Είναι η Αμερική η νέα Ρωσία;
Η σοσιαλιστική Ουάσιγκτον!!!
Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Ρωσία; Η ερώτηση μοιάζει προκλητική, αν όχι και προσβλητική. Όμως τη θέτει ο Σίμον Τζόνσον, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και καθηγητής της Sloan School of Management του MIT.
Σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο τεύχος Μαΐου του Atlantic Monthly, ο καθηγητής Τζόνσον αντιπαραβάλλει την επιρροή της «χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας» στην πολιτική των ΗΠΑ με αυτή των επιχειρηματικών ελίτ στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτή η αντιπαραβολή έχει νόημα; Η απάντηση είναι ναι, αλλά μέχρις ενός βαθμού.
«Κατά το βάθος και τον αιφνιδιαστικό της χαρακτήρα», υποστηρίζει ο καθηγητής Τζόνσον, «η αμερικανική οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση θυμίζει με τρόπο σοκαριστικό καταστάσεις που είδαμε πρόσφατα στις αναδυόμενες αγορές». Η ομοιότητα είναι εμφανής: μεγάλες εισροές ξένων κεφαλαίων, υπερβολική αύξηση των πιστώσεων, φούσκα με τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, ιδιαιτέρως των ακινήτων, και, τελικά, κατάρρευση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και καταστροφή του χρηματοπιστωτικού τομέα.
«Αλλά», προσθέτει ο καθηγητής Τζόνσον, «υπάρχει μια βαθύτερη και πιο προβληματική ομοιότητα: τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ελίτ – στην περίπτωση των ΗΠΑ του χρηματοπιστωτικού τομέα – διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της κρίσης, τροφοδοτώντας όλο και πιο τζογαδόρικα παιχνίδια, με την υπόγεια στήριξη της κυβέρνησης, έως την αναπόφευκτη κατάρρευση». Επιπλέον, «ο μεγάλος πλούτος που δημιούργησε και συγκέντρωσε ο χρηματοπιστωτικός τομέας έδωσε στους τραπεζίτες υπέρμετρο πολιτικό βάρος».
Τώρα, υποστηρίζει ο καθηγητής Τζόνσον, το βάρος του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτρέπει την επίλυση της κρίσης. Οι τράπεζες «δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την πλήρη έκταση των ζημιών τους, γιατί αυτό θα τις εξέθετε ίσως ως αφερέγγυες… Όμως η στάση τους έχει διαβρωτικά αποτελέσματα: οι προβληματικές τράπεζες είτε δεν χορηγούν δάνεια (σωρεύοντας χρήματα για να αποκαταστήσουν τα αποθεματικά τους), είτε τζογάρουν απελπισμένα σε δάνεια και επενδύσεις υψηλού κινδύνου, που μπορεί να τους αποφέρουν μεγάλα κέρδη, αλλά το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τους αποφέρουν κανένα. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία δοκιμάζεται περαιτέρω και, κατά συνέπεια, τα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών συνεχίζουν να απαξιώνονται, καταλήγοντας στη δημιουργία ενός άκρως καταστροφικού κύκλου».
Αυτή η ανάλυση έχει νόημα; Το ερώτημα με απασχόλησε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης τρίμηνης επίσκεψής μου στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον, πλέον πρωτεύουσα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα. Γι΄ αυτό και η ανάλυση του καθηγητή Τζόνσον είναι τόσο σημαντική.
Αναμφίβολα γίναμε μάρτυρες μιας πολύ μεγάλης ενίσχυσης της βαρύτητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 2002, ο τομέας αυτός απέδωσε το εκπληκτικό 41% των εγχώριων εταιρικών κερδών στις ΗΠΑ. Το 2008, το αμερικανικό ιδιωτικό χρέος έφτασε το επίπεδο ρεκόρ 295% του ΑΕΠ, από 112% που ήταν το 1976, ενώ το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα, ξανά το 2008, άγγιξε το 121% του ΑΕΠ. Η μέση αμοιβή στον χρηματοπιστωτικό τομέα ανήλθε από ένα ύψος που κινούνταν κοντά στο μέσο όρο όλων των παραγωγικών κλάδων μεταξύ 1948 και 1982 στο 181% της μέσης αμοιβής το 2007.
Σε πρόσφατη έρευνά τους, ο Τόμας Φίλιπον του Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και ο Άριελ Ρεσέφ του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπήρξε ένας κλάδος με υψηλή εξειδίκευση και υψηλές αμοιβές στο διάστημα μεταξύ 1909 και 1933. Στη συνέχεια, πέρασε σε μια σχετική παρακμή ως το 1980, όπου και ξανάρχισε να είναι κλάδος υψηλής εξειδίκευσης και υψηλών αμοιβών. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι η πρωταρχική αιτία για την αλλαγή ήταν η απορύθμιση, που «προήγαγε τη δημιουργικότητα και την καινοτομία και που αύξησε τη ζήτηση για εργαζομένους υψηλής εξειδίκευσης».
Η απορύθμιση προήγαγε επίσης την αύξηση των πιστώσεων, αυτή την πρώτη ύλη που ο χρηματοπιστωτικός τομέας παράγει και με την οποία τροφοδοτείται. Η μεταστοιχείωση των πιστώσεων σε έσοδα είναι ο λόγος για τον οποίο η αποδοτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να είναι απατηλή. Παρομοίως, η επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα θα αντιστραφεί, τουλάχιστον στις ΗΠΑ: η αύξηση του δανεισμού κάλυψε τη χαμηλή ή ακόμα και την αμελητέα αποδοτικότητα πολλών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα εκλείψουν, και μέρος του χρέους πρέπει επίσης να ρευστοποιηθεί. Η χρυσή εποχή της Γουόλ Στριτ έχει παρέλθει: η επιστροφή της ρύθμισης αποτελεί αιτία και συνέπεια αυτής της αλλαγής.
Παρ΄ όλα αυτά ο καθηγητής Τζόνσον διατυπώνει ένα ακόμη πιο ισχυρό επιχείρημα. Υποστηρίζει ότι η άρνηση των ισχυρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να αναγνωρίσουν τις ζημιές τους – την οποία βοηθά μια κυβέρνηση παραδομένη στους ανθρώπους του χρήματος – μπορεί να κάνει αδύνατη την έξοδο από την κρίση. Επιπλέον, καθώς οι ΗΠΑ έχουν το προνόμιο να δανείζονται στο δικό τους νόμισμα, σε μια τέτοια συγκυρία είναι πολύ πιο εύκολο για την Αμερική απ΄ ό,τι για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες να εκδίδει κρατικά χρεόγραφα, μετατρέποντας την παρούσα κρίση σε πρόβλημα μακράς διάρκειας για την οικονομία. Έτσι σταθήκαμε μάρτυρες διαδοχικών αυτοσχεδιασμών ή «συμφωνιών», που είχαν ως βαθύτερο στόχο τους να σώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με τη μέγιστη γενναιοδωρία που μπορούσαν οι πολιτικοί να επιδείξουν χωρίς να διακινδυνέψουν να κατηγορηθούν γι΄ αυτό.
Συμφωνώ με την κριτική που έχει ασκηθεί έως τώρα στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Στο διάλογο του βήματος των οικονομολόγων για τις «επενδυτικές συμπράξεις δημόσιου/ιδιωτικού τομέα» του υπουργού Οικονομικών Τιμ Γκάιτνερ στους Financial Times, οι κριτικές που ασκήθηκαν ήταν σωστές: εάν το μοντέλο λειτουργεί, είναι επειδή μεταφέρει με αδιαφανή τρόπο τα χρήματα των φορολογουμένων στις τράπεζες. Αλλά είναι απίθανο να καλύψει τις τρύπες στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών που οι αγορές αυτή τη στιγμή αγνοούν, όπως υποστηρίζει ο Μάικλ Πομερλεάνο. Ούτε έχω πειστεί ότι η διαδικασία των stress-test της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών που βρίσκεται σε εξέλιξη θα οδηγήσει στην ανάληψη δράσης που θα καλύψει τις τρύπες αυτές.
Αυτές οι αδυναμίες καθιστούν τις ΗΠΑ μια νέα Ρωσία; Όχι. Στις περισσότερες αναπτυσσόμενες οικονομίες η διαφθορά είναι εκτεταμένη και ανοικτή. Στις ΗΠΑ, η επιρροή του χρηματοπιστωτικού τομέα προέρχεται εξίσου από το σύστημα των κυρίαρχων πεποιθήσεων όσο και από τις ομάδες πίεσης. Αυτό που ήταν καλό για τη Γουόλ Στριτ θεωρούνταν καλό για όλο τον κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν η συναίνεση και των δύο κομμάτων σε ένα πρόγραμμα κακά σχεδιασμένης απορύθμισης για τις ΗΠΑ και, δεδομένης της παγκόσμιας επιρροής του, για ολόκληρο τον κόσμο.
Επιπλέον, η πίστη ότι ο κόσμος της Γουόλ Στριτ πρέπει γενικά να διατηρηθεί ως είχε και σήμερα, προκύπτει κυρίως ως συνέπεια φόβου. Η θέση ότι τα μεγάλα και πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ μεγάλα για να αφεθούν να καταρρεύσουν μπορεί να είναι και λανθασμένη. Αλλά είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί έξυπνοι κατά τα άλλα πολιτικοί δυσκολεύονται να την θέσουν υπό δοκιμή. Συγχρόνως, οι πολιτικοί φοβούνται την αντίδραση του κόσμου ενάντια στις μεγάλες ενέσεις δημόσιων κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα. Όπως και η Ιαπωνία παλαιότερα, έτσι και οι ΗΠΑ τώρα έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στο φόβο των επιχειρηματικών ελίτ για τη χρεοκοπία και την απέχθεια του κόσμου για τα κινήσεις διάσωσης των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων. Αυτό είναι ένα πιο σύνθετο φαινόμενο από το «σιωπηλό πραξικόπημα» που περιγράφει ο καθηγητής Τζόνσον.
Τέλος, η αποφασιστική αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι πράγματι απαραίτητη. Κι αυτό όχι επειδή η επιστροφή στον τύπο της οικονομικής ανάπτυξης που τροφοδοτείται από το χρέος η οποία κυριάρχησε τα περασμένα χρόνια είναι εφικτή ή επιθυμητή. Αλλά γιατί πρέπει να επιτευχθούν δυο πράγματα: πρώτον, τα σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να γίνουν φερέγγυα με αξιόπιστο τρόπο και δεύτερον, κανένα κερδοσκοπικό ιδιωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλο για να αφεθεί να καταρρεύσει. Αυτός δεν είναι καπιταλισμός αλλά σοσιαλισμός. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο όλοι, δεξιά και αριστερά, συμφωνούν. Και έχουν δίκιο. Η πτώχευση – και συνεπώς οι ζημιές για τους μη ασφαλισμένους πιστωτές – πρέπει να αποτελέσουν τμήμα οποιασδήποτε λύσης με διάρκεια στο χρόνο. Χωρίς αυτή την αλλαγή, η λύση της παρούσας κρίσης μπορεί να αποτελέσει μόνο τον προάγγελο της επόμενης.
Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Ρωσία; Η ερώτηση μοιάζει προκλητική, αν όχι και προσβλητική. Όμως τη θέτει ο Σίμον Τζόνσον, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και καθηγητής της Sloan School of Management του MIT.
Σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο τεύχος Μαΐου του Atlantic Monthly, ο καθηγητής Τζόνσον αντιπαραβάλλει την επιρροή της «χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας» στην πολιτική των ΗΠΑ με αυτή των επιχειρηματικών ελίτ στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτή η αντιπαραβολή έχει νόημα; Η απάντηση είναι ναι, αλλά μέχρις ενός βαθμού.
«Κατά το βάθος και τον αιφνιδιαστικό της χαρακτήρα», υποστηρίζει ο καθηγητής Τζόνσον, «η αμερικανική οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση θυμίζει με τρόπο σοκαριστικό καταστάσεις που είδαμε πρόσφατα στις αναδυόμενες αγορές». Η ομοιότητα είναι εμφανής: μεγάλες εισροές ξένων κεφαλαίων, υπερβολική αύξηση των πιστώσεων, φούσκα με τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, ιδιαιτέρως των ακινήτων, και, τελικά, κατάρρευση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και καταστροφή του χρηματοπιστωτικού τομέα.
«Αλλά», προσθέτει ο καθηγητής Τζόνσον, «υπάρχει μια βαθύτερη και πιο προβληματική ομοιότητα: τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ελίτ – στην περίπτωση των ΗΠΑ του χρηματοπιστωτικού τομέα – διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της κρίσης, τροφοδοτώντας όλο και πιο τζογαδόρικα παιχνίδια, με την υπόγεια στήριξη της κυβέρνησης, έως την αναπόφευκτη κατάρρευση». Επιπλέον, «ο μεγάλος πλούτος που δημιούργησε και συγκέντρωσε ο χρηματοπιστωτικός τομέας έδωσε στους τραπεζίτες υπέρμετρο πολιτικό βάρος».
Τώρα, υποστηρίζει ο καθηγητής Τζόνσον, το βάρος του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτρέπει την επίλυση της κρίσης. Οι τράπεζες «δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την πλήρη έκταση των ζημιών τους, γιατί αυτό θα τις εξέθετε ίσως ως αφερέγγυες… Όμως η στάση τους έχει διαβρωτικά αποτελέσματα: οι προβληματικές τράπεζες είτε δεν χορηγούν δάνεια (σωρεύοντας χρήματα για να αποκαταστήσουν τα αποθεματικά τους), είτε τζογάρουν απελπισμένα σε δάνεια και επενδύσεις υψηλού κινδύνου, που μπορεί να τους αποφέρουν μεγάλα κέρδη, αλλά το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τους αποφέρουν κανένα. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία δοκιμάζεται περαιτέρω και, κατά συνέπεια, τα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών συνεχίζουν να απαξιώνονται, καταλήγοντας στη δημιουργία ενός άκρως καταστροφικού κύκλου».
Αυτή η ανάλυση έχει νόημα; Το ερώτημα με απασχόλησε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης τρίμηνης επίσκεψής μου στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον, πλέον πρωτεύουσα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα. Γι΄ αυτό και η ανάλυση του καθηγητή Τζόνσον είναι τόσο σημαντική.
Αναμφίβολα γίναμε μάρτυρες μιας πολύ μεγάλης ενίσχυσης της βαρύτητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 2002, ο τομέας αυτός απέδωσε το εκπληκτικό 41% των εγχώριων εταιρικών κερδών στις ΗΠΑ. Το 2008, το αμερικανικό ιδιωτικό χρέος έφτασε το επίπεδο ρεκόρ 295% του ΑΕΠ, από 112% που ήταν το 1976, ενώ το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα, ξανά το 2008, άγγιξε το 121% του ΑΕΠ. Η μέση αμοιβή στον χρηματοπιστωτικό τομέα ανήλθε από ένα ύψος που κινούνταν κοντά στο μέσο όρο όλων των παραγωγικών κλάδων μεταξύ 1948 και 1982 στο 181% της μέσης αμοιβής το 2007.
Σε πρόσφατη έρευνά τους, ο Τόμας Φίλιπον του Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και ο Άριελ Ρεσέφ του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπήρξε ένας κλάδος με υψηλή εξειδίκευση και υψηλές αμοιβές στο διάστημα μεταξύ 1909 και 1933. Στη συνέχεια, πέρασε σε μια σχετική παρακμή ως το 1980, όπου και ξανάρχισε να είναι κλάδος υψηλής εξειδίκευσης και υψηλών αμοιβών. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι η πρωταρχική αιτία για την αλλαγή ήταν η απορύθμιση, που «προήγαγε τη δημιουργικότητα και την καινοτομία και που αύξησε τη ζήτηση για εργαζομένους υψηλής εξειδίκευσης».
Η απορύθμιση προήγαγε επίσης την αύξηση των πιστώσεων, αυτή την πρώτη ύλη που ο χρηματοπιστωτικός τομέας παράγει και με την οποία τροφοδοτείται. Η μεταστοιχείωση των πιστώσεων σε έσοδα είναι ο λόγος για τον οποίο η αποδοτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να είναι απατηλή. Παρομοίως, η επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα θα αντιστραφεί, τουλάχιστον στις ΗΠΑ: η αύξηση του δανεισμού κάλυψε τη χαμηλή ή ακόμα και την αμελητέα αποδοτικότητα πολλών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα εκλείψουν, και μέρος του χρέους πρέπει επίσης να ρευστοποιηθεί. Η χρυσή εποχή της Γουόλ Στριτ έχει παρέλθει: η επιστροφή της ρύθμισης αποτελεί αιτία και συνέπεια αυτής της αλλαγής.
Παρ΄ όλα αυτά ο καθηγητής Τζόνσον διατυπώνει ένα ακόμη πιο ισχυρό επιχείρημα. Υποστηρίζει ότι η άρνηση των ισχυρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να αναγνωρίσουν τις ζημιές τους – την οποία βοηθά μια κυβέρνηση παραδομένη στους ανθρώπους του χρήματος – μπορεί να κάνει αδύνατη την έξοδο από την κρίση. Επιπλέον, καθώς οι ΗΠΑ έχουν το προνόμιο να δανείζονται στο δικό τους νόμισμα, σε μια τέτοια συγκυρία είναι πολύ πιο εύκολο για την Αμερική απ΄ ό,τι για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες να εκδίδει κρατικά χρεόγραφα, μετατρέποντας την παρούσα κρίση σε πρόβλημα μακράς διάρκειας για την οικονομία. Έτσι σταθήκαμε μάρτυρες διαδοχικών αυτοσχεδιασμών ή «συμφωνιών», που είχαν ως βαθύτερο στόχο τους να σώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με τη μέγιστη γενναιοδωρία που μπορούσαν οι πολιτικοί να επιδείξουν χωρίς να διακινδυνέψουν να κατηγορηθούν γι΄ αυτό.
Συμφωνώ με την κριτική που έχει ασκηθεί έως τώρα στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Στο διάλογο του βήματος των οικονομολόγων για τις «επενδυτικές συμπράξεις δημόσιου/ιδιωτικού τομέα» του υπουργού Οικονομικών Τιμ Γκάιτνερ στους Financial Times, οι κριτικές που ασκήθηκαν ήταν σωστές: εάν το μοντέλο λειτουργεί, είναι επειδή μεταφέρει με αδιαφανή τρόπο τα χρήματα των φορολογουμένων στις τράπεζες. Αλλά είναι απίθανο να καλύψει τις τρύπες στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών που οι αγορές αυτή τη στιγμή αγνοούν, όπως υποστηρίζει ο Μάικλ Πομερλεάνο. Ούτε έχω πειστεί ότι η διαδικασία των stress-test της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών που βρίσκεται σε εξέλιξη θα οδηγήσει στην ανάληψη δράσης που θα καλύψει τις τρύπες αυτές.
Αυτές οι αδυναμίες καθιστούν τις ΗΠΑ μια νέα Ρωσία; Όχι. Στις περισσότερες αναπτυσσόμενες οικονομίες η διαφθορά είναι εκτεταμένη και ανοικτή. Στις ΗΠΑ, η επιρροή του χρηματοπιστωτικού τομέα προέρχεται εξίσου από το σύστημα των κυρίαρχων πεποιθήσεων όσο και από τις ομάδες πίεσης. Αυτό που ήταν καλό για τη Γουόλ Στριτ θεωρούνταν καλό για όλο τον κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν η συναίνεση και των δύο κομμάτων σε ένα πρόγραμμα κακά σχεδιασμένης απορύθμισης για τις ΗΠΑ και, δεδομένης της παγκόσμιας επιρροής του, για ολόκληρο τον κόσμο.
Επιπλέον, η πίστη ότι ο κόσμος της Γουόλ Στριτ πρέπει γενικά να διατηρηθεί ως είχε και σήμερα, προκύπτει κυρίως ως συνέπεια φόβου. Η θέση ότι τα μεγάλα και πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ μεγάλα για να αφεθούν να καταρρεύσουν μπορεί να είναι και λανθασμένη. Αλλά είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί έξυπνοι κατά τα άλλα πολιτικοί δυσκολεύονται να την θέσουν υπό δοκιμή. Συγχρόνως, οι πολιτικοί φοβούνται την αντίδραση του κόσμου ενάντια στις μεγάλες ενέσεις δημόσιων κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα. Όπως και η Ιαπωνία παλαιότερα, έτσι και οι ΗΠΑ τώρα έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στο φόβο των επιχειρηματικών ελίτ για τη χρεοκοπία και την απέχθεια του κόσμου για τα κινήσεις διάσωσης των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων. Αυτό είναι ένα πιο σύνθετο φαινόμενο από το «σιωπηλό πραξικόπημα» που περιγράφει ο καθηγητής Τζόνσον.
Τέλος, η αποφασιστική αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι πράγματι απαραίτητη. Κι αυτό όχι επειδή η επιστροφή στον τύπο της οικονομικής ανάπτυξης που τροφοδοτείται από το χρέος η οποία κυριάρχησε τα περασμένα χρόνια είναι εφικτή ή επιθυμητή. Αλλά γιατί πρέπει να επιτευχθούν δυο πράγματα: πρώτον, τα σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να γίνουν φερέγγυα με αξιόπιστο τρόπο και δεύτερον, κανένα κερδοσκοπικό ιδιωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλο για να αφεθεί να καταρρεύσει. Αυτός δεν είναι καπιταλισμός αλλά σοσιαλισμός. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο όλοι, δεξιά και αριστερά, συμφωνούν. Και έχουν δίκιο. Η πτώχευση – και συνεπώς οι ζημιές για τους μη ασφαλισμένους πιστωτές – πρέπει να αποτελέσουν τμήμα οποιασδήποτε λύσης με διάρκεια στο χρόνο. Χωρίς αυτή την αλλαγή, η λύση της παρούσας κρίσης μπορεί να αποτελέσει μόνο τον προάγγελο της επόμενης.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...