Κύπρος και Ελλάδα βρίσκονται στην χειρότερη μεταπολεμική κρίση
Μια «επικών» διαστάσεων εθνική κρίση, με δυνητικά πιο καταστροφικά αποτελέσματα από αυτή του 1974, απειλεί τώρα Ελλάδα και Κύπρο. Μπροστά στην απειλούμενη εθνική κρίση, μπορεί να ωχριά ακόμα και η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που ήδη πλήττει τον ελληνικό λαό, υποστηρίζει σε πρόσφατο άρθρο του ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτης Λαφαζάνης.
Ο ελληνικός χώρος (Ελλάδα και Κύπρος) βρίσκεται αντιμέτωπος με μια διπλή κρίση, εσωτερική και εξωτερική, με μια εκτεταμένη αποσύνθεση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, του παραγωγικού ιστού, του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Η εσωτερική και εξωτερική κρίση αλληλεπιδρούν και αλληλοενισχύονται, όπως άλλωστε συνέβη στην ιστορία μας συνεχώς, μεταξύ 1956 και 1974, με τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε και στην Ελλάδα και στο κυπριακό.
Στην Κύπρο, η κρίση εκδηλώνεται ως αδυναμία του κυπριακού κράτους να υπερασπίσει εξωτερικά τον εαυτό του, στην Ελλάδα πρωτίστως, αλλά όχι μόνο, ως εσωτερική κατάρρευση.
Αν η ελληνική κρίση, η χειρότερη ίσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδηλώνεται στους πιο διαφορετικούς τομείς της εθνικής ζωής, το ζήτημα που μπορεί να γίνει άμεσα καταλύτης μη αντιστρεπτών εξελίξεων, που θα καθορίσουν κατά τρόπο μόνιμο το μέλλον του ελληνικού χώρου είναι το κυπριακό, δηλαδή ο όχι απίθανος κίνδυνος να «αυτοκτονήσει» το κυπριακό κράτος! Ειρήσθω εν παρόδω, αν το βάρος τέτοιων εθνικά (και εν τέλει κοινωνικά) καταστροφικών ρυθμίσεων αναλάβει η κυπριακή και ελλαδική αριστερά και κεντροαριστερά, μπορούν κάλλιστα να αποβούν μοιραίες για την παράταξη αυτή, θα συνιστούν προδοσία των οπαδών της και μπορεί να σηματοδοτήσουν το τέλος π.χ. του ΑΚΕΛ και του ΠΑΣΟΚ. Με τον ίδιο τρόπο που απεδείχθη μοιραία για την ελληνική Δεξιά και την ηγεμονία της η πολιτική της στο κυπριακό, από τις συνθήκες της Ζυρίχης του 1960 μέχρι την προδοσία της Κύπρου το 1974.
Αν η αριστερά/κεντροαριστερά Κύπρου και Ελλάδας αναλάβει την ευθύνη εθνικά επαχθών ρυθμίσεων μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ηγεμονία μιας εθνικιστικής-σωβινιστικής ακροδεξιάς και των ιδεών της, γεγονός που δεν θα ωφελήσει σε τίποτα τα εθνικά θέματα. Από τον Κολοκοτρώνη μέχρι το δημοψήφισμα του 2004, αν κάτι αποδεικνύει η ελληνική ιστορία είναι ότι, τουλάχιστο σε μια χώρα με την ιστορία και τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μόνο οι πληβείοι, ο ίδιος ο λαός της μπορεί να την προστατεύσει από επικίνδυνες εξωτερικές επιβουλές και τους, ενίοτε ακόμα πιο επικίνδυνους, εγχώριους «άρχοντές» μας.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτά μπορεί να φαίνονται ίσως εξωφρενικά και παράλογα σε αρκετούς αναγνώστες, γι’ αυτό όμως ακριβώς μπορεί να συμβούν. Αυτός είναι ο μηχανισμός πρόκλησης καταστροφών, με χαρές και γέλια (η μπελ επόκ προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο ενθουσιασμός της Μικρασιατικής Καταστροφής). Όταν εγκαίρως συνειδητοποιείται το διακύβευμα μιας κρίσης, κινητοποιούνται συνήθως δυνάμεις προς αποτροπή των καταστροφών. Η απονάρκωση των κοινωνιών και των πολιτικών ελίτ (στην περίπτωσή μας ένα σημαντικό κομμάτι της «ελίτ» ενεργεί άλλωστε για να την προκαλέσει) είναι συχνά αναγκαία και ικανή προϋπόθεση, αλλά και προάγγελος επικείμενης καταστροφής.
Θα μπορούσαν κάποιοι να επικρίνουν τον γράφοντα για υπερβολή ή κινδυνολογία. Μακάρι να έχουν δίκηο, μακάρι να διαψευσθούν όλα όσα γράφει. Οφείλει όμως κανείς, όταν διαπιστώνει ένα θανάσιμο κίνδυνο να προειδοποιήσει για την παρουσία του, όχι να τον αγνοήσει. Μόλις προ τεσσάρων ετών άλλωστε, παρολίγον όντως να αυτοκτονήσει η Κυπριακή Δημοκρατία (με την “ευγενική συνδρομή” και της Ελληνικής), χάρι σε ένα σχέδιο που παρέδιδε τους κατοίκους του νησιού στην εξουσία τριών ξένων δικαστών και τριών ξένων στρατών, μια παγκοσμίως πρωτοφανή δηλαδή αυτοκατάλυση του κυπριακού κράτους. Ο μεν Δημήτρης Τσάτσος χαρακτήρισε το σχέδιο Ανάν έργο παράφρονος, ο δε Βαγγέλης Βενιζέλος τέρας από πλευράς συνταγματικού, διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου! Μόνο τυπικά πρότεινε το σχέδιο ο κ. Ανάν, έργο της ελλαδικής και κυπριακής πολιτικής ελίτ ήταν, που απερρίφθη μόνο όταν έφτασε στον κυπριακό λαό, στο επίπεδο του απλού πολίτη, γιατί μέχρι τότε κανείς περίπου δεν τολμούσε να το στείλει στο διάολο, αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού ήθελε να περάσει.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή τη φορά θα περάσει ή όχι ένα τέτοιο σχέδιο από δημοψήφισμα, είναι βέβαιο όμως ότι αυτή τη φορά οι αυτουργοί του (Oυάσιγκτον, Λονδίνο και, κυρίως, οι αναμέτρητοι φίλοι τους στο ελλαδικό και κυπριακό κατεστημένο) έρχονται πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι και θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους (κινήσεις καλής θέλησης, αλλά και ένοπλη τρομοκρατία, όπως αυτή πάνω από το Αγαθονήσι, γύρω από το Καστελλόριζο ή έξω από την Πάφο, προπαγάνδα και εξαγορά, εκβιασμοί αλλά και προβοκάτσιες ολκής). Και μόνο άλλωστε το γεγονός ότι απεδέχθησαν, αν δεν ενθάρρυναν, ένα κόμμα όπως το ΑΚΕΛ να πάρει την εξουσία, δείχνει τί είναι διατεθειμένοι να κάνουν για να πετύχουν στις επιδιώξεις τους. (Δεν τόκαναν ασφαλώς γιατί περιμένουν από τον Χριστόφια να αποδειχθεί Τσάβες της Μεσογείου, αλλά, υποθέτουμε, γιατί ελπίζουν να συμπεριφερθεί όπως ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης το 1944-45 ή ο Γκορμπατσώφ πιο πρόσφατα).
Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν δεν γίνει δεκτό ένα τέτοιο σχέδιο, θα καταβληθεί πάλι ένα πολύ μεγάλο πολιτικο-διπλωματικό κόστος, γιατί η πολιτική ηγεσία Κύπρου και Ελλάδας υποστηρίζει εξωφρενικά πράγματα, τα παγιώνει ως πολιτικο-διπλωματικές θέσεις των δύο κρατών και μετά χρειάζεται να παρέμβει στο παραπέντε, εγκλωβισμένος και υπό καθεστώς εκβιασμού, αν βρει το κουράγιο και τη νοημοσύνη, ο λαός, ο πολίτης για να τα ανατρέψει, χωρίς κανείς διεθνώς να μπορεί να αντιληφθεί τι στο καλό γίνεται!
Ο εθνικά (που θα αποβεί άλλωστε τελικά και κοινωνικός και πολιτικός) καταστροφικός κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός ότι τα συζητούμενα σχέδια λύσης του κυπριακού προβλέπουν στην πραγματικότητα την αφαίρεση από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού των δύο θεμελιωδέστερων δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν σε όλους τους λαούς του πλανήτη μετά τη Γαλλική Επανάσταση και, ιδίως, κατά τον εικοστό αιώνα: του δικαιώματος της αυτοκυβέρνησης και του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Αυτά τα δύο δικαιώματα είναι στον πυρήνα της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας, χωρίς αυτά δεν υπάρχει κράτος. Αλλά χωρίς κράτος δεν μπορεί στις σημερινές ιστορικές συνθήκες να εξασφαλισθεί η επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, δηλαδή του 80% του πληθυσμού στην Κύπρο. Το σχέδιο Ανάν προέβλεπε αυτόν ακριβώς τον μετασχηματισμό του κράτους σε προτεκτοράτο και ανάλογα στοιχεία περιέχουν δυστυχώς οι προτάσεις που κατέθεσε τώρα ο Δημήτρης Χριστόφιας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Λευκωσίας (εκ περιτροπής προεδρία, αποστρατικοποιημένη, αν και με βρετανικά στρατεύματα (!) Κύπρος, δηλαδή Κύπρος χωρίς δικαίωμα αυτοάμυνας, εισαγωγή ξένου δικαστή για την επίλυση αδιεξόδων κ.α. Οι προτάσεις δημοσιεύτηκαν στον «Κόσμο του Επενδυτή» στις 15.3.09).
Η δική μας κριτική σε τέτοιου τύπου σχέδια δεν είναι ότι είναι άδικα ή ετεροβαρή υπέρ των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας. Αυτό είναι το λιγότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι, με τέτοια σχέδια, εν ονόματι μιας (εν πολλοίς φαντασιακής) επανένωσης του νησιού και της ανάγκης («επιτέλους») να λυθεί το κυπριακό, κινδυνεύουμε να το «ξανανοίξουμε» με πολύ χειρότερους όρους. Κανένα σχέδιο λύσης δεν μπορεί να «περπατήσει», δεν θα αποδειχθεί ευσταθές, αν δίνει σε μη αιρετούς εκπροσώπους και μάλιστα Τουρκοκύπριους ή ξένους τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις με ισχύ επί των Ελληνοκυπρίων, που είναι το 80% του πληθυσμού. Γιατί αν τους δοθεί τέτοιο δικαίωμα, αργά ή γρήγορα θα το χρησιμοποιήσουν εις βάρος των συμφερόντων των Ελληνοκυπρίων.
Δυστυχώς, η κυπριακή πολιτική κουλτούρα έχει μείνει στην εποχή της Τουρκοκρατίας, δεν έχει εξελιχθεί όπως έχουν εξελιχθεί οι αντιλήψεις για την ιδιοκτησία στην Κύπρο. Γιατί δεν υπάρχει βέβαια Κύπριος ιδιοκτήτης που θα έδινε εκ περιτροπής τη διαχείριση του σπιτιού του ή της επιχείρησής του στον μειοψηφικό συνεταίρο του (εκ περιτροπής προεδρία), ούτε Κύπριος ιδιοκτήτης που θα έλεγε προς υποψήφιο αγοραστή «θέλω οπωσδήποτε να πουλήσω φέτος το σπίτι μου, γιατί αλλοιώς θα καταστραφώ» (αν δεν λυθεί τώρα το κυπριακό, θα γίνει διχοτόμηση). Αν οι Κύπριοι πολιτικοί αρχίσουν να διαπραγματεύονται το κράτος τους όπως την περιουσία τους, σαν να ήταν δηλαδή το δικό τους κράτος κι όχι αυτοί να καταντάνε πρακτικά τοποτηρητές ξένων στο νησί, μέσω της «πολιτικής του καλού παιδιού», θα έκαναν ένα τεράστιο βήμα προς τη λύση του κυπριακού!
Στις προ τριακοσίων ετών ιστορικές συνθήκες, ίσως χρειαζόταν ένα μείγμα ανατολίτικης πονηριάς, όπου προσκυνάς ευπειθώς τον Ηγεμόνα και κρατάς πεισματικά κρυμμένη την ταυτότητά σου και τη συνοχή της ομάδας σου. Στις σημερινές ιστορικές συνθήκες, ένα τέτοιο κοκτέιλ θα καταστρέψει την Κύπρο και την Ελλάδα μαζί. Η μακαριακή παράδοση, που συνδύαζε κατά διαστήματα επαναστατική διεκδίκηση της ελευθερίας και βυζαντινισμό έφτασε στο τέλος της, εξάντλησε την όποια χρησιμότητα ίσως της αναγνωρίσουν κάποιοι, με την ήττα και το θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου. Οι Κύπριοι θα διατηρήσουν το κράτος τους και η Ελλάδα την ανεξαρτησία της, μόνο αν το (την) διεκδικήσουν.
Ο Δημήτρης Χριστόφιας δεν θέλει να επαναφέρει, τουλάχιστο αυτούσιο, το σχέδιο Ανάν. Υιοθέτησε κατά τα φαινόμενα ορισμένες από τις ιδέες των επικριτών του σχεδίου. Για να βγάλει από τη μέση π.χ. τους τρεις ξένους δικαστές και το Ανώτατο Δικαστήριο πηγαίνει τώρα στην εκ περιτροπής προεδρία, αρνείται τη επιδιαιτησία και αναλαμβάνει το κόστος να επωμισθεί ο ίδιος τη «λύση», αντί να βάλει τον Μπαν Κι Μουν να εκβιάσει τους Κυπρίους, όπως έκαναν ο κ. Κληρίδης και ο κ. Σημίτης (Λέει λύση από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους, αν και στις φυσιολογικές χώρες οι εκπρόσωποι του λαού καταρτίζουν σε πλήρη δημοσιότητα τα συντάγματά τους και όχι μυστικά από το λαό που θα ζήσει για πάντα με το σύνταγμα αυτό, αλλά σε πλήρη γνώση των εχθρών της Κύπρου, οι μυστικοσύμβουλοι δύο πολιτικών ηγετών, για να φέρουν μετά προ τετελεσμένου τους πολίτες. Φαίνεται όμως ότι στην Κύπρο έχουν κάνει πολύ σημαντικές ανακαλύψεις στο συνταγματικό δίκαιο και τη δημοκρατία, που δεν τις έχει σκεφθεί κανένα άλλο από τα υπερδιακόσια κράτη του πλανήτη, όπου χρησιμοποιούνται ακόμα κάτι απαρχαιωμένες μέθοδοι όπως αναθεωρητικές και συντακτικές συνελεύσεις!). Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις του δείχνουν ότι δεν έχει αντιληφθεί τον πυρήνα του προβλήματος, αποτέλεσμα και όχι αίτιο του οποίου είναι η εμφάνιση ξένων δικαστών και επιδιαιτητών.
Δεν έχει βρεθεί άλλος τρόπος από τον κανόνα της πλειοψηφίας για να κυβερνώνται δημοκρατικά και ανεξάρτητα κράτη. Ο κανόνας αυτός περιορίζεται για να προστατευθούν μειονότητες, δεν μπορεί όμως να ανατραπεί, γιατί τότε έχουμε δικτατορία της μειοψηφίας στην πλειοψηφία (ή, εναλλακτικά, δικτατορία των ξένων, δια των δικαστών ή της ανάγκης επιδιαιτησίας επί των ιθαγενών). Οι Ελληνοκύπριοι, το 80% του πληθυσμού δεν μπορούν να αναθέσουν σε τρίτους την άσκηση της κυριαρχίας στο νησί. Το μάξιμουμ που μπορούν να προσφέρουν, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη δική τους επιβίωση στο νησί, είναι να περιορίσουν την κυριαρχία της πλειοψηφίας στην τουρκοκυπριακή ζώνη. Τουλάχιστον όμως στις περιοχές που ζουν οι ίδιοι, πρέπει να έχουν κανονικό κράτος με σημαία και στρατό, που σημαίνει διακυβέρνηση από την πλειοψηφία, δικαίωμα αυτοάμυνας, μέσο αυτοάμυνας (στρατό) και κανένα δικαίωμα ξένων κρατών να επεμβαίνουν. Βασικά, θα ήταν λιγότερο δαπανηρό για την Κύπρο και την Ελλάδα αν το πολιτικό προσωπικό της χώρας, αντί να ασχολείται με διαπραγματεύσεις και να μας κυβερνά, πήγαινε για ταχύρρυθμα σεμινάρια συνταγματικού δικαίου και πολλών άλλων μαθημάτων.
Για λόγους που ο γράφων εξήγησε αναλυτικά σε δύο βιβλία του («Η Αρπαγή της Κύπρου» Λιβάνης 2004 και «Η Κύπρος σε Παγίδα», Λιβάνης 2008) μια εθνοτική σύρραξη (και πιθανώς μια ενδοελληνική σύρραξη) θα είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα αφαίρεσης του δικαιώματος και των μέσων της κυριαρχίας από τον κυπριακό πληθυσμό, δηλαδή της κυπριακής κρατικής κυριαρχίας (1). Τέτοια σχέδια απειλούν άμεσα την αναγνωρισμένη κρατική υπόσταση που προστατεύει επί πολλές δεκαετίες τους Ελληνοκύπριους, απειλούν όμως έμμεσα και τη δυνατότητα της Ελλάδας να ασκεί σχετικά ελεύθερα την κυριαρχία της και οποιαδήποτε κάπως ανεξάρτητη πολιτική (π.χ. να υπερασπισθεί αποτελεσματικά τη δική της κυριαρχία στο Αιγαίο ή τη Θράκη, να φτιάξει αγωγούς αερίου με τη Ρωσία, να διαφωνήσει σε οποιοδήποτε ζήτημα με την Ουάσιγκτον). Στην καλύτερη περίπτωση, η Αθήνα θα καταστεί όμηρος της καλής διάθεσης Βρετανίας, ΗΠΑ., Τουρκίας, εμμέσως Ισραήλ για να μην ανατιναχτεί η «λύση» στον αέρα και κινδυνεύσουν 750.000 ’Ελληνες. Στη χειρότερη, η Ελλάδα θα αναγκαστεί είτε να παρακολουθεί ανήμπορη την εξαφάνιση του κυπριακού ελληνισμού, είτε να κάνει γενικό πόλεμο με την Τουρκία για να τους σώσει, υπό πολύ δυσμενέστερες νομικές, πολιτικές και πρακτικές συνθήκες από ότι σήμερα.
Επιπλέον, η ‘Αγκυρα θα εισέλθει στην ΕΕ από το «παράθυρο», θα αποκτήσει δηλαδή μια θεσμική επιρροή στο εσωτερικό της ‘Ενωσης, δια της θεσμοποιημένης επιρροής της στην ψήφο της Λευκωσίας μέσα στην ΕΕ, χωρίς να έχει εκπληρώσει κανέναν όρο. Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας στην ΕΕ, με παράλληλη μη συμμετοχή της Τουρκίας είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό ατού της Αθήνας απέναντι στην ‘Αγκυρα. Ενώ η συμμετοχή αντίθετα της Τουρκίας στην ΕΕ, θα αποτελέσει, υπό τις σημερινές τουλάχιστο συνθήκες, τη χαριστική βολή στην ιδέα μιας πολιτικής, κοινωνικής και ανεξάρτητης Ευρώπης. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, μεταξύ άλλων, κεντρική πολιτική του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων είναι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Χωρίς να εξαλείφει την «καρδιά», τον «πυρήνα» των προβλημάτων που οδηγούν σε ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, χωρίς δηλαδή να λύνει τα προβλήματα που θέλουμε να αποφύγουμε, μια λύση παραπλήσια του Ανάν (που θα αφαιρεί δηλαδή τη δυνατότητα πλήρους αυτοκυβέρνησης και το δικαίωμα αυτοάμυνας από τους Ελληνοκύπριους) θα έχει βαρύτατες στρατηγικές συνέπειες. Θα «τσιμεντώσει» μια ζώνη αμερικανοτουρκικής κυριαρχίας από την Αδριατική μέχρι τον Καύκασο και την Κύπρο, που προορίζεται να χρησιμεύσει:
1) ως εμπόδιο σε οποιαδήποτε μελλοντική διεκδίκηση ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας,
2) για να ελέγξει την πρόσβαση της «Γαλλογερμανίας» στους υδρογονάνθρακες της Μέσης Ανατολής,
3) για να ελέγξει την πρόσβαση της Ρωσίας στη Μεσόγειο και να την στερήσει από τη δυνατότητα συνεργασίας με δυνητικά φιλικά κράτη, γέφυρες μιας ευρωρωσικής σχέσης, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος στο εσωτερικό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, στα πλαίσια μιας μακρόχρονης στρατηγικής περικύκλωσης της Μόσχας (και ταυτόχρονα θα στερήσει την Ελλάδα από τη δυνατότητα να αναπνεύσει στρατηγικά, με το μόνο σχεδόν μέσο που διαθέτει σήμερα, τη συνεργασία με τη Ρωσία, όπως και να συμμετάσχει ενδεχομένως σε έναν αυριανό «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ) (2).
Δυστυχώς, η κυπριακή και ελλαδική πολιτική ελίτ διακρίνονται από ένα εμπεδωμένο «σύνδρομο ήττας» απέναντι στην Τουρκία, ποικίλους δεσμούς εξάρτησης από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, και από μια «προνεωτερική» πολιτική κουλτούρα και ψυχολογία, απότοκο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μιας ανολοκλήρωτης εθνικής επανάστασης. Η πολιτική αντιπολίτευση σε νέα σχέδια Ανάν δεν έχει βρει ακόμα την ηγεσία, τον πολιτικό λόγο και τον βηματισμό που απαιτούν οι περιστάσεις και η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν μοιάζει καν να συνειδητοποιεί το αποτέλεσμα της πολιτικής της και την ανάγκη, τουλάχιστον, να επεξεργασθεί εναλλακτική πολιτική. Οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας ελπίζουν ότι ο κ. Χριστόφιας θα τις απαλλάξει με κάποιο μαγικό τρόπο από το κυπριακό. Πολλοί Κύπριοι, υφιστάμενοι αφόρητη βυζαντινολογία και ψυχολογικό πόλεμο, σε συνθήκες σύγχυσης περί τα ουσιωδέστερα, μοιάζουν να λένε τώρα «λύση νάναι κι όποια νάναι», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το ζήτημα δεν είναι αν και τι θα πάρουν πίσω, από όσα χάθηκαν το 1974, αλλά ότι δεν θα υπάρχει αυτό το “πίσω”. Οι Κύπριοι δεν καλούνται να διαλέξουν μεταξύ καλύτερης και χειρότερης λύσης, αυτό που τους προτείνεται με τις παραλλαγές του σχεδίου Ανάν είναι η καταστροφή του κράτους που σήμερα έχουν, εκεί που σήμερα ζουν.
1. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο τέτοιες ανήκουστες ρυθμίσεις, όπως π.χ. η ανάθεση τελικών αποφάσεων σε ξένους αξιωματούχους που διόριζε ο Ανάν την οποία προέβλεπε το ομώνυμο σχέδιο, δεν προστατεύουν επαρκώς τους Ελληνοκύπριους, αλλά προκαλούν, ακόμα κι αν δεν το θέλουν τα μέρη, καυγά στο τέλος. Αν ένας πατέρας μοιράσει σαφώς και σωστά την περιουσία του στα παιδιά του, προστατεύει τις σχέσεις τους, ακόμη κι αν δεν είναι πολύ φίλοι μεταξύ τους. Αν αφήσει μπερδεμένες ρυθμίσεις (εποικοδομητικές ασάφειες) θα θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις ακόμα και αγαπημένων παιδιών. Αν αφήσεις ένα πορτοφόλι με 1000 ευρώ στο γραφείο σου, θα δοκιμάσεις την εντιμότητα όσων περνάνε και θα τους βάλεις στον πειρασμό να σε κλέψουν. Αν τόχεις στην τσέπη σου, θα διατηρήσεις τις καλές σχέσεις μαζί τους. Οι Αμερικανοί εμπιστεύτηκαν έναν Μαύρο για Πρόεδρο, γιατί ένοιωσαν ότι μπορεί να εκπροσωπήσει το έθνος τους, θα έκαναν όμως επανάσταση αν κάποιος έγραφε στο σύνταγμα των ΗΠΑ ότι πρέπει υποχρεωτικώς κατά περιόδους ο Πρόεδρος να είναι Μαύρος, Ισπανοαμερικανός, Εβραίος ή ομοφυλόφιλος! Ούτε μπορεί να φτιαχτεί ένα σύνταγμα επί των (εικαζόμενων!) ψυχολογικών και ιδεολογικών ιδιοτήτων των κ.κ. Χριστόφια και Ταλάτ γιατί οι Κύπριοι πρέπει να μπορούν να επιβιώσουν και όταν οι δύο αυτοί άνθρωποι αποχωρήσουν του μάταιου αυτού κόσμου. ‘Ενας Τούρκος π.χ., υποχρεωτικά εκ περιτροπής Πρόεδρος, θα μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τη θητεία του για να μεταβάλει αποφασιστικά την κατάσταση στο νησί και σε μια περίοδο κρίσης, όπως το 1963 ή το 1974, θα πάρει το κράτος και θα φύγει, όπως έπραξε ο Μακάριος. Γιατί να προβλέψουμε μια τέτοια δυνατότητα; ‘Όχι μόνο δεν συμφιλιώνουμε ‘Ελληνες και Τούρκους με τέτοια μέθοδο, τους δίνουμε κίνητρα να φέρονται μπαμπέσικα, τη δυνατότητα δηλαδή να αποδώσει μια τέτοια συμπεριφορά. Προσφέρουμε επίσης τη δυνατότητα, τον μηχανισμό σε ξένες δυνάμεις να υποδαυλίσουν, οποτεδήποτε κρίνουν ότι τις συμφέρει, μια τέτοια κρίση στο νησί, και είναι πιθανό ότι θα το πράξουν, αργά ή γρήγορα, με δεδομένη την κολοσσιαία στρατηγική σημασία του. Στην πραγματικότητα, υπάρχει σήμερα μια ισορροπία στην Κύπρο ανάμεσα στο ισχυρό μέρος, που είναι στρατιωτικά ισχυρότερο και έχει αποδείξει τη βούλησή του να χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί την ισχύ του και στο αδύνατο μέρος, που διαθέτει όμως διπλωματικά, πολιτικά και κυρίως νομικά όπλα, την αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία με την κυβέρνηση και την Εθνοφρουρά της και την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ. Η καταστροφή της ισορροπίας αυτής, μέσω της υπαγωγής των Ελληνοκυπρίων σε αποφάσεις αλλοτρίων, είτε Τούρκου Προέδρου, είτε ξένου δικαστή, με παράλληλη αυτοπαραίτηση από το δικαίωμα της αυτοάμυνας και το μέσο της, τον στρατό δηλαδή, θα προκαλέσει πιθανότατα πόλεμο (και δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο πόλεμος θα περιορισθεί στην Κύπρο). Κι αν οι Κύπριοι υποστηρίξουν δια της ψήφου τους μια τέτοια λύση, ουδείς θα τους συμπαρασταθεί, δεν θα κερδίσουν ειμή μόνο περιφρόνηση εχθρών και φίλων.
2. Περιττό να σημειώσουμε ότι είναι απολύτως βλακώδης, όταν δεν είναι υστερόβουλη, η ιδέα ότι είναι επί της ουσίας δύο πραγματικά ανεξάρτητες οντότητες η Κύπρος και η Ελλάδα. Βεβαίως γίνεται σήμερα και καλώς απολύτως σεβαστό το δικαίωμα των δύο Δημοκρατιών να παίρνουν κυρίαρχα και δημοκρατικά τις αποφάσεις τους (αν και το δικαίωμα αυτό θεωρητικώς πρέπει να περιορίζεται από την συμβατική υποχρέωση της Αθήνας να εγγυάται την Κυπριακή Δημοκρατία). Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητη αλήθεια, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα υπήρχε ούτε πέντε λεπτά αν δεν υπήρχε Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελλάδα, όπως την ξέρουμε, με το σημερινό περίπου βαθμό κρατικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, επίσης δεν μπορεί να επιβιώσει μιας κακής λύσης του κυπριακού. Ολη η σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία είναι μια αδιάψευστη μαρτυρία του αναγκαστικού χαρακτήρα της σχέσης Ελλάδας-Κύπρου, η διάρρηξη της οποίας (ή η χρήση της για την υποταγή των Ελληνοκυπρίων) υπήρξε πάντα η πιο κεντρική επιδίωξη του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Δεν έκανε η Ελλάδα πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που δικαιολογεί τάχα μου την τουρκική πολιτική, όπως ισχυρίζονται οι απερίγραπτοι “ναινέκοι” της Λευκωσίας και της Αθήνας. Στην Ελλάδα ανετράπη ο Γεώργιος Παπανδρέου και επιβλήθηκε δικτατορία από τις ΗΠΑ, για να μπορέσει να γίνει το πραξικόπημα. Πρώτα καταλύθηκε η Ελληνική και μετά η Κυπριακή Δημοκρατία. Τώρα, κινδυνεύει να συμβεί το αντίστροφο.
Ο ελληνικός χώρος (Ελλάδα και Κύπρος) βρίσκεται αντιμέτωπος με μια διπλή κρίση, εσωτερική και εξωτερική, με μια εκτεταμένη αποσύνθεση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, του παραγωγικού ιστού, του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Η εσωτερική και εξωτερική κρίση αλληλεπιδρούν και αλληλοενισχύονται, όπως άλλωστε συνέβη στην ιστορία μας συνεχώς, μεταξύ 1956 και 1974, με τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε και στην Ελλάδα και στο κυπριακό.
Στην Κύπρο, η κρίση εκδηλώνεται ως αδυναμία του κυπριακού κράτους να υπερασπίσει εξωτερικά τον εαυτό του, στην Ελλάδα πρωτίστως, αλλά όχι μόνο, ως εσωτερική κατάρρευση.
Αν η ελληνική κρίση, η χειρότερη ίσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδηλώνεται στους πιο διαφορετικούς τομείς της εθνικής ζωής, το ζήτημα που μπορεί να γίνει άμεσα καταλύτης μη αντιστρεπτών εξελίξεων, που θα καθορίσουν κατά τρόπο μόνιμο το μέλλον του ελληνικού χώρου είναι το κυπριακό, δηλαδή ο όχι απίθανος κίνδυνος να «αυτοκτονήσει» το κυπριακό κράτος! Ειρήσθω εν παρόδω, αν το βάρος τέτοιων εθνικά (και εν τέλει κοινωνικά) καταστροφικών ρυθμίσεων αναλάβει η κυπριακή και ελλαδική αριστερά και κεντροαριστερά, μπορούν κάλλιστα να αποβούν μοιραίες για την παράταξη αυτή, θα συνιστούν προδοσία των οπαδών της και μπορεί να σηματοδοτήσουν το τέλος π.χ. του ΑΚΕΛ και του ΠΑΣΟΚ. Με τον ίδιο τρόπο που απεδείχθη μοιραία για την ελληνική Δεξιά και την ηγεμονία της η πολιτική της στο κυπριακό, από τις συνθήκες της Ζυρίχης του 1960 μέχρι την προδοσία της Κύπρου το 1974.
Αν η αριστερά/κεντροαριστερά Κύπρου και Ελλάδας αναλάβει την ευθύνη εθνικά επαχθών ρυθμίσεων μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ηγεμονία μιας εθνικιστικής-σωβινιστικής ακροδεξιάς και των ιδεών της, γεγονός που δεν θα ωφελήσει σε τίποτα τα εθνικά θέματα. Από τον Κολοκοτρώνη μέχρι το δημοψήφισμα του 2004, αν κάτι αποδεικνύει η ελληνική ιστορία είναι ότι, τουλάχιστο σε μια χώρα με την ιστορία και τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μόνο οι πληβείοι, ο ίδιος ο λαός της μπορεί να την προστατεύσει από επικίνδυνες εξωτερικές επιβουλές και τους, ενίοτε ακόμα πιο επικίνδυνους, εγχώριους «άρχοντές» μας.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτά μπορεί να φαίνονται ίσως εξωφρενικά και παράλογα σε αρκετούς αναγνώστες, γι’ αυτό όμως ακριβώς μπορεί να συμβούν. Αυτός είναι ο μηχανισμός πρόκλησης καταστροφών, με χαρές και γέλια (η μπελ επόκ προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο ενθουσιασμός της Μικρασιατικής Καταστροφής). Όταν εγκαίρως συνειδητοποιείται το διακύβευμα μιας κρίσης, κινητοποιούνται συνήθως δυνάμεις προς αποτροπή των καταστροφών. Η απονάρκωση των κοινωνιών και των πολιτικών ελίτ (στην περίπτωσή μας ένα σημαντικό κομμάτι της «ελίτ» ενεργεί άλλωστε για να την προκαλέσει) είναι συχνά αναγκαία και ικανή προϋπόθεση, αλλά και προάγγελος επικείμενης καταστροφής.
Θα μπορούσαν κάποιοι να επικρίνουν τον γράφοντα για υπερβολή ή κινδυνολογία. Μακάρι να έχουν δίκηο, μακάρι να διαψευσθούν όλα όσα γράφει. Οφείλει όμως κανείς, όταν διαπιστώνει ένα θανάσιμο κίνδυνο να προειδοποιήσει για την παρουσία του, όχι να τον αγνοήσει. Μόλις προ τεσσάρων ετών άλλωστε, παρολίγον όντως να αυτοκτονήσει η Κυπριακή Δημοκρατία (με την “ευγενική συνδρομή” και της Ελληνικής), χάρι σε ένα σχέδιο που παρέδιδε τους κατοίκους του νησιού στην εξουσία τριών ξένων δικαστών και τριών ξένων στρατών, μια παγκοσμίως πρωτοφανή δηλαδή αυτοκατάλυση του κυπριακού κράτους. Ο μεν Δημήτρης Τσάτσος χαρακτήρισε το σχέδιο Ανάν έργο παράφρονος, ο δε Βαγγέλης Βενιζέλος τέρας από πλευράς συνταγματικού, διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου! Μόνο τυπικά πρότεινε το σχέδιο ο κ. Ανάν, έργο της ελλαδικής και κυπριακής πολιτικής ελίτ ήταν, που απερρίφθη μόνο όταν έφτασε στον κυπριακό λαό, στο επίπεδο του απλού πολίτη, γιατί μέχρι τότε κανείς περίπου δεν τολμούσε να το στείλει στο διάολο, αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού ήθελε να περάσει.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή τη φορά θα περάσει ή όχι ένα τέτοιο σχέδιο από δημοψήφισμα, είναι βέβαιο όμως ότι αυτή τη φορά οι αυτουργοί του (Oυάσιγκτον, Λονδίνο και, κυρίως, οι αναμέτρητοι φίλοι τους στο ελλαδικό και κυπριακό κατεστημένο) έρχονται πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι και θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους (κινήσεις καλής θέλησης, αλλά και ένοπλη τρομοκρατία, όπως αυτή πάνω από το Αγαθονήσι, γύρω από το Καστελλόριζο ή έξω από την Πάφο, προπαγάνδα και εξαγορά, εκβιασμοί αλλά και προβοκάτσιες ολκής). Και μόνο άλλωστε το γεγονός ότι απεδέχθησαν, αν δεν ενθάρρυναν, ένα κόμμα όπως το ΑΚΕΛ να πάρει την εξουσία, δείχνει τί είναι διατεθειμένοι να κάνουν για να πετύχουν στις επιδιώξεις τους. (Δεν τόκαναν ασφαλώς γιατί περιμένουν από τον Χριστόφια να αποδειχθεί Τσάβες της Μεσογείου, αλλά, υποθέτουμε, γιατί ελπίζουν να συμπεριφερθεί όπως ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης το 1944-45 ή ο Γκορμπατσώφ πιο πρόσφατα).
Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν δεν γίνει δεκτό ένα τέτοιο σχέδιο, θα καταβληθεί πάλι ένα πολύ μεγάλο πολιτικο-διπλωματικό κόστος, γιατί η πολιτική ηγεσία Κύπρου και Ελλάδας υποστηρίζει εξωφρενικά πράγματα, τα παγιώνει ως πολιτικο-διπλωματικές θέσεις των δύο κρατών και μετά χρειάζεται να παρέμβει στο παραπέντε, εγκλωβισμένος και υπό καθεστώς εκβιασμού, αν βρει το κουράγιο και τη νοημοσύνη, ο λαός, ο πολίτης για να τα ανατρέψει, χωρίς κανείς διεθνώς να μπορεί να αντιληφθεί τι στο καλό γίνεται!
Ο εθνικά (που θα αποβεί άλλωστε τελικά και κοινωνικός και πολιτικός) καταστροφικός κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός ότι τα συζητούμενα σχέδια λύσης του κυπριακού προβλέπουν στην πραγματικότητα την αφαίρεση από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού των δύο θεμελιωδέστερων δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν σε όλους τους λαούς του πλανήτη μετά τη Γαλλική Επανάσταση και, ιδίως, κατά τον εικοστό αιώνα: του δικαιώματος της αυτοκυβέρνησης και του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Αυτά τα δύο δικαιώματα είναι στον πυρήνα της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας, χωρίς αυτά δεν υπάρχει κράτος. Αλλά χωρίς κράτος δεν μπορεί στις σημερινές ιστορικές συνθήκες να εξασφαλισθεί η επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, δηλαδή του 80% του πληθυσμού στην Κύπρο. Το σχέδιο Ανάν προέβλεπε αυτόν ακριβώς τον μετασχηματισμό του κράτους σε προτεκτοράτο και ανάλογα στοιχεία περιέχουν δυστυχώς οι προτάσεις που κατέθεσε τώρα ο Δημήτρης Χριστόφιας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Λευκωσίας (εκ περιτροπής προεδρία, αποστρατικοποιημένη, αν και με βρετανικά στρατεύματα (!) Κύπρος, δηλαδή Κύπρος χωρίς δικαίωμα αυτοάμυνας, εισαγωγή ξένου δικαστή για την επίλυση αδιεξόδων κ.α. Οι προτάσεις δημοσιεύτηκαν στον «Κόσμο του Επενδυτή» στις 15.3.09).
Η δική μας κριτική σε τέτοιου τύπου σχέδια δεν είναι ότι είναι άδικα ή ετεροβαρή υπέρ των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας. Αυτό είναι το λιγότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι, με τέτοια σχέδια, εν ονόματι μιας (εν πολλοίς φαντασιακής) επανένωσης του νησιού και της ανάγκης («επιτέλους») να λυθεί το κυπριακό, κινδυνεύουμε να το «ξανανοίξουμε» με πολύ χειρότερους όρους. Κανένα σχέδιο λύσης δεν μπορεί να «περπατήσει», δεν θα αποδειχθεί ευσταθές, αν δίνει σε μη αιρετούς εκπροσώπους και μάλιστα Τουρκοκύπριους ή ξένους τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις με ισχύ επί των Ελληνοκυπρίων, που είναι το 80% του πληθυσμού. Γιατί αν τους δοθεί τέτοιο δικαίωμα, αργά ή γρήγορα θα το χρησιμοποιήσουν εις βάρος των συμφερόντων των Ελληνοκυπρίων.
Δυστυχώς, η κυπριακή πολιτική κουλτούρα έχει μείνει στην εποχή της Τουρκοκρατίας, δεν έχει εξελιχθεί όπως έχουν εξελιχθεί οι αντιλήψεις για την ιδιοκτησία στην Κύπρο. Γιατί δεν υπάρχει βέβαια Κύπριος ιδιοκτήτης που θα έδινε εκ περιτροπής τη διαχείριση του σπιτιού του ή της επιχείρησής του στον μειοψηφικό συνεταίρο του (εκ περιτροπής προεδρία), ούτε Κύπριος ιδιοκτήτης που θα έλεγε προς υποψήφιο αγοραστή «θέλω οπωσδήποτε να πουλήσω φέτος το σπίτι μου, γιατί αλλοιώς θα καταστραφώ» (αν δεν λυθεί τώρα το κυπριακό, θα γίνει διχοτόμηση). Αν οι Κύπριοι πολιτικοί αρχίσουν να διαπραγματεύονται το κράτος τους όπως την περιουσία τους, σαν να ήταν δηλαδή το δικό τους κράτος κι όχι αυτοί να καταντάνε πρακτικά τοποτηρητές ξένων στο νησί, μέσω της «πολιτικής του καλού παιδιού», θα έκαναν ένα τεράστιο βήμα προς τη λύση του κυπριακού!
Στις προ τριακοσίων ετών ιστορικές συνθήκες, ίσως χρειαζόταν ένα μείγμα ανατολίτικης πονηριάς, όπου προσκυνάς ευπειθώς τον Ηγεμόνα και κρατάς πεισματικά κρυμμένη την ταυτότητά σου και τη συνοχή της ομάδας σου. Στις σημερινές ιστορικές συνθήκες, ένα τέτοιο κοκτέιλ θα καταστρέψει την Κύπρο και την Ελλάδα μαζί. Η μακαριακή παράδοση, που συνδύαζε κατά διαστήματα επαναστατική διεκδίκηση της ελευθερίας και βυζαντινισμό έφτασε στο τέλος της, εξάντλησε την όποια χρησιμότητα ίσως της αναγνωρίσουν κάποιοι, με την ήττα και το θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου. Οι Κύπριοι θα διατηρήσουν το κράτος τους και η Ελλάδα την ανεξαρτησία της, μόνο αν το (την) διεκδικήσουν.
Ο Δημήτρης Χριστόφιας δεν θέλει να επαναφέρει, τουλάχιστο αυτούσιο, το σχέδιο Ανάν. Υιοθέτησε κατά τα φαινόμενα ορισμένες από τις ιδέες των επικριτών του σχεδίου. Για να βγάλει από τη μέση π.χ. τους τρεις ξένους δικαστές και το Ανώτατο Δικαστήριο πηγαίνει τώρα στην εκ περιτροπής προεδρία, αρνείται τη επιδιαιτησία και αναλαμβάνει το κόστος να επωμισθεί ο ίδιος τη «λύση», αντί να βάλει τον Μπαν Κι Μουν να εκβιάσει τους Κυπρίους, όπως έκαναν ο κ. Κληρίδης και ο κ. Σημίτης (Λέει λύση από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους, αν και στις φυσιολογικές χώρες οι εκπρόσωποι του λαού καταρτίζουν σε πλήρη δημοσιότητα τα συντάγματά τους και όχι μυστικά από το λαό που θα ζήσει για πάντα με το σύνταγμα αυτό, αλλά σε πλήρη γνώση των εχθρών της Κύπρου, οι μυστικοσύμβουλοι δύο πολιτικών ηγετών, για να φέρουν μετά προ τετελεσμένου τους πολίτες. Φαίνεται όμως ότι στην Κύπρο έχουν κάνει πολύ σημαντικές ανακαλύψεις στο συνταγματικό δίκαιο και τη δημοκρατία, που δεν τις έχει σκεφθεί κανένα άλλο από τα υπερδιακόσια κράτη του πλανήτη, όπου χρησιμοποιούνται ακόμα κάτι απαρχαιωμένες μέθοδοι όπως αναθεωρητικές και συντακτικές συνελεύσεις!). Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις του δείχνουν ότι δεν έχει αντιληφθεί τον πυρήνα του προβλήματος, αποτέλεσμα και όχι αίτιο του οποίου είναι η εμφάνιση ξένων δικαστών και επιδιαιτητών.
Δεν έχει βρεθεί άλλος τρόπος από τον κανόνα της πλειοψηφίας για να κυβερνώνται δημοκρατικά και ανεξάρτητα κράτη. Ο κανόνας αυτός περιορίζεται για να προστατευθούν μειονότητες, δεν μπορεί όμως να ανατραπεί, γιατί τότε έχουμε δικτατορία της μειοψηφίας στην πλειοψηφία (ή, εναλλακτικά, δικτατορία των ξένων, δια των δικαστών ή της ανάγκης επιδιαιτησίας επί των ιθαγενών). Οι Ελληνοκύπριοι, το 80% του πληθυσμού δεν μπορούν να αναθέσουν σε τρίτους την άσκηση της κυριαρχίας στο νησί. Το μάξιμουμ που μπορούν να προσφέρουν, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη δική τους επιβίωση στο νησί, είναι να περιορίσουν την κυριαρχία της πλειοψηφίας στην τουρκοκυπριακή ζώνη. Τουλάχιστον όμως στις περιοχές που ζουν οι ίδιοι, πρέπει να έχουν κανονικό κράτος με σημαία και στρατό, που σημαίνει διακυβέρνηση από την πλειοψηφία, δικαίωμα αυτοάμυνας, μέσο αυτοάμυνας (στρατό) και κανένα δικαίωμα ξένων κρατών να επεμβαίνουν. Βασικά, θα ήταν λιγότερο δαπανηρό για την Κύπρο και την Ελλάδα αν το πολιτικό προσωπικό της χώρας, αντί να ασχολείται με διαπραγματεύσεις και να μας κυβερνά, πήγαινε για ταχύρρυθμα σεμινάρια συνταγματικού δικαίου και πολλών άλλων μαθημάτων.
Για λόγους που ο γράφων εξήγησε αναλυτικά σε δύο βιβλία του («Η Αρπαγή της Κύπρου» Λιβάνης 2004 και «Η Κύπρος σε Παγίδα», Λιβάνης 2008) μια εθνοτική σύρραξη (και πιθανώς μια ενδοελληνική σύρραξη) θα είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα αφαίρεσης του δικαιώματος και των μέσων της κυριαρχίας από τον κυπριακό πληθυσμό, δηλαδή της κυπριακής κρατικής κυριαρχίας (1). Τέτοια σχέδια απειλούν άμεσα την αναγνωρισμένη κρατική υπόσταση που προστατεύει επί πολλές δεκαετίες τους Ελληνοκύπριους, απειλούν όμως έμμεσα και τη δυνατότητα της Ελλάδας να ασκεί σχετικά ελεύθερα την κυριαρχία της και οποιαδήποτε κάπως ανεξάρτητη πολιτική (π.χ. να υπερασπισθεί αποτελεσματικά τη δική της κυριαρχία στο Αιγαίο ή τη Θράκη, να φτιάξει αγωγούς αερίου με τη Ρωσία, να διαφωνήσει σε οποιοδήποτε ζήτημα με την Ουάσιγκτον). Στην καλύτερη περίπτωση, η Αθήνα θα καταστεί όμηρος της καλής διάθεσης Βρετανίας, ΗΠΑ., Τουρκίας, εμμέσως Ισραήλ για να μην ανατιναχτεί η «λύση» στον αέρα και κινδυνεύσουν 750.000 ’Ελληνες. Στη χειρότερη, η Ελλάδα θα αναγκαστεί είτε να παρακολουθεί ανήμπορη την εξαφάνιση του κυπριακού ελληνισμού, είτε να κάνει γενικό πόλεμο με την Τουρκία για να τους σώσει, υπό πολύ δυσμενέστερες νομικές, πολιτικές και πρακτικές συνθήκες από ότι σήμερα.
Επιπλέον, η ‘Αγκυρα θα εισέλθει στην ΕΕ από το «παράθυρο», θα αποκτήσει δηλαδή μια θεσμική επιρροή στο εσωτερικό της ‘Ενωσης, δια της θεσμοποιημένης επιρροής της στην ψήφο της Λευκωσίας μέσα στην ΕΕ, χωρίς να έχει εκπληρώσει κανέναν όρο. Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας στην ΕΕ, με παράλληλη μη συμμετοχή της Τουρκίας είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό ατού της Αθήνας απέναντι στην ‘Αγκυρα. Ενώ η συμμετοχή αντίθετα της Τουρκίας στην ΕΕ, θα αποτελέσει, υπό τις σημερινές τουλάχιστο συνθήκες, τη χαριστική βολή στην ιδέα μιας πολιτικής, κοινωνικής και ανεξάρτητης Ευρώπης. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, μεταξύ άλλων, κεντρική πολιτική του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων είναι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Χωρίς να εξαλείφει την «καρδιά», τον «πυρήνα» των προβλημάτων που οδηγούν σε ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, χωρίς δηλαδή να λύνει τα προβλήματα που θέλουμε να αποφύγουμε, μια λύση παραπλήσια του Ανάν (που θα αφαιρεί δηλαδή τη δυνατότητα πλήρους αυτοκυβέρνησης και το δικαίωμα αυτοάμυνας από τους Ελληνοκύπριους) θα έχει βαρύτατες στρατηγικές συνέπειες. Θα «τσιμεντώσει» μια ζώνη αμερικανοτουρκικής κυριαρχίας από την Αδριατική μέχρι τον Καύκασο και την Κύπρο, που προορίζεται να χρησιμεύσει:
1) ως εμπόδιο σε οποιαδήποτε μελλοντική διεκδίκηση ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας,
2) για να ελέγξει την πρόσβαση της «Γαλλογερμανίας» στους υδρογονάνθρακες της Μέσης Ανατολής,
3) για να ελέγξει την πρόσβαση της Ρωσίας στη Μεσόγειο και να την στερήσει από τη δυνατότητα συνεργασίας με δυνητικά φιλικά κράτη, γέφυρες μιας ευρωρωσικής σχέσης, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος στο εσωτερικό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, στα πλαίσια μιας μακρόχρονης στρατηγικής περικύκλωσης της Μόσχας (και ταυτόχρονα θα στερήσει την Ελλάδα από τη δυνατότητα να αναπνεύσει στρατηγικά, με το μόνο σχεδόν μέσο που διαθέτει σήμερα, τη συνεργασία με τη Ρωσία, όπως και να συμμετάσχει ενδεχομένως σε έναν αυριανό «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ) (2).
Δυστυχώς, η κυπριακή και ελλαδική πολιτική ελίτ διακρίνονται από ένα εμπεδωμένο «σύνδρομο ήττας» απέναντι στην Τουρκία, ποικίλους δεσμούς εξάρτησης από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, και από μια «προνεωτερική» πολιτική κουλτούρα και ψυχολογία, απότοκο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μιας ανολοκλήρωτης εθνικής επανάστασης. Η πολιτική αντιπολίτευση σε νέα σχέδια Ανάν δεν έχει βρει ακόμα την ηγεσία, τον πολιτικό λόγο και τον βηματισμό που απαιτούν οι περιστάσεις και η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν μοιάζει καν να συνειδητοποιεί το αποτέλεσμα της πολιτικής της και την ανάγκη, τουλάχιστον, να επεξεργασθεί εναλλακτική πολιτική. Οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας ελπίζουν ότι ο κ. Χριστόφιας θα τις απαλλάξει με κάποιο μαγικό τρόπο από το κυπριακό. Πολλοί Κύπριοι, υφιστάμενοι αφόρητη βυζαντινολογία και ψυχολογικό πόλεμο, σε συνθήκες σύγχυσης περί τα ουσιωδέστερα, μοιάζουν να λένε τώρα «λύση νάναι κι όποια νάναι», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το ζήτημα δεν είναι αν και τι θα πάρουν πίσω, από όσα χάθηκαν το 1974, αλλά ότι δεν θα υπάρχει αυτό το “πίσω”. Οι Κύπριοι δεν καλούνται να διαλέξουν μεταξύ καλύτερης και χειρότερης λύσης, αυτό που τους προτείνεται με τις παραλλαγές του σχεδίου Ανάν είναι η καταστροφή του κράτους που σήμερα έχουν, εκεί που σήμερα ζουν.
1. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο τέτοιες ανήκουστες ρυθμίσεις, όπως π.χ. η ανάθεση τελικών αποφάσεων σε ξένους αξιωματούχους που διόριζε ο Ανάν την οποία προέβλεπε το ομώνυμο σχέδιο, δεν προστατεύουν επαρκώς τους Ελληνοκύπριους, αλλά προκαλούν, ακόμα κι αν δεν το θέλουν τα μέρη, καυγά στο τέλος. Αν ένας πατέρας μοιράσει σαφώς και σωστά την περιουσία του στα παιδιά του, προστατεύει τις σχέσεις τους, ακόμη κι αν δεν είναι πολύ φίλοι μεταξύ τους. Αν αφήσει μπερδεμένες ρυθμίσεις (εποικοδομητικές ασάφειες) θα θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις ακόμα και αγαπημένων παιδιών. Αν αφήσεις ένα πορτοφόλι με 1000 ευρώ στο γραφείο σου, θα δοκιμάσεις την εντιμότητα όσων περνάνε και θα τους βάλεις στον πειρασμό να σε κλέψουν. Αν τόχεις στην τσέπη σου, θα διατηρήσεις τις καλές σχέσεις μαζί τους. Οι Αμερικανοί εμπιστεύτηκαν έναν Μαύρο για Πρόεδρο, γιατί ένοιωσαν ότι μπορεί να εκπροσωπήσει το έθνος τους, θα έκαναν όμως επανάσταση αν κάποιος έγραφε στο σύνταγμα των ΗΠΑ ότι πρέπει υποχρεωτικώς κατά περιόδους ο Πρόεδρος να είναι Μαύρος, Ισπανοαμερικανός, Εβραίος ή ομοφυλόφιλος! Ούτε μπορεί να φτιαχτεί ένα σύνταγμα επί των (εικαζόμενων!) ψυχολογικών και ιδεολογικών ιδιοτήτων των κ.κ. Χριστόφια και Ταλάτ γιατί οι Κύπριοι πρέπει να μπορούν να επιβιώσουν και όταν οι δύο αυτοί άνθρωποι αποχωρήσουν του μάταιου αυτού κόσμου. ‘Ενας Τούρκος π.χ., υποχρεωτικά εκ περιτροπής Πρόεδρος, θα μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τη θητεία του για να μεταβάλει αποφασιστικά την κατάσταση στο νησί και σε μια περίοδο κρίσης, όπως το 1963 ή το 1974, θα πάρει το κράτος και θα φύγει, όπως έπραξε ο Μακάριος. Γιατί να προβλέψουμε μια τέτοια δυνατότητα; ‘Όχι μόνο δεν συμφιλιώνουμε ‘Ελληνες και Τούρκους με τέτοια μέθοδο, τους δίνουμε κίνητρα να φέρονται μπαμπέσικα, τη δυνατότητα δηλαδή να αποδώσει μια τέτοια συμπεριφορά. Προσφέρουμε επίσης τη δυνατότητα, τον μηχανισμό σε ξένες δυνάμεις να υποδαυλίσουν, οποτεδήποτε κρίνουν ότι τις συμφέρει, μια τέτοια κρίση στο νησί, και είναι πιθανό ότι θα το πράξουν, αργά ή γρήγορα, με δεδομένη την κολοσσιαία στρατηγική σημασία του. Στην πραγματικότητα, υπάρχει σήμερα μια ισορροπία στην Κύπρο ανάμεσα στο ισχυρό μέρος, που είναι στρατιωτικά ισχυρότερο και έχει αποδείξει τη βούλησή του να χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί την ισχύ του και στο αδύνατο μέρος, που διαθέτει όμως διπλωματικά, πολιτικά και κυρίως νομικά όπλα, την αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία με την κυβέρνηση και την Εθνοφρουρά της και την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ. Η καταστροφή της ισορροπίας αυτής, μέσω της υπαγωγής των Ελληνοκυπρίων σε αποφάσεις αλλοτρίων, είτε Τούρκου Προέδρου, είτε ξένου δικαστή, με παράλληλη αυτοπαραίτηση από το δικαίωμα της αυτοάμυνας και το μέσο της, τον στρατό δηλαδή, θα προκαλέσει πιθανότατα πόλεμο (και δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο πόλεμος θα περιορισθεί στην Κύπρο). Κι αν οι Κύπριοι υποστηρίξουν δια της ψήφου τους μια τέτοια λύση, ουδείς θα τους συμπαρασταθεί, δεν θα κερδίσουν ειμή μόνο περιφρόνηση εχθρών και φίλων.
2. Περιττό να σημειώσουμε ότι είναι απολύτως βλακώδης, όταν δεν είναι υστερόβουλη, η ιδέα ότι είναι επί της ουσίας δύο πραγματικά ανεξάρτητες οντότητες η Κύπρος και η Ελλάδα. Βεβαίως γίνεται σήμερα και καλώς απολύτως σεβαστό το δικαίωμα των δύο Δημοκρατιών να παίρνουν κυρίαρχα και δημοκρατικά τις αποφάσεις τους (αν και το δικαίωμα αυτό θεωρητικώς πρέπει να περιορίζεται από την συμβατική υποχρέωση της Αθήνας να εγγυάται την Κυπριακή Δημοκρατία). Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητη αλήθεια, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα υπήρχε ούτε πέντε λεπτά αν δεν υπήρχε Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελλάδα, όπως την ξέρουμε, με το σημερινό περίπου βαθμό κρατικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, επίσης δεν μπορεί να επιβιώσει μιας κακής λύσης του κυπριακού. Ολη η σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία είναι μια αδιάψευστη μαρτυρία του αναγκαστικού χαρακτήρα της σχέσης Ελλάδας-Κύπρου, η διάρρηξη της οποίας (ή η χρήση της για την υποταγή των Ελληνοκυπρίων) υπήρξε πάντα η πιο κεντρική επιδίωξη του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Δεν έκανε η Ελλάδα πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που δικαιολογεί τάχα μου την τουρκική πολιτική, όπως ισχυρίζονται οι απερίγραπτοι “ναινέκοι” της Λευκωσίας και της Αθήνας. Στην Ελλάδα ανετράπη ο Γεώργιος Παπανδρέου και επιβλήθηκε δικτατορία από τις ΗΠΑ, για να μπορέσει να γίνει το πραξικόπημα. Πρώτα καταλύθηκε η Ελληνική και μετά η Κυπριακή Δημοκρατία. Τώρα, κινδυνεύει να συμβεί το αντίστροφο.
Γράψτε τα δικά σας σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται μόνο όταν είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε τυχούσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας...