Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας
Χτίζοντας παλάτια στην... άμμο!
Του Χρήστου Κόλλια*
Όταν υπεγράφη η Συμφωνία Σύνδεσης της Τουρκίας με την τότε ΕΟΚ των έξι, δύο από τα σημερινά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27, η Τσεχία και η Σλοβακία, δεν υπήρχαν ως ανεξάρτητες κρατικές οντότητες στον τότε πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
Δέκα από τα σημερινά μέλη της Ένωσης ήταν κράτη-μέλη ενός άλλου πολιτικοοικονομικού και στρατιωτικού συνασπισμού καθώς η ευρωπαϊκή ήπειρος ήταν διαιρεμένη από τα τείχη του Ψυχρού Πολέμου.
Η τουρκική υποψηφιότητα δεν ακολουθεί μία ομαλή πορεία, κυρίως λόγω των πολιτικών αλλά και των οικονομικών προβλημάτων που ανακύπτουν ανά τακτά διαστήματα.
Η Συμφωνία της Άγκυρας, όπως είναι γνωστή, υπεγράφη το 1963, περίπου δύο χρόνια μετά την αντίστοιχη ελληνική, και αποτελεί την αφετηρία της μακράς και γεμάτης καμπές ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Εν ολίγοις, οσονούπω συμπληρώνεται μισός αιώνας από τότε που η Τουρκία εισήλθε σε τροχιά μελλοντικής ένταξης στην Ε.Ε. Ένα πραγματικό ρεκόρ σε σχέση με τα υπόλοιπα σημερινά μέλη. Έκτοτε, η τότε ΕΟΚ των έξι, με τις διαδοχικές διευρύνσεις που ακολούθησαν, αύξησε τα μέλη της σε εννέα, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε και, μετά τις κοσμογονικές αλλαγές που το τέλος του διπολισμού επέφερε, σε είκοσι πέντε και εν συνεχεία σε είκοσι επτά. Τα δεκαέξι από τα σημερινά μέλη της απέκτησαν κοινό νόμισμα και, με την προσφάτως τεθείσα σε ισχύ Συνθήκη της Λισαβόνας, η Ε.Ε. έχει εισέλθει σε νέα φάση της πορείας ολοκλήρωσης.
Στις δεκαετίες που ακολουθούν τη Συμφωνία της Άγκυρας, η Τουρκία κατάφερε εν τέλει να αποκτήσει το πολυπόθητο καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας μετά και την ελληνική συναίνεση σε αυτό. Ελληνική συγκατάθεση που αντανακλά την υιοθέτηση μίας ριζικά νέας στρατηγικής έναντι του δύσκολου, δύστροπου και επιθετικού γείτονα. Οι λόγοι αυτής της βραδείας, σε σχέση με άλλες χώρες, πορείας της Τουρκίας προς την σημερινή ΕΕ27 είναι πολλοί. Η υποψηφιότητα της δεν ακολουθεί μία ομαλή εξελικτική, γραμμική πορεία κυρίως λόγω των πολιτικών, πρωτίστως, και δευτερευόντως των οικονομικών προβλημάτων που ανακύπτουν στην Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια. Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 και η έκτοτε κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους και αυτής σήμερα της Ε.Ε., το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 και η χούντα του Κενάν Εβρέν, οι οικονομικές κρίσεις είναι κάποιοι από τους λόγους που μερικώς επεξηγούν τον αργό ρυθμό τού βηματισμού της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τουρκική υποψηφιότητα πάντοτε ήταν και παραμένει μία ιδιαίτερη περίπτωση για μία πλειάδα λόγων και αντικειμενικών παραγόντων σε κάποιους από τους οποίους ακροθιγώς θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας η Ελλάδα έχει τα τελευταία χρόνια επενδύσει όλη τη στρατηγική της για την αντιμετώπιση της προκλητικής επιθετικότητας της όμορης χώρας με τις απροκάλυπτες επεκτατικές βλέψεις σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η ελληνική στρατηγική στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, που είναι εξ αντικειμένου το σημαντικότερο και το πιο κρίσιμο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έχει ως κεντρικό άξονα την τουρκική ενταξιακή πορεία και μέσω αυτής την επίτευξη του ευσεβούς πόθου της «εξημέρωσης του θηρίου». Ήτοι του εξευρωπαϊσμού της διεθνούς συμπεριφοράς της Άγκυρας και εντέλει την ειρηνική διευθέτηση των διμερών ζητημάτων. Έχει παρέλθει δεκαετία περίπου από τότε που η Ελλάδα συναίνεσε στην απόδοση καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Τουρκία και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της τουρκικής υποψηφιότητας. Είναι συνεπώς εύλογη μία πρώτη αποτίμηση των καρπών αυτής της στρατηγικής. Πόσο παραδείγματος χάρη έχει μεταβάλει την συμπεριφορά της η Τουρκία έναντι της χώρας μας; Πέραν ίσως των χαμηλών και ενίοτε εγκάρδιων τόνων στις διπλωματικές ανταλλαγές και διμερείς σχέσεις, ελάχιστα έως καθόλου έχει μεταβληθεί η επί της ουσίας στάση και συμπεριφορά της Τουρκίας. Το τουρκικό casus belli βρίσκεται εν ισχύι, οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου συνεχίζουν να αποτελούν ημερήσια ρουτίνα έχοντας μάλιστα λάβει και μία νέα ποιοτική διάσταση με υπερπτήσεις ελληνικών κατοικημένων νησιών. Πλούσιος ο μέχρι στιγμής απολογισμός για το 2009: 1.572 παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου, 233 εμπλοκές, 370 οπλισμένοι σχηματισμοί τουρκικών αεροσκαφών, 47 υπερπτήσεις εθνικού εδάφους σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΕΘΑ για την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου του 2009. Ανοδική εν γένει η διαχρονική τάση του αριθμού των ετήσιων παραβιάσεων παρά τις όποιες διακυμάνσεις.
Η ημερήσια αυτή πρακτική της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, η οποία ουδόλως έχει μεταβληθεί παρά την βελτίωση (με ή χωρίς εισαγωγικά) των ελληνοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία έτη και παρά την ενεργό αρωγή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Άγκυρας, επιβεβαιώνει πέραν ίσως κάθε αμφιβολίας ότι ούτε κατά κεραία δεν έχουν μεταβληθεί οι μονομερείς διεκδικήσεις της γείτονος εις βάρος της χώρας μας. Τουναντίον. Επιλέγοντας να προβαίνει σε συνεχείς ενέργειες αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε προκλήσεις που εν δυνάμει θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κρίση, η Τουρκία καθιστά σαφέστατο προς όλες τις πλευρές ότι η ευρωπαϊκή πορεία της δεν συνεπάγεται και μεταβολή στην επιθετική στρατηγική της και στις μονομερείς διεκδικήσεις της. Αν για κάτι δεν μπορούμε να ψέξουμε την Άγκυρα αυτό είναι ως προς την ειλικρίνεια και την ευκρίνεια με την οποία καθιστά σαφείς τις προθέσεις, τις θέσεις και τη στρατηγική της. Η απόφαση να μην απόσχει από αυτού του είδους τις καθημερινές επιθετικές ενέργειες δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία ή ανάγνωση πλην της ανωτέρω. Το ερώτημα που συνεπώς εγείρεται είναι κατά πόσον η στρατηγική της «εξημέρωσης του θηρίου» θα αποδώσει τελικά καρπούς. Αυτή βέβαια η παρατήρηση ουδόλως πρέπει να εκληφθεί ως επικριτική της απόφασης της Ελλάδας να υποστηρίζει την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Τουναντίον. Ίσως ήταν και παραμένει η μόνη επί του παρόντος ορθή επιλογή. Απλώς είναι χρήσιμη η υπόμνηση της κάτωθι ρήσης του Σοφοκλή: «Ή γάρ πολύπλαγκτος ελπίς πολλοίς μέν όνασις ανδρών, πολλοίς δ’ απάτα κουφονόων ερώτων (πολλούς ωφέλησαν οι μάταιες ελπίδες, μα και πολλούς ξεγέλασαν με μάταιους πόθους)». Και τούτο διότι η τελική ευόδωση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Άγκυρας και η συνακόλουθη προσδοκία από μέρους μας της προσαρμογής της σε διεθνείς συμπεριφορές που συνάδουν με τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό δεν εξαρτάται μόνο από την υποστήριξη της Ελλάδας.
Η τουρκική υποψηφιότητα ήταν και παραμένει μία ιδιόμορφη υποψηφιότητα με πολλές και μεγάλες ιδιαιτερότητες που μάλλον καθιστούν από πολύ δύσκολη έως ανέφικτη τη συμμετοχή της ως πλήρες μέλος στην Ε.Ε. Πληθυσμιακοί, οικονομικοί, πολιτικοί, ακόμα και πολιτισμικοί και θρησκευτικοί παράγοντες λειτουργούν ως ισχυρή τροχοπέδη σε αυτή την προοπτική που, με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, χάνεται κάπου στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε. Τα μεγέθη είναι αμείλικτα. Το 2008, ο πληθυσμός της Τουρκίας αντιστοιχούσε στο 15% του πληθυσμού της ΕΕ27 και το 2020 εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 17%.
Ο πληθυσμός της, περί τα 74 εκατ., την κατατάσσει στη 17η θέση παγκοσμίως με πληθυσμό μόνο μικρότερο αυτού της Γερμανίας που βρίσκεται 14η θέση με 82 εκατ. ενώ η αυξητική τάση του στο όχι απώτερο μέλλον θα την καταστήσει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα στην Ένωση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιπροσώπευσή της στους διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς και όργανα αλλά και στην λήψη αποφάσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σε σχέση με τα δώδεκα νέα μέλη των τελευταίων διευρύνσεων ο πληθυσμός της Τουρκίας είναι 70% του δικού τους συνόλου. Η είσοδος των δώδεκα σήμαινε πληθυσμιακή αύξηση της τότε ΕΕ15 κατά 28% περίπου ενώ μόνο η είσοδος της Τουρκίας τότε θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμιακή αύξηση της τάξεως του 19%. Τα πληθυσμιακό μέγεθος και κυρίως η δυναμική του αποτελεί από μόνο του σημαντικότατο εμπόδιο στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. που, συνεκτιμώντας και άλλες παραμέτρους όπως οι υπαρκτές πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές, μάλλον καθιστούν την ένταξη της μη ρεαλιστική προοπτική με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα όσον αφορά στην δομή και εσωτερική λειτουργία της Ένωσης.
Αλλά και άλλα μεγέθη καταδεικνύουν το πόσο δυσχερής είναι η ευόδωση του όλου εγχειρήματος που όμως έχει ισχυρότατους υποστηρικτές τόσο εντός όσο και εκτός Ε.Ε. Η έκταση της Τουρκίας είναι κατά 131% μεγαλύτερη της αντίστοιχης των δώδεκα νέων μελών. Ισούται με το 25% της συνολικής έκτασης της ΕΕ27 και είναι μεγαλύτερη από χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Η διεύρυνση από την ΕΕ15 στην ΕΕ27 επέφερε αύξηση κατά 23% της συνολικής έκτασης της Ένωσης. Η είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ27 θα σημάνει αύξηση κατά 25% πέρα από το γεωγραφικό οξύμωρο που θα δημιουργήσει και χωρίς να εξετασθούν οι πολιτικές και άλλες διαστάσεις η Ε.Ε. να αποκτήσει εξωτερικά σύνορα με χώρες όπως το Ιράκ ή το Ιράν. Αλλά και τα οικονομικά μεγέθη παρουσιάζουν παρεμφερή εικόνα. Το σημερινό αναπτυξιακό επίπεδο της μεγάλης αυτής πληθυσμιακά χώρας υπολείπεται κατά πολύ των μέσου όρου της Ένωσης δεδομένου ότι το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν το 2007 12.955 ευρώ ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για την ΕΕ27 ήταν της τάξεως των ΕΕ27 29.956 ευρώ. Η δε τουρκική οικονομία ως μέγεθος αντιστοιχεί στο 56% περίπου αυτής των δώδεκα τελευταίων μελών. Ας προστεθούν εδώ και οι ιδιαιτερότητες του τουρκικού πολιτικού συστήματος σε σχέση με τα κρατούντα στην Ε.Ε. Παραδείγματος χάρη, η κήρυξη ως παράνομου κόμματος που ήδη αντιπροσωπεύεται στο Κοινοβούλιο μάλλον δεν συνάδει με τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό.
Στα ανωτέρω αντικειμενικά εμπόδια πρέπει να συνεκτιμηθούν οι σαφείς υπαινιγμοί ή και ρητές δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών ότι η Τουρκία δεν μπορεί να καταστεί πλήρες μέλος της Ένωσης και ότι μία ειδική σχέση είναι ίσως η μόνη εφικτή προοπτική. Αν η πιθανότητα ένταξης της Τουρκίας στους κόλπους της Ε.Ε. είναι από μικρή έως μηδενική τότε το δύσκολο ερώτημα που ανακύπτει αφορά την εναλλακτική στρατηγική που η Ελλάδα θα πρέπει από τώρα να συνθέτει και να οικοδομεί για να αντιμετωπίσει το, ίσως όχι και τόσο μακρινό, ενδεχόμενο η Τουρκία, όταν έρθει κάποτε η στιγμή του μεγάλου «ναι» ή του μεγάλου «όχι», να εισπράξει την άρνηση αρκετών και σημαντικών Ευρωπαίων εταίρων μας αν δεν έχει εν τω μεταξύ ούτως ή άλλως εκτροχιασθεί η ενταξιακή πορεία της προς την ειδική σχέση.
Σε αυτή την περίπτωση, που η Τουρκία μάλλον ήδη αντιλαμβάνεται ως την πιθανότερη εκδοχή, ποια θα είναι τα εργαλεία με τα οποία θα κληθούμε να διαχειριστούμε μία εκτός Ε.Ε. Τουρκία, δεδομένου ότι το στρατηγικό οικοδόμημα της ένταξης και του εξευρωπαϊσμού της θα έχει καταρρεύσει; Σε αυτήν, την απευκταία ίσως, περίπτωση για τα στενά ελληνικά συμφέροντα αλλά όχι κατ’ ανάγκην και για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Ελλάδα θα κληθεί να επιλύσει μία μάλλον δυσεπίλυτη στρατηγική εξίσωση.
Μέρος πάντως της λύσης πρέπει να αναζητηθεί στο εσωτερικό, και ειδικότερα στο πεδίο της εθνικής οικονομίας. Μία χώρα με καχεκτική, ασθμαίνουσα και υπερδανεισμένη οικονομία δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στο πεδίο της εξωτερικής ασφάλειας που δημιουργεί κράτος το οποίο έχει επιλέξει να στρατιωτικοποιήσει με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο τις διμερείς σχέσεις τους.
Ο Θουκυδίδης είναι σαφής επ’ αυτού: «Μέγιστον δε, τη των χρημάτων σπάνει κωλύσονται… (πολύ μεγάλο εμπόδιο θα τους σταθεί κι η έλλειψη χρημάτων»).
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάταξη και η αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορεί η Ελλάδα να διατηρήσει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια σε όλα τα μέτωπα και στις προκλήσεις που η μη ένταξη της Τουρκίας πιθανότατα θα δημιουργήσει στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον.
* Ο κ. Χρήστος Κόλλιας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Πηγή
Του Χρήστου Κόλλια*
Όταν υπεγράφη η Συμφωνία Σύνδεσης της Τουρκίας με την τότε ΕΟΚ των έξι, δύο από τα σημερινά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27, η Τσεχία και η Σλοβακία, δεν υπήρχαν ως ανεξάρτητες κρατικές οντότητες στον τότε πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
Δέκα από τα σημερινά μέλη της Ένωσης ήταν κράτη-μέλη ενός άλλου πολιτικοοικονομικού και στρατιωτικού συνασπισμού καθώς η ευρωπαϊκή ήπειρος ήταν διαιρεμένη από τα τείχη του Ψυχρού Πολέμου.
Η τουρκική υποψηφιότητα δεν ακολουθεί μία ομαλή πορεία, κυρίως λόγω των πολιτικών αλλά και των οικονομικών προβλημάτων που ανακύπτουν ανά τακτά διαστήματα.
Η Συμφωνία της Άγκυρας, όπως είναι γνωστή, υπεγράφη το 1963, περίπου δύο χρόνια μετά την αντίστοιχη ελληνική, και αποτελεί την αφετηρία της μακράς και γεμάτης καμπές ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Εν ολίγοις, οσονούπω συμπληρώνεται μισός αιώνας από τότε που η Τουρκία εισήλθε σε τροχιά μελλοντικής ένταξης στην Ε.Ε. Ένα πραγματικό ρεκόρ σε σχέση με τα υπόλοιπα σημερινά μέλη. Έκτοτε, η τότε ΕΟΚ των έξι, με τις διαδοχικές διευρύνσεις που ακολούθησαν, αύξησε τα μέλη της σε εννέα, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε και, μετά τις κοσμογονικές αλλαγές που το τέλος του διπολισμού επέφερε, σε είκοσι πέντε και εν συνεχεία σε είκοσι επτά. Τα δεκαέξι από τα σημερινά μέλη της απέκτησαν κοινό νόμισμα και, με την προσφάτως τεθείσα σε ισχύ Συνθήκη της Λισαβόνας, η Ε.Ε. έχει εισέλθει σε νέα φάση της πορείας ολοκλήρωσης.
Στις δεκαετίες που ακολουθούν τη Συμφωνία της Άγκυρας, η Τουρκία κατάφερε εν τέλει να αποκτήσει το πολυπόθητο καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας μετά και την ελληνική συναίνεση σε αυτό. Ελληνική συγκατάθεση που αντανακλά την υιοθέτηση μίας ριζικά νέας στρατηγικής έναντι του δύσκολου, δύστροπου και επιθετικού γείτονα. Οι λόγοι αυτής της βραδείας, σε σχέση με άλλες χώρες, πορείας της Τουρκίας προς την σημερινή ΕΕ27 είναι πολλοί. Η υποψηφιότητα της δεν ακολουθεί μία ομαλή εξελικτική, γραμμική πορεία κυρίως λόγω των πολιτικών, πρωτίστως, και δευτερευόντως των οικονομικών προβλημάτων που ανακύπτουν στην Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια. Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 και η έκτοτε κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους και αυτής σήμερα της Ε.Ε., το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 και η χούντα του Κενάν Εβρέν, οι οικονομικές κρίσεις είναι κάποιοι από τους λόγους που μερικώς επεξηγούν τον αργό ρυθμό τού βηματισμού της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τουρκική υποψηφιότητα πάντοτε ήταν και παραμένει μία ιδιαίτερη περίπτωση για μία πλειάδα λόγων και αντικειμενικών παραγόντων σε κάποιους από τους οποίους ακροθιγώς θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας η Ελλάδα έχει τα τελευταία χρόνια επενδύσει όλη τη στρατηγική της για την αντιμετώπιση της προκλητικής επιθετικότητας της όμορης χώρας με τις απροκάλυπτες επεκτατικές βλέψεις σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η ελληνική στρατηγική στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, που είναι εξ αντικειμένου το σημαντικότερο και το πιο κρίσιμο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έχει ως κεντρικό άξονα την τουρκική ενταξιακή πορεία και μέσω αυτής την επίτευξη του ευσεβούς πόθου της «εξημέρωσης του θηρίου». Ήτοι του εξευρωπαϊσμού της διεθνούς συμπεριφοράς της Άγκυρας και εντέλει την ειρηνική διευθέτηση των διμερών ζητημάτων. Έχει παρέλθει δεκαετία περίπου από τότε που η Ελλάδα συναίνεσε στην απόδοση καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Τουρκία και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της τουρκικής υποψηφιότητας. Είναι συνεπώς εύλογη μία πρώτη αποτίμηση των καρπών αυτής της στρατηγικής. Πόσο παραδείγματος χάρη έχει μεταβάλει την συμπεριφορά της η Τουρκία έναντι της χώρας μας; Πέραν ίσως των χαμηλών και ενίοτε εγκάρδιων τόνων στις διπλωματικές ανταλλαγές και διμερείς σχέσεις, ελάχιστα έως καθόλου έχει μεταβληθεί η επί της ουσίας στάση και συμπεριφορά της Τουρκίας. Το τουρκικό casus belli βρίσκεται εν ισχύι, οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου συνεχίζουν να αποτελούν ημερήσια ρουτίνα έχοντας μάλιστα λάβει και μία νέα ποιοτική διάσταση με υπερπτήσεις ελληνικών κατοικημένων νησιών. Πλούσιος ο μέχρι στιγμής απολογισμός για το 2009: 1.572 παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου, 233 εμπλοκές, 370 οπλισμένοι σχηματισμοί τουρκικών αεροσκαφών, 47 υπερπτήσεις εθνικού εδάφους σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΕΘΑ για την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου του 2009. Ανοδική εν γένει η διαχρονική τάση του αριθμού των ετήσιων παραβιάσεων παρά τις όποιες διακυμάνσεις.
Η ημερήσια αυτή πρακτική της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, η οποία ουδόλως έχει μεταβληθεί παρά την βελτίωση (με ή χωρίς εισαγωγικά) των ελληνοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία έτη και παρά την ενεργό αρωγή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Άγκυρας, επιβεβαιώνει πέραν ίσως κάθε αμφιβολίας ότι ούτε κατά κεραία δεν έχουν μεταβληθεί οι μονομερείς διεκδικήσεις της γείτονος εις βάρος της χώρας μας. Τουναντίον. Επιλέγοντας να προβαίνει σε συνεχείς ενέργειες αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε προκλήσεις που εν δυνάμει θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κρίση, η Τουρκία καθιστά σαφέστατο προς όλες τις πλευρές ότι η ευρωπαϊκή πορεία της δεν συνεπάγεται και μεταβολή στην επιθετική στρατηγική της και στις μονομερείς διεκδικήσεις της. Αν για κάτι δεν μπορούμε να ψέξουμε την Άγκυρα αυτό είναι ως προς την ειλικρίνεια και την ευκρίνεια με την οποία καθιστά σαφείς τις προθέσεις, τις θέσεις και τη στρατηγική της. Η απόφαση να μην απόσχει από αυτού του είδους τις καθημερινές επιθετικές ενέργειες δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία ή ανάγνωση πλην της ανωτέρω. Το ερώτημα που συνεπώς εγείρεται είναι κατά πόσον η στρατηγική της «εξημέρωσης του θηρίου» θα αποδώσει τελικά καρπούς. Αυτή βέβαια η παρατήρηση ουδόλως πρέπει να εκληφθεί ως επικριτική της απόφασης της Ελλάδας να υποστηρίζει την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Τουναντίον. Ίσως ήταν και παραμένει η μόνη επί του παρόντος ορθή επιλογή. Απλώς είναι χρήσιμη η υπόμνηση της κάτωθι ρήσης του Σοφοκλή: «Ή γάρ πολύπλαγκτος ελπίς πολλοίς μέν όνασις ανδρών, πολλοίς δ’ απάτα κουφονόων ερώτων (πολλούς ωφέλησαν οι μάταιες ελπίδες, μα και πολλούς ξεγέλασαν με μάταιους πόθους)». Και τούτο διότι η τελική ευόδωση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Άγκυρας και η συνακόλουθη προσδοκία από μέρους μας της προσαρμογής της σε διεθνείς συμπεριφορές που συνάδουν με τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό δεν εξαρτάται μόνο από την υποστήριξη της Ελλάδας.
Η τουρκική υποψηφιότητα ήταν και παραμένει μία ιδιόμορφη υποψηφιότητα με πολλές και μεγάλες ιδιαιτερότητες που μάλλον καθιστούν από πολύ δύσκολη έως ανέφικτη τη συμμετοχή της ως πλήρες μέλος στην Ε.Ε. Πληθυσμιακοί, οικονομικοί, πολιτικοί, ακόμα και πολιτισμικοί και θρησκευτικοί παράγοντες λειτουργούν ως ισχυρή τροχοπέδη σε αυτή την προοπτική που, με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, χάνεται κάπου στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε. Τα μεγέθη είναι αμείλικτα. Το 2008, ο πληθυσμός της Τουρκίας αντιστοιχούσε στο 15% του πληθυσμού της ΕΕ27 και το 2020 εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 17%.
Ο πληθυσμός της, περί τα 74 εκατ., την κατατάσσει στη 17η θέση παγκοσμίως με πληθυσμό μόνο μικρότερο αυτού της Γερμανίας που βρίσκεται 14η θέση με 82 εκατ. ενώ η αυξητική τάση του στο όχι απώτερο μέλλον θα την καταστήσει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα στην Ένωση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιπροσώπευσή της στους διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς και όργανα αλλά και στην λήψη αποφάσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σε σχέση με τα δώδεκα νέα μέλη των τελευταίων διευρύνσεων ο πληθυσμός της Τουρκίας είναι 70% του δικού τους συνόλου. Η είσοδος των δώδεκα σήμαινε πληθυσμιακή αύξηση της τότε ΕΕ15 κατά 28% περίπου ενώ μόνο η είσοδος της Τουρκίας τότε θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμιακή αύξηση της τάξεως του 19%. Τα πληθυσμιακό μέγεθος και κυρίως η δυναμική του αποτελεί από μόνο του σημαντικότατο εμπόδιο στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. που, συνεκτιμώντας και άλλες παραμέτρους όπως οι υπαρκτές πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές, μάλλον καθιστούν την ένταξη της μη ρεαλιστική προοπτική με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα όσον αφορά στην δομή και εσωτερική λειτουργία της Ένωσης.
Αλλά και άλλα μεγέθη καταδεικνύουν το πόσο δυσχερής είναι η ευόδωση του όλου εγχειρήματος που όμως έχει ισχυρότατους υποστηρικτές τόσο εντός όσο και εκτός Ε.Ε. Η έκταση της Τουρκίας είναι κατά 131% μεγαλύτερη της αντίστοιχης των δώδεκα νέων μελών. Ισούται με το 25% της συνολικής έκτασης της ΕΕ27 και είναι μεγαλύτερη από χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Η διεύρυνση από την ΕΕ15 στην ΕΕ27 επέφερε αύξηση κατά 23% της συνολικής έκτασης της Ένωσης. Η είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ27 θα σημάνει αύξηση κατά 25% πέρα από το γεωγραφικό οξύμωρο που θα δημιουργήσει και χωρίς να εξετασθούν οι πολιτικές και άλλες διαστάσεις η Ε.Ε. να αποκτήσει εξωτερικά σύνορα με χώρες όπως το Ιράκ ή το Ιράν. Αλλά και τα οικονομικά μεγέθη παρουσιάζουν παρεμφερή εικόνα. Το σημερινό αναπτυξιακό επίπεδο της μεγάλης αυτής πληθυσμιακά χώρας υπολείπεται κατά πολύ των μέσου όρου της Ένωσης δεδομένου ότι το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν το 2007 12.955 ευρώ ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για την ΕΕ27 ήταν της τάξεως των ΕΕ27 29.956 ευρώ. Η δε τουρκική οικονομία ως μέγεθος αντιστοιχεί στο 56% περίπου αυτής των δώδεκα τελευταίων μελών. Ας προστεθούν εδώ και οι ιδιαιτερότητες του τουρκικού πολιτικού συστήματος σε σχέση με τα κρατούντα στην Ε.Ε. Παραδείγματος χάρη, η κήρυξη ως παράνομου κόμματος που ήδη αντιπροσωπεύεται στο Κοινοβούλιο μάλλον δεν συνάδει με τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό.
Στα ανωτέρω αντικειμενικά εμπόδια πρέπει να συνεκτιμηθούν οι σαφείς υπαινιγμοί ή και ρητές δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών ότι η Τουρκία δεν μπορεί να καταστεί πλήρες μέλος της Ένωσης και ότι μία ειδική σχέση είναι ίσως η μόνη εφικτή προοπτική. Αν η πιθανότητα ένταξης της Τουρκίας στους κόλπους της Ε.Ε. είναι από μικρή έως μηδενική τότε το δύσκολο ερώτημα που ανακύπτει αφορά την εναλλακτική στρατηγική που η Ελλάδα θα πρέπει από τώρα να συνθέτει και να οικοδομεί για να αντιμετωπίσει το, ίσως όχι και τόσο μακρινό, ενδεχόμενο η Τουρκία, όταν έρθει κάποτε η στιγμή του μεγάλου «ναι» ή του μεγάλου «όχι», να εισπράξει την άρνηση αρκετών και σημαντικών Ευρωπαίων εταίρων μας αν δεν έχει εν τω μεταξύ ούτως ή άλλως εκτροχιασθεί η ενταξιακή πορεία της προς την ειδική σχέση.
Σε αυτή την περίπτωση, που η Τουρκία μάλλον ήδη αντιλαμβάνεται ως την πιθανότερη εκδοχή, ποια θα είναι τα εργαλεία με τα οποία θα κληθούμε να διαχειριστούμε μία εκτός Ε.Ε. Τουρκία, δεδομένου ότι το στρατηγικό οικοδόμημα της ένταξης και του εξευρωπαϊσμού της θα έχει καταρρεύσει; Σε αυτήν, την απευκταία ίσως, περίπτωση για τα στενά ελληνικά συμφέροντα αλλά όχι κατ’ ανάγκην και για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Ελλάδα θα κληθεί να επιλύσει μία μάλλον δυσεπίλυτη στρατηγική εξίσωση.
Μέρος πάντως της λύσης πρέπει να αναζητηθεί στο εσωτερικό, και ειδικότερα στο πεδίο της εθνικής οικονομίας. Μία χώρα με καχεκτική, ασθμαίνουσα και υπερδανεισμένη οικονομία δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στο πεδίο της εξωτερικής ασφάλειας που δημιουργεί κράτος το οποίο έχει επιλέξει να στρατιωτικοποιήσει με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο τις διμερείς σχέσεις τους.
Ο Θουκυδίδης είναι σαφής επ’ αυτού: «Μέγιστον δε, τη των χρημάτων σπάνει κωλύσονται… (πολύ μεγάλο εμπόδιο θα τους σταθεί κι η έλλειψη χρημάτων»).
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάταξη και η αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορεί η Ελλάδα να διατηρήσει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια σε όλα τα μέτωπα και στις προκλήσεις που η μη ένταξη της Τουρκίας πιθανότατα θα δημιουργήσει στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον.
* Ο κ. Χρήστος Κόλλιας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Πηγή
Ας εκμεταλλευτουμε τον ορυκτο μας πλουτο και την γεωστρατηγικη μας θεση επιτελους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΜ