Η αμερικανική πολιτική στην Ευρασία και η παραγωγή ναρκωτικών στο Αφγανιστάν
- Του Tiberio Graziani
Το γεωπολιτικό πλαίσιο
Όπως δήλωσε ο Χένρυ Κίσινγκερ, "το αμερικανικό κράτος των δύο ωκεανών είναι ένα νησί έξω από την ευρασιατική ήπειρο". Από γεωπολιτική άποψη, η συγκεκριμένη θέση έχει καθορίσει τις κύριες συνιστώσες του αμερικανικού επεκτατισμού σε όλο τον πλανήτη. Πρώτη συνιστώσα ήταν ο έλεγχος ολόκληρου του δυτικού ημισφαιρίου (Βόρειας και Νότιας Αμερικής), ενώ η δεύτερη είναι η κούρσα για την τελική επικράτηση στην ευρωαφροασιατική ήπειρο, δηλαδή σε όλο το δυτικό ημισφαίριο.
Όσον αφορά τη διαδικασία της αμερικανικής διείσδυσης στην Ευρασία, αρχίζοντας από την ευρωπαϊκή χερσόνησο, αξίζει να θυμηθούμε ότι όλα άρχισαν κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου, με την παρέμβαση της Ουάσινγκτον στις εσωτερικές διενέξεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών και αυτοκρατοριών. Η διείσδυση εξακολούθησε και κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Τον Απρίλιο του 1945, οι αποκαλούμενοι "ελευθερωτές" Αμερικανοί κατέλαβαν το δυτικό τμήμα της Ευρώπης, μέχρι το Ανατολικό Βερολίνο. Από τότε μέχρι σήμερα, η Ουάσινγκτον και το Πεντάγωνο θεωρούν την Ευρώπη, δηλαδή τη δυτική πλευρά της Ευρασίας, ως κομβικό σημείο που συνδέει τις ΗΠΑ με την ευρασιατική ενδοχώρα. Ανάλογο ρόλο επέβαλαν οι ΗΠΑ και στο άλλο υπό κατοχή κράτος, την Ιαπωνία, η οποία αποτελεί το ανατολικό νησιωτικό τόξο της Ευρασίας. Από ευρασιατική σκοπιά, η βορειοαμερικανική "τανάλια" ήταν η ουσιαστική έκβαση του 2ου παγκοσμίου πολέμου.
Η τρίτη φάση της μακρόχρονης πορείας των ΗΠΑ προς την καρδιά της Ευρασίας,αρχίζοντας από τη δυτική της πλευρά, ξεκίνησε το 1956, κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, με τη σταδιακή απομάκρυνση της Γαλλίας και, εν μέρει, της Βρετανίας, των γεωπολιτικών πρωταγωνιστών στην Μεσόγειο. Λόγω της "ιδιαίτερης" σχέσης μεταξύ Τελ Αβίβ και Ουάσινγκτον, οι ΗΠΑ έγιναν σημαντικός παίκτης στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Εκμεταλλευόμενες τον νέο ρόλο τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ είχαν δύο δυνατότητες: να κατορθώσουν να ενισχύσουν την ηγεμονική τους θέση μέσα στο Δυτικό μπλοκ και να θεωρήσουν τη Μεσόγειο ως αφετηρία της μακράς διαδρομής που τελικά θα έδινε τη δυνατότητα στα αμερικανικά στρατεύματα να φθάσουν στην Κεντρική Ασία. Η διείσδυση των ΗΠΑ στην αχανή ασιατική ήπειρο έγινε και σε άλλες γεωπολιτικής σημασίας περιοχές, ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική Ασία (στην Κορέα το 1950-1953 και στο Βιετνάμ το 1960-1975).
1979: η χρονιά της αποσταθεροποίησης και οι επιπτώσεις της στο σημερινό Αφγανιστάν
Ανάμεσα στα πολλά γεγονότα που επηρέασαν τις διεθνείς εξελίξεις το 1979, δύο είναι εξαιρετικής σημασίας, λόγω του ρόλου που έπαιξαν στη διατάραξη της γεωπολιτικής ισορροπίας μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.
Αναφέρομαι στην ισλαμική επανάσταση στο Ιράν και στη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση στο Αφγανιστάν.
Με την άνοδο του αγιατολάχ Χομεϊνί στην εξουσία στο Ιράν, καταστράφηκε ένας από τους βασικούς στυλοβάτες της δυτικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής, με εμπνευστή τις ΗΠΑ.
Η μοναρχία Παχλεβί εύκολα χρησιμοποιούνταν σαν πιόνι στον "πόλεμο" μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Επόμενο ήταν, λοιπόν, η κατάρρευσή της να σημαίνει ότι και η Ουάσινγκτον και το Πεντάγωνο θα έπρεπε τώρα να προσχεδιάσουν ένα νέο ρόλο για τις ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή. Ένα νέο Ιράν, αυτόνομο και ανεξέλεγκτο, έφερνε νέα δεδομένα στη γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής, τα οποία ενδεχομένως να προκαλούσαν βαθιά κρίση μέσα στο "σταθερό" διπολικό σύστημα. Εξάλλου, το νέο αυτό Ιράν, με χαρακτηριστικά περιφερειακής δύναμης ικανής να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, διέθετε τις απαραίτητες προϋποθέσεις (όπως αυτές της γεωγραφικής έκτασης και κεντρικής θέσης, αλλά και της πολιτικοθρησκευτικής ομοιογένειας) ώστε να μπορεί να ανταγωνίζεται άλλα κράτη για την ηγεμονία τουλάχιστον σε τμήματα της Μέσης Ανατολής, πράγμα που δεν θα μπορούσε να ισχύει για την Άγκυρα και το Τελ Αβίβ, τους πιστούς συμμάχους της Ουάσινγκτον, του Ισλαμαμπάντ, της Βαγδάτης και του Ριάντ. Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους όσοι χάραξαν τη στρατηγική της Ουάσινγκτον, τηρώντας πιστά όσα προέβλεπε το σχέδιο των 200 χρόνων της "γεωπολιτικής του χάους", έπεισαν τον Σαντάμ Χουσείν να κηρύξει πόλεμο κατά του Ιράν. Η αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής προφανώς θα παρείχε στην Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της στη Δύση αρκετό χρόνο για να σχεδιάσουν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθούσαν να εξουθενώσουν τη "Σοβιετική αρκούδα".
Σε συνέντευξη που δημοσιέυθηκε στο γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό Nouvel Observateur, o Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, σύμβουλος του προέδρου Κάρτερ σε θέματα εθνικής ασφάλειας, αποκάλυψε ότι η CIA είχε δράσει μυστικά στο Αφγανιστάν για να υπονομέυσει το καθεστώς της Καμπούλ από τον Ιούλιο του 1979, δηλαδή πέντε μήνες πριν τη σοβιετική εισβολή. Πράγματι, στις 3 Ιουλίου του 1979, ο πρόεδρος Κάρτερ υπέγραψε την πρώτη εντολή παροχής οικονομικής στήριξης στους αντιφρονούντες του φιλοσοβιετικού καθεστώτος της Καμπούλ. Εκείνη ακριβώς την ημέρα ο πολωνικής καταγωγής εμπειρογνώμονας σε θέματα στρατηγικής έστειλε διπλωματική νότα στον πρόεδρο Κάρτερ, στην οποία εξηγούσε ότι η οικονομική εκείνη στήριξη θα εξυπηρετούσε στην πραγματοποίηση σοβιετικής στρατιωτικής επέμβασης, όπως και συνέβη ένα μήνα αργότερα, το Δεκέμβριο. Στην ίδια συνέντευξη, ο Μπρεζίνσκι θυμάται ότι, όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, εκείνος έστειλε νέα διπλωματική διακοίνωση στον πρόεδρο Κάρτερ, στην οποία εξέφρασε την άποψη ότι στη φάση εκείνη οι ΗΠΑ είχαν την ευκαιρία να προσφέρουν στους Σοβιετικούς "έναν δικό τους πόλεμο του Βιετνάμ".
Κατά την άποψη του Μπρεζίνσκι, η παράταση της σοβιετικής κατοχής δεν ήταν εφικτή για τη Μόσχα και αν παρατεινόταν, θα οδηγούσε στην κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Αναμφίβολα, ο προσχεδιασμένος πόλεμος των Σοβιετικών με στόχο τη στήριξη του κομμουνιστικού καθεστώτος της Καμπούλ συνέβαλε ακόμα περισσότερο στην εξασθένηση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ήδη αντιμετώπιζε σοβαρή εσωτερική κρίση, τόσο στο πολιτικό-γραφειοκρατικό όσο και στο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, η σοβιετική υποχώρηση από το θέατρο πολέμου του Αφγανιστάν άφησε πίσω της μια εξουθενωμένη χώρα, της οποίας η πολιτική κατάσταση, η οικονομία και τα γεωστρατηγικής σημασίας πλεονεκτήματα εξασθένησαν σημαντικά. Όντως, δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια από την επανάσταση στην Τεχεράνη, όταν ολόκληρη η περιοχή αποσταθεροποιήθηκε εντελώς, προς όφελος του Δυτικού μπλοκ. Η παράλληλη, ασυγκράτητη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, που επιταχύνθηκε από την περιπέτεια του Αφγανιστάν, και αργότερα, στη δεκαετία του '90, από τον διαμελισμό της ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας, ενός κράτους μετέωρου μεταξύ Δύσης και σοβιετικού μπλοκ, διατάραξε την ισορροπία δυνάμεων, ενισχύοντας τον αμερικανικό επεκτατισμό στην περιοχή της Ευρασίας.
Η κατάρρευση του διπολικού συστήματος σήμανε την έναρξη μιας νέας γεωπολιτικής περιόδου, αυτής της "μονοπολικής στιγμής", κατά την οποία οι ΗΠΑ έγιναν για λίγο η "hyperpuissance" (=ανώτατη υπερδύναμη), σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Γάλλου υπουργού Υμπέρ Βεντρίν.
Λόγω των γεωγραφικών του χαρακτηριστικών, της θέσης του σε σχέση με το σοβιετικό κράτος (του οποίου τα γειτονικά κράτη Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν ήταν τότε σοβιετικές δημοκρατίες) και λόγω της μεγάλης ποικιλίας εθνοτήτων στον πληθυσμό του, με αποκλίσεις σε πολιτισμικό και θρησκευτικό επίπεδο, το Αφγανιστάν αποτελούσε για την Ουάσινγκτον ένα μεγάλο τμήμα του λεγόμενου "τόξου της κρίσης", δηλαδή της γεωγραφικής εκείνης περιοχής που συνέδεε τα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ με την Αραβική Θάλασσα. Η παγίδα του Αφγανιστάν στήθηκε με στόχο την ΕΣΣΔ, για προφανείς γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους.
Από γεωπολιτική άποψη, το Αφγανιστάν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ζώνης κρίσεων, αφού αιώνες τώρα έχει μετατραπεί σε θέατρο συγκρούσεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Οι πρωταγωνιστές που αναμετρήθηκαν σε αυτό το πεδίο μάχης ήταν, κυρίως, ο σοβιετικός στρατός, οι αφγανικές φυλές και οι γνωστοί Μουτζαχεντίν, με τους τελευταίους να στηρίζονται από τις ΗΠΑ, το Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία.
Μετά την υποχώρηση του σοβιετικού στρατού από την αφγανική σκακιέρα, το κίνημα των Ταλιμπάν διαδραμάτισε έναν ολοένα σημαντικότερο ρόλο στην περιοχή, για τρεις τουλάχιστον λόγους: (α) τις αμφιλεγόμενες σχέσεις των Ταλιμπάν με παράγοντες των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν, (β) τις αμφιλεγόμενες σχέσεις τους με τις ΗΠΑ (ένα είδος "κληροδοτήματος" από τις παλιότερες επαφές της υπερδύναμης με μέλη του κινήματος Μουτζαχεντίν, που χρονολογούνται από την εποχή του πολέμου μεταξύ ΕΣΣΔ και Αφγανιστάν και (γ) τον ουαχαμπισμό, ως ιδεολογική και θρησκευτική βάση, που αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και για την επιρροή της σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως η Βοσνία, η Μέση Ανατολή και ο Καύκασος (Τσετσενία και Νταγκεστάν).
Οι τρεις αυτοί παράγοντες επέτρεψαν στο κίνημα των Ταλιμπάν να εισχωρήσει και να επικρατήσει στην περιοχή του Αφγανιστάν, αυξάνοντας την επιρροή του μέσα στο στράτευμα, με τη δημιουργία και ενίσχυση των λεγόμενων "καταφυγιων", αλλά και μέσα στην τοπική οικονομία, με τον έλεγχο της διακίνησης των ναρκωτικών. Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι ίδιοι παράγοντες το εμπόδιζαν από το να γίνει μια αυτόνομη οργάνωση. Μάλιστα, λόγω της παρείσφρυσης των ΗΠΑ, Πακιστάν και Σαουδικής Αραβίας στο κίνημα των Ταλιμπάν, έγινε ουσιαστικά μια τοπική οργάνωση που κατευθύνονταν από ξένους παράγοντες. Το σκεπτικό αυτό συντελεί στο να κατανοήσει και να εξηγήσει κανείς την επιλογή των Ομπάμα και Καρζάι να ανοίξουν διάλογο με τους Ταλιμπάν, όπως και να συμπεριλάβουν κάποιους από αυτούς σε τοπικά διοικητικά σώματα. Επίσης, η αντιφατική συμπεριφορά των ΗΠΑ και του Καρζάι στο Αφγανιστάν μπορεί να ερμηνευθεί αν εξετάσει κανείς τη θεωρία και πρακτική της ανάθεσης θεσμικών καθηκόντων στον εχθρό, με στόχο την αποδυνάμωσή του, μια πρακτική που ακολουθεί τον κλασικό κανόνα της αμερικανικής γεωπολιτικής τακτικής: να διατηρείται σε κατάσταση κρίσης μια περιοχή που θεωρείται στρατηγικής σημασίας.
Ο "πόλεμος κατά των ναρκωτικών"
Αν εξετάσουμε τα μέχρι στιγμής μέτρα που πήραν οι αμερικανικες δυνάμεις με σκοπό τον έλεγχο και την αντιμετώπιση του προβλήματος της διακίνησης ναρκωτικών μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αμερικανικής γεωπολιτικής, είναι βέβαιο ότι θα μας δοθεί η εντύπωση ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ άδικα χάνουν τον καιρό τους, αφού η παραγωγή και διανομή ναρκωτικών στο νότιο τμήμα της χώρας συνεχίζονται αμείωτες. Είναι, όμως, επίσης γνωστό ότι η ευρείας κλίμακας παραγωγή ναρκωτικών είναι αδύνατη σε αυτήν την περιοχή, λόγω των συνεχιζόμενων συγκρούσεων. Έτσι, οι δυνάμεις των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ εστιάζουν τώρα το στρατηγικό ενδιαφέρον τους στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπου έχουν χτίσει οδικές αρτηρίες και γέφυρες που συνδέουν το Αφγανιστάν με το Τατζικιστάν (και οδηγούν στη Ρωσία μέσω Ουζμπεκιστάν) και την Κιργιζία και το Αζερμπαϊτζάν. [Διαβάστε το άρθρο του Α. Μπαρέτσεφ "Η ροή της ηρωίνης του Αφγανιστάν διοχετεύεται προς τη Ρωσία", στην ιστοσελίδα του FONDSK.] Το νέο αυτό modus operandi αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις του Πενταγώνου και της Ουάσινγκτον: να ανοίξουν δρόμο προς τη Ρωσία, που θα αρχίζει από το Αφγανιστάν και θα διασχίζει τις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το ΝΑΤΟ και οι υπόλοιπες δυνάμεις της Δύσης κάθε άλλο παρά έχουν κηρύξει πόλεμο εναντίον της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών.
Με αυτή την έννοια, ο όρος "πόλεμος των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ κατά της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών στο Αφγανιστάν" μοιάζει να ανήκει στη σφαίρα της ρητορικής της Δύσης και κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (εικόνα 2).
Η δημιουργία ενός γεωπολιτικού ρήγματος στην Κεντρική Ασία, δηλαδή μιας "ανοιχτής πληγής" στην ευρασιατική ενδοχώρα, ενδέχεται να προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια και έχθρα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ασίας: της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας (εικόνα 3). Ο μόνος κερδισμένος από αυτό το παιχνίδι θα ήταν, φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Για την καλύτερη κατανόηση της πολύπλοκης δυναμικής που λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή την στιγμή, θεωρώ απαραίτητη την κριτική κάποιων αντιλήψεων που είναι ευρέως αποδεκτές και διαδεδομένες. Όπως είναι γνωστό, στα πλαίσια μιας γεωπολιτικής ανάλυσης, η ορθή χρήση των σχετικών όρων και εννοιών είναι τουλάχιστον ίσης σημασίας με εκείνων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή δεδομένων με τη μορφή χαρτών και διαγραμμάτων. Για παράδειγμα, η λέξη "παγκοσμιοποίηση" είναι ευφημισμός για τον οικονομικό επεκτατισμό των ΗΠΑ και των καπιταλιστών Δυτικών συμμάχων τους. [Διαβάστε στο βιβλίο του Ζακ Σαπίρ Le nouveau XXI siécle (O νέος 21ος αιώνας), Παρίσι, 2008, τις σελίδες 63-64.] Ακόμα και η ρητορική έκκληση για την υπεράσπιση των υποτιθέμενων "ανθρωπίνων δικαιωμάτων" ή παρόμοιων δημοκρατικών αξιών από κάποια think tanks, κυβερνήσεις ή ακτιβιστές καταδεικνύει τις αποικιοκρατικές προκαταλήψεις των ΗΠΑ, όπως προβάλλονται στα μέσα ενημέρωσης και μαζικής (υπο)κουλτούρας, χωρίς να λαμβάνονται καν υπ' όψιν εναλλακτικοί τρόποι ζωής, όπως αυτοί των μη Δυτικών πολιτισμών, που ωστόσο αποτελούν τα 3/4 του πληθυσμού της Γης. Μεταξύ αυτών των εννοιών θεωρώ σημαντικότερη από άποψη γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων την έννοια "διεθνής κοινότητα". Ο όρος "διεθνής κοινότητα" δεν σημαίνει τίποτε στα πλαίσια της γεωπολιτικής. Στην πραγματικότητα, η "διεθνής κοινότητα" δεν αποτελεί πραγματική οντότητα. Αλλά ακόμη και αν εκληφθεί ως αφηρημένη έννοια, δεν ακούγεται παρά σαν μια ουτοπική προσδοκία κάποιων ακτιβιστών και μια διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας.
Στον πραγματκό κόσμο όπως τον γνωρίζουμε, φτιαγμένο από κράτη, έθνη, λαούς, διεθνείς οργανισμούς (στην πλειονότητά τους βασισμένους σε ηγεμονικές "συμμαχίες") και, φυσικά, τις σχέσεις μεταξύ αυτών των ομάδων, οποιαδήποτε αναφορά σε "διεθνή κοινότητα" υπό την ευρεία έννοια αποτελεί ουσιαστικά έναν λάθος χαρακτηρισμό των πραγματικών δυνάμεων που σήμερα δρουν σε παγκόσμια και περιφερειακή κλίμακα.
Αν δούμε τώρα το κυρίως θέμα του Διεθνούς Φόρουμ για την Παραγωγή Ναρκωτικών στο Αφγανιστάν, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 9 και 10 Ιουνίου 2010 (εικόνα 6)και είχε ως στόχο την εξεύρεση "αμοιβαία αποδεκτών λύσεων" στο πρόβλημα της παραγωγής ναρκωτικών στο Αφγανιστάν, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αντί να αναφερόμαστε εδώ σε "διεθνή κοινότητα", θα ήταν ρεαλιστικότερο να ονομάσουμε τους πραγματικούς πρωταγωνιστές που εμπλέκονται, ή που πιθανόν να εμπλακούν στο μέλλον, στο "θέατρο" του Αφγανιστάν.
Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του αφγανικού θεάτρου
Καθαρά για λόγους ανάλυσης, θα ήταν χρήσιμο να διακρίνουμε τις εξής τρεις κατηγορίες πρωταγωνιστών στο "θέατρο" του Αφγανιστάν: τους εξωτερικούς, τους τοπικούς και τους πρωταγωνιστές εκείνους που ίσως να εμπλακούν στο σκηνικό στο μέλλον. Έτσι, θα είναι ευκολότερο να αντιληφθούμε κάποιες συνθήκες, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διακρίνουμε τους ρόλους εκείνων των παραγόντων που θα είναι σε θέση να συμβάλουν αποτελεσματικά στη σταθεροποίηση της γεωπολιτικά σημαντικής αυτής περιοχής.
Ως εξωτερικούς πρωταγωνιστές θα πρέπει να θεωρήσουμε τις ΗΠΑ και τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και της ΙSAF (Διεθνούς Δύναμης για την Προαγωγή της Ααφάλειας) εκτός της Τουρκίας. Οι "πρωταγωνιστές" αυτοί βρίσκονται εκτός της συγκεκριμένης γεωπολιτικής περιοχής, ακόμα και αν τις δει κανείς υπό ευρύτερη έννοια.
Ως τοπικούς πρωταγωνιστές θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τις όμορες χώρες (Ιράν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κίνα, Πακιστάν), τις αφγανικές φυλές, τις ομάδες ανταρτών, τους Ταλιμπάν και την "κυβερνητική ομάδα" υπό τον Καρζάι.
Όσο για τους πρωταγωνιστές που ανήκουν στην τρίτη κατηγορία, περιλαμβάνουν την Οργάνωση του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), τους σημαντικότερους ευρασιατικούς οργανισμούς με μακρά πείρα διαχειρισης ζητημάτων σχετικά με τον έλεγχο των συνόρων και τη διακίνηση ναρκωτικών στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας, αλλά και την Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα (EURASEC). Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε το γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για Θέματα Διακίνησης Ναρκωτικών και Εγκληματικότητας (UNODOC).
Οι πιθανοί παράγοντες που ίσως αποδειχθούν ικανοί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ναρκωτικών στο Αφγανιστάν θα πρέπει να διαθέτουν: (α) γνώσεις των τοπικών ισορροπιών που αφορούν σε εθνικούς, πολιτισμικούς, θρησκευτικούς και οικονομικούς παράγοντες, (β) αναγνώριση από τον τοπικό πληθυσμό, αφού θα ανήκουν στο ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον και (γ) τη βούληση για συλλογικό συντονισμό δράσεων, χωρίς προκαταλήψεις ή δισταγμούς, στα πλαίσια ενός ευρύτερου προγράμματος που θα αφορά στην Ευρασία.
Οι παράγοντες που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά ανήκουν στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία. Η αλήθεια είναι πως οι ΗΠΑ και οι δυνάμεις ΝΑΤΟ-ISAF θεωρούνται από τους ντόπιους ακριβώς αυτό που είναι: δυνάμεις κατοχής. Εξάλλου, λόγω του ρόλου του ΝΑΤΟ ως ηγεμονικής συμμαχίας υπό την ηγεσία της Ουάσινγκτον και με δράση που υπαγορεύεται από την αμερικανική διεθνή στρατηγική, η παρουσία του στο Αφγανιστάν θα πρέπει να θεωρείται ως σοβαρό εμπόδιο στη σταθεροποίηση της περιοχής. Όσο για τους Ταλιμπάν και την κυβέρνηση, λόγω των αμφιλεγόμενων σχέσεων που διατηρούν με τις κατοχικές δυνάμεις των ΗΠΑ, όλα δείχνουν ότι δεν αποτελούν υποσχόμενους παράγοντες για μια συλλογική προσπάθεια για οριστική λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών στο Αφγανιστάν.
Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, που είναι ικανοί να πετύχουν την σταθεροποίηση στην περιοχή, είναι αναμφίβολα οι χώρες που συνορεύουν με το Αφγανιστάν και οι οργανισμοί της Ευρασίας. Από τις όμορες χώρες ξεχωριστό ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει το Ιράν, αφού είναι η μόνη χώρα που έχει αποδείξει ότι μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια στα αφγανοϊρανικά σύνορα, ειδικά όσον αφορά τη διακίνηση ναρκωτικών. Επίσης σημαντικό ρόλο θα έπαιζαν η Ρωσία και η Κίνα, ως οι ισχυρότερες χώρες-μέλη των οργανισμών της Ευρασίας που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ένας στρατηγικός άξονας που θα διέρχεται ανάμεσα στους δύο "πνεύμονες" της Ευρασίας και θα εξισορροπείται από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και την Ινδία θα μπορούσε να αποβεί το μοναδικό μέσο σταθεροποίησης της περιοχής και η μία βιώσιμη λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών. Η διεξαγωγή διαλόγου με τις ντόπιες φυλές και με κινήματα επαναστατικά που είναι απόλυτα βέβαιο ότι δεν κατευθύνονται από ξένους παράγοντες θα είναι δυνατή μόνο στα πλαίσια ενός κοινού ευρασιατικού στόχου που θα προσανατολίζεται προς την σταθερότητα της περιοχής και θα έχει εκπονηθεί και εφαρμοστεί από τις ευρασιατικές χώρες.
Συμπεράσματα
Η σταθεροποίηση της περιοχής του Αφγανιστάν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή οποιουδήποτε σχεδίου που έχει στόχο την αντιμετώπιση του προβλήματος της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών.
Ωστόσο, λόγω του σημαντικού ρόλου του Αφγανιστάν στις περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, η στρατηγική σταθεροποίησης της περιοχής θα πρέπει να σχεδιαστεί στα πλαίσια μιας ολοκλήρωσης της ευρασιατικής ενδοχώρας. Άλλωστε, οι χώρες που δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για την παύση της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών είναι εκείνες που συνορεύουν με το Αφγανιστάν.
Όσο για τις δυνάμεις κατοχής ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, λόγω των σαφών στόχων τους για κυριαρχία στην Ευρασία, είναι κάθε άλλο παρά φερέγγυοι υποψήφιοι.
Οι πρωταγωνιστες ομως που θα μπορουσαν να συμβαλλουν στην σταθεροποιηση της περιοχης τι ανταλλαγματα θα ζητουσαν?
ΑπάντησηΔιαγραφήΜηπως τελικα διακυβευονται τεραστια οικονομικα συμφεροντα που τελικως συμφερει να μην υπαρξει σταθεροποιηση?
ΓΜ
Στην τελευταία εικόνα φαίνεται καθαρά ότι στη Ρωσία και την Ευρώπη διοχετεύεται και καταναλώνεται η μισή ποσότητα ηρωίνης κάθε χρόνο, ασύγκριτα περισσότερη από όση στη βόρεια Αμερική. Αυτό μήπως πρέπει να μας λέει κάτι για το παιχνίδι που παίζεται από το ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν;
ΑπάντησηΔιαγραφή