Εθνικισμός και μειονότητες στην Τουρκία
Η πολιτική του Πογκρόμ
Κυκλοφόρησε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Εστίας, η διδακτορική διατριβή (υπεβλήθη στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ της Γερμανίας) της τουρκάλας ιστορικού Ντιλέκ Γκιουβέν με τίτλο: «Εθνικισμός, Κοινωνικές Μεταβολές και Μειονότητες: Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6/7 Σεπτεμβρίου 1955 ». Το βιβλίο αποκαλύπτει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας στα «Σεπτεμβριανά» το 1955. Η έρευνά της στηρίχθηκε στο ανέκδοτο υλικό του στρατιωτικού δικαστή Φαχρί Τσοκέρ, ο οποίος διεξήγαγε τις ανακρίσεις και συνέταξε τη δικογραφία της υπόθεσης. Για πρώτη φορά δημοσιεύονται έγγραφα, στην πλειοψηφία τους επίσημα, που επιβεβαιώνουν την ενεργή συμμετοχή του στρατού και της αστυνομίας στα γεγονότα μέσα σε ένα γενικότερο σχέδιο όπου, κατά τη συγγραφέα, «όλα είχαν σχεδιαστεί από καιρό με κάθε λεπτομέρεια και αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου κατά των μειονοτήτων».
O βασικός σκοπός της κρίσης, σύμφωνα με την Γκιουβέν, ήταν να αποδυναμωθούν αριθμητικά οι μειονότητες. Η έκρηξη στη Θεσσαλονίκη ήταν η αφορμή, ενώ το κυπριακό ζήτημα δεν αποτελούσε τη βασική αιτία για τις επιθέσεις. Την περίοδο βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη η δημιουργία του «εθνικού κράτους» που είχε ξεκινήσει με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Από τη δεκαετία του ’20 η ηγεσία της Τουρκίας δεν εμπιστευόταν τις μειονότητες, φοβούμενη ότι θα συνεργάζονταν με τους ομοεθνείς τους, που ζούσαν στα γειτονικά ανεξάρτητα κράτη. Για τον λόγο αυτό προηγήθηκε μια σειρά από ενέργειες σε βάρος των μειονοτήτων όπως ο φόρος Περιουσίας ή ο εκτοπισμός των Αρμενίων και των Εβραίων από την περιφέρεια τη δεκαετία του ’30. Σε έκθεση που είχε συνταχθεί το 1944 υπογραμμιζόταν ότι «οι Ρωμιοί είναι η πολυπληθέστερη και η πλέον επικίνδυνη μειονότητα γιατί μπορεί να συνεργαστεί με την Ελλάδα». Αυτό μαρτυρεί γιατί οι Έλληνες δέχθηκαν τον μεγαλύτερο όγκο των επιθέσεων χωρίς ωστόσο να είναι οι μόνοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα «Σεπτεμβριανά» του 1955 δεν χτυπήθηκαν μόνον οι Έλληνες. Στους καταλόγους που κρατούσαν στα χέρια τους οι καθοδηγητές, τους οποίους παραθέτει στο βιβλίο της η Γκιουβέν, υπήρχαν και τα αρμενικά καταστήματα και οι αρμενικές οικογένειες. Κατά συνέπεια αν η αιτία ήταν το Κυπριακό για ποιο λόγο στράφηκαν εναντίον και των δύο άλλων κοινοτήτων;
Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα και το βέβαιο είναι ότι συνεργάστηκαν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Το σχέδιο, σύμφωνα με την έρευνα της τουρκάλας ιστορικού, υλοποίησαν στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, οι μυστικές υπηρεσίες, των οποίων τα μέλη ήταν κυρίως στρατιωτικοί και το σωματείο «Η Κύπρος είναι τουρκική». Στις 6 Σεπτεμβρίου, στις ρωμαίικες συνοικίες έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες 20-30 ανδρών. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει η έκτακτη έκδοση της εφημερίδας Istanbul Express, έγινε γνωστό ότι «έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ» Οι φοιτητές άρχισαν να βγάζουν εμπρηστικούς λόγους σε διάφορα μέρη, κυρίως στην πλατεία Ταξίμ. Σε κάθε ομάδα υπήρχε ένας ή ακόμη και τρεις καθοδηγητές που υπεδείκνυαν στο φανατισμένο πλήθος πού να χτυπήσει σύμφωνα με τους καταλόγους τους. Έτσι ξεχώριζαν ένα ελληνικό κατάστημα από ένα τούρκικο, το οποίο άφηναν άθικτο. Σύμφωνα με το γαλλικό αρχειακό υλικό, που παραθέτει η συγγραφέας, οι κατάλογοι αυτοί ετοιμάστηκαν από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς των Νεοτούρκων που εγκαθιδρύθηκε το 1908, πέρα από το ότι εγκαινίασε τις πολιτικές διαστάσεις μίας επανάστασης στρατιωτικών, αποπειράθηκε επίσης να προβεί σε μία πιο άμεση παρέμβαση στην οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας. Όντας υπό την επιρροή μίας θετικιστικής ιδεολογίας που οδηγούσε κατευθείαν στην ελιτιστική κοινωνική οργάνωση, οι νεότουρκοι θεωρούσαν ότι ήταν θεμελιακής σημασίας η δημιουργία μίας «εθνικής οικονομίας». Μη έχοντας πλέον εμπιστοσύνη στην αναδυόμενη αστική τάξη των Ελλήνων και Αρμενίων, επειδή ήσαν υπερβολικά προσδεδεμένη στα ξένα συμφέροντα, άρχισαν να προωθούν τη λιγότερο μεταπρατική αστική τάξη μουσουλμανικού θρησκεύματος. Για τον σκοπό αυτό, επεχείρησαν να επιστρατεύσουν τον ιδιαίτερα ενισχυμένο στρατιωτικό – γραφειοκρατικό μηχανισμό προς την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας ωστόσο, παρεμποδίστηκε για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτο, το εξωτερικό χρέος της Αυτοκρατορίας είχε δημιουργήσει μία κατάσταση εξάρτησης από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις αφού μπορούσαν να ελέγξουν τους περισσότερους από τους οικονομικούς πόρους που ήταν δυνατό να επιστρατευθούν: η διαχείριση του εξωτερικού χρέους απαιτούσε άμεσα περισσότερο του ενός τετάρτου των κρατικών εσόδων και ασκούσε υπερβολική επίδραση, επειδή ο κρατικός προϋπολογισμός είχε γίνει χρόνια ελλειμματικός, με το έλλειμμα να καλύπτεται μέσα από ετήσιες επισωρεύσεις στην εξωτερική χρέωση. Δεύτερο, η ομάδα της επίδοξης αστικής τάξης που επιλέχθηκε να προωθηθεί από τους νεότουρκους δεν βρισκόταν σε κέντρο του εμπορίου αλλά στην περιφέρεια και δεν μπορούσε να διαμορφώσει μία ανεξάρτητη βάση οικονομικής εξουσίας. Έτσι, αντί μίας συμμαχίας, η κατάσταση ήταν πλησιέστερα σε μία κηδεμονία, με την στρατογραφειοκρατική ελίτ να ελέγχει τις πηγές του πλεονάσματος, που το κατένειμε μέσα από μία επιλεκτική χρησιμοποίηση των παραδοσιακών προνομίων του κράτους.
Η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων και Αρμενίων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1916-1923, επέτρεψε στη στρατογραφειοκρατική ελίτ να αποκτήσει μεγάλο μέρος στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της χώρας, όχι όμως πλήρως. Η αδυναμία των μουσουλμανικών αλλά και των λιγοστών εναπομεινάντων μη-μουσουλμανικών αστικών οικογενειών να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας στη δεκαετία του ’20, περίοδο κατά την οποία η Συνθήκη της Λωζάνης έθετε διάφορους περιορισμούς στη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του Ατατούρκ, έδωσε την ευκαιρία στην στρατο-γραφειοκρατική ελίτ, μέσω της εφαρμογής του κρατικισμού (etatism), να νομιμοποιήσει την παρέμβαση του κράτους σε όλους σχεδόν τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Με τα Σεπτεμβριανά πλέον, συντελείται η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, δηλαδή της πλήρους τουρκοποίησης της οικονομίας.
Στο βιβλίο είναι σημαντική η εκτεταμένη κάλυψη του ρόλου της Βρετανικής διπλωματίας. Τον Αύγουστο του 1955 αποφασίσθηκε η διάσκεψη του Λονδίνου οπότε και η Τουρκία εμπλέκεται πλέον οριστικά στο Κυπριακό. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι ένα χρόνο πριν από τα γεγονότα Άγγλος διπλωμάτης που υπηρετούσε στην Αθήνα σε τηλεγράφημά του ενημέρωνε το Λονδίνο ότι «αρκεί ένα χτύπημα στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη για να προκληθεί μείζονα κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες την περίοδο αυτή είναι άριστες». Τα γεγονότα εξυπηρετούσαν τους Βρετανούς και γι’ αυτό στα βρετανικά αρχεία, που διήλθε η συγγραφέας, δεν γίνεται λόγος για τις επιθέσεις κατά Αρμενίων και Εβραίων παρά μόνο πως «Τούρκοι και Έλληνες συγκρούσθηκαν για το Κυπριακό». Ταυτόχρονα απέτρεψαν τις ΗΠΑ να σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας, η οποία σκόπευε να φέρει το πρόβλημα της Κύπρου στον ΟΗΕ.
Μετά τα γεγονότα κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και ξεκίνησε η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Στην πρώτη δίκη οι κατηγορούμενοι ανάμεσα στους οποίους και τα μέλη του σωματείου «Η Κύπρος είναι τουρκική» αθωώθηκαν, προκειμένου να μην αποκαλύψουν τα ονόματα των οργανωτών των επιθέσεων. Ο Φαχρί Τσόκερ, το αρχείο του οποίου αποτελεί τη βάση του βιβλίου, ήταν ο δικαστής του 2ου Δικαστηρίου Μπέγιογλου. Τότε του είχαν ζητήσει να αποκρύψει τα στοιχεία που προέκυπταν από την έρευνά του, προκειμένου να επιρρίψουν τις ευθύνες για τα γεγονότα στους κομμουνιστές. Για 45 χρόνια φύλαγε τον φάκελο με τα αποδεικτικά έγγραφα, κατηγορητήρια, τον κατάλογο των συλληφθέντων, τα ονόματα των ιδιοκτητών των καταστημάτων που καταστράφηκαν, καθώς επίσης και περίπου 200 φωτογραφίες τραβηγμένες από την Ασφάλεια και ξένους δημοσιογράφους. Στις φωτογραφίες φαίνονται οι αστυνομικοί να γελούν και να βοηθούν τους δράστες, ακόμη και να καταστρέφουν. Επίσης πολλά από τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι σημαδεμένα με ένα σταυρό και δίπλα υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις όπως «είναι ο Τζιχάρ που μένει στο Τζιχανγκίρ». Οι δράστες δηλαδή δεν ήταν ένα απρόσωπο πλήθος, αλλά είχαν αναγνωρισθεί. Ο συνταξιούχος στρατηγός, ίσως επειδή τον ενοχλούσε η συνείδησή του, άφησε το φάκελο αυτό στο Ίδρυμα Ιστορίας ζητώντας να αξιοποιηθεί, όπως και έγινε, μετά τον θάνατό του.
Κυκλοφόρησε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Εστίας, η διδακτορική διατριβή (υπεβλήθη στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ της Γερμανίας) της τουρκάλας ιστορικού Ντιλέκ Γκιουβέν με τίτλο: «Εθνικισμός, Κοινωνικές Μεταβολές και Μειονότητες: Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6/7 Σεπτεμβρίου 1955 ». Το βιβλίο αποκαλύπτει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας στα «Σεπτεμβριανά» το 1955. Η έρευνά της στηρίχθηκε στο ανέκδοτο υλικό του στρατιωτικού δικαστή Φαχρί Τσοκέρ, ο οποίος διεξήγαγε τις ανακρίσεις και συνέταξε τη δικογραφία της υπόθεσης. Για πρώτη φορά δημοσιεύονται έγγραφα, στην πλειοψηφία τους επίσημα, που επιβεβαιώνουν την ενεργή συμμετοχή του στρατού και της αστυνομίας στα γεγονότα μέσα σε ένα γενικότερο σχέδιο όπου, κατά τη συγγραφέα, «όλα είχαν σχεδιαστεί από καιρό με κάθε λεπτομέρεια και αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου κατά των μειονοτήτων».
O βασικός σκοπός της κρίσης, σύμφωνα με την Γκιουβέν, ήταν να αποδυναμωθούν αριθμητικά οι μειονότητες. Η έκρηξη στη Θεσσαλονίκη ήταν η αφορμή, ενώ το κυπριακό ζήτημα δεν αποτελούσε τη βασική αιτία για τις επιθέσεις. Την περίοδο βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη η δημιουργία του «εθνικού κράτους» που είχε ξεκινήσει με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Από τη δεκαετία του ’20 η ηγεσία της Τουρκίας δεν εμπιστευόταν τις μειονότητες, φοβούμενη ότι θα συνεργάζονταν με τους ομοεθνείς τους, που ζούσαν στα γειτονικά ανεξάρτητα κράτη. Για τον λόγο αυτό προηγήθηκε μια σειρά από ενέργειες σε βάρος των μειονοτήτων όπως ο φόρος Περιουσίας ή ο εκτοπισμός των Αρμενίων και των Εβραίων από την περιφέρεια τη δεκαετία του ’30. Σε έκθεση που είχε συνταχθεί το 1944 υπογραμμιζόταν ότι «οι Ρωμιοί είναι η πολυπληθέστερη και η πλέον επικίνδυνη μειονότητα γιατί μπορεί να συνεργαστεί με την Ελλάδα». Αυτό μαρτυρεί γιατί οι Έλληνες δέχθηκαν τον μεγαλύτερο όγκο των επιθέσεων χωρίς ωστόσο να είναι οι μόνοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα «Σεπτεμβριανά» του 1955 δεν χτυπήθηκαν μόνον οι Έλληνες. Στους καταλόγους που κρατούσαν στα χέρια τους οι καθοδηγητές, τους οποίους παραθέτει στο βιβλίο της η Γκιουβέν, υπήρχαν και τα αρμενικά καταστήματα και οι αρμενικές οικογένειες. Κατά συνέπεια αν η αιτία ήταν το Κυπριακό για ποιο λόγο στράφηκαν εναντίον και των δύο άλλων κοινοτήτων;
Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα και το βέβαιο είναι ότι συνεργάστηκαν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Το σχέδιο, σύμφωνα με την έρευνα της τουρκάλας ιστορικού, υλοποίησαν στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, οι μυστικές υπηρεσίες, των οποίων τα μέλη ήταν κυρίως στρατιωτικοί και το σωματείο «Η Κύπρος είναι τουρκική». Στις 6 Σεπτεμβρίου, στις ρωμαίικες συνοικίες έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες 20-30 ανδρών. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει η έκτακτη έκδοση της εφημερίδας Istanbul Express, έγινε γνωστό ότι «έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ» Οι φοιτητές άρχισαν να βγάζουν εμπρηστικούς λόγους σε διάφορα μέρη, κυρίως στην πλατεία Ταξίμ. Σε κάθε ομάδα υπήρχε ένας ή ακόμη και τρεις καθοδηγητές που υπεδείκνυαν στο φανατισμένο πλήθος πού να χτυπήσει σύμφωνα με τους καταλόγους τους. Έτσι ξεχώριζαν ένα ελληνικό κατάστημα από ένα τούρκικο, το οποίο άφηναν άθικτο. Σύμφωνα με το γαλλικό αρχειακό υλικό, που παραθέτει η συγγραφέας, οι κατάλογοι αυτοί ετοιμάστηκαν από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς των Νεοτούρκων που εγκαθιδρύθηκε το 1908, πέρα από το ότι εγκαινίασε τις πολιτικές διαστάσεις μίας επανάστασης στρατιωτικών, αποπειράθηκε επίσης να προβεί σε μία πιο άμεση παρέμβαση στην οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας. Όντας υπό την επιρροή μίας θετικιστικής ιδεολογίας που οδηγούσε κατευθείαν στην ελιτιστική κοινωνική οργάνωση, οι νεότουρκοι θεωρούσαν ότι ήταν θεμελιακής σημασίας η δημιουργία μίας «εθνικής οικονομίας». Μη έχοντας πλέον εμπιστοσύνη στην αναδυόμενη αστική τάξη των Ελλήνων και Αρμενίων, επειδή ήσαν υπερβολικά προσδεδεμένη στα ξένα συμφέροντα, άρχισαν να προωθούν τη λιγότερο μεταπρατική αστική τάξη μουσουλμανικού θρησκεύματος. Για τον σκοπό αυτό, επεχείρησαν να επιστρατεύσουν τον ιδιαίτερα ενισχυμένο στρατιωτικό – γραφειοκρατικό μηχανισμό προς την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας ωστόσο, παρεμποδίστηκε για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτο, το εξωτερικό χρέος της Αυτοκρατορίας είχε δημιουργήσει μία κατάσταση εξάρτησης από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις αφού μπορούσαν να ελέγξουν τους περισσότερους από τους οικονομικούς πόρους που ήταν δυνατό να επιστρατευθούν: η διαχείριση του εξωτερικού χρέους απαιτούσε άμεσα περισσότερο του ενός τετάρτου των κρατικών εσόδων και ασκούσε υπερβολική επίδραση, επειδή ο κρατικός προϋπολογισμός είχε γίνει χρόνια ελλειμματικός, με το έλλειμμα να καλύπτεται μέσα από ετήσιες επισωρεύσεις στην εξωτερική χρέωση. Δεύτερο, η ομάδα της επίδοξης αστικής τάξης που επιλέχθηκε να προωθηθεί από τους νεότουρκους δεν βρισκόταν σε κέντρο του εμπορίου αλλά στην περιφέρεια και δεν μπορούσε να διαμορφώσει μία ανεξάρτητη βάση οικονομικής εξουσίας. Έτσι, αντί μίας συμμαχίας, η κατάσταση ήταν πλησιέστερα σε μία κηδεμονία, με την στρατογραφειοκρατική ελίτ να ελέγχει τις πηγές του πλεονάσματος, που το κατένειμε μέσα από μία επιλεκτική χρησιμοποίηση των παραδοσιακών προνομίων του κράτους.
Η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων και Αρμενίων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1916-1923, επέτρεψε στη στρατογραφειοκρατική ελίτ να αποκτήσει μεγάλο μέρος στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της χώρας, όχι όμως πλήρως. Η αδυναμία των μουσουλμανικών αλλά και των λιγοστών εναπομεινάντων μη-μουσουλμανικών αστικών οικογενειών να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας στη δεκαετία του ’20, περίοδο κατά την οποία η Συνθήκη της Λωζάνης έθετε διάφορους περιορισμούς στη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του Ατατούρκ, έδωσε την ευκαιρία στην στρατο-γραφειοκρατική ελίτ, μέσω της εφαρμογής του κρατικισμού (etatism), να νομιμοποιήσει την παρέμβαση του κράτους σε όλους σχεδόν τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Με τα Σεπτεμβριανά πλέον, συντελείται η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, δηλαδή της πλήρους τουρκοποίησης της οικονομίας.
Στο βιβλίο είναι σημαντική η εκτεταμένη κάλυψη του ρόλου της Βρετανικής διπλωματίας. Τον Αύγουστο του 1955 αποφασίσθηκε η διάσκεψη του Λονδίνου οπότε και η Τουρκία εμπλέκεται πλέον οριστικά στο Κυπριακό. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι ένα χρόνο πριν από τα γεγονότα Άγγλος διπλωμάτης που υπηρετούσε στην Αθήνα σε τηλεγράφημά του ενημέρωνε το Λονδίνο ότι «αρκεί ένα χτύπημα στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη για να προκληθεί μείζονα κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες την περίοδο αυτή είναι άριστες». Τα γεγονότα εξυπηρετούσαν τους Βρετανούς και γι’ αυτό στα βρετανικά αρχεία, που διήλθε η συγγραφέας, δεν γίνεται λόγος για τις επιθέσεις κατά Αρμενίων και Εβραίων παρά μόνο πως «Τούρκοι και Έλληνες συγκρούσθηκαν για το Κυπριακό». Ταυτόχρονα απέτρεψαν τις ΗΠΑ να σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας, η οποία σκόπευε να φέρει το πρόβλημα της Κύπρου στον ΟΗΕ.
Μετά τα γεγονότα κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και ξεκίνησε η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Στην πρώτη δίκη οι κατηγορούμενοι ανάμεσα στους οποίους και τα μέλη του σωματείου «Η Κύπρος είναι τουρκική» αθωώθηκαν, προκειμένου να μην αποκαλύψουν τα ονόματα των οργανωτών των επιθέσεων. Ο Φαχρί Τσόκερ, το αρχείο του οποίου αποτελεί τη βάση του βιβλίου, ήταν ο δικαστής του 2ου Δικαστηρίου Μπέγιογλου. Τότε του είχαν ζητήσει να αποκρύψει τα στοιχεία που προέκυπταν από την έρευνά του, προκειμένου να επιρρίψουν τις ευθύνες για τα γεγονότα στους κομμουνιστές. Για 45 χρόνια φύλαγε τον φάκελο με τα αποδεικτικά έγγραφα, κατηγορητήρια, τον κατάλογο των συλληφθέντων, τα ονόματα των ιδιοκτητών των καταστημάτων που καταστράφηκαν, καθώς επίσης και περίπου 200 φωτογραφίες τραβηγμένες από την Ασφάλεια και ξένους δημοσιογράφους. Στις φωτογραφίες φαίνονται οι αστυνομικοί να γελούν και να βοηθούν τους δράστες, ακόμη και να καταστρέφουν. Επίσης πολλά από τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι σημαδεμένα με ένα σταυρό και δίπλα υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις όπως «είναι ο Τζιχάρ που μένει στο Τζιχανγκίρ». Οι δράστες δηλαδή δεν ήταν ένα απρόσωπο πλήθος, αλλά είχαν αναγνωρισθεί. Ο συνταξιούχος στρατηγός, ίσως επειδή τον ενοχλούσε η συνείδησή του, άφησε το φάκελο αυτό στο Ίδρυμα Ιστορίας ζητώντας να αξιοποιηθεί, όπως και έγινε, μετά τον θάνατό του.
Χρήστος Ιακώβου
geopolitics-gr.blogspot.com
geopolitics-gr.blogspot.com
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...