με το ένστικτο του εκτεθειμένου και να ζυγιάζω το χρυσάφι της γνησιότητάς τους ή τη γλύκα του κίβδηλου λόγου...
Αν λάθεψα, που μπορεί, είναι γιατί ήθελα να τ' ακούσω από κει που δεν το περιμένω. Απ' τους επιφανειακά βολεμένους, που, όμως, ο καθένας τους κρύβει ίσως ένα δύσκολο δρόμο ως τη σιωπή. Οχι την αφασική. Αλλά τη δεδομένα εύγλωττη, ικανή να γίνει, αντί κραυγής, ιαχή. Και, μάλιστα, συνειδητού πολέμου.
Πήρα τα «γούρια» μου για δώρα - κάτι εύθραυστα γυάλινα ρόδια και πέταλα, πήρα και την ευχή - εντολή και πορεύομαι, πορευόμαστε, σκαντζάροντας το ημερολόγιο κατά μία σελίδα.
Μια βαθιά ανάσα 48 ωρών αργίας κι ύστερα απέναντι από τον εχθρό. Με συμπαραστάτες ορατούς κι αόρατους συμπολεμιστές, που ξέρουν και τι έρχεται και τι πρέπει να γίνει.
Καλή αγωνιστική χρονιά σ' όσους αντέχουν να τη φτιάχνουν για όσους δεν αντέχουν ούτε να τη σκέφτονται.
Λιάνα σ' αγαπάμε, γι αυτό που είσαι, γι αυτά που λές ή κάνεις. Ενοίοτε δε, σε μισούμε, γι αυτά -κυρίως- που υποστηρίζεις. Κάθε φορά που μιλάς ή γράφεις μας γεμίζεις ελπίδα -...να μιά που σκέφτεται και μιλάει όπως εμείς, λέμε...- για το μέλλον -αν παλεύεται- και την σιγουριά οτι δεν είμαστε τρελοί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν δεν είσαι ενα καλοφτιαγμένο εργαλείο, των κλιμακίων αντιπληροφόρησης αυτού του κόσμου, τότε είσαι μιά στατιστική (μια μαθηματική)μοναδικότητα του κόσμου αυτού και είναι ωραίο που σ'έχουμε ανάμεσά μας. Άραγε συναισθάνεσαι τον πόνο που προκαλεί η "πολιτική" - που μέρος της είσαι - στόν "μέσο(;)άνθρωπο"; Κι αν ναί πώς αντέχεις εκεί μέσα; Δεν συνεχίζω, κινδυνεύω να γίνω γραφικός...Μαζί με τις Θερμότερες Ευχές μου σε 'σένα και τους δικούς σου ανθρώπους γιά το Νέο Έτος, παραθέτω κάποιους στοίχους που πιστεύω οτι σε περιγράφουν...
...Μεσάνυχτα, και ταξιδεύεις δίχως "πλευρικά".
Φοβάσαι μήπως στη στεριά τα φώτα σε προδίνουν.
Μα πλώρα - πρύμα, τώρα εσύ, πατάς στοχαστικά
κρατώντας στα χεράκια σου τον Λύχνο,του Αλλαδίνου...
Ένας Έλληνας στη Γερμανία.