Επικίνδυνα παιχνίδια του ΣΥΡΙΖΑ με τη Θράκη
Παλαιοκομματικός και άκρως επικίνδυνος εθνικά ο... Αλέξης
Γράφει ο Γεωργίου Μιχαήλ
Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καλές σχέσεις με τα εθνικά θέματα, ή το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη «χαλαρότητα» ζητήματα που άπτονται του εθνικού ενδιαφέροντος και τείνουν να αποτελούν σημεία τριβής με γειτονικές προς την Ελλάδα χώρες, είναι ένα γεγονός πολιτικά καταγεγραμμένο και –πιθανότατα- ο λόγος για τον οποίο το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα δεν έχει τη δυναμική να συντρίψει την ανύπαρκτη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.
Φαίνεται, όμως, πως στην Κουμουνδούρου δεν έχουν επαφή με την πολιτική πραγματικότητα ή… επιδιώκουν να δημιουργήσουν νέες πολιτικές νόρμες μη συμβατές με την εθνική ύπαρξη της Ελλάδας ή κάποιων γεωγραφικών διαμερισμάτων της. Βεβαίως, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναστρέψει την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση και να συνεχίσει να λαμβάνει τα όσα του προσφέρονται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κι έτσι ανά διαστήματα προχωρά σε κινήσεις αυτό-υπονόμευσης, για να εξασφαλίσει την μη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό όμως είναι μία άλλη υπόθεση, καθαρά πολιτική, για την οποία θα γίνει πολύ συζήτηση το επόμενο χρονικό διάστημα, μέχρι τις ευρωεκλογές.
Επανερχόμενοι στην συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ επί θεμάτων που χαρακτηρίζονται ως εθνικά και άπτονται ιδιαίτερης προσοχής στον χειρισμό τους, διαπιστώνουμε πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είτε δεν διακρίνει τα εθνικά θέματα, είτε δεν έχει καμία απολύτως διάθεση ευαίσθητης προσέγγισης κάποιων «ειδικών θεμάτων» που απασχολούν σημαντικότατο μέρος του πληθυσμού της χώρας και που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας…
Η Θράκη (όπως και η Φλώρινα) πολλές φορές αντιμετωπίσθηκε από τα κυβερνητικά (και όχι μόνο) κόμματα ως «πεδίο» κομματικής διαβούλευσης και αλιείας ψήφων, μέσα από συμφωνίες με το τουρκικό παρακράτος και τα όργανα του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Θα περιμέναμε πως το ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε την διαφορά απέναντι στο παλιό, κακό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που κυβέρνησε την Ελλάδα επί δεκαετίες. Όμως, δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει καμία απολύτως διάθεση να εισάγει νεοτερισμούς, που θα κατέγραφαν έμπρακτα την επί της ουσίας διαφορά του από το πολιτικό παρελθόν της χώρας.
Έτσι, επί σειρά ετών διαπιστώνουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ (κάποτε κάποιες συνιστώσες του, σήμερα το ίδιο το κόμμα) δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να συνομιλεί με ομάδες πολιτών που διάκεινται εχθρικά και λειτουργούν ποικιλοτρόπως κατά των Ελληνικών συμφερόντων και ταυτόχρονα δείχνει να ενστερνίζεται (μέσω ανακοινώσεων νεολαιών, τοπικών παραγόντων ή τοπικών κομματικών οργανώσεων) θέσεις που αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία και λειτουργούν ως «δούρειοι ίπποι» σε ακανθώδη ζητήματα των εθνικών και συνταγματικών θέσεων της Ελλάδας.
Για παράδειγμα, οι σχέσεις που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το εθνικιστικό «τουρκικό» κόμμα (DEB), απόκομμα του τουρκικού παρακράτους στην Θράκη, φωλιά τούρκων εθνικιστών και γκρίζων λύκων, αποτελούν ένα σημείο σύμπλευσης του ΣΥΡΙΖΑ με θέσεις της επιθετικής (και αλυτρωτικής) τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, άρα και έμμεσης αμφισβήτησης των συνταγματικά (και διεθνώς) κατοχυρωμένων θέσεων της Ελλάδας σε μία σειρά θεμάτων για τα οποία έχουν ήδη υπάρξει διεθνείς συμφωνίες (π.χ. συνθήκη Λοζάνης).
Όλα δείχνουν πως κάτι πολύ σάπιο βρίσκεται στους διαδρόμους της Κουμουνδούρου. Κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός εκκίνησης ιδιαίτερα έντονων και άκρως δυσάρεστων (για την Ελλάδα) εξελίξεων, αφού δημιουργείται ένας εσωτερικός θύλακας στο μαλακό υπογάστριο των εθνικών θεμάτων της Ελλάδας.
Έτσι, δεν μας προξένησε καμία απολύτως έκπληξη η κατάθεση ερώτησης στη Βουλή (προς το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων) στις 16/12/2013 από μία ομάδα βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αφορούσε μία περίεργη διημερίδα του γνωστού ΗΛΙΑΜΕΠ που έγινε στην Θράκη (στην Κομοτηνή), με θέμα «Η συνθήκη της Λοζάνης 90 χρόνια μετά, οι μειονοτικές ρυθμίσεις» και η οποία είχε ως σαφή στόχο την δημιουργία συνθηκών για την έναρξη διαδικασιών ακύρωσης της συνθήκης της Λοζάνης (αποτελεί και θέση του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών) και την μετέπειτα έναρξη συζητήσεων για μία νέα συνθήκη (δηλαδή, να αποχωρήσει αυτοβούλως και μονομερώς η Ελλάδα από τα εθνικά κυριαρχικά της δικαιώματα στην Θράκη και στο Αιγαίο και να συζητηθούν εκ νέου με την ανυποχώρητη Τουρκία εφ’ όλης της ύλης όλα τα θέματα που άπτονται στη συγκεκριμένη συνθήκη της Λοζάνης, θέματα μέσα στα οποία εμπεριέχεται και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, το καθεστώς διοίκησης της Θράκης και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου έως και το… Καστελλόριζο).
Η ερώτηση κατατέθηκε (και δεν είναι παράξενο ότι έγινε καμία προσπάθεια δημοσιοποίησής της, αφού ήταν καθαρή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ) και αφορούσε άρνηση εισήγησης ενός εκ των συμμετεχόντων στην τουρκική γλώσσα! Φυσικά, στην ερώτηση που κατέθεσαν 15 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, απέφυγαν να ονομάσουν τον «εισηγητή», την χώρα γέννησής του και επαγγελματικής του δραστηριοποίησης. Κι αυτό επειδή ο «εισηγητής» που τελικά αποχώρησε «προσβεβλημένος» ήταν ο Εβρέν Ντεντέ (ανηψιός του γνωστού μειονοτικού δημοσιογράφου Αμπντουλαχήμ Ντεντέ), Έλληνας πολίτης που έζησε μερικά χρόνια στην Τουρκία και εκδότης του τουρκόγλωσσου περιοδικού Αζίνλικτσα.
Και γιατί δεν αναρωτήθηκε η Κουμουνδούρου και τα «τσακάλια» της, ποιος ήταν ο λόγος που ένας Έλληνας πολίτης ήθελε να κάνει την εισήγησή του στην τουρκική γλώσσα; Γιατί έγινε αυτή η μονομερής προσέγγιση και στήριξη ενός αιτήματος, που αν μη τι άλλο διέπεται από τουρκικό σωβινισμό; Τέλος, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολήθηκε με ένα θέμα το οποίο «μπάζει» από πολλές πλευρές και αφήνει έκθετο ως προς την ωριμότητα ταξινόμησης το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα;
Ο Αυτοπροσδιορισμός είναι μία έννοια που χαρακτηρίζει τις ευαίσθητες και δημοκρατικές κοινωνίες και χώρες, όμως ταυτόχρονα γίνεται λίαν επικίνδυνη όταν χρησιμοποιηθεί με χροιά (ή και σκοπιμότητα) εθνικής επικάλυψης. Τότε μεταβάλλεται στην Αυτοδιάθεση, δηλαδή μία τάση για ανεξαρτησία, πέραν της κείμενης νομοθεσίας, με αλυτρωτικά χαρακτηριστικά. Και αυτά τα χαρακτηριστικά προωθεί με την συγκεκριμένη του ερώτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Γιατί να εκτεθεί (έστω και του ασφαλούς μέσω της απόπειρας μη περαιτέρω γνωστοποίησης της κοινοβουλευτικής ερώτησης) ο ΣΥΡΙΖΑ, για ένα χαμηλού πολιτικού προφίλ θέμα;
Η απάντηση βρίσκεται στις επικείμενες δημοτικές, περιφερειακές εκλογές και –φυσικά- στις ευρωεκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μία κίνηση καλής θέλησης προς το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής. Μία κίνηση μέσω της οποίας θέλει να καταγράψει (κοινοβουλευτικά) ένα συγκεκριμένο θέμα και μέσα από αυτό μία άτυπη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών, της Κουμουνδούρου και του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής.
Κι αυτό συνέβη, επειδή μέχρι και τα μέσα Δεκεμβρίου του 2013 δεν υπήρξε καμία κίνηση από την πλευρά των οργάνων του τούρκου προξένου, που να δείχνει κάποια τάση, κάποια απόφαση για την μαζική στήριξη της Άγκυρας σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «τραβήξει το ενδιαφέρον» της Άγκυρας για να «μετρήσει τα κουκιά» σε μία αμφισβητούμενη περιοχή, όπως είναι η περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης και ιδιαίτερα οι νομοί Ξάνθης και Ροδόπης. Με απλά λόγια, η Κουμουνδούρου «έριξε το τυράκι» και περιμένει αντιδράσεις, κινήσεις ή κάποιο μήνυμα (μέσω του βουλευτή Ζεϊμπέκ) για να καταστρωθεί το περαιτέρω προεκλογικό σκηνικό στην περιοχή.
Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ καταθέτει ερώτηση για την μη χρήση -εκ μέρους των εισηγητών- της τουρκικής γλώσσας στην διημερίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ, ξεχνά να κάνει την οποιαδήποτε αναφορά για τις «φωτογραφήσεις» του δικού του βουλευτή, του κ. Ζεϊμπέκ, ο οποίος αρέσκεται να φωτογραφίζεται σε γραφεία εθνικιστών τούρκων, με δράσεις αλυτρωτικού περιεχομένου κατά της Ελλάδας και υπό την σημαία της «ανεξάρτητης Θράκης».
Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε καμία ανακοίνωση (επίσημα ή ανεπίσημα) που να καταδικάζει τον βουλευτή του. Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε –φυσικά- καμία ανακοίνωση διαγραφής του κ. Ζεϊμπέκ, αφού –όπως είπαμε- ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοδιάθεση είναι έννοιες χαλαρές για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κόμματος στο οποίο ηγείται ο Αλέξης Τσίπρας.
Και, εντάξει, ο κ. Ζεϊμπέκ, σαν τοποθετημένος από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, γλωστός σουλατσαδόρος - επισκέπτης ανθελληνικών δράσεων, γνωστός και φίλος κάθε ανθελληνικού υποκειμένου που κατ΄επάγγελμα συκοφαντεί την Ελλάδα, είναι κατανοητό να φωτογραφίζεται όπου θέλει, με όποιον θέλει και... όπως θέλει, αρνούμενος να σεβαστεί ακόμη και την ιδιότητα που φέρει, αυτή του Έλληνα βουλευτή.
Η μη άμεση κάθετη παρέμβαση από την πλευρά της Κουμουνδούρου, μήπως σημαίνει πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενστερνίζεται τον ανθελληνισμό του κ. Ζεϊμπέκ; Και αφού δεν συμφωνεί ο κ. Τσίπρας με τον κ. Ζεϊμπέκ, γιατί δεν το δηλώνει επισήμως και γιατί επιτρέπει να κατατίθενται ερωτήσεις εκ μέρους των βουλετών του, οι οποίες δεν προσβάλουν το εθνικό σκέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ισοπεδώνουν την κοινή λογική, εξαναγκάζοντας πολλούς να σκέφτονται τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση τύπου Βόρειας Κορέας...
Κάποιοι Έλληνες μάταια αναμένουν κάποια κοινοβουλευτική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ για τις αιχμάλωτες μοναχές (επί ένα μήνα) της Μααλούλα (Συρία) και των ορφανών παιδιών που βρίσκονται στα χέρια ισλαμοφασιστών. Μάταια περιμένουν, αφού οι απαγωγείς είναι... ισλαμιστές και δη, φασίστες, δηλαδή το κράμα ανθρώπων με το οποίο συναγελάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα...
Για ιστορικούς λόγους, αλλά και για λόγους συνέπειας στην δημοσίευση (λόγω αναφοράς) παραθέτουμε την ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή κατατέθηκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 16.12.2013 και όπως δημοσιεύθηκε στο επίσημο κομματικό έντυπο, την εφημερίδα «ΑΥΓΗ».
Τα περαιτέρω συμπεράσματα δικά σας…
Γράφει ο Γεωργίου Μιχαήλ
Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καλές σχέσεις με τα εθνικά θέματα, ή το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη «χαλαρότητα» ζητήματα που άπτονται του εθνικού ενδιαφέροντος και τείνουν να αποτελούν σημεία τριβής με γειτονικές προς την Ελλάδα χώρες, είναι ένα γεγονός πολιτικά καταγεγραμμένο και –πιθανότατα- ο λόγος για τον οποίο το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα δεν έχει τη δυναμική να συντρίψει την ανύπαρκτη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.
Φαίνεται, όμως, πως στην Κουμουνδούρου δεν έχουν επαφή με την πολιτική πραγματικότητα ή… επιδιώκουν να δημιουργήσουν νέες πολιτικές νόρμες μη συμβατές με την εθνική ύπαρξη της Ελλάδας ή κάποιων γεωγραφικών διαμερισμάτων της. Βεβαίως, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναστρέψει την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση και να συνεχίσει να λαμβάνει τα όσα του προσφέρονται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κι έτσι ανά διαστήματα προχωρά σε κινήσεις αυτό-υπονόμευσης, για να εξασφαλίσει την μη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό όμως είναι μία άλλη υπόθεση, καθαρά πολιτική, για την οποία θα γίνει πολύ συζήτηση το επόμενο χρονικό διάστημα, μέχρι τις ευρωεκλογές.
Επανερχόμενοι στην συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ επί θεμάτων που χαρακτηρίζονται ως εθνικά και άπτονται ιδιαίτερης προσοχής στον χειρισμό τους, διαπιστώνουμε πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είτε δεν διακρίνει τα εθνικά θέματα, είτε δεν έχει καμία απολύτως διάθεση ευαίσθητης προσέγγισης κάποιων «ειδικών θεμάτων» που απασχολούν σημαντικότατο μέρος του πληθυσμού της χώρας και που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας…
Η Θράκη (όπως και η Φλώρινα) πολλές φορές αντιμετωπίσθηκε από τα κυβερνητικά (και όχι μόνο) κόμματα ως «πεδίο» κομματικής διαβούλευσης και αλιείας ψήφων, μέσα από συμφωνίες με το τουρκικό παρακράτος και τα όργανα του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Θα περιμέναμε πως το ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε την διαφορά απέναντι στο παλιό, κακό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που κυβέρνησε την Ελλάδα επί δεκαετίες. Όμως, δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει καμία απολύτως διάθεση να εισάγει νεοτερισμούς, που θα κατέγραφαν έμπρακτα την επί της ουσίας διαφορά του από το πολιτικό παρελθόν της χώρας.
Έτσι, επί σειρά ετών διαπιστώνουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ (κάποτε κάποιες συνιστώσες του, σήμερα το ίδιο το κόμμα) δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να συνομιλεί με ομάδες πολιτών που διάκεινται εχθρικά και λειτουργούν ποικιλοτρόπως κατά των Ελληνικών συμφερόντων και ταυτόχρονα δείχνει να ενστερνίζεται (μέσω ανακοινώσεων νεολαιών, τοπικών παραγόντων ή τοπικών κομματικών οργανώσεων) θέσεις που αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία και λειτουργούν ως «δούρειοι ίπποι» σε ακανθώδη ζητήματα των εθνικών και συνταγματικών θέσεων της Ελλάδας.
Για παράδειγμα, οι σχέσεις που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το εθνικιστικό «τουρκικό» κόμμα (DEB), απόκομμα του τουρκικού παρακράτους στην Θράκη, φωλιά τούρκων εθνικιστών και γκρίζων λύκων, αποτελούν ένα σημείο σύμπλευσης του ΣΥΡΙΖΑ με θέσεις της επιθετικής (και αλυτρωτικής) τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, άρα και έμμεσης αμφισβήτησης των συνταγματικά (και διεθνώς) κατοχυρωμένων θέσεων της Ελλάδας σε μία σειρά θεμάτων για τα οποία έχουν ήδη υπάρξει διεθνείς συμφωνίες (π.χ. συνθήκη Λοζάνης).
Όλα δείχνουν πως κάτι πολύ σάπιο βρίσκεται στους διαδρόμους της Κουμουνδούρου. Κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός εκκίνησης ιδιαίτερα έντονων και άκρως δυσάρεστων (για την Ελλάδα) εξελίξεων, αφού δημιουργείται ένας εσωτερικός θύλακας στο μαλακό υπογάστριο των εθνικών θεμάτων της Ελλάδας.
Έτσι, δεν μας προξένησε καμία απολύτως έκπληξη η κατάθεση ερώτησης στη Βουλή (προς το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων) στις 16/12/2013 από μία ομάδα βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αφορούσε μία περίεργη διημερίδα του γνωστού ΗΛΙΑΜΕΠ που έγινε στην Θράκη (στην Κομοτηνή), με θέμα «Η συνθήκη της Λοζάνης 90 χρόνια μετά, οι μειονοτικές ρυθμίσεις» και η οποία είχε ως σαφή στόχο την δημιουργία συνθηκών για την έναρξη διαδικασιών ακύρωσης της συνθήκης της Λοζάνης (αποτελεί και θέση του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών) και την μετέπειτα έναρξη συζητήσεων για μία νέα συνθήκη (δηλαδή, να αποχωρήσει αυτοβούλως και μονομερώς η Ελλάδα από τα εθνικά κυριαρχικά της δικαιώματα στην Θράκη και στο Αιγαίο και να συζητηθούν εκ νέου με την ανυποχώρητη Τουρκία εφ’ όλης της ύλης όλα τα θέματα που άπτονται στη συγκεκριμένη συνθήκη της Λοζάνης, θέματα μέσα στα οποία εμπεριέχεται και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, το καθεστώς διοίκησης της Θράκης και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου έως και το… Καστελλόριζο).
Η ερώτηση κατατέθηκε (και δεν είναι παράξενο ότι έγινε καμία προσπάθεια δημοσιοποίησής της, αφού ήταν καθαρή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ) και αφορούσε άρνηση εισήγησης ενός εκ των συμμετεχόντων στην τουρκική γλώσσα! Φυσικά, στην ερώτηση που κατέθεσαν 15 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, απέφυγαν να ονομάσουν τον «εισηγητή», την χώρα γέννησής του και επαγγελματικής του δραστηριοποίησης. Κι αυτό επειδή ο «εισηγητής» που τελικά αποχώρησε «προσβεβλημένος» ήταν ο Εβρέν Ντεντέ (ανηψιός του γνωστού μειονοτικού δημοσιογράφου Αμπντουλαχήμ Ντεντέ), Έλληνας πολίτης που έζησε μερικά χρόνια στην Τουρκία και εκδότης του τουρκόγλωσσου περιοδικού Αζίνλικτσα.
Και γιατί δεν αναρωτήθηκε η Κουμουνδούρου και τα «τσακάλια» της, ποιος ήταν ο λόγος που ένας Έλληνας πολίτης ήθελε να κάνει την εισήγησή του στην τουρκική γλώσσα; Γιατί έγινε αυτή η μονομερής προσέγγιση και στήριξη ενός αιτήματος, που αν μη τι άλλο διέπεται από τουρκικό σωβινισμό; Τέλος, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολήθηκε με ένα θέμα το οποίο «μπάζει» από πολλές πλευρές και αφήνει έκθετο ως προς την ωριμότητα ταξινόμησης το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα;
Ο Αυτοπροσδιορισμός είναι μία έννοια που χαρακτηρίζει τις ευαίσθητες και δημοκρατικές κοινωνίες και χώρες, όμως ταυτόχρονα γίνεται λίαν επικίνδυνη όταν χρησιμοποιηθεί με χροιά (ή και σκοπιμότητα) εθνικής επικάλυψης. Τότε μεταβάλλεται στην Αυτοδιάθεση, δηλαδή μία τάση για ανεξαρτησία, πέραν της κείμενης νομοθεσίας, με αλυτρωτικά χαρακτηριστικά. Και αυτά τα χαρακτηριστικά προωθεί με την συγκεκριμένη του ερώτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Γιατί να εκτεθεί (έστω και του ασφαλούς μέσω της απόπειρας μη περαιτέρω γνωστοποίησης της κοινοβουλευτικής ερώτησης) ο ΣΥΡΙΖΑ, για ένα χαμηλού πολιτικού προφίλ θέμα;
Η απάντηση βρίσκεται στις επικείμενες δημοτικές, περιφερειακές εκλογές και –φυσικά- στις ευρωεκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μία κίνηση καλής θέλησης προς το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής. Μία κίνηση μέσω της οποίας θέλει να καταγράψει (κοινοβουλευτικά) ένα συγκεκριμένο θέμα και μέσα από αυτό μία άτυπη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών, της Κουμουνδούρου και του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής.
Κι αυτό συνέβη, επειδή μέχρι και τα μέσα Δεκεμβρίου του 2013 δεν υπήρξε καμία κίνηση από την πλευρά των οργάνων του τούρκου προξένου, που να δείχνει κάποια τάση, κάποια απόφαση για την μαζική στήριξη της Άγκυρας σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «τραβήξει το ενδιαφέρον» της Άγκυρας για να «μετρήσει τα κουκιά» σε μία αμφισβητούμενη περιοχή, όπως είναι η περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης και ιδιαίτερα οι νομοί Ξάνθης και Ροδόπης. Με απλά λόγια, η Κουμουνδούρου «έριξε το τυράκι» και περιμένει αντιδράσεις, κινήσεις ή κάποιο μήνυμα (μέσω του βουλευτή Ζεϊμπέκ) για να καταστρωθεί το περαιτέρω προεκλογικό σκηνικό στην περιοχή.
Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ καταθέτει ερώτηση για την μη χρήση -εκ μέρους των εισηγητών- της τουρκικής γλώσσας στην διημερίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ, ξεχνά να κάνει την οποιαδήποτε αναφορά για τις «φωτογραφήσεις» του δικού του βουλευτή, του κ. Ζεϊμπέκ, ο οποίος αρέσκεται να φωτογραφίζεται σε γραφεία εθνικιστών τούρκων, με δράσεις αλυτρωτικού περιεχομένου κατά της Ελλάδας και υπό την σημαία της «ανεξάρτητης Θράκης».
Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε καμία ανακοίνωση (επίσημα ή ανεπίσημα) που να καταδικάζει τον βουλευτή του. Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε –φυσικά- καμία ανακοίνωση διαγραφής του κ. Ζεϊμπέκ, αφού –όπως είπαμε- ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοδιάθεση είναι έννοιες χαλαρές για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κόμματος στο οποίο ηγείται ο Αλέξης Τσίπρας.
Και, εντάξει, ο κ. Ζεϊμπέκ, σαν τοποθετημένος από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, γλωστός σουλατσαδόρος - επισκέπτης ανθελληνικών δράσεων, γνωστός και φίλος κάθε ανθελληνικού υποκειμένου που κατ΄επάγγελμα συκοφαντεί την Ελλάδα, είναι κατανοητό να φωτογραφίζεται όπου θέλει, με όποιον θέλει και... όπως θέλει, αρνούμενος να σεβαστεί ακόμη και την ιδιότητα που φέρει, αυτή του Έλληνα βουλευτή.
Η μη άμεση κάθετη παρέμβαση από την πλευρά της Κουμουνδούρου, μήπως σημαίνει πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενστερνίζεται τον ανθελληνισμό του κ. Ζεϊμπέκ; Και αφού δεν συμφωνεί ο κ. Τσίπρας με τον κ. Ζεϊμπέκ, γιατί δεν το δηλώνει επισήμως και γιατί επιτρέπει να κατατίθενται ερωτήσεις εκ μέρους των βουλετών του, οι οποίες δεν προσβάλουν το εθνικό σκέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ισοπεδώνουν την κοινή λογική, εξαναγκάζοντας πολλούς να σκέφτονται τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση τύπου Βόρειας Κορέας...
Κάποιοι Έλληνες μάταια αναμένουν κάποια κοινοβουλευτική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ για τις αιχμάλωτες μοναχές (επί ένα μήνα) της Μααλούλα (Συρία) και των ορφανών παιδιών που βρίσκονται στα χέρια ισλαμοφασιστών. Μάταια περιμένουν, αφού οι απαγωγείς είναι... ισλαμιστές και δη, φασίστες, δηλαδή το κράμα ανθρώπων με το οποίο συναγελάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα...
Για ιστορικούς λόγους, αλλά και για λόγους συνέπειας στην δημοσίευση (λόγω αναφοράς) παραθέτουμε την ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή κατατέθηκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 16.12.2013 και όπως δημοσιεύθηκε στο επίσημο κομματικό έντυπο, την εφημερίδα «ΑΥΓΗ».
Τα περαιτέρω συμπεράσματα δικά σας…
To Πρόγραμμα Εκπαίδευσης των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη και το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) διοργάνωσαν στην Κομοτηνή στα τέλη του Νοεμβρίου του 2013, ανοιχτό συνέδριο με τον παραπάνω τίτλο. Στη δεύτερη συνεδρία ένας εκ των προσκεκλημένων ομιλητών επέλεξε να πραγματοποιήσει την ομιλία του στην τούρκικη γλώσσα., όπως εγκαίρως είχε ενημερώσει τους διοργανωτές. Για το λόγο αυτό άλλωστε παρευρισκόταν στο συνέδριο και επίσημη μεταφράστρια, που κλήθηκε από τη Θεσσαλονίκη, γι' αυτόν ειδικά το σκοπό. Η ομιλία όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, με τους διοργανωτές να αναλαμβάνουν εν τέλει την ευθύνη χωρίς, όμως να προβούν σε περαιτέρω διευκρινήσεις για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πάρθηκε η συγκεκριμένη απόφαση, παρά μόνο ότι «έπρεπε να βρούμε μια λύση να συνεχιστεί αυτή τη στιγμή η συνάντηση». Αρκετοί εκ των παρευρισκομένων αντέδρασαν στην απαράδεκτη απόφαση και ορισμένοι εξ αυτών αποχώρησαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας, παρουσία αξιωματούχων της ελληνικής κυβέρνησης. Η μέριμνα για την παρουσία επίσημου μεταφραστή μας προϊδεάζει πως από πλευράς διοργανωτών δεν υπήρχε κάποια ένσταση για την ομιλία στην τούρκικη γλώσσα. Η παρουσία όμως στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών σε ένα συνέδριο εντός ελληνικών συνόρων για τη Συνθήκη της Λωζάνης και τη μειονότητα σε συνδυασμό με τη ξαφνική αλλαγή στάσης των διοργανωτών γεννά πολλά ερωτηματικά.
Το δεύτερο μελανό σημείο του συνεδρίου αποτέλεσε η τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων κ. Γ. Καλαντζή. Ανεξάρτητα από τη θέση του καθενός/μιας για τη μειονότητα και τα ειδικά ζητήματά της, οφείλει να δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό και να μην απευθύνεται με απαξιωτικούς και εμπρηστικούς χαρακτηρισμούς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπρόσωπο της πολιτείας και μάλιστα του πολιτικού προϊσταμένου για τη διδασκαλία της τούρκικης γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία, που προσκλήθηκε σε ένα συνέδριο και μάλιστα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της Σαρία διέκρινε τρεις ομάδες, που θέλουν την κατάργησή της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «...χριστιανοί και μουσουλμάνοι, που διακρίνονται για τις προοδευτικές ιδέες τους...», την ακροδεξιά και «...μια μικρή ομάδα μουσουλμάνων της Θράκης που αγωνίζεται παρασκηνιακά και δόλια...». Αφενός η θεωρία των δύο άκρων και οποιαδήποτε απόπειρα αναπαραγωγής της δε μπορεί να δικαιολογήσει τη σημερινή αδιάλλακτη θέση της κυβέρνησης, αφετέρου η δημόσια αναφορά σε παρασκηνιακά παιχνίδια, ενώ ήδη έχουν προκύψει ερωτηματικά ως προς τους πραγματικούς λόγους ματαίωσης ομιλίας στην τούρκικη γλώσσα, είναι τουλάχιστον ατυχής.
Δεδομένου ότι:
1. Η μέριμνα για την παρουσία επίσημου μεταφραστή αποδεικνύει ότι η επιθυμία διεξαγωγής της ομιλίας στην τουρκική δεν ήταν μια απόφαση εντυπωσιασμού της τελευταίας στιγμής.
2. Η χρήση της οποιασδήποτε μητρικής γλώσσας ως μέσο έκφρασης είναι ένα δικαίωμα που εκπορεύεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από τις συμβάσεις - πλαίσια που ακολούθησαν, επεκτείνοντας την.
3. Το ύφος κι η αισθητική που αντανακλά ένα τέτοιο συνέδριο στην εποχή μας, απέχει παρασάγγας από πρακτικές φίμωσης των ομιλητών.
4. Η επίλυση των μειονοτικών θεμάτων απαιτεί ισότιμους και ειλικρινείς διαλόγους και όχι παράλληλους μονολόγους, που ορθώνουν διαχωριστικές γραμμές εντός της κοινωνίας και συμβάλλουν στην όξυνση των σχέσεων μεταξύ μειονότητας και πλειονότητας.
Ερωτάται ο κ. Yπουργός:
1. Ποιο φυσικό πρόσωπο ή φορέας επέβαλε την απαγόρευση της χρήσης της τουρκικής γλώσσας στο σχετικό συνέδριο και με ποιο σκεπτικό;
2. Θα δοθούν επαρκείς εξηγήσεις και απόδοση ευθυνών στους υπαίτιους;
3. Αναγνωρίζει η κυβέρνηση τις επιπτώσεις μιας τέτοιας πράξης ως προσβολή και έλλειμμα δημοκρατικότητας απέναντι τόσο στις μειονότητες όσο και στο ευρύτερο ήθος μιας δημοκρατικής χώρας;
4. Τι αποφάσεις σκέπτονται να λάβουν οι αρμόδιοι προκειμένου να διασφαλιστούν τα μειονοτικά δικαιώματα με ασφαλέστερο τρόπο, ώστε να μην αποτελέσουν ξανά στο μέλλον εύκολη λεία στις αδηφάγες ορέξεις των εκάστοτε γραφειοκρατών που με σκοτεινό και ύπουλο τρόπο προσέβαλαν τη φιλοσοφία του αναφερόμενου συνεδρίου;
Οι ερωτώντες βουλευτές
Καρά Γιουσούφ Αϊχάν
Γαϊτάνη Ιωάννα
Γελαλής Δημήτρης
Δρίτσας Θεόδωρος
Δριτσέλη Παναγιώτα
Ζεϊμπέκ Χουσεΐν
Ιγγλέζη Κατερίνα
Κανελλοπούλου Μαρία
Καραγιαννίδης Χρήστος
Κατριβάνου Βασιλική
Κουράκης Τάσος
Μπάρκας Κώστας
Μπόλαρη Μαρία
Σαμοΐλης Στέφανος
Σταμπουλή Αφροδίτη
https://www.youtube.com/watch?v=Xz5LHMppyrg
ΑπάντησηΔιαγραφή