Η πολιτική του Ερντογάν μετά την Αγία Σοφία
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί βοήθησε τον Ερντογάν να ανεβάσει τη δημοτικότητά του – μια στιγμή, που λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης της χώρας του έχει πάρει την κατιούσα. Αυτή η κίνηση οδήγησε μεν στη διεθνή κατακραυγή, αλλά κέρδισε τη στήριξη των τούρκων πιστών και των υπερπατριωτών. Με αυτή την κίνηση ο Ερντογάν απορρίπτει κατηγορηματικά τον κεμαλικό εκσυγχρονισμό και οδηγεί τη χώρα στην οπισθοδρομική ισλαμοποίηση.
Μια δεύτερη κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή μια κίνηση που θα ενέτεινε ακόμα περισσότερο τη δημοτικότητά του, θα ήταν η κατάληψη μιας ή περισσοτέρων βραχονησίδων που η Τουρκία δεν θεωρεί πως ανήκουν στην ελληνική επικράτεια. Αυτό σίγουρα θα οδηγούσε σε αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άλλων συμμάχων. Αντιδράσεις όμως που δεν θα οδηγούσαν από τα λόγια στις πράξεις (π.χ. με την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων). Η κυρία Μέρκελ δεν θέλει επ’ ουδενί λόγω να ταράξει τα ύδατα στη σχέση της με τον Ερντογάν – τουλάχιστον όσο αυτή παραμένει στην καγκελαρία.
Πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση σε περίπτωση που ο Ερντογάν αγνοήσει τις συμβουλές της κυρίας Μέρκελ και καταλάβει μια ελληνική βραχονησίδα; Ο Πρωθυπουργός έχει δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη, μάλλον απίθανη, είναι να προσπαθήσει να κινητοποιήσει τους συμμάχους μας στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στα Ηνωμένα Εθνη και αλλού για να επέμβουν δυναμικά. Σίγουρα θα υπάρξουν έντονες διαμαρτυρίες, αλλά μόνο στα λόγια. Σε αυτή την περίπτωση, η ακινησία της κυβέρνησης θα θεωρηθεί από πολλούς, κυρίως υπερπατριώτες, ως προδοσία. Η δεύτερη λύση είναι η άμεση στρατιωτική απάντηση. Είναι η αντιμετώπιση της παράνομης τουρκικής βίας με τη δίκαιη ελληνική στρατιωτική επέμβαση. Θα υπάρξουν βέβαια προσπάθειες από τους συμμάχους μας για να σταματήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται μια στρατιωτική σύγκρουση. Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο πως ο απρόβλεπτος Ερντογάν θα συμμορφωθεί. Μπορεί κάλλιστα να παίζει τον παλικαρά στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφού έχει να αντιμετωπίσει την αντίδραση μιας χώρας που είναι στρατιωτικά λιγότερο ισχυρή. Γιατί όσο ηρωικός και ετοιμοπόλεμος και αν είναι ο ελληνικός στρατός, η Τουρκία αργά ή γρήγορα θα επικρατήσει.
Βέβαια ο Ερντογάν θα μπορούσε να επιλέξει μια παρέμβαση όχι στο Αιγαίο, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα είχε να αντιμετωπίσει πολύ πιο σοβαρούς αντιπάλους – από το Ισραήλ και την Αίγυπτο μέχρι τη Γαλλία. Σε αυτό το πλαίσιο βέβαια, οι ψευτοπαλικαρισμοί του σουλτάνου δεν πιάνουν.
Ο μόνος τρόπος αποφυγής του παραπάνω καταστροφικού για τη χώρα μας σεναρίου, όπως έχουν πολλοί επανειλημμένα υποστηρίξει, είναι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Το επιχείρημα αυτών που διαφωνούν με την παραπάνω λύση είναι πως ο Ερντογάν θα την απορρίψει. Αλλά αυτό που αγνοούμε είναι πως ο τούρκος πρόεδρος έχει απορρίψει και θα εξακολουθήσει να απορρίπτει την προσφυγή στη Χάγη όσο η ελληνική κυβέρνηση θέλει Χάγη α-λα-καρτ. Δηλαδή το δικαστήριο να ασχοληθεί μόνο με τις διαφορές μας στο πλαίσιο της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και όχι με τις άλλες διαφορές που κατά τη γνώμη της κυβέρνησης δεν υπάρχουν. Εάν όμως δεχόμασταν το προφανές, δηλαδή πως υπάρχουν και άλλες διαφορές, τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο πως ο Ερντογάν θα απέρριπτε μια προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο. Για παράδειγμα, πρόσφατα ο τούρκος πρόεδρος μέσω του Ιμπραήμ Κενίν δήλωσε πως η Τουρκία δέχεται την έναρξη συνομιλιών που θα ασχοληθούν με όλα τα θέματα, όχι μόνο με αυτά που μας συμφέρουν (βλ. «Καθημερινή», 26/7/2020). Αυτή η τουρκική στάση δυστυχώς απορρίπτεται από τη χώρα μας. Οπως τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας («Το Βήμα», 2/8/2020), οι συζητήσεις με την Τουρκία θα περιοριστούν στις διαφορές που έχουμε σε ό,τι αφορά την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο). Κατά τον κ. Δένδια, κάθε άλλη διεύρυνση θα μας οδηγούσε σε μια παγίδα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, σίγουρα η γείτονα χώρα θα απορρίψει τις διαπραγματεύσεις. Αρα οι συνομιλίες θα αποτύχουν. Δηλαδή θα γίνει πολύς θόρυβος για το τίποτα.
Εάν η κυβέρνηση δεχόταν την τουρκική πρόταση, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει όχι σε συνομιλίες φούμαρα, αλλά σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με μεσοπρόθεσμο στόχο ένα συμφωνητικό για μια προσφυγή σε ένα διεθνές δικαστήριο που θα αποφασίσει σε ποιες διαφορές έχουμε δίκιο και σε ποιες δεν έχουμε.
Βέβαια δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις αποφάσεις του δικαστηρίου. Αλλά όπως σχεδόν όλοι πιστεύουν με βάση τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου, θα πάρουμε αλλά και θα δώσουμε. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μια απόφαση της Χάγης που δεν θα οδηγήσει στο να πάρουμε χωρίς να δώσουμε, θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον Πρωθυπουργό. Οι «σαμαρικοί» θα αντιδράσουν δυναμικά, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα υπέσκαπτε τη συνοχή του κόμματος. Την ίδια αρνητική αντίδραση μπορεί να προβλέψει κανείς σε ό,τι αφορά την πλειοψηφία των πολιτών – διότι κανένα κόμμα δεν είχε το θάρρος να πει στον κόσμο την αλήθεια. Δηλαδή πως υπάρχουν και άλλες διαφορές μεταξύ των χωρών.
Συμπέρασμα. Ο μόνος τρόπος να τα βρούμε με την Τουρκία είναι μέσω της διαιτησίας του Διεθνούς Δικαστηρίου. Αλλη λύση απλά δεν υπάρχει. Δυστυχώς για τη στιγμή, κανένα κόμμα δεν λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Είναι καιρός όμως τα κόμματα να συμφωνήσουν στη μόνη λύση που μπορεί να οδηγήσει στην αποφυγή μιας εθνικής καταστροφής. Δυστυχώς για τη στιγμή, μια τέτοια λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Μουζέλης Νίκος Ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE
Το Βήμα
Δηλαδή, προκειμένου να πάμε στην Χάγη, να δεχτούμε ότι υπάρχουν διαφορές εκεί που δεν υπήρχαν; Εμείς να πάμε για το πάγιο ζήτημα τής υφαλοκρηπίδας των νησιών και τώρα τής οριοθέτησης ΑΟΖ και οι Τούρκοι με πέντε-δέκα άλλα θέματα, εκ των οποίων σίγουρα θα κερδίσουν κάποια; Να βάλουμε, δηλαδή, τα χέρια μας και βγάλουμε τα μάτια μας μοναχοί μας; Αναγνώριση των υποχωρήσεων Σημίτη συνιστά ο καθηγητής; Τα εμά εμά και τα εσά εμά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι ποιος τού διασφαλίζει ότι η Τουρκία θα συμμορφωθεί με την απόφαση τής Χάγης; Οι Φιλιππίνες πήγαν την Κίνα εκεί και η τελευταία έχασε. Όμως, επειδή έκρινε ότι η απόφαση τού ΔΔΧ την αδικούσε, δεν συμμορφώθηκε κι εξακολουθεί να καταπατά τις ΑΟΖ πέντε άλλων χωρών.
Βέβαια, εκεί μάς σύρουν, αυτό είναι φανερό πια, αλλά δεν έπεται ότι αυτό δεν είναι νέα υποχώρηση εκ μέρους μας, προκειμένου να έχουμε αμφίβολα αποτελέσματα και προπαντός αποτελέσματα, που θ' ανοίξουν την όρεξη τής γείτονος.