Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα στο Κρεβάτι του Ευρωπαίου Προκρούστη
- Γράφει η Μαρία Σταματιάδου*
Όλο και πιο συχνά τελευταία (και στον απόηχο της βαθιάς κρίσης που βυθιζόμαστε), διαβάζουμε, συζητάμε, σκεφτόμαστε, αναρωτιόμαστε… σχετικά με την ταυτότητά μας. Την ελληνική ταυτότητα, την οποία πρέπει –για κάποιο λόγο που δεν είναι ευκρινής– να της προσδώσουμε κάποιον επιπλέον προσδιορισμό του είδους «δυτική», «ανατολική», «παγκόσμια», «ευρωπαϊκή» κλπ. Το ελληνική πλέον δεν φθάνει, δεν είναι αρκετό.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»; (κατά τη γνωστή ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή), ή «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»; (σύνθημα που έφερε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία) ή «στην καθ’ ημάς Ανατολή»; Όλα αυτά μαζί, ή τίποτε από όλα; Ή «κάποια» από αυτά, σε «κάποια» δοσολογία;Ούτε θα μιλήσω ξανά για τη Δύση που μας «ξεπέρασε» σε όλα τα επίπεδα (αλήθεια, με ποιο αξιακό μέτρο «ξεπερνάμε» ή «υποβιβαζόμαστε»;) και προσπαθούμε να μιμηθούμε το «λαμπρό» πολιτισμό που δημιούργησε.
Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτή η στείρα αντιπαράθεση τού ποιος έδωσε και ποιος πήρε τι, ούτε και τι έκανε αυτό που πήρε ή έδωσε… Μια τέτοια λογιστική (μπακαλίστικη) προσέγγιση μόνο θα υποβίβαζε και καθόλου δεν θα φώτιζε το θέμα.
Διότι πρόκειται απόλυτα για θέμα παράδοσης και πολιτισμού, δηλαδή για την ίδια την πνοή και την ποιότητα, του λαού μας και των άλλων λαών, με τους οποίους μοιραία ήρθαμε σε σχέσεις διάφορων δούναι και λαβείν. Πρόκειται επίσης για ένα θέμα-βίωμα της πραγματικότητας, που συνεχώς ρέει και πασχίζει ρέοντας να φυλάξει την ιδιοπροσωπεία της – δηλαδή την αιτία της ύπαρξής της…
ΨΗΛΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ
Παρακολούθησα πρόσφατα, στο ραδιόφωνο, ένα θαυμάσιο αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Θα ήταν αδύνατο να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια του ρεμπέτικου, δίχως τις –λεπτομερείς πολλές φορές– αναφορές στο ιστορικό του πλαίσιο, όπως και στον ιστορικό, κοινωνικό και φυσικό χώρο, όπου ανέπνεαν και εμπνέονταν οι δημιουργοί του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναφορές στο δημοτικό τραγούδι στις δεκάδες εκδοχές του, σε κάποια βιβλία αφιερωμένα στη γέννηση και την εξέλιξή τους.
Μέσα από τέτοια αφιερώματα, ακούσματα και αναγνώσματα είναι που μπορούμε να κατανοήσουμε (όχι απλώς να καταλάβουμε), την ελληνικότητα και τη σχέση της με τις άλλες πολιτιστικές πραγματικότητες.
Πιο συγκεκριμένα, μέσα από τι; Μέσα από μουσικές-απόηχους της καβαφικής «πόλης που θα μας ακολουθεί», αναπόφευκτα, μέσα από τον ήλιο που λάμπει σχεδόν όλον το χρόνο, μέσα από γαλανές θάλασσες, μέσα από βουνά-κατοικίες θεών και αερικών, μέσα από την κατοχή και την προσφυγιά, μέσα από τη σκλαβιά, από τη νεκρανάσταση και το δημιουργό πόνο, μέσα από τη θυσία και την ανυπότακτη αγάπη, μέσα από την ιδιόμορφη σχέση με την Ελευθερία και τον Θεό, μέσα από τον ίδιο τον τρόπο που δημιουργήθηκε ο Λόγος μας… μέσα από το «είναι» και το «γίγνεσθαι» του Ελληνισμού, του αρχαίου, του ρωμαίικου, του νεότερου και του μελλοντικού.
Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί αυτές τις δημιουργίες γεννημένες σε υγρές, ομιχλώδεις, γκρίζες χώρες; Θα μπορούσαν τέτοια τραγούδια να γραφούν από καουμπόιδες, από αποικιοκράτες, από περιπλανώμενους νομάδες, γενικά από λαούς με διαφορετικό πλαίσιο υπαρκτικής αναφοράς;
Αντίστοιχα, εμείς δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τα δικά τους αυθεντικά δημιουργήματα, ούτε και να εκφραστούμε μέσα από εκείνα, γιατί τα περισσότερα στοιχεία τους δεν υπάρχουν μέσα στη δική μας συγκρότηση ζωής (εμείς δεν θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να δημιουργήσουμε ένα γούντστοκ).
Φυσικά και μπορούμε να τα ακούμε, να τα χορεύουμε, να τα τραγουδάμε, να τα απολαμβάνουμε, δεν θα μπορέσουν όμως ποτέ να γίνουν «δικά μας», παρά μόνον μέσα από μια στείρα και ελλιπούς παιδείας μίμηση, στην οποία μας ωθούν κατά κόρον τις τελευταίες δεκαετίες οι έχοντες την αντίστοιχη προπαγάνδα στα χέρια τους.
Γιατί όχι; Διότι, πολύ απλά, είμαστε διαφορετικοί λαοί. Διότι οι λαοί έχουν τη δική τους παράδοση, έχουν ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, έχουν θεμέλια και βάσεις σε ζωτικά στοιχεία, ως εκ τούτων, έχουν αυτοσυνειδησία.
ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ
Στον αντίποδα των λαών βρίσκονται οι μάζες, που δεν είναι παρά συνονθυλεύματα ατόμων χωρίς κοινές αξίες, χωρίς ετερότητα, με τέτοια καταθλιπτική ομοιομορφία, ώστε εύκολα γίνονται όλοι μαζί αντικείμενα προπαγάνδας, θύματα έξωθεν κατευθύνσεων, εσωτερικά κενά άτομα, και κυρίως, απίστευτα ανασφαλή.
Μια τέτοια προσπάθεια μετατροπής του λαού σε μάζα συμβαίνει εδώ και αρκετές δεκαετίες στη χώρα μας (και όχι μόνον στη χώρα μας). Νιώθουμε πως δεν πατάμε γερά στα πόδια μας, γιατί δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι βάσεις μας, ποιες είναι οι γενεσιουργές συνθήκες της ύπαρξής μας.
Έτσι, μιμούμαστε άχαρα στοιχεία μιας ξένης κουλτούρας, τα οικειοποιούμαστε χωρίς κανένα βαθμό επίγνωσης, και μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, αναρωτιόμαστε επί χρόνια: τελικά, ποιοι είμαστε;
Λέγεται, ότι η Δύση αντιπροσωπεύει τη Λογική της Γης ενώ η Ανατολή εκφράζει την Πνευματικότητα. Και η Ελλάδα; Δυστυχώς η Ελλάδα, στη σημερινή της πραγματικότητα, παραπαίει τραγικά ανάμεσα σ’ ένα δυτικό πολιτισμό που δεν μπορεί να γίνει δικός της, και στην παράδοσή της, που δεν ξέρει πώς να την ακούσει.
Η «ΕλληνοΔύση» λοιπόν δεν είναι, προς το παρόν, ένα ολοκληρωμένο μόρφωμα, αλλά ένα ατελές «πείραμα», την έκβαση του οποίου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο πολιτισμός της Δύσης βιώνει πλέον την αποτυχία του, την αυτοδιάλυσή του, βιώνει το μηδενισμό σε όλα του τα επίπεδα – δεν χάνει όμως εύκολα την αίγλη του, αυτήν που γοητεύει χωρίς όμως να μαγεύει, που εντυπωσιάζει χωρίς όμως να εμπνέει…
Οι Έλληνες μοιάζουμε να αφηνόμαστε και να παρασυρόμαστε από τη διάλυση αυτή, από την έκπτωση ενός αστικού πολιτισμού, που δεν ήταν –και δεν μπορούσε να είναι– δικός μας.
ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΜΑΡΕΙΑΣ
Η Δύση, έχοντας υιοθετήσει, με πολύ μεράκι και θαυμασμό, σημαντικά στοιχεία του πολιτισμού μας, μοιραία τα «σφράγισε» με τα δικά της χαρακτηριστικά, με ένα είδος εκκοσμίκευσης και ουμανισμού, εντελώς ξένα έως και αντίθετα, με την ελληνική υπέρβαση, με την ταπείνωση και τη μετοχή της ψυχής και του σώματος στο Μυστήριο της Ζωής.
Και ενώ φαινομενικά οι δυτικές κοινωνίες δόμησαν έναν πολιτισμό «για» τον άνθρωπο, προσγειωμένο, έντιμο, κοσμικά ηθικό, έναν πολιτισμό ευδαιμονίας και ευχέρειας, τον βλέπουμε σήμερα να καταρρέει, κάτω από το βάρος της «γείωσης» και των παθών του.
Ο δυτικός άνθρωπος, με τον πολιτισμό που δημιούργησε για τις ανάγκες του, κατάφερε να «ελευθερωθεί» από πλείστες δυσχέρειες, δεν έγινε όμως ευτυχισμένος, και πολύ περισσότερο, δεν κατάφερε να διατηρήσει ζωντανό και ακμαίο τον πολιτισμό αυτόν που του εξασφαλίζει την ευχέρειά του.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες δημιουργήσαμε πολιτισμό μέσα από τις δυσχέρειες, φυσικά για να τις υπερβούμε, όχι όμως μέσω κάποιου είδους ορθολογικού ευδαιμονισμού αλλά μέσω της ταπείνωσης και της μετατόπισης του κέντρου βάρους, από την ατομική φιλαυτία, στο Όλον. Αυτό υπήρξε ένα από τα βασικά στοιχεία που ο δυτικός άνθρωπος δεν κατάφερε να προσλάβει, καθώς δεν είχε τις αντίστοιχες ρίζες ούτε τις αντίστοιχες «αναγνωριστικές κεραίες».
Παρ’ όλα αυτά, η Δύση πέτυχε αυτά που στόχευε – οι άνθρωποι όμως είναι δυστυχισμένοι μέσα στα επιτεύγματά τους, διότι αντί να τους απελευθερώνουν από το βάρος της υπαρξιακής δουλείας, τους καθιστούν περισσότερο δούλους των αναγκών τους. Υποψία, ανασφάλεια, κατήφεια, εγωκεντρικό κλείσιμο, διαρκής αγωνία… ιδού η βιωματική πραγματικότητα αυτού του πολιτισμού.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΧΕΤΥΠΑ
Πριν από λίγα χρόνια, όλο το παραπάνω αποτελούσε θέμα συζήτησης κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, διανοούμενων εν γένει. Σήμερα, αποτελεί μια πραγματικότητα που βιώνουν οι πάντες και για την οποία συζητούν όλοι, ακόμη και οι πιο «ακαλλιέργητοι», ανώριμοι ή ά-πειροι της ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι η κρίση αυτή του πολιτισμού που καταρρέει έχει εδραιωθεί πλέον ως καθεστώς!
Ο σημερινός δυτικός άνθρωπος ίσως είναι ο πιο ευδαίμων άνθρωπος της ιστορίας, με λυμένα τα βασικά ζητήματα δυσχέρειας της ζωής. Θεώρησε όμως ότι είχε λύσει όλα τα προβλήματα, γενίκευσε αυθαίρετα (και πολύ ανώριμα) αυτήν την ευχέρεια του ζην του και έπαψε πλέον να παράγει αληθινό πολιτισμό.
Έπαψε να κατ-εργάζεται τέχνες, σταμάτησε να πλουτίζει τον εσωτερικό του κόσμο με φιλοσοφία και με υψηλές συγκινήσεις καθώς έπαψε να α-πορεί μπροστά στα μεγάλα θαύματα της ζωής, σταμάτησε να αναζητά την ιερότητα και την αγία αναφορά του. Ζει μέσα στην τραγικότητα τού ότι ανέπτυξε πολιτισμό για να κατακτήσει την ευδαιμονία, και η ευδαιμονία του αυτή ανέστειλε κάθε στοιχείο πολιτισμού του…
Περισσότερο όμως τραγικός από όλους είναι ο νεοέλληνας, καθώς όλα τα δομικά στοιχεία της ύπαρξής του είναι πολύ διαφορετικά από τα αποτελέσματα του δυτικού πολιτισμού που καλείται να επεξεργαστεί.
Ο Έλληνας έχει στις ρίζες του τα αρχέτυπα της Οδύσσειας, του αγώνα του βίου και του νόστου (της νοστ-αλγίας και του νόστ-ιμου). Ακόμη, έχει στη βάση του τα αρχέτυπα της Ιλιάδας, του αγωνιστικού φρονήματος. Στον αρχαίο κόσμο, ο Έλληνας αγωνίζεται ενάντια σε δυσχέρειες, σε θεούς, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες. Οι ήρωες της τραγωδίας ανοίγονται με δέος και θάρρος μπροστά στο άγνωστο και στο φόβο και τα ψηλαφούν.
Απέναντι στο μεγαλύτερο φόβο και στο πιο οδυνηρό άγνωστο, στο θάνατο, ο Έλληνας αντέτεινε την Ορθοδοξία, προσκολλώμενος στο αναστάσιμο μήνυμά της εδώ και τώρα, δίχως ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς. Μέσα από τις πιο κρίσιμες και βαθιές δυσχέρειες, κατάφερνε να ανοίγει τη συνείδησή του και να ανακαλύπτει πραγματικότητες που του ήταν μέχρι τότε άγνωστες.
Η ΔΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΑΝΗ
Όλα αυτά και πολλά άλλα είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένα στις εκφράσεις του πολιτισμού μας: στα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς μας, στις γιορτές και τα ξεφαντώματα, στα μοιρολόγια και στο θρήνο, στις ιστορικές πράξεις αυτοθυσίας, στα φαγητά μας, στις εικαστικές δημιουργίες μας από τα αρχαία γλυπτά μέχρι τις αυτόφωτες αγιογραφίες και τη μεταμοντέρνα ζωγραφική, στη λογοτεχνία και την ποίηση και στο σύνολο των αξιακών προτεραιοτήτων μας.
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού πολιτισμού, αυτή που δεν μπόρεσε, εκ των πραγμάτων, να οικειοποιηθεί η Δύση, έγκειται επιπλέον στο ότι ο Έλληνας άνοιξε την ψυχή του στις βαθιές δυσκολίες της ζωής και μ’ αυτόν τον τρόπο ανακάλυψε ισχυρά πνευματικά ερείσματα.
ΟΜΩΣ δεν τα χρησιμοποίησε για να «ξορκίσει το κακό», δεν απετέλεσαν ξόρκια των δυσχερειών, καθώς δεν ήταν επινοήματα αλλά ανακαλύψεις διάφορων πλευρών της Αλήθειας.
Κατά κάποια νομοτέλεια, ο άνθρωπος, όταν ζει σε καταστάσεις ευδαιμονίας, (ή έστω, βολέματος), δεν αναζητά την Αλήθεια, δεν στρέφεται στο Υπερβατικό, δεν έχει ανάγκη από Θεό, αγίους, ποιητές, δεν στρέφεται στο επέκεινα γιατί δεν νοιάζεται να δομήσει σχέσεις ιερότητας.
Αυτή ακριβώς είναι η «ακροβασία» του νεοέλληνα: δημιούργησε υψηλό πολιτισμό μέσα σε συνθήκες δυσχερειών, τον δώρισε σε όλη την ανθρωπότητα, τον πήραν οι Δυτικοί και τον κατεύθυναν προς την υλική ευδαιμονία, στην οποία εγκλωβίστηκε και ο ίδιος ο νεοέλληνας.
Αποτέλεσμα; Σήμερα να συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες του μνημονίου των αγορών, πλανόμενος από την τερατώδη μετάλλαξη του δικού του ιερού δημιουργήματος.
Σήμερα ο δυτικός άνθρωπος, αλλά και ο σύγχρονος νεοέλληνας, στις συνθήκες ζωής που δημιούργησε, έρχεται αντιμέτωπος με πολλά μέτωπα, που του προκαλούν ζάλη και υπέρμετρο άγχος.
Το υλικό υπόβαθρο του πολιτισμού του, το «αυτονόητο» του έχειν (ένδυση, τροφή, στέγη, ιατρική και φαρμακευτική βοήθεια) έχει αμβλύνει (μέχρι που εξαφάνισε) τις πραγματικές δυσκολίες της ύπαρξης: την υπαρξιακή δυσχέρεια του θανάτου, τη σχέση με τη φύση και τον Θεό, την έκφραση υπερβατικών συγκινήσεων, την αναζήτηση νοήματος πέρα από τα αυτονόητα.
Παράλληλα, το υλικό αυτό υπόβαθρο αρχίζει να γκρεμίζεται σε πολλά σημεία του, έτσι ώστε η υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων να επιτείνεται ακόμη περισσότερο, καθώς η ευμάρεια απαντά μεν σε κάποια ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, απαντά όμως στα πιο επιφανειακά και με τρόπο εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο. Γι’ αυτό το λόγο, η μοίρα της είναι η κατάρρευση.
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΝΟΙΓΜΑ»
Και εδώ μπορούμε να αναρωτηθούμε: είναι μοιραίο, οι πολιτισμοί να καταρρέουν; Η απάντηση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ένας δυτικής κουλτούρας και δυτικών καταβολών άνθρωπος πιθανότατα θα απαντούσε θετικά, καθώς, βάσει της λογικής του, τα έργα των ανθρώπων, φυσικώς ακολουθούν τη θνητότητα του δημιουργού τους.
Για έναν Έλληνα όμως, η απάντηση δεν είναι τόσο αυτονόητη, καθώς ο πολιτισμός που αυτός παρήγαγε και που ρέει μέσα του απ’ όλες τις πηγές του (και ας μην το συνειδητοποιεί πάντα), δεν είναι αμιγώς έργο ανθρώπινο. Είναι παράγωγο του ανοίγματος της ψυχής σε μιαν ανώτερη συνειδητότητα (πράγμα που γίνεται εύκολα αντιληπτό στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου και του Πλάτωνα, στους Έλληνες Πατέρες της Ορθοδοξίας και στην ποιητική του Ελύτη και του Παπαδιαμάντη).
Δεν γνωρίζω από πού προέρχεται αυτό το «άνοιγμα». Ίσως να οφείλεται στο ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, ίσως σε άλλα δεδομένα που μου διαφεύγουν… Πάντως, είναι γεγονός ότι σε συνθήκες που άλλοι λαοί ταμπουρώνονται στην ατομοκεντρικότητά τους, οι Έλληνες αμβλύνουν και απογειώνουν το πνεύμα τους, αποκαλύπτοντας πάντα κρυμμένες δυνάμεις.
Αυτής της ποιότητας ο πολιτισμός λοιπόν δεν είναι μοιραίο να καταρρεύσει, μάλλον είναι μοιραίο να εξελιχθεί και να αποτελέσει απάντηση στα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού. Όσο και αν –λόγω κάποιου επαρχιώτικου σνομπισμού– κάνουμε πως δεν θέλουμε να ακούσουμε την παράδοσή μας, αυτή μας καλεί αδιαλείπτως.
Το κάλεσμά της αχνοφαίνεται στην επιμονή μας ακόμη να γελάμε, να ξεφαντώνουμε και να πενθούμε όπως παλιά, να διακωμωδούμε την τραγικότητά μας, να επιστρατεύουμε τις πονηριές μας (πολυμήχανοι γαρ) στα αδιέξοδά μας και να γεμίζουμε ασφυκτικά τους δρόμους των χωριών και των πόλεών μας στις μεγάλες γιορτές, όσο και αν η οικονομική ανέχεια μας πνίγει.
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΖΟΡΜΠΑ
Ο Ελληνισμός αποκομμένος από τον άξονά του (την αυθόρμητη, καρδιακή –όχι νοητική– υπέρβαση του υλικού φρονήματος) μεταμορφώνεται σε βραχύβια μάστιγα, η οποία βουλιάζει στα αδιέξοδά της. Αυτήν την κατάσταση βιώνουμε σήμερα, με την κατάρρευση αυτού που λέμε «δυτικός πολιτισμός».
Ο Ελληνισμός που ανακαλύπτει ξανά το σημείο αναφοράς του –και ως εκ τούτου μπορεί να εξελίσσεται– αποτελεί την πρόταση που θα δώσει και πάλι ζωή στον καταρρέοντα δυτικό κόσμο, με προοπτική που αποκρίνεται στη γήινη, αλλά και στην ουράνια φύση του ανθρώπου.
Ίσως ο χορός του Ζορμπά δεν είναι κατανοητός σήμερα στους δυτικούς στοχαστές. Σε εμάς όμως, όσο και αν είναι ξεχασμένος, είναι οικείος. Και όταν στη Δύση δεν θα απομείνει κανένα δεκανίκι ύπαρξης και ο τρελός αυτός χορός καταστεί η μοναδική ρεαλιστική πρόταση μιας καινούργιας αφετηρίας, θα αποβάλλουμε μόνοι μας κάθε φθηνό φτιασίδι με το οποίο «μπουκώσαμε» την ελληνική παράδοση, και θα χορέψουμε, σε καινούργια θέατρα, τα γνώριμα βήματα…
Το ερώτημα λοιπόν είναι: «ΕλληνοΔύση», ή καινούργια ανατολή του Ελληνισμού στη Δύση; Η απάντηση θα έρθει αβίαστα, μέσα από τις ζυμώσεις της ίδιας της ζωής…
* Η Μαρία Σταματιάδου είναι νομικός, συγγραφέας και διετέλεσε αρχισυντάκτρια του ΑΒΑΤΟΝ.
Πηγή: antifono.gr, περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ, τ 107,Απρίλιος 2011
Πολυ ευστοχο το αρθρο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΜ