Πόσο συνεννοημένοι είμαστε στη στάση μας απέναντι στην Τουρκία;
Σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα συγκυρία, τη στιγμή που εκμεταλλευόμενη τη (γεω)πολιτική συγκυρία παλεύει για να πετύχει απομείωση του χρέους της και να μπορέσει να ξεφύγει από τη μέγγενη των συνεχόμενων περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, συν την αδικαιολόγητα υψηλή φορολογία που σαν αποτέλεσμα έχει να φορτώνει με δισεκατομμύρια ευρώ ανείσπρακτα έσοδα για το Δημόσιο, αφού «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος», η χώρα δείχνει και να κινδυνεύει να εμπλακεί σε στρατιωτικές περιπέτειες με τον «κακό γείτονα» με τον οποίο την έχει υποχρεώσει η γεωγραφία να συνυπάρχει.
Του Ζαχαρία Μίχα
Το μέγα ερώτημα είναι εάν η χώρα μας διαθέτει μια συνεκτική στρατηγική αντιμετώπισης της τουρκικής προκλητικότητας, ένα σχέδιο που υπερβαίνει το σωστό, απλό αλλά τετριμμένο «οι Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε ετοιμότητα», παρότι όντως βρίσκονται, ένα σχέδιο δηλαδή που δίνει απάντηση στο ερώτημα τι ακριβώς επιδιώκει η Ελλάδα να πετύχει, αφού το στράτευμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα «εργαλείο» της πολιτικής. Και έτσι πρέπει να είναι.
Η τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, στη συνέντευξη με τον Αλέξη Παπαχελά στην εκπομπή «Νέοι Φάκελοι» στον ΣΚΑΪ, όπου προειδοποίησε επί της ουσίας την Τουρκία με τη λήψη στρατιωτικών μέτρων εάν υπερβεί την «κόκκινη γραμμή» που αυτή γνωρίζει, αύξησε την ένταση. Η συνέχεια κατέγραψε μεγιστοποίηση της «νευρικότητας» της τουρκικής πλευράς, η οποία δείχνει να ξεσκονίζει τα κιτάπια της και να ανασύρει ό,τι έχει και δεν έχει από επιχειρησιακά σχέδια πρόκλησης ανωμαλίας στην περιοχή του Αιγαίου.
Το πράττει δε αυτό επιχειρώντας να πιέσει ολοένα και περισσότερο, σε μια προσπάθεια να διαπιστώσει στην πράξη που βρίσκεται αυτή η «κόκκινη γραμμή» της ελληνικής πλευράς, επιχειρώντας να τη «σπρώξει» όσο περισσότερο γίνεται προς την πλευρά των δικών της συμφερόντων, στην κλασική και αναμενόμενη ενέργεια η οποία στοχεύει να απαξιώσει στην πράξη τις διακηρύξεις, καταφέρνοντας πλήγμα στην ελληνική αξιοπιστία.
Πέραν των κινδύνων «εκτροπής» που συνεπάγονται τέτοιες παρακινδυνευμένες τακτικές, το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η απόφαση του υπουργού Εξωτερικών να προβεί στη συγκεκριμένη αναφορά, αντί επί παραδείγματι να επιχειρήσει να καθησυχάσει το εσωτερικό, λέγοντας κάτι πιο ουδέτερο, όπως «μην ανησυχείτε, έχουν οι φύλακες τη γνώση», το οποίο διαβιβάζει μήνυμα αυτοπεποίθησης χωρίς όμως παράλληλα να «αναλαμβάνει υποχρεώσεις» απέναντι στον αντίπαλο, ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικής πολιτικής η οποία συμφωνήθηκε με τη συμμετοχή όλων των αρμοδίων, από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, μέχρι τον υπουργό Εξωτερικών και τον διοικητή της ΕΥΠ.
Διότι δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τόσο «βαριές» κουβέντες να εκστομίζονται στο πλαίσιο μιας πολιτικής που μπορεί να πρεσβεύει ένα τμήμα της κυβέρνησης, ασχέτως του αν αυτή είναι σωστή ή λανθασμένη. Αν δεν είναι μια συνολική απόφαση, σωστά και προσεκτικά σταθμισμένη ως προς τις επιπτώσεις της, τότε μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες, αφού νομοτελειακά η εικόνα που θα περάσει σε όσους έχουν λόγους να έχουν στραμμένα τα μάτια τους στο Αιγαίο, είναι αυτή ενός καραβιού δίχως σαφή πορεία.
Επίσης, είναι επικίνδυνο το να επιχειρεί οποιαδήποτε πλευρά εντός της κυβέρνησης, να σύρει την άλλη στη δική της λογική, μέσω δηλώσεων και ενεργειών, οι οποίες για τον εξωτερικό παρατηρητή δεσμεύουν τη χώρα, όχι απλά αυτόν που τις διατυπώνει.
Σα να μην έφταναν τα προβλήματα που υπάρχουν στα ελληνοτουρκικά, έρχεται να προστεθεί και η νέα υπόθεση Τούρκων στρατιωτικών, αυτή τη φορά πιο σοβαρή από αυτή των «8». Δύο πρόσωπα, φερόμενα ως μέλη της πλέον «εξειδικευμένης» ομάδας ειδικών επιχειρήσεων της Τουρκίας (παρότι αυτό αμφισβητείται, η καταγραφή των ονομάτων της ομάδας αυτής από ελληνικής πλευράς σε ανύποπτο χρονικό διάστημα στο παρελθόν αφήνει μικρά περιθώρια αμφιβολίας), οι οποίοι αναζήτησαν τη σωτηρία τους από τις διώξεις που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν, στη χώρα μας. Επισήμως τουλάχιστον.
Η κατάσταση δείχνει να περιπλέκεται σοβαρά, καθότι αν στην περίπτωση των «8» έγινε λόγος για «ικέτες» οι οποίοι κινδυνεύουν από τον ρεβανσισμό της κυβέρνησης Ερντογάν, τους οποίους η Ελλάδα οφείλει να προστατεύσει, φαίνεται πως έχει περάσει ένα λάθος μήνυμα στην άλλη πλευρά: Το ότι όποιος καταφέρει να περάσει σε ελληνικό έδαφος έχει καταφέρει να εξασφαλίσει άσυλο.
Πέραν του ότι η περίπτωση των δύο αυτών αξιωματικών μοιάζει να είναι διαφορετική, πρόκειται για μια επικίνδυνη κατάσταση που θα μπορούσε να εμπλέξει την Ελλάδα σε περιπέτειες, καθώς διαφαίνεται το ενδεχόμενο οι οπαδοί του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν να έχουν επιλέξει την Ελλάδα ως πεδίο ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών τους με τον Ερντογάν.
Η υπόθεση θυμίζει λίγο την περίπτωση Οτζαλάν, όταν κάποτε, εξυπηρετώντας τα προσωπικά και τα κουρδικά συμφέροντα, είχε ζητήσει να τεθεί επικεφαλής των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για να τις οδηγήσει σε μεγάλη νίκη εναντίον της Τουρκίας… και κάποιοι είχαν ενθουσιαστεί. Εν ολίγοις, αν οι κρατούντες δεν έχουν «τα μάτια τους δεκατέσσερα», η Ελλάδα θα κινδυνεύσει να αποτελέσει το επίκεντρο μιας επικίνδυνης σύγκρουσης, ενώ τα αποτελέσματα, μην έχουμε καμιά αμφιβολία, θα τα δούμε στη Θράκη.
Ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση των δυο αυτών κυρίων που παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές, διατυπώνονται και λογικές κατά τεκμήριο υποψίες που παραπέμπουν στο ενδεχόμενο να μην ανήκαν στην ομάδα που ήθελε να σκοτώσει τον Ερντογάν, αλλά να ανήκουν στο τμήμα εκείνο των ειδικών δυνάμεων της γειτονικής μας χώρας, το οποίο στήριξε την κρίσιμη στιγμή τον – σε κάθε περίπτωση εκλεγμένο με δημοκρατικές διαδικασίες – Ερντογάν, οπότε η έλευσή τους στην Ελλάδα θα μπορούσε ακόμα και να ενεργοποιεί άλλα «σενάρια»…
Επιστρέφοντας όμως στο κεντρικό ζητούμενο του σημερινού σημειώματος, για την ανάγκη ύπαρξης μιας συνεκτικής και λογικής στρατηγικής πίσω από τον τρόπο που απαντά η Ελλάδα στην Τουρκία, μια στρατηγική που να ξεκαθαρίζει πιο είναι το ρεαλιστικό συμφέρον, άρα και η επιδίωξη της χώρας. Δεν μπορεί δηλαδή να μην έχει συνεννοηθεί ο πρωθυπουργός με τον ΥΠΕΞ και τους ΥΠΕΘΑ, Α/ΓΕΕΘΑ για να δεσμευθεί διακηρυκτικά η Ελλάδα σε κάποια στρατιωτική ενέργεια.
Ένα μικρό παράδειγμα: Επειδή πολύ συχνά ακούγεται – και έχει όντως βάση το σκεπτικό – ότι η Ελλάδα εξυπηρετείται από την παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία, καθώς ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του έχει εξασφαλίσει το να βλέπει ο «πολιτισμένος» κόσμος την Ελλάδα ως πραγματική όαση σταθερότητας, μια γνήσια φιλειρηνική χώρα με σταθερά δυτικό προσανατολισμό, ενώ στη χώρα του έχει καταφέρει από τα «μηδενικά προβλήματα» του Νταβούτογλου να πετύχει… μηδενική ειρηνική συνύπαρξη με τον οποιονδήποτε, καλούμαστε να αποφασίσουμε στο εσωτερικό – οι υπεύθυνοι προφανώς – μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να φτάσουμε για να εξασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσει να παραμένει απέναντι.
Αν δηλαδή θα φθάναμε στο σημείο να ακολουθήσουμε στη σκάλα της κλιμάκωσης (escalation ladder) όπως αναφέρεται στη θεωρία της διαχείρισης κρίσεων (crisis management), ώστε να τον βοηθήσουμε να παραδώσει επαρκή εθνικιστικά διαπιστευτήρια στο εσωτερικό και οι ψηφοφόροι να του κάνουν τη χάρη και να υπερψηφίσουν τις συνταγματικές αλλαγές. Είναι άραγε λογικό;
Ένα λογικό αντεπιχείρημα θα ήταν ότι ναι μεν δεν είναι τελικά αρνητική η παρουσία του στην ηγεσία της Τουρκίας, όμως η Ελλάδα θα ήταν ανόητο να παίξει έστω έμμεσα ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις της γειτονικής χώρας. Εάν υποτεθεί ότι το «δεν ανακατευόμαστε στις εσωτερικές υποθέσεις οποιουδήποτε» αποτελεί συνειδητή ελληνική πολιτική, μήπως τότε η δήλωση του Νίκου Κοτζιά δεν ήταν και η πιο πετυχημένη της θητείας του ως υπουργού Εξωτερικών;
Με απλά λόγια, στην όλη διαχείριση της κατάστασης από ελληνικής πλευράς δείχνει να λείπει μια «συνεκτικότητα», μια λογική, που να ξεκινάει από κάπου και να καταλήγει κάπου, την οποία να ασπάζονται όλοι, ώστε στο τέλος της ημέρας να γίνεται και αντιληπτή ως γνήσια. Διότι αν αποδειχθούμε τόσο ανεύθυνοι ώστε να παίξουμε «παιχνίδια» με την ασφάλεια της χώρας, δηλαδή το ίδιο της το μέλλον με οποιοδήποτε κίνητρο, θα ήμασταν άξιοι της μοίρας μας.
Στις «πονηρές» σκέψεις και υποψίες που γεννιούνται τα τελευταία 24ωρα, εντάσσονται τα συνήθη, όπως το ότι η ένταση βολεύει για διευκόλυνση μιας πολιτικής απόφασης που θα δίνει το πράσινο φως στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Ίσως όμως το πιο πρωτότυπο και εντυπωσιακό, το οποίο μάλιστα δείχνει να ταιριάζει με τη σκέψη ενός που θα είχε λόγους να επιδιώκει μια σύγκρουση με την Τουρκία σε αυτή τη συγκυρία, αφορά μια λογική «ξεσηκωμένη» από τον Θουκυδίδη και όσα έγραψε αναλύοντας τον Πελοποννησιακό πόλεμο!
Η οικονομική κρίση απομειώνει αργά αλλά σταθερά τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας, οπότε εάν κρίνουμε ότι η Τουρκία δεν θα πάψει με τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδος, τότε η κατάλληλη ώρα για μια σύγκρουση είναι τώρα, αφού και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αντιμετωπίζουν πλήθος προβλημάτων με το πογκρόμ που εξαπέλυσε ο Ερντογάν κατά των Γκιουλενιστών!
Αφενός η Ελλάδα διατηρεί σημαντική στρατιωτική ισχύ ακόμα, παρά τα προβλήματα και το χτύπημά της θα γίνει πολύ αισθητό στην Τουρκία, ενώ οι επιπτώσεις από την έκβαση μιας αναμέτρησης που δεν είναι και απαραίτητο να έχει ξεκάθαρο νικητή – η «νίκη» είναι εξάλλου μια έννοια πολύ σχετική στο ελληνοτουρκικό θέατρο επιχειρήσεων και χρήζει σαφούς ορισμού – δεν αποκλείεται να θέσει σε κίνηση διαδικασίες που θα οδηγήσουν σε πολλές αλλαγές, οι οποίες θα ευνοούν την ελληνική ασφάλεια.
Δεν πρόκειται να μπούμε στην λεπτομερή επί της ουσίας αξιολόγηση και άσκηση κριτικής επί τέτοιων θεωρητικών σχημάτων, διότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι άλλο από το να μην κάνει ο καθένας του κεφαλιού του, θεωρώντας ότι κατέχει το «παπικό αλάθητο». Οι καιροί είναι πονηροί και το παραμικρό σφάλμα μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο, ενώ η προσεκτική «ανάγνωση» των δεδομένων της στρατιωτικής ισορροπίας, δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο των εν Ελλάδι «στρατηγών του καναπέ».
Να θυμίσουμε όμως ότι σε κάθε πολιτική δράση μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον, υπάρχει η έννοια της «εξωτερικής νομιμοποίησης». Πόσο έξυπνο θα ήταν το να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια κατάσταση, όταν στην Ουάσιγκτον ισορροπίες ακόμα δεν υπάρχουν και όλα δείχνουν να είναι στον αέρα; Αυτό λογικά οδηγεί σε δυο κρίσιμες επιπτώσεις.
Η πρώτη είναι ότι εάν για οποιονδήποτε λόγο η Ελλάδα κατηγορηθεί ότι δεν συμπεριφέρθηκε ορθολογικά και ως αποτέλεσμα χρεωθεί την αποσταθεροποίηση της ευαίσθητης νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, οι επιπτώσεις θα κάνουν πολλά χρόνια να ξεπεραστούν.
Πόσο «χαρούμενη» θα έκανε την Ουάσιγκτον να έχει να αντιμετωπίσει ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα, ενώ δεν έχει ακόμα επιλύσει τα εσωτερικά της; Πόσο θα την ενθουσίαζε μια τέτοια εξέλιξη σε μια περίοδο που διαφαίνεται εκ νέου στροφή στις σουνιτικές μοναρχίες (οικονομικός «αναπνευστήρας» της Τουρκίας) εναντίον του Ιράν, το να αντιμετωπίσει μια κατάσταση στα ελληνοτουρκικά, ενώ προσπαθεί να «ευθυγραμμίσει» την Τουρκία για να την απομακρύνει από τη Μόσχα και να τη χρησιμοποιήσει ως σταθερό σημείο της πολιτικής -καταρχήν- πίεσης που θα ασκηθεί στο Ιράν;
Ας σκεφτούμε λίγο, για παράδειγμα, για ποιον λόγο οι Ισραηλινοί τηρούν τόσο χαμηλό προφίλ στη σύγκρουση στη Συρία. Πέραν του όσο σκοτώνονται μεταξύ τους δυνητικοί τους αντίπαλοι αυτό εξυπηρετείται, για ποιον λόγο δεν εξαπολύουν επίθεση να καταστρέψουν τη σιιτική Χεζμπολάχ τώρα που έχει χιλιάδες απώλειες, οι νέοι που στρατολογούνται εκπαιδεύονται πλημμελώς, αναγκαστικά και γενικότερα, σε τόσο δύσκολη κατάσταση δεν θα είναι εύκολο να την ξαναβρούν.
Η απάντηση βρίσκεται πάλι στην εξωτερική νομιμοποίηση μιας τέτοιας ενέργειας, εάν και κατά πόσον ένας τέτοιος πόλεμος θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα επέλυε. Διότι π.χ. μια εξοργισμένη Ρωσία δε σημαίνει ότι θα κατεβάσει καμιά αρμάδα για να απειλήσει στρατιωτικά το Ισραήλ. Όμως, γνωρίζουν ότι θα βρίσκουν τη ρωσική διπλωματία συνεχώς μπροστά τους με διάφορους τρόπους και αυτό είναι ένα μη αποδεκτό, μη αυστηρά περιορισμένο – προς το παρόν τουλάχιστον – ρίσκο για την εθνική τους ασφάλεια.
Κατά συνέπεια, έστω ως υπόθεση εργασίας να δεχθούμε ένα ακραίο σενάριο, το ότι ξεσπά μια σύγκρουση στο Αιγαίο και ο ελληνικός στόλος προκαλεί τεράστιες ζημιές στον τουρκικό, ενώ αντίστοιχα η εικόνα στον τομέα της Αεροπορίας είναι παρόμοια. Είμαστε όλοι εθνικά υπερήφανοι, γράφονται και λέγονται διθύραμβοι για τις Ένοπλες Δυνάμεις κ.λπ. κ.λπ. Μπορεί κάποιος να πει με βεβαιότητα ότι μια τόσο μεγάλη – σε απόλυτες τιμές – νίκη δεν θα είχε και αρνητικές συνέπειες;
Επειδή όμως τα ακραία σενάρια δύσκολα θα τα δει κανείς να υλοποιούνται, τα αποτελέσματα και οι μετέπειτα συνέπειες μιας στρατιωτικής αναμέτρησης θα ήταν αμφότερα πολύ πιο σχετικά. Κατά συνέπεια, αν κάτι επείγει είναι να πέσουν οι τόνοι και οι πολιτικοί μας να ακολουθήσουν την οδό της μετριοπάθειας, αποφεύγοντας τον πειρασμό μεγαλόστομων δηλώσεων και διακηρύξεων, καθώς το παραμικρό «φάλτσο» (είμαστε γενικά επιρρεπείς…) θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιπέτειες.
Όποιος θεωρεί πως μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη από τη στιγμή που θα διαβεί η Τουρκία την πόρτα του φρενοκομείου με την Ελλάδα να την ακολουθεί, είναι καταδικασμένος να διαψευσθεί. Και ίσως το χειρότερο είναι ότι στο σημερινό State Department δε φαίνεται να υπάρχει κάποιος Χόλμπρουκ «ειδικών αποστολών» ώστε να πέσει στη μέση και να δώσει μια κάποια λύση, όπως-όπως…
* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ISDA/ΙΑΑΑ)
Πηγή Defence-Point
Τού φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ...
ΑπάντησηΔιαγραφή