Η τουρκική πρόκληση στα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου
Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας - Τουρκολόγος
Ενώ τον τελευταίο καιρό αυξάνεται συνεχώς η τουρκική προκλητικότητα με διεκδικήσεις επί 16 νησιών στο Αιγαίο, καλό θα είναι να γνωρίζουμε μερικά πράγματα που αποδεικνύουν την τουρκική αυθαιρεσία η οποία «βρίσκει και κάνει» χωρίς να έχει κανένα νομικό, ιστορικό και πολιτικό έρεισμα.
Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε ουσιαστικά με το Πρωτόκολλο της 22 Μαρτίου 1829, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το Πρωτόκολλο αυτό καθόριζε τα σύνορα της Ελλάδας στην γραμμή Άρτας, Βόλου και εγκρίθηκε από την Οθωμανική κυβέρνηση.
Με την συνθήκη του Λονδίνου, στις 24 Απριλίου 1839, μεταξύ της Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δόθηκαν στην Ελλάδα η Εύβοια και οι Βόρειες Σποράδες.
Τα επόμενα χρόνια το σημαντικότερο ζήτημα του Αιγαίου για το νεαρό ελληνικό κράτος, ήταν το κρητικό πρόβλημα και ο ξεσηκωμός των Κρητικών για ένωση με την Ελλάδα. Στις 28 Νοεμβρίου 1897, η Κρήτη ανακηρύσσει μονομερώς την αυτονομία της. Τελικά και μετά τους νικηφόρους για την Ελλάδα βαλκανικούς πολέμους, σύμφωνα με τις συνθήκες του Λονδίνου, στις 30 Μαΐου 1913 και της Αθήνας, 14 Νοεμβρίου 1913, η Κρήτη ενσωματώνεται με την Ελλάδα.
Όσον αφορά την τύχη των άλλων νησιών του βορείου Αιγαίου που είχαν περιέλθει στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 30/5/1913, η Οθωμανική κυβέρνηση από την μια και τα Βαλκανικά κράτη από την άλλη (Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία), έδιναν στις μεγάλες δυνάμεις το δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον αυτών των νησιών. Η απόφαση των 6 μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία), στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου το 1914, ήταν ότι στα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται υπό ελληνική κατοχή, πλην των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, θα διατηρηθεί η ελληνική κατοχή.
Η Οθωμανική κυβέρνηση δεν δέχτηκε την απόφαση αυτή και με απαντητικό υπόμνημα στις 16 Φεβρουάριου 1914, ενώ δέχεται την συμφωνία για την Ίμβρο και Τένεδο, απορρίπτει την απόφαση για τα αλλά νησιά. Η Οθωμανική άποψη ήταν ότι και η Σαμοθράκη και η Λήμνος θα έπρεπε να μείνουν υπό τουρκική κυριαρχία με το ίδιο σκεπτικό που έμειναν τα νησιά Ίμβρου και Τενέδου, σαν τμήμα του Τσανάκ Καλέ. Όταν απορρίφθηκε το τουρκικό υπόμνημα προτάθηκε η αυτονομία των νησιών αυτών, όπως επίσης και της Λέσβου, Χίου, Σάμου και την Ικαρίας. Και το αίτημα αυτό όμως της Τουρκίας απορρίφθηκε από την Ελλάδα και τον εκπρόσωπο της Αγγλίας, λόρδο Curzon, οι οποίοι έκαναν αναφορά στις συνθήκες του 1913 και στην απόφαση του 1914.
Παρ’ όλο που οι Οθωμανοί υποστήριξαν τότε ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου μεταξύ των 1914 και 1923 βρίσκονταν υπό την κατοχή της Ελλάδας, μετά την συνθήκη της Λοζάνης η Τουρκία με το άρθρο 12 της συνθήκης αποδέχτηκε την απόφαση του 1914. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, αναγνωρίζεται η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εκτός από την Ίμβρο, Τένεδο και τα νησιά που αναφέρονται στο άρθρο 15 (Δωδεκάνησα), τα οποία δόθηκαν στην κυριαρχία της Ιταλίας.
Το άρθρο 13 της συνθήκης της Λοζάνης περιλαμβάνει το θέμα της αποστρατικοποίησης που περιλαμβάνεται και στην συνθήκη του Λονδίνου.
Το άρθρο αυτό αναφέρει τα εξής:
Άρθρο 13.
1) Στα αναφερόμενα νησιά δεν θα κατασκευαστεί καμία ναυτική βάση και καμία οχύρωση.
2) Θα απαγορευτεί η πτήση των ελληνικών στρατιωτικών αεροπλάνων και άλλων εναέριων οχημάτων πάνω από τα παράλια εδάφη της Ανατολίας. Σε αντάλλαγμα και η τουρκική κυβέρνηση θα απαγορεύσει την πτήση των στρατιωτικών της αεροπλάνων και άλλων εναέριων οχημάτων πάνω από τα προαναφερθέντα νησιά (κάτι που το παραβιάζει συνεχώς η Τουρκία από την δεκαετία του εβδομήντα).
3) Σε αυτά τα νησιά οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν θα είναι περισσότερες από τον αριθμό των στρατιωτών που θα μπορεί να έχει κληθεί κανονικά (δηλαδή δεν αναφέρεται η πλήρης απουσία στρατιωτικών τμημάτων) και να εκπαιδευτεί επί τόπου και οι δυνάμεις της χωροφυλακής και της αστυνομίας θα είναι ανάλογες με αυτές που είναι σε ολόκληρη την Ελληνική χώρα.
Η δημιουργία από την Τουρκία της Στρατιάς του Αιγαίου από το 1975 και μετά είναι τουρκική παραβίαση της συνθήκης.
Οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία και συνεπώς η διάδοχός της, τουρκική κυριαρχία συνεχίζεται νόμιμα επί των νησιών που απέχουν λιγότερο από τα τρία μίλια από την τουρκική ακτή, όπως οι Ζουράφα, Αντίψαρά, Φούρνοι, Σερκγίτσι, Σιγκρί, Κασόνησος, και άλλα ακόμα και αν αυτά τα νησιά βρίσκονταν υπό ελληνική κατοχή στις 13 Φεβρουάριου 1914, παρά του ότι αποδέχτηκαν την απόφαση του 1914.
Αλλά οι Τούρκοι προχωρούν ακόμα περισσότερο και ισχυρίζονται ότι επειδή η απόσταση των τριών μιλίων που αναφέρεται εκείνη την εποχή στην Συνθήκη, είναι το εύρος των χωρικών υδάτων εκείνης της εποχής, συνεπώς… σήμερα που το εύρος των χωρικών υδάτων είναι έξη μίλια, όλα τα νησιά και οι βραχονησίδες που δεν αναφέρονται στην συνθήκη της Λοζάνης και είναι σε απόσταση μικρότερη των έξη μιλίων από τις τουρκικές αρχές… ανήκουν στην Τουρκία!!!
Στη συνέχεια η Τουρκία προσπάθησε να αλλάξει την συνθήκη της Λοζάνης σχετικά με την αποστρατικοποίηση των Στενών. Η συνθήκη του Μοντρέ που τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιουλίου 1936, ρυθμίζει ότι τα στενά μπορούν να επαναστρατικοποιηθούν. Το 1ο άρθρο όμως της συνθήκης Μοντρέ, καταργεί ολοκληρωτικά το 4ο και 6ο άρθρο της συνθήκης της Λοζάνης, που περιλαμβάνει την περιοχή αποστρατικοποίησης στην οποία όμως περιέχεται και η νήσος Λήμνος και Σαμοθράκη. Συγκεκριμένα το άρθρο 4 της Συνθήκης του Μοντρέ, ορίζει, «ότι η Ελλάδα ουδεμία υποχρέωση έχει για αποστρατικοποίηση των νησιών». Το ίδιο επιβεβαίωσε και ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Ρουσδή Αρράς, στην τουρκική βουλή όταν είχε δηλώσει ότι η Συνθήκη του Μοντρέ περιλαμβάνει και την Λήμνο και την Σαμοθράκη.
Τα Δωδεκάνησα είναι το τελευταίο νησιωτικό συγκρότημα του Αιγαίου που επανήλθε στην ελληνική κυριαρχία. Η Ιταλία κατέλαβε τα Δωδεκάνησα κατά την διάρκεια του τουρκο-ιταλικού πόλεμου το 1911-12. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της συνθήκης του Ouchy, αποφασίστηκε η Ιταλία να αποσυρθεί από τα Δωδεκάνησα και η Οθωμανική αυτοκρατορία από την Μεγάλη Τρίπολη της Λιβύης. Η Ιταλία δεν τήρησε την συνθήκη του Ouchy, ενώ στο μεταξύ είχαν αρχίσει οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Η Τουρκία όμως αναγνώρισε την ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων με την συνθήκη ειρήνης της Λοζάνης. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της συνθήκης, η Τουρκία εγκαταλείπει στην Ιταλία τα 13 νησιά που κατονομάζονται ένα προς ένα, καθώς και τις παρακείμενες νησίδες και στο τέλος του άρθρου αναφέρεται και η νήσος Καστελόριζο. Διαφωνία που υπήρξε για τις βραχονησίδες διευθετήθηκε με την συμφωνία στις 4 Ιανουαρίου 1932, που επικυρώθηκε και από την Ιταλία και από την Τουρκία και οι παρακείμενες βραχονησίδες παραχωρήθηκαν στην Ιταλία. Τα νησιά αυτά μεταβιβάστηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα, με το άρθρο 14 της Συνθήκη των Παρισίων του 1947, με τον όρο να είναι αποστρατικοποιημένα.
Σύμφωνα λοιπόν με τις τουρκικές αυθαίρετες απόψεις δεν είναι δυνατόν να μεταβιβαστούν τα Δωδεκάνησα σε άλλη χώρα με μια συνθήκη στην οποία δεν μετέχει η Τουρκία.
Δεύτερο, αναφέρεται ότι η Τουρκία δεν έκανε δεκτό το πρακτικό που συντάχθηκε το 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας για το καθεστώς των υπολοίπων βραχονησίδων και νησιών μεταξύ Δωδεκανήσων και Ανατολίας.
Σύμφωνα με την Τουρκία η συνθήκη της 4ης Ιανουαρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας δεν ισχύει, γιατί δεν έχει επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των δυο χωρών. Επίσης στην συνθήκη του Παρισιού του 1947, βάσει της οποίας παραδόθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, δεν γίνεται αναφορά για την συνθήκη της 4 Ιανουαρίου του 1932.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να τονιστεί ότι η Τουρκία δεν έχει καμία δυνατότητα να εγείρει αντιρρήσεις στην ελληνική πλευρά, παρά μόνο στην Ιταλία, γιατί σε αυτή είχε παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα και στη συμφωνία των Παρισίων του 1947 η Τουρκία δεν ήταν πράγματι συμβαλλόμενη, γι αυτό και δεν δικαιούται να την επικαλείται όταν αναφέρεται στην στρατικοποίηση των Δωδεκανήσων (στην περίπτωση αυτή η Τουρκία αντιφάσκει, αφού επικαλείται την συνθήκη των Παρισίων, ενώ στην κατοχύρωση της ελληνικής κυριαρχίας στα Δωδεκάνησα δεν την δέχεται με το αιτιολογικό ότι δεν είχε κληθεί να την υπογράψει).
Το πρόβλημα της κυριαρχίας των βραχονησίδων «περιπλέκεται» σύμφωνα με την Τουρκία, γιατί το 1936 τα χωρικά ελληνικά ύδατα ήταν 6 μίλια ενώ τα τουρκικά ήταν 3. Βάσει αυτού, η Ελλάδα με δυο
κινήσεις το 1950 και 1953, έκανε ενέργειες να καθορίσει τα σύνορα μεταξύ Ανατολίας και νησιών περιλαμβάνοντας πολλές βραχονησίδες στην δική της κυριαρχία, με «αυθαίρετο» κατά τους Τούρκους τρόπο.
Στο θέμα εμπλέκεται και το πρόβλημα του νησιωτικού συμπλέγματος. Η νομική αρχή των νησιωτικών συμπλεγμάτων, κατά τους Τούρκους, είναι καινούργια και γι’ αυτό δεν μπορούν να προταθούν σ ένα ευρύτερο πλαίσιο κατά χωρών όπως η Τουρκία, όπου έχουν ξεκάθαρα υποστηρίξει ότι οι αρχές αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε κάποιες γεωγραφικές θέσεις.
Η Τουρκία, όπως προαναφέραμε, στην συνάντηση της Δεύτερης Επιτροπής της Συνθήκης του Διεθνούς Θαλασσίου Δικαίου, στις 12 Αυγούστου 1974, διευκρίνισε ότι θα αρνηθεί κατηγορηματικά την εφαρμογή των αρχών των νησιωτικών συμπλεγμάτων και στα κράτη των οποίων η χώρα δεν αποτελείται καθ’ ολοκληρία από νησιά και επέσεισε την προσοχή στο γεγονός και στην περίπτωση της εφαρμογής μιας τέτοιας λύσης σε μια στενή και με ιδιαιτερότητες θάλασσα, όπως το Αιγαίου.
Η Τουρκία ανέπτυξε και διπλωματική προσπάθεια για να επικυρώσει τις απόψεις της για τις βραχονησίδες. Σε κοινή πρόταση που κατατέθηκε στις 11 Ιουλίου 1977, η Τουρκία μαζί με την Αλγερία, Ιράκ, Ιρλανδία, Λιβύη, Μαδαγασκάρη, Νικαράγουα, Ρουμανία, Καμερούν, υπήρχε η διάταξη ότι νησιά ενός κράτους που βρίσκονται στην υφαλοκρηπίδα και την οικονομική περιοχή ενός άλλου κράτους και επηρεάζουν την υφαλοκρηπίδα και την οικονομική περιοχή άλλων κρατών, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, δεν θα έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και οικονομική περιοχή.
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την Σ.Δ.Θ.Δ. τα προβλήματα μεταξύ των χωρών πρέπει να επιλυθούν μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των χωρών. Κατηγορεί την Ελλάδα ότι αρνείται τις διαπραγματεύσεις γιατί θεωρεί το Αιγαίο δικό της κυρίαρχο χώρο, ακόμα και αν αυτή η στάση της Ελλάδας είναι βραχυπρόθεσμα επιζήμια γι’ αυτήν.
Η τουρκική άποψη επικαλείται την τρίτη παράγραφο του άρθρου της Σ.Δ.Θ.Δ., η οποία αναφέρει ότι οι βραχονησίδες που δεν είναι κατοικήσιμες δεν έχουν δική τους οικονομική δραστηριότητα και υφαλοκρηπίδα. Έτσι ο αριθμός των ελληνικών νησιών που είναι κατοικήσιμα είναι μόνο 130 και συνεπώς μόνο για αυτά τα νησιά δημιουργείται θέμα καθορισμού υφαλοκρηπίδας.
Η αυθαίρετη γενική αντίληψη της Τουρκίας για την Σύμβαση του Θαλάσσιου Δικαίου είναι ότι παρ' όλο που δεν την έχει υπογράψει, μπορεί να προβάλει αιτήματα βάσει της συνθήκης, ενώ η Ελλάδα που την έχει υπογράψει και την έχει επικυρώσει στο ελληνικό κοινοβούλιο, πρέπει να κινείται στα όρια της Συνθήκης.
Σαν επιστέγασμα της τουρκικής αυθαιρεσίας είναι πως η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα προβλήματα του Αιγαίου λύνονται μόνο μέσω του δικαίου των κρατών και όχι του διεθνούς δικαίου και κατηγορεί την Ελλάδα ότι δεν θέλει τις διμερείς διαπραγματεύσεις και επίσης ότι ασκεί δικαίωμα επί πολλών νησιών και βραχονησίδων που δεν της έχουν δοθεί από καμία συνθήκη και, το κυριότερο, εξοπλίζει παρανόμως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Ποιο σοβαρό κράτος θα μπορούσε να ανεχτεί όλες αυτές τις τουρκικές νομικές αυθαιρεσίες και ερμηνείες των διεθνών συνθηκών αλλά… «Ναστραντίν Χότζα» και πολύ περισσότερο να δεχτεί να αμφισβητηθεί το κυρίαρχο καθεστώς του στα νησιά του στο Αιγαίου;
Πηγή ΝikosΧeiladakis
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας - Τουρκολόγος
Ενώ τον τελευταίο καιρό αυξάνεται συνεχώς η τουρκική προκλητικότητα με διεκδικήσεις επί 16 νησιών στο Αιγαίο, καλό θα είναι να γνωρίζουμε μερικά πράγματα που αποδεικνύουν την τουρκική αυθαιρεσία η οποία «βρίσκει και κάνει» χωρίς να έχει κανένα νομικό, ιστορικό και πολιτικό έρεισμα.
Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε ουσιαστικά με το Πρωτόκολλο της 22 Μαρτίου 1829, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το Πρωτόκολλο αυτό καθόριζε τα σύνορα της Ελλάδας στην γραμμή Άρτας, Βόλου και εγκρίθηκε από την Οθωμανική κυβέρνηση.
Με την συνθήκη του Λονδίνου, στις 24 Απριλίου 1839, μεταξύ της Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δόθηκαν στην Ελλάδα η Εύβοια και οι Βόρειες Σποράδες.
Τα επόμενα χρόνια το σημαντικότερο ζήτημα του Αιγαίου για το νεαρό ελληνικό κράτος, ήταν το κρητικό πρόβλημα και ο ξεσηκωμός των Κρητικών για ένωση με την Ελλάδα. Στις 28 Νοεμβρίου 1897, η Κρήτη ανακηρύσσει μονομερώς την αυτονομία της. Τελικά και μετά τους νικηφόρους για την Ελλάδα βαλκανικούς πολέμους, σύμφωνα με τις συνθήκες του Λονδίνου, στις 30 Μαΐου 1913 και της Αθήνας, 14 Νοεμβρίου 1913, η Κρήτη ενσωματώνεται με την Ελλάδα.
Όσον αφορά την τύχη των άλλων νησιών του βορείου Αιγαίου που είχαν περιέλθει στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 30/5/1913, η Οθωμανική κυβέρνηση από την μια και τα Βαλκανικά κράτη από την άλλη (Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία), έδιναν στις μεγάλες δυνάμεις το δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον αυτών των νησιών. Η απόφαση των 6 μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία), στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου το 1914, ήταν ότι στα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται υπό ελληνική κατοχή, πλην των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, θα διατηρηθεί η ελληνική κατοχή.
Η Οθωμανική κυβέρνηση δεν δέχτηκε την απόφαση αυτή και με απαντητικό υπόμνημα στις 16 Φεβρουάριου 1914, ενώ δέχεται την συμφωνία για την Ίμβρο και Τένεδο, απορρίπτει την απόφαση για τα αλλά νησιά. Η Οθωμανική άποψη ήταν ότι και η Σαμοθράκη και η Λήμνος θα έπρεπε να μείνουν υπό τουρκική κυριαρχία με το ίδιο σκεπτικό που έμειναν τα νησιά Ίμβρου και Τενέδου, σαν τμήμα του Τσανάκ Καλέ. Όταν απορρίφθηκε το τουρκικό υπόμνημα προτάθηκε η αυτονομία των νησιών αυτών, όπως επίσης και της Λέσβου, Χίου, Σάμου και την Ικαρίας. Και το αίτημα αυτό όμως της Τουρκίας απορρίφθηκε από την Ελλάδα και τον εκπρόσωπο της Αγγλίας, λόρδο Curzon, οι οποίοι έκαναν αναφορά στις συνθήκες του 1913 και στην απόφαση του 1914.
Παρ’ όλο που οι Οθωμανοί υποστήριξαν τότε ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου μεταξύ των 1914 και 1923 βρίσκονταν υπό την κατοχή της Ελλάδας, μετά την συνθήκη της Λοζάνης η Τουρκία με το άρθρο 12 της συνθήκης αποδέχτηκε την απόφαση του 1914. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, αναγνωρίζεται η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εκτός από την Ίμβρο, Τένεδο και τα νησιά που αναφέρονται στο άρθρο 15 (Δωδεκάνησα), τα οποία δόθηκαν στην κυριαρχία της Ιταλίας.
Το άρθρο 13 της συνθήκης της Λοζάνης περιλαμβάνει το θέμα της αποστρατικοποίησης που περιλαμβάνεται και στην συνθήκη του Λονδίνου.
Το άρθρο αυτό αναφέρει τα εξής:
Άρθρο 13.
1) Στα αναφερόμενα νησιά δεν θα κατασκευαστεί καμία ναυτική βάση και καμία οχύρωση.
2) Θα απαγορευτεί η πτήση των ελληνικών στρατιωτικών αεροπλάνων και άλλων εναέριων οχημάτων πάνω από τα παράλια εδάφη της Ανατολίας. Σε αντάλλαγμα και η τουρκική κυβέρνηση θα απαγορεύσει την πτήση των στρατιωτικών της αεροπλάνων και άλλων εναέριων οχημάτων πάνω από τα προαναφερθέντα νησιά (κάτι που το παραβιάζει συνεχώς η Τουρκία από την δεκαετία του εβδομήντα).
3) Σε αυτά τα νησιά οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν θα είναι περισσότερες από τον αριθμό των στρατιωτών που θα μπορεί να έχει κληθεί κανονικά (δηλαδή δεν αναφέρεται η πλήρης απουσία στρατιωτικών τμημάτων) και να εκπαιδευτεί επί τόπου και οι δυνάμεις της χωροφυλακής και της αστυνομίας θα είναι ανάλογες με αυτές που είναι σε ολόκληρη την Ελληνική χώρα.
Η δημιουργία από την Τουρκία της Στρατιάς του Αιγαίου από το 1975 και μετά είναι τουρκική παραβίαση της συνθήκης.
Οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία και συνεπώς η διάδοχός της, τουρκική κυριαρχία συνεχίζεται νόμιμα επί των νησιών που απέχουν λιγότερο από τα τρία μίλια από την τουρκική ακτή, όπως οι Ζουράφα, Αντίψαρά, Φούρνοι, Σερκγίτσι, Σιγκρί, Κασόνησος, και άλλα ακόμα και αν αυτά τα νησιά βρίσκονταν υπό ελληνική κατοχή στις 13 Φεβρουάριου 1914, παρά του ότι αποδέχτηκαν την απόφαση του 1914.
Αλλά οι Τούρκοι προχωρούν ακόμα περισσότερο και ισχυρίζονται ότι επειδή η απόσταση των τριών μιλίων που αναφέρεται εκείνη την εποχή στην Συνθήκη, είναι το εύρος των χωρικών υδάτων εκείνης της εποχής, συνεπώς… σήμερα που το εύρος των χωρικών υδάτων είναι έξη μίλια, όλα τα νησιά και οι βραχονησίδες που δεν αναφέρονται στην συνθήκη της Λοζάνης και είναι σε απόσταση μικρότερη των έξη μιλίων από τις τουρκικές αρχές… ανήκουν στην Τουρκία!!!
Στη συνέχεια η Τουρκία προσπάθησε να αλλάξει την συνθήκη της Λοζάνης σχετικά με την αποστρατικοποίηση των Στενών. Η συνθήκη του Μοντρέ που τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιουλίου 1936, ρυθμίζει ότι τα στενά μπορούν να επαναστρατικοποιηθούν. Το 1ο άρθρο όμως της συνθήκης Μοντρέ, καταργεί ολοκληρωτικά το 4ο και 6ο άρθρο της συνθήκης της Λοζάνης, που περιλαμβάνει την περιοχή αποστρατικοποίησης στην οποία όμως περιέχεται και η νήσος Λήμνος και Σαμοθράκη. Συγκεκριμένα το άρθρο 4 της Συνθήκης του Μοντρέ, ορίζει, «ότι η Ελλάδα ουδεμία υποχρέωση έχει για αποστρατικοποίηση των νησιών». Το ίδιο επιβεβαίωσε και ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Ρουσδή Αρράς, στην τουρκική βουλή όταν είχε δηλώσει ότι η Συνθήκη του Μοντρέ περιλαμβάνει και την Λήμνο και την Σαμοθράκη.
Τα Δωδεκάνησα είναι το τελευταίο νησιωτικό συγκρότημα του Αιγαίου που επανήλθε στην ελληνική κυριαρχία. Η Ιταλία κατέλαβε τα Δωδεκάνησα κατά την διάρκεια του τουρκο-ιταλικού πόλεμου το 1911-12. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της συνθήκης του Ouchy, αποφασίστηκε η Ιταλία να αποσυρθεί από τα Δωδεκάνησα και η Οθωμανική αυτοκρατορία από την Μεγάλη Τρίπολη της Λιβύης. Η Ιταλία δεν τήρησε την συνθήκη του Ouchy, ενώ στο μεταξύ είχαν αρχίσει οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Η Τουρκία όμως αναγνώρισε την ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων με την συνθήκη ειρήνης της Λοζάνης. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της συνθήκης, η Τουρκία εγκαταλείπει στην Ιταλία τα 13 νησιά που κατονομάζονται ένα προς ένα, καθώς και τις παρακείμενες νησίδες και στο τέλος του άρθρου αναφέρεται και η νήσος Καστελόριζο. Διαφωνία που υπήρξε για τις βραχονησίδες διευθετήθηκε με την συμφωνία στις 4 Ιανουαρίου 1932, που επικυρώθηκε και από την Ιταλία και από την Τουρκία και οι παρακείμενες βραχονησίδες παραχωρήθηκαν στην Ιταλία. Τα νησιά αυτά μεταβιβάστηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα, με το άρθρο 14 της Συνθήκη των Παρισίων του 1947, με τον όρο να είναι αποστρατικοποιημένα.
Σύμφωνα λοιπόν με τις τουρκικές αυθαίρετες απόψεις δεν είναι δυνατόν να μεταβιβαστούν τα Δωδεκάνησα σε άλλη χώρα με μια συνθήκη στην οποία δεν μετέχει η Τουρκία.
Δεύτερο, αναφέρεται ότι η Τουρκία δεν έκανε δεκτό το πρακτικό που συντάχθηκε το 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας για το καθεστώς των υπολοίπων βραχονησίδων και νησιών μεταξύ Δωδεκανήσων και Ανατολίας.
Σύμφωνα με την Τουρκία η συνθήκη της 4ης Ιανουαρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας δεν ισχύει, γιατί δεν έχει επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των δυο χωρών. Επίσης στην συνθήκη του Παρισιού του 1947, βάσει της οποίας παραδόθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, δεν γίνεται αναφορά για την συνθήκη της 4 Ιανουαρίου του 1932.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να τονιστεί ότι η Τουρκία δεν έχει καμία δυνατότητα να εγείρει αντιρρήσεις στην ελληνική πλευρά, παρά μόνο στην Ιταλία, γιατί σε αυτή είχε παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα και στη συμφωνία των Παρισίων του 1947 η Τουρκία δεν ήταν πράγματι συμβαλλόμενη, γι αυτό και δεν δικαιούται να την επικαλείται όταν αναφέρεται στην στρατικοποίηση των Δωδεκανήσων (στην περίπτωση αυτή η Τουρκία αντιφάσκει, αφού επικαλείται την συνθήκη των Παρισίων, ενώ στην κατοχύρωση της ελληνικής κυριαρχίας στα Δωδεκάνησα δεν την δέχεται με το αιτιολογικό ότι δεν είχε κληθεί να την υπογράψει).
Το πρόβλημα της κυριαρχίας των βραχονησίδων «περιπλέκεται» σύμφωνα με την Τουρκία, γιατί το 1936 τα χωρικά ελληνικά ύδατα ήταν 6 μίλια ενώ τα τουρκικά ήταν 3. Βάσει αυτού, η Ελλάδα με δυο
κινήσεις το 1950 και 1953, έκανε ενέργειες να καθορίσει τα σύνορα μεταξύ Ανατολίας και νησιών περιλαμβάνοντας πολλές βραχονησίδες στην δική της κυριαρχία, με «αυθαίρετο» κατά τους Τούρκους τρόπο.
Στο θέμα εμπλέκεται και το πρόβλημα του νησιωτικού συμπλέγματος. Η νομική αρχή των νησιωτικών συμπλεγμάτων, κατά τους Τούρκους, είναι καινούργια και γι’ αυτό δεν μπορούν να προταθούν σ ένα ευρύτερο πλαίσιο κατά χωρών όπως η Τουρκία, όπου έχουν ξεκάθαρα υποστηρίξει ότι οι αρχές αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε κάποιες γεωγραφικές θέσεις.
Η Τουρκία, όπως προαναφέραμε, στην συνάντηση της Δεύτερης Επιτροπής της Συνθήκης του Διεθνούς Θαλασσίου Δικαίου, στις 12 Αυγούστου 1974, διευκρίνισε ότι θα αρνηθεί κατηγορηματικά την εφαρμογή των αρχών των νησιωτικών συμπλεγμάτων και στα κράτη των οποίων η χώρα δεν αποτελείται καθ’ ολοκληρία από νησιά και επέσεισε την προσοχή στο γεγονός και στην περίπτωση της εφαρμογής μιας τέτοιας λύσης σε μια στενή και με ιδιαιτερότητες θάλασσα, όπως το Αιγαίου.
Η Τουρκία ανέπτυξε και διπλωματική προσπάθεια για να επικυρώσει τις απόψεις της για τις βραχονησίδες. Σε κοινή πρόταση που κατατέθηκε στις 11 Ιουλίου 1977, η Τουρκία μαζί με την Αλγερία, Ιράκ, Ιρλανδία, Λιβύη, Μαδαγασκάρη, Νικαράγουα, Ρουμανία, Καμερούν, υπήρχε η διάταξη ότι νησιά ενός κράτους που βρίσκονται στην υφαλοκρηπίδα και την οικονομική περιοχή ενός άλλου κράτους και επηρεάζουν την υφαλοκρηπίδα και την οικονομική περιοχή άλλων κρατών, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, δεν θα έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και οικονομική περιοχή.
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την Σ.Δ.Θ.Δ. τα προβλήματα μεταξύ των χωρών πρέπει να επιλυθούν μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των χωρών. Κατηγορεί την Ελλάδα ότι αρνείται τις διαπραγματεύσεις γιατί θεωρεί το Αιγαίο δικό της κυρίαρχο χώρο, ακόμα και αν αυτή η στάση της Ελλάδας είναι βραχυπρόθεσμα επιζήμια γι’ αυτήν.
Η τουρκική άποψη επικαλείται την τρίτη παράγραφο του άρθρου της Σ.Δ.Θ.Δ., η οποία αναφέρει ότι οι βραχονησίδες που δεν είναι κατοικήσιμες δεν έχουν δική τους οικονομική δραστηριότητα και υφαλοκρηπίδα. Έτσι ο αριθμός των ελληνικών νησιών που είναι κατοικήσιμα είναι μόνο 130 και συνεπώς μόνο για αυτά τα νησιά δημιουργείται θέμα καθορισμού υφαλοκρηπίδας.
Η αυθαίρετη γενική αντίληψη της Τουρκίας για την Σύμβαση του Θαλάσσιου Δικαίου είναι ότι παρ' όλο που δεν την έχει υπογράψει, μπορεί να προβάλει αιτήματα βάσει της συνθήκης, ενώ η Ελλάδα που την έχει υπογράψει και την έχει επικυρώσει στο ελληνικό κοινοβούλιο, πρέπει να κινείται στα όρια της Συνθήκης.
Σαν επιστέγασμα της τουρκικής αυθαιρεσίας είναι πως η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα προβλήματα του Αιγαίου λύνονται μόνο μέσω του δικαίου των κρατών και όχι του διεθνούς δικαίου και κατηγορεί την Ελλάδα ότι δεν θέλει τις διμερείς διαπραγματεύσεις και επίσης ότι ασκεί δικαίωμα επί πολλών νησιών και βραχονησίδων που δεν της έχουν δοθεί από καμία συνθήκη και, το κυριότερο, εξοπλίζει παρανόμως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Ποιο σοβαρό κράτος θα μπορούσε να ανεχτεί όλες αυτές τις τουρκικές νομικές αυθαιρεσίες και ερμηνείες των διεθνών συνθηκών αλλά… «Ναστραντίν Χότζα» και πολύ περισσότερο να δεχτεί να αμφισβητηθεί το κυρίαρχο καθεστώς του στα νησιά του στο Αιγαίου;
Πηγή ΝikosΧeiladakis
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...