Η ελληνική ισορροπία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης
Οι διαφωνίες στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, οι «δύσκολες» συνομιλίες του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τους προέδρους του Συμβουλίου και της Κομισιόν Ντ. Τουσκ και Ζ. Κ. Γιούνκερ αντίστοιχα και ο διχασμός στο G7 επιβεβαιώνουν ότι, ακόμα κι αν δεν υπάρξει κλιμάκωση της σύγκρουσης Ουάσινγκτον - Ευρώπης, θα απαιτηθεί πολύς χρόνος μέχρι την αποκατάσταση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης ή την υιοθέτηση συμβιβαστικών λύσεων.
Διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες με εγκυρότατη ενημέρωση για τα διαμειφθέντα ανέφεραν στη «δημοκρατία» ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν ανέφερε μεν την κατά το «Spiegel» φράση «οι Γερμανοί είναι κακοί, πολύ κακοί», αλλά ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ανεχθεί το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών.
Επίσης, η αμερικανική αντιπροσωπία δήλωσε εξοργισμένη με την πολυγλωσσία και την ανάγκη ξεχωριστών διαβουλεύσεων με την Κομισιόν και τις χώρες-μέλη, όπως και με τις αντιφάσεις τους. Επί της ουσίας, η αμερικανική πλευρά επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2010 και των υποψήφιων επενδυτών που βλέπουν με απόγνωση ότι όσα αποφασίζονται στην Αθήνα καθυστερούν ή ακυρώνονται από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε. (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ιδιωτικοποίηση ΔΕΣΦΑ, συμφωνία για τον ΟΛΘ, πιθανή επέκταση της συνεργασίας με την COSCO).
Σύμφωνα με τις ίδιες διπλωματικές πηγές, ενδεικτικό της απόστασης είναι ότι έως την παραμονή των συνομιλιών συνεργάτες των κ. Τουσκ και Γιούνκερ καθησύχαζαν αυτάρεσκα τις εθνικές αντιπροσωπίες και τους δημοσιογράφους πως «θα κάνουμε πολλά μαζί με τις ΗΠΑ για το εμπόριο» και ειρωνεύονταν ότι «τα πράγματα έχουν αλλάξει από το καλοκαίρι, όταν ο υποψήφιος Τραμπ αναρωτιόταν ποιο άλλο μέλος θα μιμηθεί το Brexit».
Μπροστά σε όλα αυτά, αν ζούσαμε σε εποχές προ Μνημονίου και η Ελλάδα διατηρούσε τα προνόμια της εύκολης ισορροπίας μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, της μη υποβολής αιτημάτων και της μη άμεσης εξάρτησης από τις αποφάσεις τους, η κυβέρνηση θα μπορούσε να ακολουθήσει την οδό της ουδετερότητας. Ή τη διαχρονική διπλωματική συμβουλή ότι, όταν τσακώνονται οι μεγάλες χώρες, οι μικρότερες μένουν μακριά και σε απόσταση ασφαλείας.
Ωστόσο σήμερα, που η Ελλάδα εξαρτάται ευθέως από τις αποφάσεις τρίτων σε πλήθος θεμάτων (από τις τρέχουσες μικροπληρωμές του κράτους μέχρι τον κατευνασμό του Ερντογάν και την αποτροπή πλημμυρίδας μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική), η κυβέρνηση οφείλει να παρακολουθεί τις διαμάχες και να αναπροσαρμόζει την τακτική της.
Συγκεκριμένα, οι πρόσφατες επαφές με Αμερικανούς αξιωματούχους επιβεβαίωσαν το ενδιαφέρον για αναβάθμιση της «Ναυτικής Ευκολίας Σούδας», καθώς και την ανασφάλεια της Ουάσινγκτον έναντι του απρόβλεπτου Ερντογάν, που θα μπορούσε να μετριαστεί μέσω της συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Επίσης, η Ελλάδα είναι εκ των πέντε μελών του ΝΑΤΟ (σε σύνολο 28) που δαπανούν το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, όπως, δημόσια και αυστηρά, απαίτησε ο πρόεδρος Τραμπ από τους έκπληκτους και σιωπούντες Ευρωπαίους ηγέτες, που στέκονταν σε παράταξη έξω από το νέο κτίριο της Συμμαχίας.
Από την άλλη πλευρά, μείζον τρέχον πρόβλημα με τις ΗΠΑ είναι ότι το ελληνικό αίτημα ουσιαστικής παρέμβασης ή έκδοσης δήλωσης για το χρέος δεν έχει απαντηθεί επί δυόμισι μήνες και πως οι βολιδοσκοπήσεις για συνάντηση Τραμπ - Τσίπρα στο ΝΑΤΟ απέτυχαν. Παρόμοιες αντιφάσεις συνεχίζονται και στις επαφές της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η επόμενη δόση, άνω των 7 δισ., προφανώς εγκρίνεται, αλλά οι υποσχέσεις ελάφρυνσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους (έχουν μπει «στο χαρτί» από τον Νοέμβριο του 2012 και τον Μάιο του 2016) δεν υλοποιούνται.
Ταυτόχρονα οι Βρυξέλλες ανοίγουν ξανά παρασκηνιακά, έπειτα από σχεδόν 15 χρόνια, ζήτημα «ειδικής σχέσης» με την Τουρκία, με έμφαση στο εμπόριο, χωρίς μέριμνα διασφάλισης του σεβασμού του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Aλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Πηγή "Δημοκρατία"
Α. Τσίπρας: «Ελπίζω να μην μας βρει κι αυτό το κακό» ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι δυνατόν να δεχθεί ο Τράμπ να τον συναντήσει; γιατί το είπε αυτό; ήξερε από παλιά την πολιτική του Τράμπ και το είπε;