Η κυβέρνηση έτοιμη για... fast track εξωτερική πολιτική
Έτοιμη να ανοίξει το μέτωπο των εθνικών θεμάτων είναι η κυβέρνηση, αγνοώντας το δυσμενές περιβάλλον και την ιδιαίτερα αδύναμη διπλωματική θέση της χώρας, θεωρώντας ότι προσφέρεται η μοναδική ευκαιρία επίλυσης, έστω και με μεγάλο κόστος των θεμάτων αυτών.
Και αυτό, καθώς το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχει αμβλυνθεί, ενώ συγχρόνως ελπίζει στην... επιβράβευση από τον διεθνή παράγοντα, που θα ήταν έτοιμος να προσφέρει ανταλλάγματα για την επίλυση του Σκοπιανού, των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού.
Η κυβέρνηση έχοντας πάρει... φόρα από την αποδοχή των Μνημονίων, και με μια αδικαιολόγητα μεγάλη εμπιστοσύνη που επιδεικνύουν στον εαυτό τους οι κ. Τσίπρας και Κοτζιάς, θεωρεί ότι μπορεί να προχωρήσει σε fast track επίλυση των κρίσιμων αυτών εθνικών θεμάτων.
Στα ελληνοτουρκικά η κυβέρνηση περισσότερο από απειρία δείχνει να κολακεύεται από τα καλά λόγια του Τ. Ερντογάν και τα χαμόγελα του Α.Νταβουτογλου. Εξάλλου στο DNA της Αριστεράς στην Ελλάδα πάντοτε δίνονταν μια διεθνιστική και ιδεολογική ερμηνεία των προβλητών μεταξύ των δυο χωρών, που τελικά δικαιολογούσε τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Η κυβέρνηση, απροετοίμαστη, χωρίς συμμάχους πλέον, καθώς όλοι αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως ιδιόμορφο περιφερειακό παράγοντα και ως βασικό μοχλό αντιμετώπισης του προσφυγικού, ετοιμάζεται να εμπλακεί σε μια διαδικασία διαλόγου με αφορμή το προσφυγικό που οδηγεί όμως σε αποδοχή και συζήτηση των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο.
Η μοναδική συζήτηση για το προσφυγικό με την Τουρκία περιορίζεται μόνο στην υποχρέωσή της για διακοπή των δρομολογίων των δουλεμπόρων από τις τουρκικές ακτές προς τα νησιά και στην εφαρμογή της συμφωνίας επανεισδοχής.
Πριν από το Αιγαίο όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε αποδεχθεί τον παρεμβατικό ρόλο της Τουρκίας στην Θράκη, καθώς εκτός των ιδεοληψιών είχε εκτιμηθεί δεόντως η εκλογική στήριξη που προσέφερε το Προξενείο και στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015.
Με την πανηγυρική επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία, που συνδέθηκαν μόνο με την στάση της Τουρκίας στο προσφυγικό, η Αθήνα ουσιαστικά εγκατέλειψε μια πάγια πολιτική δυο δεκαετιών που συνέδεε την ενταξιακή πορεια της Τουρκίας με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Αφήνοντας έτσι το Ευρωπαϊκό πλαίσιο αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών, η Αθήνα αποδέχτηκε και την γερμανική απαίτηση για τριμερείς συζητήσεις για την ανάσχεση της προσφυγικής κρίσης, οι οποίες είναι προφανές ότι θα καταλήξουν σε διμερή διαπραγμάτευση για την διαχείριση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, όπου εκτός της τουρκικής πίεσης η Αθήνα θα υφίσταται και την πίεση της κ. Μέρκελ.
Στο Κυπριακό, η κυβέρνηση Αναστασιάδη έχει εγκαταλειφθεί πλήρως, με την Ελλάδα να σπεύδει να δηλώνει εξ αρχής ότι μόνο στο θέμα των εγγυήσεων θα έχει λόγο. Με τον τρόπο όμως που έθεσε το θέμα των Εγγυήσεων, το οποίο είναι δεδομένο ότι δεν θα επιβιώσει τουλάχιστον στην παρούσα μορφή του, η Τουρκική πλευρά έχει ήδη αρχίσει να απαιτεί πρόσθετα ανταλλάγματα σε κρίσιμα Κεφάλαια του Κυπριακού, όπως το εδαφικό και η διακυβέρνηση προκειμένου να ενισχυθεί η… ασφάλεια του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου.
Με την πραγματοποίηση μιας σειράς ελληνοτουρκικών συναντήσεων υψηλού επιπέδου (Κοτζιάς-Τσαβούσογλου, Τσίπρας-Νταβούτογλου-Μέρκελ, Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας) μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου και, ενώ θα κορυφώνεται η διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό, η Αθήνα έχει χρέος να αρθρώσει λόγο τουλάχιστον για ρυθμίσεις που ουσιαστικά ακυρώνουν την συμβατότητα της λύσης με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο.
Σε θέματα μάλιστα όπως είναι η αποδοχή από το νέο ομόσπονδο κράτος του Δικαίου της Θάλασσας, δεν μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται, γιατί από την επομένη μιας κακής λύσης θα είναι και η Ελλάδα η οποία θα υποστεί τις συνέπειες.
Στο θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ είναι σαφής η στροφή της κυβέρνησης, η οποία επιβεβαιώθηκε και στην διάρκεια της επίσκεψης του σκοπιανού υπουργού εξωτερικών Νικόλα Ποποσκι στην Αθήνα, καθώς θεωρεί ότι στο Σκοπιανό υπάρχει δυνατότητα για την επίδειξη μιας πρώτης… «επιτυχίας».
Η Αθήνα από την επομένη των εκλογών του Ιανουαρίου δήλωσε ότι αυτό που προέχει είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με την πΓΔΜ παρά την διάφορα του ονόματος και στο πλαίσιο αυτό ο Ν.Κοτζιάς εισηγήθηκε και προωθεί σειρά Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, τα οποία έχουν μικρή πρακτική αξία, αλλά όμως σε επίπεδο επικοινωνείς και ψυχολογίας δίνουν την εντύπωση ότι κάτι κινείται στις σχέσεις των δυο χωρών.
Τα ΜΟΕ αντιμετωπίσθηκαν με ιδιαίτερα αρνητική διάθεση από τον μεσολαβητή του ΟΗΕ Μάθιου Νιμιτς καθώς δίνεται η εντύπωση ότι η Αθήνα και τα Σκόπια μπορούν να συμβιώσουν πλέον βάζοντας στο ράφι την διαφορά της ονομασίας και αφήνοντας την διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών στο τέλμα των τελευταίων ετών.
Όμως η επιλογή αυτή απλώς εξουδετερώνει την ελληνική επιχειρηματολογία ότι η επιμονή του κ. Γκρουεφσκι στην αδιάλλακτη στάση του και το ανεπίλυτο της διαφοράς για το όνομα εμποδίζει την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων και συνιστά μια ακόμη απειλή για την σταθερότητα όχι μόνο της πΓΔΜ αλλά και της περιοχής.
Η ψυχρολουσία την οποία υπέστη η ελληνική διπλωματία την περασμένη εβδομάδα κατά την διάρκεια της επίσκεψης του κ.Ποποσκι στην Αθήνα ήταν εντυπωσιακή.
Ο κ. Κοτζιάς έκανε φιλότιμη προσπάθεια να μιλήσει για τις προοπτικές των σχέσεων των δυο χωρών, με τον κ. Πόποσκι να σπεύδει να εξηγήσει ότι η βελτίωση των σχέσεων μπορεί να γίνει και η ευρωατλαντική πορεία της χώρα του να συνεχίζεται, με το θέμα του ονόματος όμως να παραμένει «βουνό».
Και ο σκοπιανός υπουργός πρόσθεσε ακόμη κάτι το οποίο ακούστηκε σαν προειδοποίηση προς την Αθήνα: εάν η λύση θίγει συνταγματικά χαρακτηριστικά της χώρας του, τότε δεν μπορεί παρά να υποβληθεί προς έγκριση σε δημοψήφισμα.
Αυτό το μήνυμα του κ. Ποποσκι σημαίνει πολύ απλά, ότι εάν η Ελλάδα επιμείνει σε μια συμφωνία που θα ρυθμίζει οριστικά τα θέματα της ταυτότητας και του μακεδονισμού, τότε η σκοπιανή πλευρά (και αυτό δεσμεύει πλέον και την αντιπολίτευση σε περίπτωση που υπάρξει κυβερνητική αλλαγή) θα θέσει την λύση σε δημοψήφισμα, όπου είναι προφανές ότι οι πιθανότητες έγκρισης της θα είναι περιορισμένες.
Έτσι η Αθήνα αντί να χρησιμοποιήσει τις διμερείς σχέσεις ως μέσο πίεσης προς τα Σκόπια, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και με την Σερβία και με την Αλβανία, υπόσχεται ότι οι σχέσεις θα αναπτυχθούν παρακάμπτοντας την διαφορά της ονομασίας.
Έχει μάλιστα σταλεί στα Σκόπια το μήνυμα ότι η Αθήνα θα ήταν πρόθυμη να υπογράψει και συμφωνίες συνεργασίας έστω με το προσωρινό όνομα FYROM, κάτι που θα οδηγούσε πρακτικά όμως στην ντε φάκτο αποδοχή της διπλής ονομασίας, καθώς πλέον θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για την Αθήνα να αρνηθεί την προώθηση των ευρωατλαντικων σχέσεων της πΓΔΜ με το όνομα FYROM.
Τους πειραματισμούς αυτούς η Αθήνα θα τους βρει μπροστά της καθώς εάν όλα εξελιχτούν ομαλά στις εκλογές του Απριλίου στα Σκόπια, τότε η πίεση προς την Ελλάδα για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της πΓΔΜ με την Ε.Ε. και για ένταξη στο ΝΑΤΟ θα κορυφωθούν, στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. τον Ιούνιο στις Βρυξέλλες και του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο στην Βαρσοβία.
Στην Βαλκανική πολιτική, αρχικά η κυβέρνηση επεδίωξε να παίξει με τον αλβανικό παράγοντα υποσχόμενη την αναγνώριση του Κοσσόβου, προσδοκώντας ότι οι Αλβανοί των Σκοπίων θα πίεζαν την κυβέρνησή τους για αποδοχή ενός συμβιβασμού στο θέμα της ονομασίας.
Η Αθήνα έδειξε να αγνοεί ότι αυτή την στιγμή ο πλέον «επιθετικός» παράγοντας στα Βαλκάνια είναι ο αλβανικός εθνικισμός και μεγαλοϊδεατισμός, που τελικά ελάχιστα χρήσιμος αποδείχθηκε στην διαχείριση του θέματος της ονομασίας των Σκοπίων.
Αντιθέτως, σε διαρκείς επιδείξεις δύναμης τα Τίρανα έχουν πλέον ισοπεδώσει το μειονοτικό ζήτημα στην Βόρειο Ήπειρο και με ιταμό τρόπο έχουν επιβάλει στην Ελλάδα όχι μόνο αποδοχή της μονομερούς απόρριψης της Συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, αλλά και την ματαίωση των ερευνών σε ελληνικό θαλάσσιο Οικόπεδο αμφισβητώντας έτσι εμπράκτως την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Σε ό,τι αφορά το Κόσσοβο η Αθήνα με τις διαρροές και τις επίσημες δηλώσεις ότι προτίθεται να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του, το μόνο που έτυχε ήταν να διαρρήξει τις σχέσεις της με το Βελιγράδι και να διατηρήσει την καχυποψία με τον αλβανικό παράγοντα, καθώς η αναγνώριση του Κόσσοβου δεν έγινε ακόμη.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι αρνητικό το κλίμα για την Ελλάδα, άλλοι χρεώνουν ολιγωρία στην κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί τη διεθνή συγκυρία και να προβάλλει τη γεωπολιτική σημασία της για να αποκομίσει οφέλη ενόψει της αναπροσαρμογής δυνάμεων στην περιοχή...
ΑπάντησηΔιαγραφή